Τα συντριπτικά στοιχεία της τελευταίας δηµοσκόπησης της Marc για τις δηµοτικές εκλογές στην πρωτεύουσα, πέραν των διαφορών που δείχνουν, καθώς και της καταβαράθρωσης του ΣΥΡΙΖΑίου υποψήφιου δηµάρχου, εν προκειµένω του...
κ. Νάσου Ηλιόπουλου, αλλά και της παγιωµένης πλέον µεγάλης διαφοράς στην πρόθεση ψήφου υπέρ της Ν.∆., αποκαλύπτουν και ορισµένα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, που πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν για τις προσεχείς βουλευτικές εκλογές.
Εν πρώτοις, φαίνεται ότι παγιώνεται σε διψήφιο ποσοστό η µετακίνηση ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ προς τη Νέα ∆ηµοκρατία. Το γεγονός αυτό, αν συνδυαστεί µε την πολύ χαµηλή συσπείρωση του κυβερνώντος κόµµατος, τα υψηλά ποσοστά αποδοκιµασίας της κυβερνητικής πολιτικής που καταγράφονται στα ποιοτικά στοιχεία των δηµοσκοπήσεων και το ψυχολογικό στοιχείο, που εκδηλώνεται συνήθως ενώπιον της κάλπης υπέρ του διαφαινόµενου νικητή υπό το βάρος της λεγόµενης χαµένης ψήφου, τότε εκτιµάται ότι προστίθενται και άλλοι λόγοι για την πρόβλεψη της νεοδηµοκρατικής αυτοδυναµίας. Αν θέλαµε να εξειδικεύσουµε όλα αυτά τα στοιχεία θα παρατηρούσαµε τα εξής:
Ως προς την απευθείας µετακίνηση ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ στη Ν.∆., αυτή υπολογίζεται από 11,7% (έρευνα του Ιανουαρίου της εταιρείας Rass) έως 17%, που έχει προκύψει από έρευνα της εταιρείας Pulse. Στο πλαίσιο δε της συνεχώς διαµορφούµενης µετακίνησης ψηφοφόρων, θα πρέπει να συνυπολογιστεί ότι στην τελευταία έρευνα της Marc για τη δηµαρχία των Αθηνών ένα σχεδόν 20% (για την ακρίβεια 19,6%) όσων προτιµούν για δήµαρχο Αθηναίων τον Κώστα Μπακογιάννη προέρχεται από πρώην ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ. Στο µέτρο που πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι ο Κώστας Μπακογιάννης υπερβαίνει κατά 7,1 ποσοστιαίες µονάδες το δηµοσκοπικό ποσοστό που η ίδια έρευνα αποδίδει στη Νέα ∆ηµοκρατία ως προς την πρόθεση ψήφου (38,3% ο Μπακογιάννης, 31,2% η Ν.∆.), αναλόγως θα πρέπει να αξιολογήσουµε και το ποσοστό που παίρνει ο υποψήφιος της Χρυσής Αυγής. Πράγµατι, ο Ηλίας Κασιδιάρης λαµβάνει ένα ποσοστό 8,1%, όταν στην πρόθεση ψήφου στην ίδια έρευνα η Χρυσή Αυγή λαµβάνει 5,8%. Στη διαφορά αυτή -της µεγαλύτερης αποδοχής Κασιδιάρη σε σχέση µε το κόµµα του- έχει συµβάλει και το γεγονός ότι ένα ποσοστό 4,7% υπέρ του υποψηφίου της Χ.Α. προέρχεται κατευθείαν από τον ΣΥΡΙΖΑ. Σύµφωνα µε πληροφορίες, µάλιστα, σε δηµοσκόπηση η οποία είχε διενεργηθεί τον περασµένο ∆εκέµβριο στην Α’ Αθηνών η Χρυσή Αυγή εµφανίζεται µε ποσοστό 19%.
Λαϊκή αντίδραση
Σε αυτό ασφαλώς έχει συµβάλει και η µεγάλη λαϊκή αντίδραση στη Συµφωνία των Πρεσπών (άνω του 70%), ενώ έχει καταγραφεί ότι άνω του 40% και πρώην ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ είναι εναντίον της συµφωνίας αυτής. ∆εν είναι τυχαίο µάλιστα ότι ένα 95,6% έχει δηλώσει σε έρευνα ότι το κόµµα που θα ψηφίσει στις εκλογές πρέπει να καταψηφίσει τη Συµφωνία των Πρεσπών. Ετσι, σε µια ακραία αντίδρασή τους, ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ θέλησαν να δείξουν τα πιο έντονα εθνικοπατριωτικά τους αισθήµατα, προτιµώντας ως αντίδραση στα όσα διέπραξε η κυβέρνηση τον υποψήφιο της Χ.Α.
