Γιάννης Παπαμιχαήλ
Ο πολιτικός «ρεαλισμός» μας επιβάλλει να διαπιστώσουμε, ίσως όχι ακριβώς το «τέλος της Ιστορίας», αλλά οπωσδήποτε ότι στις σύγχρονες Δυτικές κοινωνίες το πάλαι ποτέ πατριωτικό πάθος, το δημοκρατικό και ταξικό πολιτικό σθένος των λαών και των κοινωνικών ομάδων που υφίστανται την εκμετάλλευση, έχει προ πολλού και «οριστικά» εξουδετερωθεί.
Άλλωστε, η...
Άλλωστε, η...
οικονομίστικα κατανοητή και εγκλωβισμένη στις ανισότητες της διανομής του πλούτου εργατική τάξη, ιδίως μάλιστα υπό τον πολυεθνικό και κατακερματισμένο «αμερικανικό» της χαρακτήρα, έγινε ένα εύχρηστο ιδεολογικό εργαλείο. Εργαλείο που μπορούσε εύκολα να στραφεί κατά του «ιστορικού αφηγήματος» του έθνους, ή έστω του «λαού των νοικοκυραίων» αυτού του έθνους.
Η σταδιακή εγκατάλειψη των ιδεολογικά υποβαθμισμένων παραγωγικών δραστηριοτήτων από τους αυτόχθονες εργαζόμενους και παράλληλα οι συνεχείς ροές λαθρομεταναστών, που παρείχαν στα νέα μικρομεσαία αφεντικά άφθονο φθηνό εργατικό δυναμικό, διευκόλυναν (ιδεολογικά τουλάχιστον) παρόμοιες νοηματικές αποδομήσεις της «εργατικής τάξης» και του «λαού».
Για πολλούς όλο αυτό το νέο ιδεολόγημα πριμοδοτούσε επίσης την ηθική μιας παγκοσμιοποιημένης και αμιγώς ταξικής υποτίθεται πάλης. Πάλης, η οποία συγκάλυπτε τη νεοφιλελεύθερη «ανθρωπιστική» ηθική των ανοιχτών συνόρων, βάπτιζε εργατική τάξη όλους τους κοινωνικά και πολιτικά αποκλεισμένους, όλους τους λαθρομετανάστες, όλους τους στερημένους και όλους τους φτωχούς.
Οι «χρήσιμοι ηλίθιοι»
Η σταδιακή εγκατάλειψη των ιδεολογικά υποβαθμισμένων παραγωγικών δραστηριοτήτων από τους αυτόχθονες εργαζόμενους και παράλληλα οι συνεχείς ροές λαθρομεταναστών, που παρείχαν στα νέα μικρομεσαία αφεντικά άφθονο φθηνό εργατικό δυναμικό, διευκόλυναν (ιδεολογικά τουλάχιστον) παρόμοιες νοηματικές αποδομήσεις της «εργατικής τάξης» και του «λαού».
Για πολλούς όλο αυτό το νέο ιδεολόγημα πριμοδοτούσε επίσης την ηθική μιας παγκοσμιοποιημένης και αμιγώς ταξικής υποτίθεται πάλης. Πάλης, η οποία συγκάλυπτε τη νεοφιλελεύθερη «ανθρωπιστική» ηθική των ανοιχτών συνόρων, βάπτιζε εργατική τάξη όλους τους κοινωνικά και πολιτικά αποκλεισμένους, όλους τους λαθρομετανάστες, όλους τους στερημένους και όλους τους φτωχούς.
Οι «χρήσιμοι ηλίθιοι»
Το εν λόγω ιδεολόγημα δανειζόταν από τη μαρξιστική ορολογία την ταξική συγκρουσιακή δυναμική, με την οποία ένας κάποιος νεολαιίστικος και υποθετικά αντιεξουσιαστικός λόγος επιχειρούσε να αμφισβητήσει πολιτικά την έννοια του έθνους (και εκείνη του λαού). Όχι άμεσα, από τη νεοφιλελεύθερη σκοπιά της παγκοσμιοποίησης των καπιταλιστικών αγορών, αλλά έμμεσα και υποτίθεται από τα αριστερά.
