Ποια ήταν η συμβολή της εκκλησίας στον Μακεδονικό αγώνα;
Μετά την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878), που προέβλεπε την δημιουργία μιας μεγάλης Βουλγαρίας αλλά και αυτονομία της Ανατολικής Ρωμυλίας με τους συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς, αλλά και μετά την εξάπλωση της Βουλγαρικής Εξαρχίας στην Μακεδονία και...
Μετά την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878), που προέβλεπε την δημιουργία μιας μεγάλης Βουλγαρίας αλλά και αυτονομία της Ανατολικής Ρωμυλίας με τους συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς, αλλά και μετά την εξάπλωση της Βουλγαρικής Εξαρχίας στην Μακεδονία και...
τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, εκδηλώθηκαν απροκάλυπτα οι βουλγαρικές βλέψεις για την προσάρτηση της Μακεδονίας. Ένοπλες συμμορίες κομιτατζήδων από την Βουλγαρία, με σφαγές και βιαιοπραγίες επεχείρησαν τον βίαιο εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας και εθνοκάθαρση εναντίον των Ελλήνων, γεγονός που προκάλεσε την ελληνική αντίδραση, με την οργάνωση εθνικών σωματείων, διενέργεια εράνων, συγκέντρωση ‘όπλων και αποστολή ενόπλων ομάδων.
Έτσι, άρχισε ο ένοπλος αγώνας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Κορυφαίες προσωπικότητες του Αγώνα ανεδείχθησαν ο Παύλος Μελάς (ο θάνατος του οποίου συνεκλόνισε τον ελληνισμό και αφύπνισε το ενδιαφέρον για την Μακεδονία), ο διπλωμάτης Ιων Δραγούμης, ο Γενικός Πρόξενος Θεσσαλονίκης Λάμπρος Κορομηλάς, ο Τέλλος Αγαπηνός (καπετάν ¨Αγρας), οι μητροπολίτες Κορυτσάς Φώτιος Καλπίδης (+ 1906), Γρεβενών Αιμιλιανός Λαζαρίζης (+ 1911), Δράμας Χρυσόστομος Καλαφάτης, ο μετέπειτα εθνοϊερομάρτυς μητροπολίτης Σμύρνης κ.ά.
Ο Μακεδονικός Αγώνας υπήρξε ένας ακόμη αμυντικός και απελευθερωτικός αγώνας του ελληνισμού, που έσωσε από την βουλγαρική απειλή την ελληνική Μακεδονία, τον προμαχώνα και το καύχημα του ελληνισμού.
Η εκκλησιαστική διάσταση του Μακεδονικού Αγώνα.
Το 1904, έτος θανάτου του Παύλου Μελά στην Σιάτιστα, θεωρείται ότι σηματοδοτεί επισήμως την ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνα. Οι ντόπιοι Μακεδόνες αγωνιστές (ελληνόφωνοι, σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι) σε συνεργασία με Έλληνες αξιωματικούς και διπλωμάτες αγωνίσθηκαν εναντίον των βουλγαρικών κομιτατζήδικων συμμοριών που κατατρομοκρατούσαν τους ντόπιους πληθυσμούς συχνά με την ανοχή των επισήμων οθωμανικών αρχών της τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας. Βεβαίως, οι διαμάχες Ελλήνων και Βουλγάρων για τον έλεγχο της Μακεδονίας ξεκίνησαν πολύ νωρίτερα, ήδη με την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878), την εξάπλωση του πανσλαβισμού, το όραμα της Μεγάλης Βουλγαρίας. Σε όλα αυτά ενυπήρχε η εκκλησιαστική διάσταση που εκδηλώθηκε με την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας. Κατά την τουρκοκρατία οι βαλκανικοί ορθόδοξοι πληθυσμοί πνευματικά υπήγοντο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ η γλωσσική και πολιτιστική κυριαρχία του ελληνισμού ήταν πασιφανής σε ολόκληρη την Βαλκανική. κατά τον 19ον αι., τον αιώνα των επαναστάσεων και του εθνικισμού, αρχίζει η εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων , η αναζήτηση μιας ιδιαίτερης ταυτότητας, της φυλετικής σλαβικής καταγωγής, και διατυπώνονται αιτήματα για μία κατ’ αρχήν εκκλησιαστική αυτονομία από την Κων/πολη και μία κατόπιν εθνική κρατική υπόσταση.
