Παρασκευή 7 Ιουνίου 2019

Το πιο διάσημο ελληνικό προϊόν στον κόσμο

 
Σίγουρα πολλά Ελληνικά προϊόντα θα έρχονται στο μυαλό σας ως τα διασημότερα της χώρας μας. Όμως το πιο διάσημο δεν είναι ούτε η φέτα, ούτε το γιαούρτι, ούτε το ούζο ούτε και η μαστίχα Χίου αλλά… 

 
 
το ελληνικό μάρμαρο.

Το υλικό σημαντικών κτιρίων – συμβόλων

Μάλιστα δεκάδες κτίρια σύμβολα και μνημεία σε όλο τον κόσμο είναι φτιαγμένα από ελληνικό μάρμαρο, από το ιερό τέμενος της Μέκκας και της Μεδίνας, το κτήριο της Όπερας της Σαγκάης, το διεθνές αεροδρόμιο της Βαρκελώνης μέχρι το «στρατηγείο» της Γαλλικής Τηλεόρασης στο Παρίσι και τους διάσημους πύργους «Reflection Towers» στη Σιγκαπούρη.

Το ελληνικό μάρμαρο, κυρίως από τα κοιτάσματα της Βόρειας Ελλάδας, έχει κερδίσει τη θέση του στην παγκόσμια αγορά και μάλιστα αποτελεί το 11,4% της παγκόσμιας αγοράς. Επιπλέον είναι 3ο στις εξαγωγές παγκοσμίως μετά την Τουρκία και την Ιταλία με την συνολική του αξία να υπολογίζεται στα 410 εκατ. ευρώ.

Η αλματώδης αύξηση της ποσότητας αλλά και της αξίας εξαγωγών τα τελευταία χρόνια (μετά το 2007-2008) οφείλεται κυρίως στην ραγδαία αύξηση της αξίας των εξαγωγών του «ακατέργαστου» μαρμάρου σε σχέση με το κατεργασμένο μάρμαρο

Υλικό υψηλής αισθητικής

Η χρήση του όμως δεν περιορίζεται μόνο σε κτίρια σύμβολα αφού σύμφωνα με την πρόεδρο του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Μαρμάρου Μακεδονίας-Θράκης (ΣΕΜΜΘ), Κωνσταντίνα Λαζή και όσα δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ το ελληνικό μάρμαρο αποτελεί πλέον μια από τις πιο συχνές επιλογές των σημαντικότερων αρχιτεκτονικών γραφείων και κατασκευαστικών εταιρειών, που καθορίζουν τις τάσεις στο design σε παγκόσμια κλίμακα

«Και αυτό γιατί υπερέχει σε ποιότητα, η γκάμα είτε των λευκών είτε των χρωματιστών είναι μεγάλη και η χρήση του σε εσωτερικούς χώρους ή ακόμη και σε εξωτερικές επενδύσεις κτιρίων προσδίδει ένα υψηλής αισθητικής αποτέλεσμα» Επιπλέον παρά τους φόβους ότι η αύξηση των εξαγωγών θα εξαντλήσει το προϊόν, τα αποθέματα των υφιστάμενων ελληνικών λατομείων μαρμάρου, μαζί με αυτά που έχουν ερευνηθεί κι εκείνα που βρίσκονται σε διαδικασία αδειοδότησης, μπορούν υπό προϋποθέσεις να οριστούν και ως ανεξάντλητα, εξασφαλίζοντας επάρκεια πολύ μεγαλύτερη των 100 ή και 200 ετών.