Κάπου, λοιπόν, στη μετανεωτερική προέκταση του πάλαι ποτέ προλεταριακού διεθνισμού και με τη συνδρομή δεκάδων χρήσιμων και άχρηστων «ηλιθίων», ακαδημαϊκών και μη, συγκροτήθηκε ως ιδέα ένα είδος «προλεταριακού ανεθνισμού», έτοιμου προς χρήση από τους κύκλους της μικροαστικής διανόησης. Η ιδέα αυτή συνόδευε τις λογικές των ανοιχτών συνόρων.
Στη μετανεωτερίζουσα ιδεολογική του συνθήκη, ο πολίτης άρχισε να αντιλαμβάνεται διαφορετικά τα παλιά συναισθήματα του συνανήκειν. Με τις δεσμεύσεις τους σε μια ιστορική συλλογικότητα, ή σε μια πολιτισμική και κοινωνική ομοιότητα που αισθάνεται κανείς με τους οικείους ανθρώπους της κοινότητας όπου γεννήθηκε, ζει και εργάζεται. Άρχισε να τα αντιλαμβάνεται ως κατάλοιπο μιας μάλλον ακαλαίσθητης και υποτίθεται διαταξικής λαϊκίστικης νοοτροπίας του παρελθόντος. Δηλαδή σαν «απρέπεια» στο πεδίο της πολιτικά ορθής, «κοσμοπολίτικης» χρηστοήθειας.
Η μεταμοντέρνα διαμόρφωση του «κοινού νου»
Κατά τη γνώμη των εν δυνάμει πεφωτισμένων και μορφωτικά διακεκριμένων ιδιωτών αυτού του μετανεωτερικού φυράματος, έτσι γίνεται η γενική διάκριση μεταξύ των εν δυνάμει κοσμοπολιτών ή «πολιτών του κόσμου» και των «λαϊκιστών», με όρους διανοητικής και μορφωτικής επάρκειας. Έτσι, οι μετανεωτερίζοντες «πολίτες του κόσμου» εγκαταστάθηκαν φαντασιακά σε ένα πεδίο σύγκρουσης με τα «αμόρφωτα και καθυστερημένα» στοιχεία που «δυστυχώς συναπαρτίζουν ακόμα τον βαθύ και χοντρό λαό».
Αυτός ο τελευταίος λαός θα ήταν βέβαια εκείνος που φαίνεται να παραμένει συχνά προσηλωμένος στους «μύθους και στις προκαταλήψεις» της εθνοτικής του καταγωγής και της χαμηλής κοινωνικής-μορφωτικής του κατηγορίας. Απέναντι σε αυτόν το λαό (λόγου χάρη τον «εθνικιστικώς σκεπτόμενο» και συνήθως «ευρωφοβικό»), ρόλο διαφωτιστή δεν αναλαμβάνουν πλέον μόνο οι επίσημοι καθεστωτικοί υπάλληλοι των ΜΜΕ και των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων.
Αναλαμβάνουν και τα ίδια τα εγγράμματα πλέον, σπουδαγμένα και πληροφορημένα «παιδιά του λαού», που έχουν αναβαθμίσει ιδεολογικά την αυτοεκτίμηση τους με τους όρους που προωθεί η πολιτισμική παγκοσμιοποίηση. Τα παιδιά αυτά βρίσκονται, στις σχέσεις τους με τους γονείς τους, σε μια μόνιμη κρίση χάσματος γενεών. Βρίσκονται στην «καλή πλευρά», στην πλευρά της συγκυριακής αντιστοιχίας τους με τη φαντασίωση και την κατηγορική επιταγή της «αιώνιας νεότητας».
Έχουν υιοθετήσει την εξιδανικευμένη εικόνα ενός δούλου σε καλή φυσική κατάσταση, ικανού να ζει «χωρίς να εμπλέκεται σε σχέσεις με βάθος και διάρκεια. Ενός ριζοσπάστη που ψάχνει μονίμως τον εαυτό του και στρέφει την πλάτη του στο παρελθόν», όπως λέει ο Μισεά (2008). Τώρα, λοιπόν, που η μαζική και ταυτόχρονα επιλεκτική φτωχοποίηση των μικρομεσαίων λαϊκών στρωμάτων φαίνεται να προχωράει χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, ίσως το μεγάλο ελληνικό πείραμα να επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την αποτελεσματικότητα όλων των παραπάνω διαδικασιών διαμόρφωσης του «κοινού νου».
Πηγή: Slpress