Υπό την επίδραση του Πανσλαβισμού, που προωθούσαν Ρώσοι διπλωμάτες και διανοούμενοι, με την στήριξη του Ρώσου πρέσβεως στην Κων/πολη Ιγνατίεφ, ξεκίνησε μία κίνηση για την ίδρυση βουλγαρικής Εκκλησίας αυτόνομης από το Πατριαρχείο, με έντονο εθνικό χαρακτήρα και διεκδικήσεις επί των μακεδονικών και θρακικών εδαφών και πληθυσμών. Από την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) αρχίζει πιο ουσιαστικά η βουλγαρική προπαγάνδα στην Μακεδονία. Οι Οθωμανοί ευνόησαν την Εξαρχία για να διασπάσουν τους ορθοδόξους υποτελείς τους. Με σουλτανικό φιρμάνι οριζόταν ότι σε χωριά με πλειοψηφία 2/3 των κατοίκων υπέρ της βουλγαρικής Εξαρχίας, τότε στα χωριά θα εγκαθίσταντο βούλγαρος ιερέας και δάσκαλος. Έτσι, βούλγαροι κομιτατζήδες εξαπέλυσαν κύμα βίας και τρομοκρατίας για να αναγκασθούν οι χωρικοί να προσχωρήσουν στην σχισματική Εξαρχία. Όσοι αρνούνταν και παρέμεναν πιστοί ¨Ελληνες και Πατριαρχικοί, ιερείς, δάσκαλοι, πρόκριτοι, συχνά βασανίζονταν και εδολοφονούντο.
Ήταν προφανές ότι πίσω από την εκκλησιαστική διαμάχη υπεκρύπτετο μία βαθιά εθνική σύγκρουση του ελληνισμού με τον βουλγαρικό μεγαλοϊδεατικό εθνικισμό. Η πλειοψηφία των Μακεδόνων, ελληνοφώνων, σλαβοφώνων, άντεξε την βουλγαρική προπαγάνδα και παρέμεινε συνειδητά ελληνορθόδοξη. Ντόπιοι Μακεδόνες αγωνιστές, όπως οι καπετάν Κώτας, Νταλίπης, Στρεμπενιώτης, Γκόνος κ.α. με εθελοντές από την ελεύθερη Ελλάδα και με την υποστήριξη της Εκκλησίας, συγκρότησαν ένοπλα ανταρτικά σώματα για να προστατεύσουν τους αμάχους από τους κομιτατζήδες.
Οι Έλληνες ιεράρχες του Μακεδονικού Αγώνα.
Στην προσπάθεια διατηρήσεως της ελληνικότητας της Μακεδονίας πρωτοστάτησαν οι ιεράρχες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κάποιοι εξ αυτών με πλήθος απλών ιερέων έδωσαν ακόμη και την ίδια τους την ζωή. Αναφέρουμε τους δύο εθνομάρτυρες ιεράρχες που δολοφονήθησαν, τον Κορυτσάς Φώτιο Καλπίδη (+ 9 Σεπτεμβρίου 1906), και τον Γρεβενών Αιμιλιανό Λαζαρίδη (+ 1- Οκτωβρίου 1911).
Ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ επέλεξε για τις μητροπόλεις της Μακεδονίας αγωνιστές ιεράρχες, νέους σε ηλικία, με σκοπό να τονώσουν θρησκευτικά, εθνικά και εκπαιδευτικά τον ελληνισμό της Μακεδονίας. Μεταξύ αυτών που ξεχώρισαν για την σημαντική τους αγωνιστική και οργανωτική τους προσφορά (στην δράση των οποίων θα αναφερθούμε εν συνεχεία), ο Μητροπολίτης Καστορίας Γερμανός Καραβαγγέλης και ο Δράμας Χρυσόστομος Καλαφάτης, ο μετέπειτα εθνοϊερομάρτυς Μητροπολίτης Σμύρνης (+1922). Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και αργότερα, στους βαλκανικούς πολέμους (1912-13) δολοφονήθηκαν από τους Βουλγάρους οι Μητροπολίτες Μελενίκου Κων/νος Ασημιάδης και Ελευθερουπόλεως Γερμανός Σακελλαρίδης.
Ο Καστορίας Γερμανός Καραβαγγέλης (1866-1935).
Εξαιρετική προσωπικότητα αγωνιστού ιεράρχου, που ταυτίσθηκε με τον Μακεδονικό Αγώνα, με σπουδαία μόρφωση, καθηγητής στην Σχολή της Χάλκης. Ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ εκτίμησε την μόρφωση και την δραστηριότητά του, και τον τοποθέτησε στην Καστοριά, περιοχή, που, εκτός της πόλεως, υπέφερε από τις θηριωδίες και τις σφαγές των κομιτατζήδων.
