Βρισκόμαστε στη «Μαύρη τρούπα του Παρνασσού». Στις ανατολικές πλαγιές του Παρνασσού, στην Τιθορέα ή αλλιώς Βελίτσα, στον τόπο με τον επιβλητικό καταρράκτη και την απόκρημνη χαράδρα, έζησε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Εδώ ήταν το ορμητήριό του.
Το...
Το...
1821 οι κάτοικοι της περιοχής κατέφυγαν στη «Μαύρη Τρούπα», στη σπηλιά πάνω από την οποία πετάει το drone του haanity στο παρακάτω βίντεο:
Οι κάτοικοι κρύφτηκαν εδώ για να γλιτώσουν τα αντίποινα του Κιοσέ Μεχμέτ Ρεσίτ μετά τον ξεσηκωμό. Μπήκανε μέσα περί τις 2.000 ψυχές.
Το ’22 η σπηλιά έγινε κατοικία του Ανδρούτσου. Ένα προσωπικό φρούριο με δωμάτια, όπου διέμενε με την οικογένειά του. Στο βάθος υπήρχαν κελάρια για να βάζει διάφορα πράγματα και σ’ ένα μέρος είχε κάνει και εκκλησάκι.
Το ανέβασμα γίνονταν με ξύλινη σκάλα, ενώ είχαν κατασκευάσει και στέρνα για νερό. Στην είσοδο της σπηλιάς είχαν στήσει δυο κανόνια που έστειλε για δώρο ο Βύρων απ’ το Μεσολόγγι. Τέσσερις φύλακες φρουρούσαν το ορμητήριο όσο ο Ανδρούτσος εφορμούσε για μάχες
Στη σπηλιά αυτή νυμφεύθηκε και η αδερφή του Οδυσσέα Ανδρούτσου με τον Εγγλέζο Τρελόνυ (John Edward Trelawny). Αργότερα ο οπλαρχηγός μπήκε στο στόχαστρο του Κωλέττη και του Μαυροκορδάτου που είχαν στόχο να ελέγξουν ή να εξοντώσουν τους στρατιωτικούς, που ήταν πολύ δημοφιλείς στο λαό με μεγάλη επιρροή και να έχουν αυτοί τον έλεγχο της Ρούμελης.
Έτσι, τον Απρίλιο του 1825, όταν ο Ανδρούτσος παραδόθηκε στο πρώην πρωτοπαλίκαρό του, Γιάννη Γκούρα, έγιναν ανεπιτυχείς προσπάθειες ανακατάλυψης της σπηλιάς. Στις μάχες τραυματίστηκε ο Τρελόνυ και οι φύλακες του Ανδρούτσου, οι πιστοί του άνδρες.
Ο Ανδρούτσος δολοφονήθηκε στην Ακρόπολη στις 5 Ιουνίου 1825.
Ο θρύλος της Μαύρης Τρύπας: Η σπηλιά-φρούριο του Ανδρούτσου με τον θησαυρό
Η οικογένειά του θρήνησε το θάνατό του, αποκλεισμένη πάνω στη σπηλιά με το δημοτικό τραγούδι να αναφέρει:
Ποιος θε ν’ ακούσει κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια;
Διαβήτ’ από τη Λειβαδιά και σύρτε στη Βελίτσα.
Κι εκεί ν’ ακούστε κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια.
Ν’ ακούστε την Ανδρούτσαινα τη μάννα του Δυσσέα.
Πως σκούζει, πως μοιρολογά και σαν τρυγόνα κλαίει…»
Η οικογένεια παραδόθηκε αργότερα σε βρετανικά στρατεύματα και μεταφέρθηκε στη Ζάκυνθο.
Ο θρύλος του χαμένου θησαυρού
Ο θρύλος θέλει τον Ανδρούτσο να έχει κρύψει εκεί τον «θησαυρό» του Αλή πασά. Ο Αλή πασάς ήταν αδερφικός φίλος του κοτζαμπάση από την Πρέβεζα Ανδρέα Βερούση, πατέρα του Ανδρούτσου.
Στην αυλή του πασά μεγάλωσε άλλωστε ο Οδυσσέας. Εκεί γνώρισε και τη γυναίκα του, την Ελένη, κόρη του προεστού Καρέλη από το ορεινό χωριό της Ηπείρου, τους Καλαρρύτες, η οποία ήταν θαλαμηπόλος της κυρά-Βασιλικής, στο χαρέμι του Αλή πασά.
Λεγόταν ότι ο Ανδρούτσος είχε θάψει στη σπηλιά έναν τεράστιο θησαυρό που τον είχε αποκτήσει από την προίκα που του είχε δώσει ο Αλή πασάς, όταν παντρεύτηκε (ένα τσεκίνι για κάθε άτομο στο αρματολίκι της Λιβαδειάς και της Ανατολικής Στερεάς) και από ληστείες σε χρηματαποστολές του Σουλτάνου. Σύμφωνα με τον eranistis.net, άλλοι ανέφεραν ότι ο ίδιος ο Αλή πασάς του εμπιστεύτηκε ένα μέρος του μεγάλου θησαυρού του να το θάψει, όταν είδε ότι ερχόταν το τέλος του.
Με την εκτέλεση του Αλή πασά, ο θησαυρός έπεσε στα χέρια των Τούρκων αρχηγών. Νωρίτερα λέγεται ότι ένα μέρος το έστειλε ο γιος του, ο Βελή πασάς, σε αγγλική τράπεζα στη Λευκάδα κι από εκεί στη Μάλτα, αλλά τελικά τα «έφαγε» η Αγγλία και ένα μέρος το εμπιστεύθηκε η ίδια η κυρα-Βασιλική σε Έλληνες καπεταναίους για να χρησιμοποιηθεί στην Επανάσταση. Πολλοί έχουν ψάξει στα πέριξ της Μαύρης Τρούπας για τον θησαυρό, ωστόσο ουδέποτε έχουν καταφέρει να βρουν κάτι.