Η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ παραµένει σε πολύ χαµηλό ποσοστό (49,2%), γεγονός που δείχνει -ακόµη τουλάχιστον- ότι παραπάνω από όσους είχαν ψηφίσει το αριστερό αυτό κόµµα είτε δεν πρόκειται να το ξαναψηφίσουν είτε δεν έχουν ακόµη αποφασίσει προς τα πού θα στραφούν (πέραν, δηλαδή, των µετακινούµενων απευθείας στη Ν.∆.).
Σε µια τέτοια περίπτωση παίζουν ρόλο και τα ψυχολογικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν, όπως η ψυχολογία της χαµένης ψήφου και η τάση συµπόρευσης µε τον διαφαινόµενο νικητή των εκλογών, µια και η κοινωνία αποζητεί την πολιτική σταθερότητα έναντι της κυβερνητικής αβεβαιότητας. Αντιστοίχως, η συσπείρωση της Ν.∆. υπολογίζεται στο 85,5%, ενώ πρέπει να υπολογίζονται -πέραν της διατήρησης από τη Ν.∆. των ψηφοφόρων της- και οι απευθείας µετακινήσεις προς αυτήν από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από άλλα κόµµατα, κυρίως τα µικρά, τα οποία, δηµοσκοπικώς τουλάχιστον, εξαφανίζονται.
Η Ν.∆. κερδίζει επίσης ψηφοφόρους από τη δεξαµενή των αναποφάσιστων, ειδικώς δε από αυτούς που αυτοπροσδιορίζονται ιδεολογικώς ως κεντρώοι. Από αυτούς απορροφά το 60%, πράγµα που σηµαίνει ότι, µε το γενικότερο άνοιγµα του κόµµατος της αξιωµατικής αντιπολίτευσης στον µεσαίο χώρο, προσελκύει ψηφοφόρους από τα αποσυντεθειµένα κόµµατα Ποτάµι και Ενωση Κεντρώων. Αλλωστε, πέραν των απευθείας µετακινήσεων προς τη Ν.∆., ο προδικαζόµενος νικητής συνήθως ελκύει τους αναποφάσιστους, όταν αυτοί δεν επιλέγουν τελικώς την αποχή.
Τα αίτια
Στους λόγους που σηµειώνονται οι µετακινήσεις αυτές προς τη Ν.∆. συµπεριλαµβάνονται οι εξής: Η πλήρης κοινωνική απογοήτευση από την κυβέρνηση. Σε έρευνα της Opinion Poll καταγράφηκε ένα 84,25% που δεν πιστεύει -παρά τη σχετική κυβερνητική ρητορεία- ότι έχουµε απεµπλακεί από Μνηµόνια και µνηµονιακές δεσµεύσεις. Με άλλα λόγια, η κοινωνία, που βιώνει µια συγκεκριµένη οικονοµική πραγµατικότητα, δεν αποδέχεται όσα ισχυρίζονται κάθε φορά ο πρωθυπουργός και οι αρµόδιοι υπουργοί του. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί η λαϊκή πεποίθηση σε ποσοστό 70% ότι οι οικονοµικές συνθήκες στη χώρα θα επιδεινωθούν. Αυτές οι εκτιµήσεις της κοινωνίας ακυρώνουν το όποιο αισιόδοξο αφήγηµα της κυβέρνησης.
Οπως έχει παρατηρήσει ο υπεύθυνος ερευνών της Opinion Poll, Ζαχαρίας Ζούπης, υπάρχει µια ήττα σε όλη την ατζέντα και την επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης.