Ο Γερμανός, ο «Δεσπότης», όπως τον αποκαλούσαν οι ντόπιοι, από την αρχή ανέλαβε δράση για την ανύψωση του εθνικού και θρησκευτικού φρονήματος των κατοίκων. Παρ’ όλες τις απειλές των κομιτατζήδων για την ζωή του, ο Δεσπότης Γερμανός περιέρχεται έφιππος τα χωριά της υπαίθρου, ενθαρρύνει τους χωρικούς, ανοίγει ερημωμένες εκκλησίες μεταστρέφει πεπλανημένους από την βουλγαρική εξαρχική προπαγάνδα στο Πατριαρχείο. Οργανώνει και χρηματοδοτεί ανταρτικά σώματα των καπετάν Κώτα και Στρεμπενιώτη. Μεγάλη επιτυχία του Γερμανού ήταν ότι κατάφερε να μεταστρέψει τον καπετάν Κώτα, σλαβόφωνο Μακεδόνα, που προς στιγμήν είχε παρασυρθεί από την βουλγαρική προπαγάνδα.
Άλλες σημαντικές δράσεις του Δεσπότη Γερμανού ήταν η δημιουργία δικτύου πληροφοριοδοτών για την δράση των κομιτατζήδων, συνεργάζεται με τους Παύλο Μελά και Ίωνα Δραγούμη, οργανώνει χρηματικούς εράνους για τρόφιμα, εφόδια σε αγωνιστές, πρόνοια για τις χήρες και τα ορφανά από τις σφαγές των κομιτατζήδων κ.ά.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης όργωσε την επαρχία αγωνιζόμενος κυριολεκτικά με τον σταυρό και το ντουφέκι στο χέρι. Παραθέτουμε από τα απομνημονεύματά του: «Τα Χριστούγεννα του 1901 πήγα στην Βασιλειάδα. Εκεί, στο χωριό, είχαμε δύο παπάδες δικούς μας, ένα δάσκαλο και μερικούς άλλους (πατριαρχικούς), μα ήσαν όλοι τρομοκρατημένοι. Τα μεσάνυχτα πήγα με το περίστροφο στο χέρι, άνοιξα την εκκλησία και λειτούργησα. Η λειτουργία ήταν στ’ αλήθεια άγρια. Μα έτσι επιβλήθηκα».
Ο Πατριάρχης Ιωακείμ, υπό την πίεση των Οθωμανών και των διπλωματών Αγγλίας και Ρωσίας, ανεκάλεσε τον Γερμανό Καραβαγγέλη στην Κων/πολη, και τον τοποθέτησε στην Μητρόπολη Αμασείας του Πόντου, όπου στάθηκε δίπλα στα δεινά του ποντιακού ελληνισμού.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, φλογερός πατριώτης, αγωνιστικός, πάλεψε με όλες τις δυνάμεις του ως αληθινός ιεράρχης για την ελληνικότητα και την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Αιμιλιανός Λαζαρίδης, μητροπολίτης Γρεβενών, Εθνομάρτυς του Μακεδονικού Αγώνα (1871-1911).
Άλλη μία μαρτυρική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα, στην ακριτική περιοχή των Γρεβενών, υπήρξε ο Αιμιλιανός. Ξεχώριζε ήδη από φοιτητής για την φιλομάθεια, την βαθιά του πίστη, την αρετή και την φιλοπατρία. Εκτιμώντας τις ικανότητες του το Πατριαρχείο τον τοποθέτησε αρχικά πρωτοσύγκελλο στην Θεσσαλονίκη, και μετέπειτα στην Μητρόπολη Πελαγονίας (Μοναστήρι, 1906).
Την εποχήν εκείνην ο Μακεδονικός Αγώνας βρισκόταν στην έντασή του. Οι βούλγαροι κομιτατζήδες με την ανοχή των Τούρκων, καταφεύγουν σε «αθώων και αόπλων εκβιάσεις, ληστείες, δολοφονίες ανδρών και γυναικών, βασανιστήρια ιερέων, ιατρών και δασκάλων, κατακρεουργήσεις, εμπρησμούς ναών, αναρχία, γενική τρομοκρατία, πλημμύρες αίματος» (από αναφορά βρετανού διπλωμάτη, 1903). Μέσα σε τέτοιο κλίμα ο Αιμιλιανός εγκαθίσταται στο Μοναστήρι, όπου για τρεις χρόνους με θάρρος και αποφασιστικότητα στηρίζει το ποίμνιο.
Με την επανάσταση των Νεοτούρκων (10 Ιουλίου 1908), ο ελληνισμός της Μακεδονίας βρέθηκε αντιμέτωπος με δύο αντιπάλους, την αγριότητα των Νεοτούρκων και την τρομοκρατία των Βουλγάρων, που με την βία εξεδίωκαν Έλληνες ιερείς από τους ναούς, τους καταλάμβαναν και τοποθετούσαν σχισματικούς εξαρχικούς βουλγάρους ιερείς. Ο Αιμιλιανός γράφει για την κατάσταση :» είναι καιρός να εγκαταλείψουμε τις γραφίδες και να αρπάξουμε τα όπλα στο χέρι».
