Όποιος ζει και οδηγεί στην Ελλάδα, δεν μπορεί να μην γνωρίζει πως μια από τις συνηθέστερες «καρμανιόλες» των δρόμων είναι οι λακκούβες. Αυτά τα κενά στο οδόστρωμα, που έχουν την τάση να μεγαλώνουν υπό κανονικές συνθήκες και να καλύπτονται με χαλίκι ή άλλα πρόχειρα μέσα όταν ζυγώνουν δημοτικές εκλογές.
Όλοι...
Όλοι...
ξέρουμε τα προφανή προβλήματα που μπορεί να δημιουργήσει μια «βουτιά» του αυτοκινήτου σε λακκούβα: ξεκινάνε από γρατζουνιές στις ζάντες και μπορούν να φτάσουν μέχρι σε σπάσιμο αμορτισέρ, μουαγέ ή ακρόμπαρου. Φυσικά οιαδήποτε προσπάθεια να βρει κάποιος άκρη με τυχόν αποζημίωση προσκρούει στην γραφειοκρατεία, η οποία μετατρέπει την ευθύνη σε μπαλάκι του φλίπερ: από τον Δήμο στην Νομαρχία, μετά στην περιφέρεια, κατόπιν στο Υπουργείο, ενδεχομένως στην πορεία να μεσολαβήσει και κάποια άλλη υπηρεσία, με τον παθόντα να μένει με την ζημιά στο…χέρι. Ο τρόπος αντιμετώπισης είναι εξίσου προφανής: όσο το δυνατόν καλύτερη προσπάθεια να την αποφύγουμε. Τι γίνεται, όμως, όταν δεν μπορούμε να την δούμε; Όταν δηλαδή τα λιμνάζοντα νερά -άλλη «πληγή» του ελληνικού οδικού δικτύου- συνθέτουν το απόλυτο καμουφλάζ της λακκούβας.
Εκεί είναι που η επικινδυνότητα ανεβαίνει από το επίπεδο της φορτισμένης τσέπης, σε αυτό της οδικής ασφάλειας. Κι αυτό γιατί, πολύ απλά, ουδείς γνωρίζει τι κρύβεται κάτω από το υδάτινο στοιχείο. Μπορεί να είναι μια μικρή λακκούβα που θα σε απασχολήσει με ένα αμυδρό «γκουπ», μπορεί όμως να πρόκειται και για πλημμυρισμένο φρεάτιο, το οποίο έχει ανοίξει και διεκδικεί την ακεραιότητα της ανάρτησης. Αυτονόητο βέβαια το γεγονός πως οι οδηγοί θα πρέπει να αποφεύγουν τις λίμνες, προκειμένου να μην «λούζουν» τους πεζούς και τα μηχανάκια (συμπεριφορά που στο εξωτερικό είναι ικανή να στοιχίσει την δουλειά στον «δράστη»), αλλά και να μην πετάνε το νερό στο αντίθετο ρεύμα (σύνηθες φαινόμενο στην αριστερή λωρίδα της Λ. Αθηνών όταν βρέχει) μειώνοντας την ορατότητα των διερχόμενων οχημάτων.
Ακόμα και αυτά, όμως, είναι λίγο-πολύ γνωστά. Ο πιο ύπουλος εχθρός σε υγρές συνθήκες, ιδιαίτερα όταν ο καιρός έχει καλυτερεύσει και οι οδηγοί συνηθίζουν σε θερινό καιρό, είναι η υδρολίσθηση. Με υψηλή ταχύτητα, ακόμα και μια μικρή συγκέντρωση νερού σε ανωμαλία -ούτε καν λακκούβα- του οδοστρώματος μπορεί να προκαλέσει απώλεια πρόσφυσης. Ιδιαίτερα σε συνθήκες όπως της προαναφερθείσας Λ. Αθηνών, όπου έχεις και τον πίδακα του απέναντι εκτός από το νερό στην μεριά σου, η κατάσταση μπορεί να γίνει χαοτική σε χρόνο dt.
To «γιατρικό» είναι ένα και ακούει στο όνομα «μειωμένη ταχύτητα». Όσο λιγότερη φόρα, τόσο πιο δύσκολο για το πέλμα του ελαστικού να χάσει την επαφή του με το οδόστρωμα, καθώς η χάραξή του προλαβαίνει να αποβάλλει το νερό από τα αυλάκια. Επίσης, όπου μπορούμε και δίχως να χρειάζεται ζιγκ-ζαγκ επιπέδου γύρου προθέρμανσης στην Formula 1, αποφεύγουμε τις λακκούβες. Προσοχή: όχι με έντονες κινήσεις στο τιμόνι, ούτε όταν χρειαστεί να περάσουμε στο αντίθετο ρεύμα ή να αλλάξουμε ακούσια λωρίδα. Και οικονομοτεχνικά να το δει κανείς, καλύτερα να την πληρώσεις με στραβωμένη ζάντα ή κλατάρισμα ελαστικού, παρά να προκαλέσεις ατύχημα.
