Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

O πρόεδρος του ΣΕΒΕ για την προοπτική των ελληνικών εξαγωγών


 Την εκτίμηση ότι «τα νούμερα δεν λένε πάντα την αλήθεια» και άρα η επίδοση-ρεκόρ των 33,4 δισ. ευρώ στις ελληνικές εξαγωγές αγαθών το 2018, αλλά και η προοπτική τους για το 2019, πρέπει να συνεκτιμηθούν με βάση και άλλους παράγοντες, για να γίνει ξεκάθαρη η πλήρης εικόνα, διατύπωσε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΣΕΒΕ), επιχειρηματίας και γιατρός Γεώργιος Κωνσταντόπουλος, μιλώντας...



στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και στον ραδιοφωνικό σταθμό του, "Πρακτορείο 104,9 FM".
Αναλυτικότερα, ερωτηθείς υπό ποιες προϋποθέσεις η εξαγωγική επίδοση του 2018 θα μπορούσε να διατηρηθεί ή και να ενισχυθεί το 2019 απάντησε: «Δεν θα είμαι και τόσο αισιόδοξος. Τίποτα δεν είναι δεδομένο. Ωραίο είναι να λέμε ότι σπάσαμε το φράγμα των 33 δισ. στις εξαγωγές αγαθών (...), πρέπει να δούμε όμως και τα ποιοτικά στοιχεία, όπως η κερδοφορία των εξαγωγικών επιχειρήσεων. Οι (ελληνικές) εξαγωγικές επιχειρήσεις μπήκαν τα τελευταία χρόνια σ' ένα "ράλι" εξαγωγών και προσπάθησαν να κρατήσουν τις τιμές σταθερές με ό,τι αυτό συνεπάγεται, με αποτέλεσμα να υποχωρήσει η κερδοφορία τους. Δυστυχώς, στην Ελλάδα (...) πλησιάζουν σε δυσθεώρητα ύψη οι τιμές παραγωγού, όταν στις ανταγωνίστριες χώρες είναι σταθερές τα τελευταία χρόνια. Υπάρχει, λοιπόν, ένα "ράλι" αυξήσεων (στις τιμές παραγωγού) σε αναντιστοιχία με τις ανταγωνίστριες χώρες κι αυτό οδηγεί σε μείωση της κερδοφορίας των ελληνικών επιχειρήσεων. (...) Ο διεθνής καταναλωτής δεν μπορεί να γευτεί ένα ελληνικό προϊόν, που έχει τη διπλάσια τιμή από το ισπανικό ή κάποιο άλλο από άλλη ανταγωνίστρια χώρα, με αποτέλεσμα σιγά- σιγά (το ελληνικό προϊόν) να φεύγει από το ράφι» σημείωσε.
Υποστήριξε, δε, ότι π.χ. στην ελιά Καλαμών, παρότι η παραγωγή έχει τελειώσει πριν από 2-3 μήνες, είναι αποθηκευμένη σε ποσοστό 80%-90%, με αποτέλεσμα τα εργοστάσια να μην έχουν ομαλή ροή προϊόντος και παρότι έχουν τεράστιες αγορές στο εξωτερικό, «να μη βρίσκουν προϊόν να πάρουν να το μεταποιήσουν, γιατί απλώς οι παραγωγοί θέλουν ακόμα μεγαλύτερη τιμή (...) Το ό,τι δεν έχουμε φυσιολογική ροή προϊόντων, υπάρχει κίνδυνος να δυναμιτίσει ό,τι με κόπο κάναμε τόσα χρόνια οι Έλληνες εξαγωγείς, να είμαστε πιο πολύ στο εξωτερικό παρά στην Ελλάδα».