Όταν η Μητρόπολη Γρεβενών έμεινε κενή, ο Αιμιλιανός μετατέθη στα Γρεβενά, στις 16-3-1910, για να συνεχίσει το έργο του. Σε μία εποχή σκληρού ανταγωνισμού για τα εδάφη και τους πληθυσμούς της Μακεδονίας, ο Αιμιλιανός είναι έτοιμος για κάθε θυσία για την προάσπιση του μακεδονικού ελληνισμού, δοσμένος ολόψυχα στην εθνική και θρησκευτική του αποστολή. Οι κάτοικοι των Γρεβενών, στο πρόσωπο του ιεράρχου τους, βλέπουν τον στοργικό πατέρα, τον γενναίο ιεράρχη, τον υπερασπιστή των δικαίων τους.
Ο Αιμιλιανός, για να ενισχύσει το φρόνημα των κατοίκων των Γρεβενών, αρχίζει επισκέψεις στα χωριά της επαρχίας, εμψυχώνει τους ιερείς, που υποφέρουν από τους Νεοτούρκους και τους κομιτατζήδες, λειτουργεί σε ναούς, εμψυχώνει τους δασκάλους, φροντίζει για τα εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά ζητήματα. Παρά τις απειλές και τα εμπόδια, ο ακούραστος και θαρραλέος ιεράρχης συνεχίζει τις περιοδείες στην ύπαιθρο.
Οι τουρκικές αρχές τον προειδοποιούν επισήμως να σταματήσει τις περιοδείες στα χωριά (10 Οκτωβρίου 1910). Ο Μητροπολίτης απαντά αγέρωχα: » μήπως είμαι μητροπολίτης μονάχα στα Γρεβενά? Τα χωριά μου θα μείνουν χωρίς τον πατέρα τους?». Οι Τούρκοι του απαγόρευσαν τις περιοδείες, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στα Γρεβενά.
Στην ύπαιθρο η κατάσταση χειροτέρευε, με κλείσιμο και αρπαγές ναών, συλλήψεις και βασανισμούς ιερέων και δασκάλων. Ο ηρωικός ιεράρχης αψηφά τις προειδοποιήσεις και απαγορεύσεις των Τούρκων, συνεχίζει τις περιοδείες και ενθαρρύνει τους κατοίκους.
Τον Σεπτέμβριο του 1911 ξεκινά νέα περιοδεία επισκεπτόμενος χωριά και λειτουργώντας σε ιερούς ναούς. Οι Τούρκοι αρνούνται να του δώσουν συνοδεία χωροφυλάκων ή να του εγγυηθούν την ασφάλεια του δεσπότη. Ο Αιμιλιανός, παρ’ όλες τις προειδοποιήσεις, ξεκινά με την συνοδεία του διακόνου του και του οδηγού του για το χωριό Σνιχοβο, λειτούργησε στο χωριό και ανεχώρησε (1 Οκτωβρίου 1911). Οι κάτοικοι του χωριού τον παρεκάλεσαν να μην κάνει τον επικίνδυνο δρόμο μέσα από τουρκοχώρια και τις συμμορίες των κομιτατζήδων. Στην διαδρομή έπεσαν σε ενέδρα ενόπλων, τους βασάνισαν και τους πυροβόλησαν. Τα λείψανά τους με έκδηλα τα σημάδια των βασανιστηρίων, βρήκε ένας βοσκός.
Ο Δεσπότης έφερε τραύματα από σφαίρες στο κεφάλι, τα χέρια, το στήθος, κοψίματα από μαχαίρια, ξεριζωμένα μαλλιά και γένια, το δεξιό μάτι ήταν βγαλμένο, μώλωπες είχε σε όλο του το σώμα. Ο διάκονος έφερε τραύματα από σφαίρες και το κεφάλι του είχε ανοιχθεί με τσεκούρι.. ήσαν όλοι δεμένοι πισθάγκωνα. Η είδηση της δολοφονίας του φλογερού ιεράρχου συγκλόνισε το Πατριαρχείο και τους Μακεδόνες. Το έγκλημα ήταν άγριο, ενδεικτικό του μίσους και της βαρβαρότητας των καταπιεστών του μακεδονικού λαού, Τούρκων και κομιτατζήδων. Ένα χρόνον μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Αιμιλιανού, η μαρτυρική Μακεδονία επιτέλους θα απολάμβανε την ελληνική ελευθερία (1912). Ο ιεράρχης Αιμιλιανός αποτελεί σύμβολο ιερό, παράδειγμα αγάπης και θυσίας για την πατρίδα και την ελληνικότητα της Μακεδονίας.
