Ο Ηρακλής,ο θρυλικός ήρωας των αρχαίων Ελλήνων,ήταν γιος του βασιλιά της Θήβας Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Όμως,οι αρχαίοι μας πρόγονοι πίστευαν πως ήταν γιος του ίδιου του Δία, γι’αυτό και έγινε τόσο δυνατός, όσο κανένας άλλος άνθρωπος στη γη.
Όταν...
Όταν...
λοιπόν γεννήθηκε ο Ηρακλής, ο Δίας αποφάσισε να τον κάνει αθάνατο. Αλλά για να το κατορθώσει αυτό, θα έπρεπε το παιδί να πιεί γάλα θεϊκό, να θηλάσει δηλαδή μια θεά.Αλλά…ποια θεά θα δεχόταν να το κάνει αυτό;
Ο Δίας σκέφτηκε την Ήρα. Μα δεν τολμούσε να της πει πως το παιδί ήταν δικό του. Η Ήρα όχι μόνο δε θα δεχόταν να θηλάσει τον Ηρακλή αλλά θα προσπαθούσε μάλιστα να τον σκοτώσει. Πράγμα που δοκίμασε να κάνει λίγο αργότερα, όταν έστειλε να τον πνίξουν στην κούνια του δύο πελώρια φίδια.
Προσπαθούσε λοιπόν ο Δίας να σκεφθεί με ποιο τρόπο θα μπορούσε να ξεγελάσει την Ήρα ώστε να θηλάσει τον Ηρακλή και… στο τέλος κατέστρωσε το πονηρό μυαλό του ένα σχέδιο. Το βράδυ πότισε την Ήρα μ’ένα κόκκινο γλυκό κρασί. Ανύποπτη εκείνη ήπιε αρκετό και σε λίγο ξάπλωσε μισομεθυσμένη να κοιμηθεί.
Πέταξε τότε ο Δίας ως τη Θήβα, άρπαξε το μωρό από την κούνια του, το έφερε στον Όλυμπο και πλησιάζοντας σιγά σιγά την κοιμισμένη Ήρα, το τοποθέτησε απαλά στο πλάι της. Έτσι καθώς ήταν βαθιά κοιμισμένη, το μωρό θα τη θήλαζε χωρίς εκείνη να πάρει τίποτε είδηση και θα γινόταν αθάνατο!
Τα χεράκια του Ηρακλή κινήθηκαν, άγγιξαν την Ήρα και τότε η θεά,με το άγγιγμά του μισοξύπνησε.Άνοιξε τα μάτια της, είδε το μωρό πλάι της και ζαλισμένη ακόμα προσπάθησε να θημυθεί που βρισκόταν και… “Μα αυτό το μωρό δεν είναι δικό μου” σκέφθηκε όταν ξεκαθάρισε το μυαλό της.
Αν ο Δίας ήταν μια φορά πονηρός η Ήρα ήταν δύο. Κατάλαβε αμέσως τίνος ήταν το μωρό και για ποιο σκοπό το είχαν φέρει δίπλα της. Κατάλαβε γιατί ο Δίας την είχε ποτίσει με εκείνο το υπέροχο κρασί… Πετάχτηκε αμέσως όρθια με οργή και φώναξε τον άνδρα της να παραστεί μπροστά της.
Έτσι απότομα και οργισμένα καθώς σηκώθηκε η Ήρα, το γάλα ξέφυγε από τα στήθη της και τινάχτηκς μακριά… Οι σταγόνες που πήγαν ψηλά προς τον ουρανό, έγιναν πολλά-πολλά αστέρια που, από το γάλα της ονομάστηκαν Γαλαξίας.
Είναι ένα θαμπό αυλάκι από άστρα που μοιάζει με σύννεφο και χωρίζει τον ουρανό στα δύο. Μπορεί να το δει κανείς εύκολα τα βράδυα του καλοκαιριού,μακριά από τις φωτισμένες πόλεις.
Οι σταγόνες από το γάλα της Ήρας που έπεσαν στη γη, μεταμορφώθηκαν σε ωραία και μυρωμένα λουλούδια, που ονομάστηκαν κρίνοι. Γαλαξίας < μεταγενέστερη ελληνική γαλαξίας (κύκλος) < γαλακτ-ίας (< γάλα)
Έτσι λοιπόν πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες ότι δημιουργήθηκε ο Γαλαξίας στον ουρανό και φύτρωσαν οι κρίνοι στη γη. Ο κρίνος έγινε το αγαπημένο λουλούδι της Ήρας και μ’αυτό στόλιζαν τ’αγάλματα και τους ναούς της.