Γιατί ο ανταγωνισμός "αρπάζει" τα στελέχη των ελληνικών επιχειρήσεων
Ερωτηθείς ποια κίνητρα θεωρεί ότι θα έδιναν στους ΄Ελληνες εξαγωγείς περαιτέρω ώθηση, ο κ.Κωνσταντόπουλος απάντησε ότι ένα σημαντικό κίνητρο θα ήταν η μείωση του μη μισθολογικού κόστους. 'Οπως εξήγησε, όταν τα υψηλά αμειβόμενα στελέχη των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων επισκέπτονται εκθέσεις στο εξωτερικό κι επειδή βρίσκονται στις διεθνείς αγορές συνέχεια, τα "αρπάζουν" οι κύριοι ανταγωνιστές των Ελλήνων επιχειρηματιών, με αποτέλεσμα να υπάρχει ένα ιδιότυπο "brain drain". Γιατί πείθονται να φύγουν; «Γιατί ο ίδιος εργαζόμενος που σ' εμένα στοιχίζει 100.000 ευρώ, στην Ελλάδα στην τσέπη του θα βάλει 30.000 ευρώ. Τα υπόλοιπα θα πάνε σε ασφαλιστικές και φορολογικές εισφορές. Ενώ ο ανταγωνιστής έξω θα τον πληρώσει επίσης 100.000 ευρώ, αλλά ο εργαζόμενος στην τσέπη του θα βάλει 70.000 ευρώ» υποστήριξε, ενώ ιδιαίτερη μνεία έκανε στο υψηλό κόστος χρηματοδότησης και στη φορολογία.
«Δεν ζητάμε τα κίνητρα που ισχύουν για τους εφοπλιστές, ζητάμε όμως να υπάρχει κάποια ίσως διαφορετική φορολογική αντιμετώπιση για τις αμιγώς εξαγωγικές επιχειρήσεις, οι οποίες φέρνουν καθαρό συνάλλαγμα και οι οποίες δουλεύουν μόνον έξω, δεν πουλούν ούτε κιλό στην Ελλάδα. Έχουμε που έχουμε διαφορετικό χρηματοδοτικό κόστος, καθώς εμείς δανειζόμαστε στην καλύτερη περίπτωση με 4% από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, το οποίο έχει τα δικά του προβλήματα, ενώ ο ανταγωνιστής μας χρηματοδοτείται με 1% έως το πολύ 2%, έχουμε παράλληλα (...) και φορολογία 29% στο εισόδημα, συν 15% φόρο στα μερίσματα συν 10% φόρο κοινωνικής αλληλεγγύης... Δηλαδή ξεκινάμε με μια φορολογία πάνω από 50%» τόνισε.
Ζητείται γενναιότητα
Στη διάρκεια της κρίσης, η «Κωνσταντόπουλος Α.Ε. Olymp», η οικογενειακή επιχείρηση από τους κόλπους της οποίας προέρχεται ο κ.Κωνσταντόπουλος, αύξησε σημαντικά την παραγωγή, την εξαγωγική δραστηριότητα και το προσωπικό της, ενώ έκανε σημαντικές επενδύσεις για την αναβάθμιση του κτιριακού/ μηχανολογικού εξοπλισμού της. Εν ολίγοις έκανε γενναίες κινήσεις. Χρειάζονται γενικώς αντίστοιχα γενναίες κινήσεις για να μπορέσει μια ελληνική επιχείρηση σήμερα να εξάγει με αξιώσεις; «Οι εξαγωγές το απαιτούν. Πρέπει να κάνεις γενναίες κινήσεις, ν' ανεβάσεις την ποιότητά σου, ν' ανταποκριθείς στις απαιτήσεις του διεθνούς ανταγωνισμού, να βάλεις ό,τι πιο τέλειο υπάρχει σε μηχανήματα, ν' ανεβάσεις την παραγωγική σου μηχανή στο έπακρον, ώστε να μπορέσεις να ανταγωνιστείς τους ξένους. Δεν υπάρχει άλλη λύση. Η λύση είναι μόνο μία, αρκεί να υπάρχει το βασικότερο, που είναι -όπως προανέφερα- η ομαλή ροή προϊόντος».