Δίπλα στους αξίους αυτούς ιεράρχες στάθηκαν ισάξιοι πλήθος ιερέων που θυσιάσθηκαν. Πολλοί από αυτούς δολοφονήθηκαν με φρικτά βασανιστήρια, με τσεκούρια, μαχαίρια, πριόνια. Τους έκοβαν τα χέρια, πόδια, αυτιά, γλώσσα, τους ξερίζωναν τα γένια, τους αποκεφάλιζαν. Άλλοι εκτελέσθηκαν την ώρα της θείας λειτουργίας, με τα άμφιά τους, μέσα στον ναό, διότι δεν προσχωρούσαν στην βουλγαρική εξαρχία. Όλοι τους εθνομάρτυρες υπέρ της ορθοδοξίας και της Μακεδονίας. Παρ’ όλες τις βιαιότητες των κομιτατζήδων, οι ιερείς των χωριών, μαζί με τους δασκάλους κράτησαν τους πληθυσμούς, στήριξαν τα ελληνικά ανταρτικά σώματα, έκρυβαν ενόπλους, μετέφεραν κρυφά όπλα και εφόδια, τα μοναστήρια έγιναν κρυσφήγετα, αποθήκες πολεμοφοδίων, περίθαλψη τραυματιών, φυγάδευση μακεδονομάχων, όπως όταν ο Παύλος Μελάς περικυκλωμένος κατέφυγε στο μοναστήρι του Τσιρίλοβου.
Οι αγώνες και οι μαρτυρικές θυσίες του κλήρου της Μακεδονίας διέσωσαν τον μακεδονικό ελληνισμό.
Έτσι, άρχισε ο ένοπλος αγώνας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Κορυφαίες προσωπικότητες του Αγώνα ανεδείχθησαν ο Παύλος Μελάς (ο θάνατος του οποίου συνεκλόνισε τον ελληνισμό και αφύπνισε το ενδιαφέρον για την Μακεδονία), ο διπλωμάτης Ιων Δραγούμης, ο Γενικός Πρόξενος Θεσσαλονίκης Λάμπρος Κορομηλάς, ο Τέλλος Αγαπηνός (καπετάν ¨Αγρας), οι μητροπολίτες Κορυτσάς Φώτιος Καλπίδης (+ 1906), Γρεβενών Αιμιλιανός Λαζαρίζης (+ 1911), Δράμας Χρυσόστομος Καλαφάτης, ο μετέπειτα εθνοϊερομάρτυς μητροπολίτης Σμύρνης κ.ά.
Ο Μακεδονικός Αγώνας υπήρξε ένας ακόμη αμυντικός και απελευθερωτικός αγώνας του ελληνισμού, που έσωσε από την βουλγαρική απειλή την ελληνική Μακεδονία, τον προμαχώνα και το καύχημα του ελληνισμού.
Η εκκλησιαστική διάσταση του Μακεδονικού Αγώνα.
Το 1904, έτος θανάτου του Παύλου Μελά στην Σιάτιστα, θεωρείται ότι σηματοδοτεί επισήμως την ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνα. Οι ντόπιοι Μακεδόνες αγωνιστές (ελληνόφωνοι, σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι) σε συνεργασία με Έλληνες αξιωματικούς και διπλωμάτες αγωνίσθηκαν εναντίον των βουλγαρικών κομιτατζήδικων συμμοριών που κατατρομοκρατούσαν τους ντόπιους πληθυσμούς συχνά με την ανοχή των επισήμων οθωμανικών αρχών της τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας. Βεβαίως, οι διαμάχες Ελλήνων και Βουλγάρων για τον έλεγχο της Μακεδονίας ξεκίνησαν πολύ νωρίτερα, ήδη με την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878), την εξάπλωση του πανσλαβισμού, το όραμα της Μεγάλης Βουλγαρίας. Σε όλα αυτά ενυπήρχε η εκκλησιαστική διάσταση που εκδηλώθηκε με την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας. Κατά την τουρκοκρατία οι βαλκανικοί ορθόδοξοι πληθυσμοί πνευματικά υπήγοντο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ η γλωσσική και πολιτιστική κυριαρχία του ελληνισμού ήταν πασιφανής σε ολόκληρη την Βαλκανική. κατά τον 19ον αι., τον αιώνα των επαναστάσεων και του εθνικισμού, αρχίζει η εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων , η αναζήτηση μιας ιδιαίτερης ταυτότητας, της φυλετικής σλαβικής καταγωγής, και διατυπώνονται αιτήματα για μία κατ’ αρχήν εκκλησιαστική αυτονομία από την Κων/πολη και μία κατόπιν εθνική κρατική υπόσταση.
