Δευτέρα 13 Μαΐου 2019

Ύμνος στην Πόντια μητέρα: Η μάνα που δεν άφηνε το νεκρό μωρό από την αγκαλιά της



Στην αρχαία Ελλάδα η μητέρα Γη, η σύζυγος του Ουρανού, λατρευόταν σαν υπέρτατη θεότητα! Γιατί ήταν η προσωποποίηση της φύσης, που γεννά όλο τον κόσμο. Στην ουσία η Γη συμβόλιζε το θηλυκό στοιχείο, τη μάνα, την ημέρα της οποίας εορτάζουμε κάθε χρόνο, στις 12 Μαΐου.
Συνεχίζοντας τα αφιερώματα μνήμης για τη Γενοκτονία των Ποντίων το... 

 
 
 
 
Newpost εστιάζει σε αυτό το κείμενο στο ρόλο της Πόντιας μητέρας!

Του Χρήστου Κωνσταντινίδη

«Η μάνα μου ήταν το κλασικό πρότυπο της Ποντίας μάνας. Θα έφερνε τον κόσμο ανάποδα για να βρει τροφή για τα παιδιά της. Θα έμεινε νηστική για αυτά. Ήταν απίστευτη γυναίκα», λέει στο Newpost ο Σταύρος Παπαβραμίδης, ο οποίος ήρθε σε μικρή ηλικία, ορφανός από πατέρα, από την Τραπεζούντα με την ανταλλαγή πληθυσμών. Σε ηλικία 106 ετών θυμάται όλο το ταξίδι του ξεριζωμού και ιδιαίτερα τα λοιμοκαθαρτήρια, την καραντίνα, αλλά και τη συμπεριφορά που δέχτηκαν οι πρόσφυγες από τους γηγενείς Έλληνες.

Μελετώντας τη Γενοκτονία των Ποντίων ο ερευνητής θα συναντήσει ιστορίες μανάδων που θα τον συγκλονίσουν. Θα διαβάσει για μανάδες που θυσίασαν τη ζωή τους για να γλιτώσουν τα παιδιά τους από τον θάνατο. Θα βρει αναφορές για μητέρες που άφησαν τα παιδιά τους πίσω σε φίλες τους Τουρκάλες με την ελπίδα, ότι θα γυρίσουν πίσω και θα τα ξαναβρούν, κάτι που δεν έγινε ποτέ. Θα βρεθούν αντιμέτωποι με απώλειες παιδιών. Υπάρχουν μανάδες που είδαν όλα τα βλαστάρια τους να τα παίρνει ο Άγγελος του Θάνατου, ο Χάρος, είτε από ανθρωποσφαγές είτε στις λευκές πορείες των εκτοπισμών ή στο καράβι του ξεριζωμού.

Όσον αφορά την τελευταία περίπτωση, χαρακτηριστική είναι η ιστορία που μεταφέρει ο δημοσιογράφος, Νίκος Ασλανίδη, στο βιβλίο του «Μάρτυρες», για τη γιαγιά του Μαρία, που όλοι τη γνώριζαν ως «Χατζάβα», γιατί ο παππούς της είχε πάει προσκυνητής στους Αγίους Τόπους. 

«Μικρός τη θυμάμαι να μαγειρεύει στην κουζίνα “'ς σο τσαχ” με καυσόξυλα και ενώ ανακάτευε το φαγητό, άρχιζε το μοιρολόι. Στην αρχή χαμηλόφωνα και όσο περνούσε η ώρα, ο τόνος ανέβαινε και γινόταν ένα γοερό μοιρολόι. Άφηνε το φαγητό πάνω στη φωτιά, έβγαινε από την κουζίνα μοιρολογώντας και γύριζε γύρω γύρω από το σπίτι. Εκείνη τη στιγμή δεν την ένοιαζε τίποτα... Ούτε οι περαστικοί που την κοιτούσαν, ούτε εγώ που έτρεχα από πίσω της, ούτε το φαγητό που κινδύνευε να καεί. Έτριβε τα χέρια της στην ποδιά της, λες και προσπαθούσε να τα σκουπίσει. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε, μόνο κάποια ονόματα και ποντιακές λέξεις όπως “πουλί μ, ψυ μ', γιαβρί μ'”. Αυτές τις λέξεις τις έλεγε συνήθως για μένα και δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό με το οποίο μοιραζόμασταν αυτές τις προσφωνήσεις!», εξιστορεί και συνεχίζει τη διήγησή του:

«Όταν μεγάλωσα έμαθα την ιστορία της. Η γιαγιά Μαρία Σπυριδοπούλου με τον παππού μου, τον Γιώργο Κουφατζίδη από τον Συνοικισμό Ισχανάντων της Σάντας, είχαν τρία παιδιά τα οποία έχασαν την περίοδο της Γενοκτονίας. Το μικρότερο παιδί της γιαγιάς ήταν ο Νικολάκης, μωρό βυζανιάρικο λίγων μηνών. Κατά την ανταλλαγή πάνω στο βαπόρι η γιαγιά το κρατούσε συνέχεια στην αγκαλιά της. Το φρόντιζε, το θήλαζε, μην πάθει κάτι. Ήθελε να φέρει τουλάχιστον ένα παιδί στην Ελλάδα... Το βαπόρι έκανε μήνες να φτάσει. Τους έπιασε τύφος και οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες και τους πετούσαν στη θάλασσα. Μια μέρα πέθανε και ο Νικολάκης. Η “Χατζάβα” δεν ήθελε να το πιστέψει. Το κρατούσε στην αγκαλιά της και το κουνούσε λες και ήθελε να το αποκοιμίσει. Οι ώρες περνούσαν και το άψυχο μωρό άρχιζε να μυρίζει, αλλά η χαροκαμένη μάνα δεν έλεγε να σταματήσει το κούνημα. Κάποια στιγμή κάποιοι ειδοποίησαν τον καπετάνιο και αυτός έδωσε εντολή να ξεφορτωθούν το μωρό. Δυο ναύτες άρπαξαν από την αγκαλιά της τον Νικολάκη και τον πέταξαν στη θάλασσα».

Παρόμοιες, ίσως και συγκλονιστικότερες ιστορίες υπάρχουν σε χιλιάδες ποντιακές οικογένειες, οι οποίες για να καταγραφούν θα χρειάζονταν τόμοι ολόκληροι σε έντυπα Μέσα και χιλιάδες αναρτήσεις σε διαδικτυακά.

ΠΗΓΗ: newpost.gr