Ιδιωτική ετικέτα: εξαγωγική ευκαιρία συνοδευόμενη από συνεχείς ελέγχους και τσουχτερά πρόστιμα αν υπάρχουν ποιοτικές αστοχίες
Τα τελευταία χρόνια ολοένα περισσότερες ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις "ποντάρουν" στην ιδιωτική ετικέτα. Ιδιωτική ετικέτα ή επώνυμο προϊόν; Τι πηγαίνει πιο μπροστά γρηγορότερα μια εξαγωγική εταιρεία; «Η τάση πηγαίνει περισσότερο στην ιδιωτική ετικέτα, γιατί ιδιαίτερα στα προϊόντα της γης οι διακινητές είναι οι μεγάλοι αγοραστές, που αγοράζουν μεγάλες ποσότητες και θέλουν τη δική τους ετικέτα, με βάση τους όρους και τις απαιτήσεις τους. Δεν μπορούμε εμείς να παίζουμε βιολί κι αυτοί άλλο όργανο. Παίζουμε το ίδιο όργανο μ' αυτούς. Καλώς ή κακώς οι διακινητές των προϊόντων μας είναι 5-10 μεγάλες αλυσίδες παγκοσμίως. Αυτές είναι που θέλουν τεράστιες ποσότητες με τη δική τους ετικέτα (...) 'Οταν λοιπόν θα κάνω εγώ ένα προϊόν για λογαριασμό κάποιου, που θα βάλει την ετικέτα του πάνω, υφίσταμαι έναν έλεγχο 365 μέρες τον χρόνο, 24 ώρες το 24ωρο. Κι εφόσον δεν πάει κάτι καλά ποιοτικά, τα πρόστιμα είναι δυσθεώρητα και δεν μπορεί να τ' αντέξει κανένας» υπογράμμισε.
Επώνυμες εξαγωγές: μπορείς να στηρίξεις ένα προϊόν με τη δική σου ετικέτα στη Νέα Υόρκη, το Σίδνεϊ ή το Βανκούβερ;
Και πόσο εύκολο είναι να βγει κάποιος σε μια μεγάλη αγορά με το δικό του επώνυμο προϊόν; «Σε κάθε περίπτωση, αν κάποιος πουλάει ένα προϊόν σαν την coca-cola ή ένα προϊόν που έχει μονοπωλιακή ή ολιγοπωλιακή υφή και μπορεί να το στηρίξει στο ράφι του Βανκούβερ, του Σίδνεϊ ή της Νέας Υόρκης με τη δική του ετικέτα, να κάνει τη διάθεση και το promotion στο σούπερ-μάρκετ μέσα, να μπορεί να βγάλει το προϊόν από το ράφι αν είναι κάπως ελαττωματική η ετικέτα ή κάτι άλλο, αν μπορεί να τα κάνει όλα αυτά, φυσικά θα πάει στη λύση της δικιάς του ετικέτας. Διαφορετικά ο καθένας κάνει τη δουλειά του. Ο ένας παράγει κι εξάγει και άλλος διακινεί (με ιδιωτική ετικέτα) το προϊόν και το προμοτάρει όσο το δυνατόν καλύτερα μέσα στο σούπερ-μάρκετ ή στον τόπο κατανάλωσης» σημείωσε και πρόσθεσε: «Θέλει πάντα σωστή ισορροπία. Φυσικά πάντα είναι καλύτερο να "χτίσεις" το δικό σου brand γιατί δεν εξαρτάσαι από τους μεγάλους και τις διαθέσεις τους, ιδιαίτερα στην τιμή, αλλά το εγχείρημα παρουσιάζει δυσκολίες».
'Οταν πηγαίνεις σε μια έκθεση για να πουλήσεις ένα φορτηγό προϊόντος και σου ζητάνε ...500
Οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις συχνά δεν έχουν μεγάλο όγκο παραγωγής, με αποτέλεσμα κάποιες να δυσκολεύονται να προσεγγίσουν μεγάλα δίκτυα διανομής. Πώς μπορεί να αυξηθεί η πρόσβασή τους; «Αυτό είναι το βασικότερο απ' όλα. Συχνά οι εξαγωγείς πάνε στις εκθέσεις και δεν ξέρουν τι προσδοκίες έχουν. Πηγαίνουν εκεί, στήνουν ένα περίπτερο, οι δυνατότητες που έχουν είναι να διαθέσουν ένα, δύο, τέσσερα ή δέκα φορτηγά προϊόντος, γιατί αυτά έχουν, κι έρχεται η αλυσίδα και τους ζητάει 150, 200 ή 500 φορτηγά και δεν μπορούν να κάνουν οτιδήποτε» σημείωσε και πρόσθεσε ότι ο ΣΕΒΕ αυτό το πρόβλημα προσπαθεί να το λύσει μέσω clusters συνεργασιών.