Υπό την επίδραση του Πανσλαβισμού, που προωθούσαν Ρώσοι διπλωμάτες και διανοούμενοι, με την στήριξη του Ρώσου πρέσβεως στην Κων/πολη Ιγνατίεφ, ξεκίνησε μία κίνηση για την ίδρυση βουλγαρικής Εκκλησίας αυτόνομης από το Πατριαρχείο, με έντονο εθνικό χαρακτήρα και διεκδικήσεις επί των μακεδονικών και θρακικών εδαφών και πληθυσμών. Από την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) αρχίζει πιο ουσιαστικά η βουλγαρική προπαγάνδα στην Μακεδονία. Οι Οθωμανοί ευνόησαν την Εξαρχία για να διασπάσουν τους ορθοδόξους υποτελείς τους. Με σουλτανικό φιρμάνι οριζόταν ότι σε χωριά με πλειοψηφία 2/3 των κατοίκων υπέρ της βουλγαρικής Εξαρχίας, τότε στα χωριά θα εγκαθίσταντο βούλγαρος ιερέας και δάσκαλος. Έτσι, βούλγαροι κομιτατζήδες εξαπέλυσαν κύμα βίας και τρομοκρατίας για να αναγκασθούν οι χωρικοί να προσχωρήσουν στην σχισματική Εξαρχία. Όσοι αρνούνταν και παρέμεναν πιστοί ¨Ελληνες και Πατριαρχικοί, ιερείς, δάσκαλοι, πρόκριτοι, συχνά βασανίζονταν και εδολοφονούντο.
Ήταν προφανές ότι πίσω από την εκκλησιαστική διαμάχη υπεκρύπτετο μία βαθιά εθνική σύγκρουση του ελληνισμού με τον βουλγαρικό μεγαλοϊδεατικό εθνικισμό. Η πλειοψηφία των Μακεδόνων, ελληνοφώνων, σλαβοφώνων, άντεξε την βουλγαρική προπαγάνδα και παρέμεινε συνειδητά ελληνορθόδοξη. Ντόπιοι Μακεδόνες αγωνιστές, όπως οι καπετάν Κώτας, Νταλίπης, Στρεμπενιώτης, Γκόνος κ.α. με εθελοντές από την ελεύθερη Ελλάδα και με την υποστήριξη της Εκκλησίας, συγκρότησαν ένοπλα ανταρτικά σώματα για να προστατεύσουν τους αμάχους από τους κομιτατζήδες.
Οι Έλληνες ιεράρχες του Μακεδονικού Αγώνα.
Στην προσπάθεια διατηρήσεως της ελληνικότητας της Μακεδονίας πρωτοστάτησαν οι ιεράρχες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κάποιοι εξ αυτών με πλήθος απλών ιερέων έδωσαν ακόμη και την ίδια τους την ζωή. Αναφέρουμε τους δύο εθνομάρτυρες ιεράρχες που δολοφονήθησαν, τον Κορυτσάς Φώτιο Καλπίδη (+ 9 Σεπτεμβρίου 1906), και τον Γρεβενών Αιμιλιανό Λαζαρίδη (+ 1- Οκτωβρίου 1911).
Ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ επέλεξε για τις μητροπόλεις της Μακεδονίας αγωνιστές ιεράρχες, νέους σε ηλικία, με σκοπό να τονώσουν θρησκευτικά, εθνικά και εκπαιδευτικά τον ελληνισμό της Μακεδονίας. Μεταξύ αυτών που ξεχώρισαν για την σημαντική τους αγωνιστική και οργανωτική τους προσφορά (στην δράση των οποίων θα αναφερθούμε εν συνεχεία), ο Μητροπολίτης Καστορίας Γερμανός Καραβαγγέλης και ο Δράμας Χρυσόστομος Καλαφάτης, ο μετέπειτα εθνοϊερομάρτυς Μητροπολίτης Σμύρνης (+1922). Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και αργότερα, στους βαλκανικούς πολέμους (1912-13) δολοφονήθηκαν από τους Βουλγάρους οι Μητροπολίτες Μελενίκου Κων/νος Ασημιάδης και Ελευθερουπόλεως Γερμανός Σακελλαρίδης.
Ο Καστορίας Γερμανός Καραβαγγέλης (1866-1935).
Εξαιρετική προσωπικότητα αγωνιστού ιεράρχου, που ταυτίσθηκε με τον Μακεδονικό Αγώνα, με σπουδαία μόρφωση, καθηγητής στην Σχολή της Χάλκης. Ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ εκτίμησε την μόρφωση και την δραστηριότητά του, και τον τοποθέτησε στην Καστοριά, περιοχή, που, εκτός της πόλεως, υπέφερε από τις θηριωδίες και τις σφαγές των κομιτατζήδων.