Η αύξηση των µετακινήσεων ερµηνεύεται και από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν πλέον οι ιδεολογικές αγκυλώσεις άλλων εποχών και µάλιστα µεταξύ των σκεπτόµενων ψηφοφόρων. Ετσι, τα αυτοπροσδιοριζόµενα ως κινούµενα στον κεντροαριστερό χώρο κόµµατα -όπως το ΠΑΣΟΚ ή ∆Η.ΣΥ. ή ΚΙΝ.ΑΛ., ή το Ποτάµι- χάνουν παραδοσιακά κάστρα τους στις διάφορες επαγγελµατικές τάξεις και σε κοινωνικά στρώµατα που υποτίθεται ότι κάποτε κυριαρχούσαν – κυρίως το ΠΑΣΟΚ και οι µετέπειτα παραφυάδες του.
Ο Μητσοτάκης προηγείται και στον Δημόσιο Τομέα
Εχει διευρυνθεί η διείσδυση της Ν.∆. σε επαγγελµατικούς χώρους και κοινωνικές οµάδες λόγω της πολιτικής της κυβέρνησης. ∆εν είναι προφανώς τυχαίο ότι σε έρευνα της Rass, η οποία είχε διενεργηθεί µεταξύ αυτοαπασχολούµενων, δηµόσιων υπαλλήλων, ανέργων, νοικοκυριών και φοιτητών, για πρώτη φορά ο Κυριάκος Μητσοτάκης προηγούνταν στις προτιµήσεις των µισθωτών του δηµόσιου τοµέα (ποσοστό 21,7% έναντι 20,8% του κ. Τσίπρα).
Η προτίµηση αυτή προς τον σηµερινό αρχηγό της αξιωµατικής αντιπολίτευσης θα πρέπει να αξιολογηθεί υπό το πρίσµα των εξής στοιχείων:
Πρώτον, ότι και οι δηµόσιοι υπάλληλοι έχουν πληγεί από τις περικοπές που επέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ, προκειµένου να επιτυγχάνει ακόµη υψηλότερα πλεονάσµατα και από αυτά που είχε συµφωνήσει. Γι’ αυτό άλλωστε µέσω αθρόων προσλήψεων η κυβέρνηση επιχειρεί να δηµιουργήσει νέα δεξαµενή ψηφοφόρων, διαβλέποντας ότι χάνει τους παλαιούς του δηµόσιου τοµέα.
∆εύτερον, ότι στην επικοινωνιακή προπαγάνδα του ΣΥΡΙΖΑ κυριαρχεί η απειλή ότι µια κυβέρνηση της Ν.∆. θα απολύσει δηµοσίους υπαλλήλους (κάτι που έχει διαψεύσει κατηγορηµατικά ο κ. Μητσοτάκης) και παρ’ όλα αυτά ο αρχηγός της Ν.∆. προτιµάται από τον κρατιστή πρωθυπουργό!
parapolitika.gr
Εν πρώτοις, φαίνεται ότι παγιώνεται σε διψήφιο ποσοστό η µετακίνηση ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ προς τη Νέα ∆ηµοκρατία. Το γεγονός αυτό, αν συνδυαστεί µε την πολύ χαµηλή συσπείρωση του κυβερνώντος κόµµατος, τα υψηλά ποσοστά αποδοκιµασίας της κυβερνητικής πολιτικής που καταγράφονται στα ποιοτικά στοιχεία των δηµοσκοπήσεων και το ψυχολογικό στοιχείο, που εκδηλώνεται συνήθως ενώπιον της κάλπης υπέρ του διαφαινόµενου νικητή υπό το βάρος της λεγόµενης χαµένης ψήφου, τότε εκτιµάται ότι προστίθενται και άλλοι λόγοι για την πρόβλεψη της νεοδηµοκρατικής αυτοδυναµίας. Αν θέλαµε να εξειδικεύσουµε όλα αυτά τα στοιχεία θα παρατηρούσαµε τα εξής:
Ως προς την απευθείας µετακίνηση ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ στη Ν.∆., αυτή υπολογίζεται από 11,7% (έρευνα του Ιανουαρίου της εταιρείας Rass) έως 17%, που έχει προκύψει από έρευνα της εταιρείας Pulse. Στο πλαίσιο δε της συνεχώς διαµορφούµενης µετακίνησης ψηφοφόρων, θα πρέπει να συνυπολογιστεί ότι στην τελευταία έρευνα της Marc για τη δηµαρχία των Αθηνών ένα σχεδόν 20% (για την ακρίβεια 19,6%) όσων προτιµούν για δήµαρχο Αθηναίων τον Κώστα Μπακογιάννη προέρχεται από πρώην ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ. Στο µέτρο που πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι ο Κώστας Μπακογιάννης υπερβαίνει κατά 7,1 ποσοστιαίες µονάδες το δηµοσκοπικό ποσοστό που η ίδια έρευνα αποδίδει στη Νέα ∆ηµοκρατία ως προς την πρόθεση ψήφου (38,3% ο Μπακογιάννης, 31,2% η Ν.