ΙΡΙΣ
Στην μυθολογία η ίριδα χρονολογείται από την αρχαία Ελλάδα, όταν η θεά Ίριδα, που προσωποποιούσε το ουράνιο τόξο, ενεργούσε ως σύνδεσμος μεταξύ ουρανού και γης. Λέγεται ότι οι μωβ ίριδες έχουν φυτευθεί πάνω από τους τάφους των γυναικών για να καλέσουν την θεά Ίριδα να τις καθοδηγήσει στο ταξίδι τους προς τον ουρανό. Οι ίριδες έχουν συνδεθεί με τη γαλλική μοναρχία κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, τελικά αναγνωρίζεται ως εθνικό τους σύμβολο.
ΑΜΑΡΥΛΛΙΣ
Σύμφωνα με τους κλασικούς ποιητές Θεόκριτο, Οβίδιο και Βιργίλιο, η Αμαρυλλίδα ήταν μια βοσκοπούλα. Μια παρθένα νύμφη, συνεσταλμένη και ντροπαλή αλλά και σκληροτράχηλη. Ερωτεύτηκε σφοδρά τον από τον Αλταίονα, ένα βοσκό με παγωμένη καρδιά, αλλά τόσο όμορφο όσο ο Απόλλωνας και τόσο δυνατό όσο ο Ηρακλής, και αποφάσισε να είναι αληθινή μόνο γι’ αυτόν χωρίς να νοιάζεται για τις συνέπειες.
Ο Αλταίων ασυγκίνητος από τη γοητεία της, είχε μοναδική επιθυμία να του προσφερόταν ένα λουλούδι που να μην υπήρχε ποτέ στον κόσμο.
Η Αμαρυλλίδα συμβουλεύτηκε το μαντείο των Δελφών και της είπαν να τρυπήσει την καρδιά της με ένα χρυσό τόξο μπροστά στην πόρτα του Αλταίονα. Το έκανε αυτό, φορώντας ένα κατάλευκο φόρεμα, για τριάντα συνεχόμενα βράδια, ρίχνοντας το αίμα της.
Ο βοσκός τελικά άνοιξε την πόρτα του και είδε ένα λουλούδι με βαθυκόκιννα πέταλα, που είχε βαφτεί από το αίμα της καρδιάς της Αμαρυλλίδας.
Η Αμαρυλλίδα, σαν γυναίκα ή λουλούδι, είχε υμνηθεί και από μεταγενέστερους ποιητές. Ζωγράφοι και φωτογράφοι επίσης εμπνεύστηκαν από αυτό το λουλούδι.
ΓΛΑΔΙΟΛΑ
Ένα αρχαίο όνομα της γλαδιόλας ήταν ξιφίον (xiphium), από την ελληνική λέξη ξίφος, που εννοείται ως σπαθί. Ο Λινναίος, δανειζόμενος ίσως από τα γραπτά του Πλίνιου σχετικά με φυτά που έχουν φύλλα σε σχήμα ξίφους, το ονόμασε gladiolus (γλαδιόλα) αναφερόμενος στο σχήμα των στενών φύλλων. Η γλαδιόλα μνημονεύεται στην ελληνική μυθολογία.
Σύμφωνα με μια εκδοχή ενός μύθου του Οβίδιου, η Ceres, η ρωμαϊκή θεότητα του σπόρου και της συγκομιδής, η Δήμητρα στην ελληνική μυθολογία, είχε αγαπημένο μέρος ένα ιερό δάσος κοντά στη Θεσσαλία.
Ένας κακός και εύπορος άντρας που ονομαζόταν Ερυσίχθονας, ο οποίος δεν πίστευε στους θεούς, ζούσε εκεί κοντά και αφειδώς μάζευε καυσόξυλα από τα δέντρα του ιερού δάσους. Κατά μία εκδοχή, όταν οι προσκυνητές προσπάθησαν να τον σταματήσουν, πήρε το κεφάλι ενός άντρα.
Από το αίμα, η Ceres έκανε να ξεπηδήσουν μικρά φυτά σε σχήμα ξίφους που τα ονόμασε γλαδιόλες. Παρακινούμενη από εκδίκηση, η Ceres τιμώρησε τον Ερυσίχθονα διατάζοντας την Πείνα(τον Λιμό) να μπει στο σώμα του.
Αυτός αδυνατώντας να βρει αρκετή τροφή για να ικανοποιήσει την όρεξή του, πούλησε την κόρη του για ν’ αγοράσει περισσότερη τροφή.
Η κόρη του δραπέτευσε στο δάσος, και η Ceres την μετέτρεψε σε φυτό γλαδιόλας για να φροντίζει τον άντρα που σκοτώθηκε από τον πατέρα της. Όταν ο Ερυσίχθονας δεν μπορούσε να βρει πλέον τροφή και δεν είχε άλλα χρήματα, η επιθυμία του για τροφή ήταν τόσο δυνατή που η Πείνα τον οδήγησε να φάει τον εαυτό του.
ΠΗΓΗ