Ο Γερμανός, ο «Δεσπότης», όπως τον αποκαλούσαν οι ντόπιοι, από την αρχή ανέλαβε δράση για την ανύψωση του εθνικού και θρησκευτικού φρονήματος των κατοίκων. Παρ’ όλες τις απειλές των κομιτατζήδων για την ζωή του, ο Δεσπότης Γερμανός περιέρχεται έφιππος τα χωριά της υπαίθρου, ενθαρρύνει τους χωρικούς, ανοίγει ερημωμένες εκκλησίες μεταστρέφει πεπλανημένους από την βουλγαρική εξαρχική προπαγάνδα στο Πατριαρχείο. Οργανώνει και χρηματοδοτεί ανταρτικά σώματα των καπετάν Κώτα και Στρεμπενιώτη. Μεγάλη επιτυχία του Γερμανού ήταν ότι κατάφερε να μεταστρέψει τον καπετάν Κώτα, σλαβόφωνο Μακεδόνα, που προς στιγμήν είχε παρασυρθεί από την βουλγαρική προπαγάνδα.
Άλλες σημαντικές δράσεις του Δεσπότη Γερμανού ήταν η δημιουργία δικτύου πληροφοριοδοτών για την δράση των κομιτατζήδων, συνεργάζεται με τους Παύλο Μελά και Ίωνα Δραγούμη, οργανώνει χρηματικούς εράνους για τρόφιμα, εφόδια σε αγωνιστές, πρόνοια για τις χήρες και τα ορφανά από τις σφαγές των κομιτατζήδων κ.ά.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης όργωσε την επαρχία αγωνιζόμενος κυριολεκτικά με τον σταυρό και το ντουφέκι στο χέρι. Παραθέτουμε από τα απομνημονεύματά του: «Τα Χριστούγεννα του 1901 πήγα στην Βασιλειάδα. Εκεί, στο χωριό, είχαμε δύο παπάδες δικούς μας, ένα δάσκαλο και μερικούς άλλους (πατριαρχικούς), μα ήσαν όλοι τρομοκρατημένοι. Τα μεσάνυχτα πήγα με το περίστροφο στο χέρι, άνοιξα την εκκλησία και λειτούργησα. Η λειτουργία ήταν στ’ αλήθεια άγρια. Μα έτσι επιβλήθηκα».
Ο Πατριάρχης Ιωακείμ, υπό την πίεση των Οθωμανών και των διπλωματών Αγγλίας και Ρωσίας, ανεκάλεσε τον Γερμανό Καραβαγγέλη στην Κων/πολη, και τον τοποθέτησε στην Μητρόπολη Αμασείας του Πόντου, όπου στάθηκε δίπλα στα δεινά του ποντιακού ελληνισμού.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, φλογερός πατριώτης, αγωνιστικός, πάλεψε με όλες τις δυνάμεις του ως αληθινός ιεράρχης για την ελληνικότητα και την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Αιμιλιανός Λαζαρίδης, μητροπολίτης Γρεβενών, Εθνομάρτυς του Μακεδονικού Αγώνα (1871-1911).
Άλλη μία μαρτυρική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα, στην ακριτική περιοχή των Γρεβενών, υπήρξε ο Αιμιλιανός. Ξεχώριζε ήδη από φοιτητής για την φιλομάθεια, την βαθιά του πίστη, την αρετή και την φιλοπατρία. Εκτιμώντας τις ικανότητες του το Πατριαρχείο τον τοποθέτησε αρχικά πρωτοσύγκελλο στην Θεσσαλονίκη, και μετέπειτα στην Μητρόπολη Πελαγονίας (Μοναστήρι, 1906).
Την εποχήν εκείνην ο Μακεδονικός Αγώνας βρισκόταν στην έντασή του. Οι βούλγαροι κομιτατζήδες με την ανοχή των Τούρκων, καταφεύγουν σε «αθώων και αόπλων εκβιάσεις, ληστείες, δολοφονίες ανδρών και γυναικών, βασανιστήρια ιερέων, ιατρών και δασκάλων, κατακρεουργήσεις, εμπρησμούς ναών, αναρχία, γενική τρομοκρατία, πλημμύρες αίματος» (από αναφορά βρετανού διπλωμάτη, 1903). Μέσα σε τέτοιο κλίμα ο Αιμιλιανός εγκαθίσταται στο Μοναστήρι, όπου για τρεις χρόνους με θάρρος και αποφασιστικότητα στηρίζει το ποίμνιο.
Με την επανάσταση των Νεοτούρκων (10 Ιουλίου 1908), ο ελληνισμός της Μακεδονίας βρέθηκε αντιμέτωπος με δύο αντιπάλους, την αγριότητα των Νεοτούρκων και την τρομοκρατία των Βουλγάρων, που με την βία εξεδίωκαν Έλληνες ιερείς από τους ναούς, τους καταλάμβαναν και τοποθετούσαν σχισματικούς εξαρχικούς βουλγάρους ιερείς. Ο Αιμιλιανός γράφει για την κατάσταση :» είναι καιρός να εγκαταλείψουμε τις γραφίδες και να αρπάξουμε τα όπλα στο χέρι».