∆.), αναλόγως θα πρέπει να αξιολογήσουµε και το ποσοστό που παίρνει ο υποψήφιος της Χρυσής Αυγής. Πράγµατι, ο Ηλίας Κασιδιάρης λαµβάνει ένα ποσοστό 8,1%, όταν στην πρόθεση ψήφου στην ίδια έρευνα η Χρυσή Αυγή λαµβάνει 5,8%. Στη διαφορά αυτή -της µεγαλύτερης αποδοχής Κασιδιάρη σε σχέση µε το κόµµα του- έχει συµβάλει και το γεγονός ότι ένα ποσοστό 4,7% υπέρ του υποψηφίου της Χ.Α. προέρχεται κατευθείαν από τον ΣΥΡΙΖΑ. Σύµφωνα µε πληροφορίες, µάλιστα, σε δηµοσκόπηση η οποία είχε διενεργηθεί τον περασµένο ∆εκέµβριο στην Α’ Αθηνών η Χρυσή Αυγή εµφανίζεται µε ποσοστό 19%.
Λαϊκή αντίδραση
Σε αυτό ασφαλώς έχει συµβάλει και η µεγάλη λαϊκή αντίδραση στη Συµφωνία των Πρεσπών (άνω του 70%), ενώ έχει καταγραφεί ότι άνω του 40% και πρώην ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ είναι εναντίον της συµφωνίας αυτής. ∆εν είναι τυχαίο µάλιστα ότι ένα 95,6% έχει δηλώσει σε έρευνα ότι το κόµµα που θα ψηφίσει στις εκλογές πρέπει να καταψηφίσει τη Συµφωνία των Πρεσπών. Ετσι, σε µια ακραία αντίδρασή τους, ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ θέλησαν να δείξουν τα πιο έντονα εθνικοπατριωτικά τους αισθήµατα, προτιµώντας ως αντίδραση στα όσα διέπραξε η κυβέρνηση τον υποψήφιο της Χ.Α.
Η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ παραµένει σε πολύ χαµηλό ποσοστό (49,2%), γεγονός που δείχνει -ακόµη τουλάχιστον- ότι παραπάνω από όσους είχαν ψηφίσει το αριστερό αυτό κόµµα είτε δεν πρόκειται να το ξαναψηφίσουν είτε δεν έχουν ακόµη αποφασίσει προς τα πού θα στραφούν (πέραν, δηλαδή, των µετακινούµενων απευθείας στη Ν.∆.).
Σε µια τέτοια περίπτωση παίζουν ρόλο και τα ψυχολογικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν, όπως η ψυχολογία της χαµένης ψήφου και η τάση συµπόρευσης µε τον διαφαινόµενο νικητή των εκλογών, µια και η κοινωνία αποζητεί την πολιτική σταθερότητα έναντι της κυβερνητικής αβεβαιότητας. Αντιστοίχως, η συσπείρωση της Ν.∆. υπολογίζεται στο 85,5%, ενώ πρέπει να υπολογίζονται -πέραν της διατήρησης από τη Ν.∆. των ψηφοφόρων της- και οι απευθείας µετακινήσεις προς αυτήν από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από άλλα κόµµατα, κυρίως τα µικρά, τα οποία, δηµοσκοπικώς τουλάχιστον, εξαφανίζονται.
Η Ν.∆. κερδίζει επίσης ψηφοφόρους από τη δεξαµενή των αναποφάσιστων, ειδικώς δε από αυτούς που αυτοπροσδιορίζονται ιδεολογικώς ως κεντρώοι. Από αυτούς απορροφά το 60%, πράγµα που σηµαίνει ότι, µε το γενικότερο άνοιγµα του κόµµατος της αξιωµατικής αντιπολίτευσης στον µεσαίο χώρο, προσελκύει ψηφοφόρους από τα αποσυντεθειµένα κόµµατα Ποτάµι και Ενωση Κεντρώων. Αλλωστε, πέραν των απευθείας µετακινήσεων προς τη Ν.∆., ο προδικαζόµενος νικητής συνήθως ελκύει τους αναποφάσιστους, όταν αυτοί δεν επιλέγουν τελικώς την αποχή.
