Οι Έλληνες καπετάνιοι επιχείρησαν χωρίς επιτυχία, στίς 4 Δεκεμβρίου 1821 νά καταλάβουν τό Ναύπλιο.
Στή συνέχεια, έστρεψαν τίς προσπάθειες τους στήν κατάληψη τού κάστρου πού βρισκόταν στήν Ακροκόρινθο.
Οι...
Στή συνέχεια, έστρεψαν τίς προσπάθειες τους στήν κατάληψη τού κάστρου πού βρισκόταν στήν Ακροκόρινθο.
Οι...
οκτακόσιοι περίπου κλεισμένοι Τούρκοι δέν παραδίδονταν στόν Νικόλαο Σολιώτη πού ήταν ο αρχηγός τής πολιορκίας.
Τό γενικό πρόσταγμα τό είχε η δυναμική μητέρα τού Κιαμίλ Νουρή Χανούμ, η οποία προσπαθούσε νά επικοινωνήσει καί μέ τόν γιό της κρυφά γιά νά τή συμβουλέψει τί νά κάνει.
Εν τώ μεταξύ, η έλλειψη τροφίμων, οι επιδημίες καί η αιχμαλωσία τού Κιαμίλ μπέη μετά από τήν πτώση τής Τριπολιτσάς, είχαν δυσμενή επίδραση στό ηθικό τών μουσουλμάνων πού ήταν κλεισμένοι στό κάστρο.
Στόν Κιαμίλ μπέη, πού ήταν από τούς πλουσιώτερους αγάδες τού Μοριά, μέ τσιφλίκια στήν Κόρινθο, τή Νεμέα, τή Στυμφαλία, τήν Αργολίδα καί τήν Μαντίνεια, οι Έλληνες είχαν φερθεί μέ μεγάλη ευγένεια, αποσκοπώντας βέβαια στά πλούτη του, τά οποία τά είχαν καί απόλυτη ανάγκη γιά τά έξοδα τού πολέμου.
Ο Κιαμίλ μπέης όμως αρνείτο πεισματικά νά αποκαλύψει πού είχε κρυμμένους τούς αμύθητους θησαυρούς του, μέ συνέπεια νά αλλάξει η διάθεση εναντίον του, νά γίνει πιό εχθρική καί νά εκτελεστούν ακόμα καί συγγενείς του.
” Έτσι οι πολιτικοί επήγαν εις τήν Πιάδα (Επίδαυρο), καί αρχίνησαν νά κάμουν τούς νόμους, καί οι στρατιωτικοί επήγαμεν εις τήν Κόρινθο.
Ο Γιατράκος επήρε τόν Κιαμήλ μπεη καί είκοσι ζορμπάδες Λεονταρίτες καί Τριπολιτσιώτες.
Ο Υψηλάντης, ο Αναγνωσταράς, ήτον όλοι εκεί, καί ο Γιατράκος μέ τούς Τούρκους επήγε εις τά Εξαμίλια, καί τά άλλα στρατεύματα επήγαν μέσα εις τήν χώρα στήν Κόρινθο καί επολιορκούσαν τό κάστρο.
Μία ημέρα σηκώθηκα καί επήγα εις τά Εξαμίλια καί ηύρηκα τόν Κιαμήλμπεη, δια νά γράψει ένα γράμμα εις τόν επίτροπο του καί εις τήν γυναίκα του νά παραδώσει τό κάστρο.
Ή εκείνος δεν έγραφε καθώς έπρεπε, ή εκείνοι δεν τόν ήκουσαν, δέν επαράδωσαν τό κάστρο.
Εγώ τού έκαμα χίλιους φόβους, πλήν εστάθη αδύνατο.
Στήν Κόρινθο εσκότωσε τό στράτευμα είκοσι Τούρκους.
Ήτον μερικοί Λαλαίοι μέσα καί Αρβανίτες, καί έβαλα τόν Καραχάλιο καί τούς ομίλησε μιά καί δυό διά νά παραδοθούν, καί εκείνοι τού έλεγον σήμερον καί αύριο, καί επέρασαν είκοσι ημέρες, διατί εκαρτέρευαν μεντάτι (ενισχύσεις) από τόν Ομέρ Βρυώνη, οπού ήτον εις τήν Ανατολικήν Ελλάδα.
Επήγαιναν από τούς Κορινθινούς καί τούς έλεγαν: “Μην παραδίδεσθε εις τόν Κολοκοτρώνη, διατί σάς έρχεται μεντάτι”, καί ο σκοπός τούς ήτον νά φύγομεν ημείς, καί τότε νά μείνουν μονάχοι νά πάρουν τά λάφυρα, καί ο φθόνος ήτον ακόμη.
(Οι πρόκριτοι επ’ ουδενί δέν ήθελαν νά παραδίδονται τά κάστρα στόν Κολοκοτρώνη καί τελείως προδοτικά συμβούλευαν τούς Τούρκους νά κρατήσουν κι άλλο).