Τα καπάκια από τα φρεάτια, επίσης, είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν, αν και οι σοβαρές περιπτώσεις φαίνονται από το αναβλύζον νερό. Το παρκάρισμα είναι μια άλλη διαδικασία που κρύβει κινδύνους, καθώς το νερό μπορεί να καμουφλάρει ένα λούκι και να βρεθούμε με την μια μεριά του αυτοκινήτου παγιδευμένη στο κενό. Οπότε αφήνουμε περισσότερο κενό όταν υπάρχει συγκεντρωμένο νερό και δεν «κολλάμε» στο πεζοδρόμιο.
Εκεί είναι που η επικινδυνότητα ανεβαίνει από το επίπεδο της φορτισμένης τσέπης, σε αυτό της οδικής ασφάλειας. Κι αυτό γιατί, πολύ απλά, ουδείς γνωρίζει τι κρύβεται κάτω από το υδάτινο στοιχείο. Μπορεί να είναι μια μικρή λακκούβα που θα σε απασχολήσει με ένα αμυδρό «γκουπ», μπορεί όμως να πρόκειται και για πλημμυρισμένο φρεάτιο, το οποίο έχει ανοίξει και διεκδικεί την ακεραιότητα της ανάρτησης. Αυτονόητο βέβαια το γεγονός πως οι οδηγοί θα πρέπει να αποφεύγουν τις λίμνες, προκειμένου να μην «λούζουν» τους πεζούς και τα μηχανάκια (συμπεριφορά που στο εξωτερικό είναι ικανή να στοιχίσει την δουλειά στον «δράστη»), αλλά και να μην πετάνε το νερό στο αντίθετο ρεύμα (σύνηθες φαινόμενο στην αριστερή λωρίδα της Λ. Αθηνών όταν βρέχει) μειώνοντας την ορατότητα των διερχόμενων οχημάτων.
Ακόμα και αυτά, όμως, είναι λίγο-πολύ γνωστά. Ο πιο ύπουλος εχθρός σε υγρές συνθήκες, ιδιαίτερα όταν ο καιρός έχει καλυτερεύσει και οι οδηγοί συνηθίζουν σε θερινό καιρό, είναι η υδρολίσθηση. Με υψηλή ταχύτητα, ακόμα και μια μικρή συγκέντρωση νερού σε ανωμαλία -ούτε καν λακκούβα- του οδοστρώματος μπορεί να προκαλέσει απώλεια πρόσφυσης. Ιδιαίτερα σε συνθήκες όπως της προαναφερθείσας Λ. Αθηνών, όπου έχεις και τον πίδακα του απέναντι εκτός από το νερό στην μεριά σου, η κατάσταση μπορεί να γίνει χαοτική σε χρόνο dt.
To «γιατρικό» είναι ένα και ακούει στο όνομα «μειωμένη ταχύτητα». Όσο λιγότερη φόρα, τόσο πιο δύσκολο για το πέλμα του ελαστικού να χάσει την επαφή του με το οδόστρωμα, καθώς η χάραξή του προλαβαίνει να αποβάλλει το νερό από τα αυλάκια. Επίσης, όπου μπορούμε και δίχως να χρειάζεται ζιγκ-ζαγκ επιπέδου γύρου προθέρμανσης στην Formula 1, αποφεύγουμε τις λακκούβες. Προσοχή: όχι με έντονες κινήσεις στο τιμόνι, ούτε όταν χρειαστεί να περάσουμε στο αντίθετο ρεύμα ή να αλλάξουμε ακούσια λωρίδα. Και οικονομοτεχνικά να το δει κανείς, καλύτερα να την πληρώσεις με στραβωμένη ζάντα ή κλατάρισμα ελαστικού, παρά να προκαλέσεις ατύχημα.
Τα καπάκια από τα φρεάτια, επίσης, είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν, αν και οι σοβαρές περιπτώσεις φαίνονται από το αναβλύζον νερό. Το παρκάρισμα είναι μια άλλη διαδικασία που κρύβει κινδύνους, καθώς το νερό μπορεί να καμουφλάρει ένα λούκι και να βρεθούμε με την μια μεριά του αυτοκινήτου παγιδευμένη στο κενό. Οπότε αφήνουμε περισσότερο κενό όταν υπάρχει συγκεντρωμένο νερό και δεν «κολλάμε» στο πεζοδρόμιο.