Τα αίτια
Στους λόγους που σηµειώνονται οι µετακινήσεις αυτές προς τη Ν.∆. συµπεριλαµβάνονται οι εξής: Η πλήρης κοινωνική απογοήτευση από την κυβέρνηση. Σε έρευνα της Opinion Poll καταγράφηκε ένα 84,25% που δεν πιστεύει -παρά τη σχετική κυβερνητική ρητορεία- ότι έχουµε απεµπλακεί από Μνηµόνια και µνηµονιακές δεσµεύσεις. Με άλλα λόγια, η κοινωνία, που βιώνει µια συγκεκριµένη οικονοµική πραγµατικότητα, δεν αποδέχεται όσα ισχυρίζονται κάθε φορά ο πρωθυπουργός και οι αρµόδιοι υπουργοί του. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί η λαϊκή πεποίθηση σε ποσοστό 70% ότι οι οικονοµικές συνθήκες στη χώρα θα επιδεινωθούν. Αυτές οι εκτιµήσεις της κοινωνίας ακυρώνουν το όποιο αισιόδοξο αφήγηµα της κυβέρνησης.
Οπως έχει παρατηρήσει ο υπεύθυνος ερευνών της Opinion Poll, Ζαχαρίας Ζούπης, υπάρχει µια ήττα σε όλη την ατζέντα και την επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης.
Η αύξηση των µετακινήσεων ερµηνεύεται και από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν πλέον οι ιδεολογικές αγκυλώσεις άλλων εποχών και µάλιστα µεταξύ των σκεπτόµενων ψηφοφόρων. Ετσι, τα αυτοπροσδιοριζόµενα ως κινούµενα στον κεντροαριστερό χώρο κόµµατα -όπως το ΠΑΣΟΚ ή ∆Η.ΣΥ. ή ΚΙΝ.ΑΛ., ή το Ποτάµι- χάνουν παραδοσιακά κάστρα τους στις διάφορες επαγγελµατικές τάξεις και σε κοινωνικά στρώµατα που υποτίθεται ότι κάποτε κυριαρχούσαν – κυρίως το ΠΑΣΟΚ και οι µετέπειτα παραφυάδες του.
Ο Μητσοτάκης προηγείται και στον Δημόσιο Τομέα
Εχει διευρυνθεί η διείσδυση της Ν.∆. σε επαγγελµατικούς χώρους και κοινωνικές οµάδες λόγω της πολιτικής της κυβέρνησης. ∆εν είναι προφανώς τυχαίο ότι σε έρευνα της Rass, η οποία είχε διενεργηθεί µεταξύ αυτοαπασχολούµενων, δηµόσιων υπαλλήλων, ανέργων, νοικοκυριών και φοιτητών, για πρώτη φορά ο Κυριάκος Μητσοτάκης προηγούνταν στις προτιµήσεις των µισθωτών του δηµόσιου τοµέα (ποσοστό 21,7% έναντι 20,8% του κ. Τσίπρα).
Η προτίµηση αυτή προς τον σηµερινό αρχηγό της αξιωµατικής αντιπολίτευσης θα πρέπει να αξιολογηθεί υπό το πρίσµα των εξής στοιχείων:
Πρώτον, ότι και οι δηµόσιοι υπάλληλοι έχουν πληγεί από τις περικοπές που επέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ, προκειµένου να επιτυγχάνει ακόµη υψηλότερα πλεονάσµατα και από αυτά που είχε συµφωνήσει. Γι’ αυτό άλλωστε µέσω αθρόων προσλήψεων η κυβέρνηση επιχειρεί να δηµιουργήσει νέα δεξαµενή ψηφοφόρων, διαβλέποντας ότι χάνει τους παλαιούς του δηµόσιου τοµέα.
∆εύτερον, ότι στην επικοινωνιακή προπαγάνδα του ΣΥΡΙΖΑ κυριαρχεί η απειλή ότι µια κυβέρνηση της Ν.∆. θα απολύσει δηµοσίους υπαλλήλους (κάτι που έχει διαψεύσει κατηγορηµατικά ο κ. Μητσοτάκης) και παρ’ όλα αυτά ο αρχηγός της Ν.∆. προτιµάται από τον κρατιστή πρωθυπουργό!
parapolitika.gr