Εβγήκαν καί ομιλήσαμεν, τούς είπα νά παραδώσουν τό κάστρο καί τά άρματά τους, καί νά πάρουν δύο φορεσιές (σκουτιά), καί νά τούς βαρκάρουμε, νά τούς περάσουμε εις τήν Ρούμελη, άλλοι εις τό Γαλαξίδι καί άλλοι κατά τά Σάλωνα, καί μ’ αποκρίθηκαν ότι:
“Να πάμε απάνω νά ειπούμε καί τών άλλων καί σάς στέλνουμε απόκριση ”.
Ο κατής έκαμε λόγον καί τούς όρκωσε εις τήν πίστι τους· νά μην κρύψουν κανένα άρμα, αλλά νά τά δώσουν όλα.
Καί έτσι εξαρματώθηκαν όλοι καί τά έβαλαν εις ένα σπίτι.
Στήν συνέλευσιν, αφού ήκουσαν ότι ζητούν νά παραδοθούν οι Τούρκοι, εστείλαμε νά ελθούν καί πέντε έξη πολιτικοί, νά παρασταθούν εις τά λάφυρα, καί νά βγάλουμε καί τού Έθνους.
(Εννοεί τά λάφυρα πού θά πήγαιναν στό Δημόσιο Ταμείο).
Σάν έβαλα τούς τριάντα ανθρώπους μέσα καί εξαρμάτωσαν τούς Τούρκους, μού ομίλησαν, ότι τά έκαμαν όλα.
Τότε έδωσα είδησιν εις τούς απεσταλμένους τής συνελεύσεως καί επήρα τρακόσιους από τά διάφορα σώματα, καί επήγα εις τήν πόρτα, καί εσταύρωσα μέ μία σημαία ελληνική τήν πόρτα καί έπειτα τούς έμβασα μέσα καί έβαλα αυτήν τήν σημαία απάνου εις τό κάστρο.»
”Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη ”
Σύμφωνα μέ τήν αφήγηση τού Γέρου τού Μοριά, αφού συγκεντρώθηκαν άνδρες από διάφορα στρατιωτικά σώματα μέ τή συνοδεία τού επισκόπου Δαμαλών Ιωνά, τού Φωτάκου, τού Πετμεζά καί άλλων, έφτασε καί ο ίδιος στή μεσημβρινή πύλη τής Ακροκορίνθου.
Εκεί τόν υποδέχτηκαν οι Τούρκοι αγάδες μέ επικεφαλής τό φρούραρχο Ασλάν Μπέη, πού τού παρέδωσε τά κλειδιά τού κάστρου καί τόν χαιρέτισε μέ τήν φράση: “Χαλάλι σας! Χαλάλι σας!”.
Ο Κολοκοτρώνης σταύρωσε τρείς φορές τό πάνω μέρος τής πύλης μέ τήν Ελληνική σημαία καί βροντοφώναξε:
”Εμπάτε, ‘Ελληνες!”
Τό γενικό πρόσταγμα τό είχε η δυναμική μητέρα τού Κιαμίλ Νουρή Χανούμ, η οποία προσπαθούσε νά επικοινωνήσει καί μέ τόν γιό της κρυφά γιά νά τή συμβουλέψει τί νά κάνει.
Εν τώ μεταξύ, η έλλειψη τροφίμων, οι επιδημίες καί η αιχμαλωσία τού Κιαμίλ μπέη μετά από τήν πτώση τής Τριπολιτσάς, είχαν δυσμενή επίδραση στό ηθικό τών μουσουλμάνων πού ήταν κλεισμένοι στό κάστρο.
Στόν Κιαμίλ μπέη, πού ήταν από τούς πλουσιώτερους αγάδες τού Μοριά, μέ τσιφλίκια στήν Κόρινθο, τή Νεμέα, τή Στυμφαλία, τήν Αργολίδα καί τήν Μαντίνεια, οι Έλληνες είχαν φερθεί μέ μεγάλη ευγένεια, αποσκοπώντας βέβαια στά πλούτη του, τά οποία τά είχαν καί απόλυτη ανάγκη γιά τά έξοδα τού πολέμου.
Ο Κιαμίλ μπέης όμως αρνείτο πεισματικά νά αποκαλύψει πού είχε κρυμμένους τούς αμύθητους θησαυρούς του, μέ συνέπεια νά αλλάξει η διάθεση εναντίον του, νά γίνει πιό εχθρική καί νά εκτελεστούν ακόμα καί συγγενείς του.
” Έτσι οι πολιτικοί επήγαν εις τήν Πιάδα (Επίδαυρο), καί αρχίνησαν νά κάμουν τούς νόμους, καί οι στρατιωτικοί επήγαμεν εις τήν Κόρινθο.
Ο Γιατράκος επήρε τόν Κιαμήλ μπεη καί είκοσι ζορμπάδες Λεονταρίτες καί Τριπολιτσιώτες.