«Κάναμε ως ΣΕΒΕ το cluster ακτινιδίου, βλέποντας ότι η Νέα Ζηλανδία έκανε το ίδιο πράγμα και πουλάει σε όλο τον κόσμο. Αυτό προσπαθούμε να πετύχουμε κι εμείς, με τις διεπαγγελματικές τις οποίες κάνουμε ανά προϊόν, με τα clusters συνεργασίας, για να μπορέσουν και οι μικρές επιχειρήσεις να μπουν στο "παιχνίδι", να μπορέσουν να πουλήσουν σε μεγάλες αλυσίδες» σημείωσε ενώ ερωτηθείς αν οι Ελληνες επιχειρηματίες είναι περισσότερο πρόθυμοι να συνεργαστουν μεταξύ τους σήμερα, σε σχέση με το παρελθόν, επισήμανε ότι εκ των πραγμάτων (είναι πιο πρόθυμοι για συνεργασίες), καθώς το εμπόριο άλλαξε, «δεν είναι όπως όταν πήγαινες κάποτε σε μια πόλη και πουλούσες σε πέντε καταστήματα, τώρα όλο το λιανικό εμπόριο διακινείται μέσα από τεράστιες αλυσίδες, οι οποίες έχουν τεράστιες αποθήκες logistics. Όταν λοιπόν συγκεντρώνεται το λιανεμπόριο, οι προμηθευτές αναγκαστικά πρέπει να συγκεντρωθούν κι αυτοί και να έχουν καλή προσαρμοστικότητα στις διαρκώς αυξημένες απαιτήσεις».
Πέντε πράγματα που πρέπει να γνωρίζει κάθε υποψήφιος εξαγωγέας
Τι πρέπει να γνωρίζει σήμερα οπωσδήποτε ο Ελληνας επιχειρηματίας που θέλει να εξάγει; «Πρώτα απ' όλα πρέπει να στέκεται καλά στα πόδια του, να είναι σίγουρος για την ποιότητά του και έτοιμος να υποστεί πλήρη ποιοτικό έλεγχο 365 ημέρες τον χρόνο, 24 ώρες το 24ωρο. Πρέπει να έχει τις ποιοτικές προδιαγραφές που απαιτεί ο ξένος αγοραστής σε όλα τα επίπεδα, με όλα τα πιστοποιητικά, σε όλους τους τομείς. Να μπορεί ο καταναλωτής στο εξωτερικό να γνωρίζει από ποιο χωράφι ήρθε το προϊόν που βλέπει στο ράφι, από ποια περιοχή, τι φάρμακα χρησιμοποιήθηκαν, αν συλλέχθηκε με το χέρι ή μηχανικά. Και το ίδιο και για τα βιομηχανικά προϊόντα» τόνισε.
Το δεύτερο, πρόσθεσε, είναι πως θα πρέπει να έχει σταθερές τιμές. Δεν μπορεί να αυξομειώνει τις τιμές κατά βούληση, όποτε θέλει αυτός. Τρίτον, πρέπει να έχει ικανές ποσότητες ώστε να αντεπεξέλθει στα συμφωνηθέντα. Τέταρτον, επιβάλλεται να είναι σταθερός στους χρόνους φόρτωσης, στον τρόπο και στον χρόνο παράδοσης, γιατί οι ρήτρες είναι τεράστιες και κάθε καθυστέρηση «πληρώνεται πάρα πολύ ακριβά».
Και, πέμπτον, πρέπει (ο υποψήφιος εξαγωγέας) να έχει τα αντίστοιχα κεφάλαια, ώστε να μπορεί να πετύχει καλύτερες τιμές και στην προμήθεια και στη μεταφορά και στην ασφάλεια των προϊόντων κλπ. «Είναι σύνθετα τα πράγματα. Ωραίες είναι οι εξαγωγές, όλοι τις θέλουν, αλλά το διεθνές εμπόριο χρειάζεται εμπιστοσύνη, πίστη, σταθερότητα και πάνω απ' όλα φυσικά να στεκόμαστε πάρα πολύ καλά και στα δύο πόδια μας ποιοτικά» κατέληξε. 

Αλεξάνδρα Γούτα