Ο Υψηλάντης, ο Αναγνωσταράς, ήτον όλοι εκεί, καί ο Γιατράκος μέ τούς Τούρκους επήγε εις τά Εξαμίλια, καί τά άλλα στρατεύματα επήγαν μέσα εις τήν χώρα στήν Κόρινθο καί επολιορκούσαν τό κάστρο.
Μία ημέρα σηκώθηκα καί επήγα εις τά Εξαμίλια καί ηύρηκα τόν Κιαμήλμπεη, δια νά γράψει ένα γράμμα εις τόν επίτροπο του καί εις τήν γυναίκα του νά παραδώσει τό κάστρο.
Ή εκείνος δεν έγραφε καθώς έπρεπε, ή εκείνοι δεν τόν ήκουσαν, δέν επαράδωσαν τό κάστρο.
Εγώ τού έκαμα χίλιους φόβους, πλήν εστάθη αδύνατο.
Στήν Κόρινθο εσκότωσε τό στράτευμα είκοσι Τούρκους.
Ήτον μερικοί Λαλαίοι μέσα καί Αρβανίτες, καί έβαλα τόν Καραχάλιο καί τούς ομίλησε μιά καί δυό διά νά παραδοθούν, καί εκείνοι τού έλεγον σήμερον καί αύριο, καί επέρασαν είκοσι ημέρες, διατί εκαρτέρευαν μεντάτι (ενισχύσεις) από τόν Ομέρ Βρυώνη, οπού ήτον εις τήν Ανατολικήν Ελλάδα.
Επήγαιναν από τούς Κορινθινούς καί τούς έλεγαν: “Μην παραδίδεσθε εις τόν Κολοκοτρώνη, διατί σάς έρχεται μεντάτι”, καί ο σκοπός τούς ήτον νά φύγομεν ημείς, καί τότε νά μείνουν μονάχοι νά πάρουν τά λάφυρα, καί ο φθόνος ήτον ακόμη.
(Οι πρόκριτοι επ’ ουδενί δέν ήθελαν νά παραδίδονται τά κάστρα στόν Κολοκοτρώνη καί τελείως προδοτικά συμβούλευαν τούς Τούρκους νά κρατήσουν κι άλλο).
Εβγήκαν καί ομιλήσαμεν, τούς είπα νά παραδώσουν τό κάστρο καί τά άρματά τους, καί νά πάρουν δύο φορεσιές (σκουτιά), καί νά τούς βαρκάρουμε, νά τούς περάσουμε εις τήν Ρούμελη, άλλοι εις τό Γαλαξίδι καί άλλοι κατά τά Σάλωνα, καί μ’ αποκρίθηκαν ότι:
“Να πάμε απάνω νά ειπούμε καί τών άλλων καί σάς στέλνουμε απόκριση ”.
Ο κατής έκαμε λόγον καί τούς όρκωσε εις τήν πίστι τους· νά μην κρύψουν κανένα άρμα, αλλά νά τά δώσουν όλα.
Καί έτσι εξαρματώθηκαν όλοι καί τά έβαλαν εις ένα σπίτι.
Στήν συνέλευσιν, αφού ήκουσαν ότι ζητούν νά παραδοθούν οι Τούρκοι, εστείλαμε νά ελθούν καί πέντε έξη πολιτικοί, νά παρασταθούν εις τά λάφυρα, καί νά βγάλουμε καί τού Έθνους.
(Εννοεί τά λάφυρα πού θά πήγαιναν στό Δημόσιο Ταμείο).
Σάν έβαλα τούς τριάντα ανθρώπους μέσα καί εξαρμάτωσαν τούς Τούρκους, μού ομίλησαν, ότι τά έκαμαν όλα.
Τότε έδωσα είδησιν εις τούς απεσταλμένους τής συνελεύσεως καί επήρα τρακόσιους από τά διάφορα σώματα, καί επήγα εις τήν πόρτα, καί εσταύρωσα μέ μία σημαία ελληνική τήν πόρτα καί έπειτα τούς έμβασα μέσα καί έβαλα αυτήν τήν σημαία απάνου εις τό κάστρο.»
”Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη ”
Σύμφωνα μέ τήν αφήγηση τού Γέρου τού Μοριά, αφού συγκεντρώθηκαν άνδρες από διάφορα στρατιωτικά σώματα μέ τή συνοδεία τού επισκόπου Δαμαλών Ιωνά, τού Φωτάκου, τού Πετμεζά καί άλλων, έφτασε καί ο ίδιος στή μεσημβρινή πύλη τής Ακροκορίνθου.
Εκεί τόν υποδέχτηκαν οι Τούρκοι αγάδες μέ επικεφαλής τό φρούραρχο Ασλάν Μπέη, πού τού παρέδωσε τά κλειδιά τού κάστρου καί τόν χαιρέτισε μέ τήν φράση: “Χαλάλι σας! Χαλάλι σας!”.
Ο Κολοκοτρώνης σταύρωσε τρείς φορές τό πάνω μέρος τής πύλης μέ τήν Ελληνική σημαία καί βροντοφώναξε:
”Εμπάτε, ‘Ελληνες!”