Όταν η Μητρόπολη Γρεβενών έμεινε κενή, ο Αιμιλιανός μετατέθη στα Γρεβενά, στις 16-3-1910, για να συνεχίσει το έργο του. Σε μία εποχή σκληρού ανταγωνισμού για τα εδάφη και τους πληθυσμούς της Μακεδονίας, ο Αιμιλιανός είναι έτοιμος για κάθε θυσία για την προάσπιση του μακεδονικού ελληνισμού, δοσμένος ολόψυχα στην εθνική και θρησκευτική του αποστολή. Οι κάτοικοι των Γρεβενών, στο πρόσωπο του ιεράρχου τους, βλέπουν τον στοργικό πατέρα, τον γενναίο ιεράρχη, τον υπερασπιστή των δικαίων τους.
Ο Αιμιλιανός, για να ενισχύσει το φρόνημα των κατοίκων των Γρεβενών, αρχίζει επισκέψεις στα χωριά της επαρχίας, εμψυχώνει τους ιερείς, που υποφέρουν από τους Νεοτούρκους και τους κομιτατζήδες, λειτουργεί σε ναούς, εμψυχώνει τους δασκάλους, φροντίζει για τα εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά ζητήματα. Παρά τις απειλές και τα εμπόδια, ο ακούραστος και θαρραλέος ιεράρχης συνεχίζει τις περιοδείες στην ύπαιθρο.
Οι τουρκικές αρχές τον προειδοποιούν επισήμως να σταματήσει τις περιοδείες στα χωριά (10 Οκτωβρίου 1910). Ο Μητροπολίτης απαντά αγέρωχα: » μήπως είμαι μητροπολίτης μονάχα στα Γρεβενά? Τα χωριά μου θα μείνουν χωρίς τον πατέρα τους?». Οι Τούρκοι του απαγόρευσαν τις περιοδείες, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στα Γρεβενά.
Στην ύπαιθρο η κατάσταση χειροτέρευε, με κλείσιμο και αρπαγές ναών, συλλήψεις και βασανισμούς ιερέων και δασκάλων. Ο ηρωικός ιεράρχης αψηφά τις προειδοποιήσεις και απαγορεύσεις των Τούρκων, συνεχίζει τις περιοδείες και ενθαρρύνει τους κατοίκους.
Τον Σεπτέμβριο του 1911 ξεκινά νέα περιοδεία επισκεπτόμενος χωριά και λειτουργώντας σε ιερούς ναούς. Οι Τούρκοι αρνούνται να του δώσουν συνοδεία χωροφυλάκων ή να του εγγυηθούν την ασφάλεια του δεσπότη. Ο Αιμιλιανός, παρ’ όλες τις προειδοποιήσεις, ξεκινά με την συνοδεία του διακόνου του και του οδηγού του για το χωριό Σνιχοβο, λειτούργησε στο χωριό και ανεχώρησε (1 Οκτωβρίου 1911). Οι κάτοικοι του χωριού τον παρεκάλεσαν να μην κάνει τον επικίνδυνο δρόμο μέσα από τουρκοχώρια και τις συμμορίες των κομιτατζήδων. Στην διαδρομή έπεσαν σε ενέδρα ενόπλων, τους βασάνισαν και τους πυροβόλησαν. Τα λείψανά τους με έκδηλα τα σημάδια των βασανιστηρίων, βρήκε ένας βοσκός.
Ο Δεσπότης έφερε τραύματα από σφαίρες στο κεφάλι, τα χέρια, το στήθος, κοψίματα από μαχαίρια, ξεριζωμένα μαλλιά και γένια, το δεξιό μάτι ήταν βγαλμένο, μώλωπες είχε σε όλο του το σώμα. Ο διάκονος έφερε τραύματα από σφαίρες και το κεφάλι του είχε ανοιχθεί με τσεκούρι.. ήσαν όλοι δεμένοι πισθάγκωνα. Η είδηση της δολοφονίας του φλογερού ιεράρχου συγκλόνισε το Πατριαρχείο και τους Μακεδόνες. Το έγκλημα ήταν άγριο, ενδεικτικό του μίσους και της βαρβαρότητας των καταπιεστών του μακεδονικού λαού, Τούρκων και κομιτατζήδων. Ένα χρόνον μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Αιμιλιανού, η μαρτυρική Μακεδονία επιτέλους θα απολάμβανε την ελληνική ελευθερία (1912). Ο ιεράρχης Αιμιλιανός αποτελεί σύμβολο ιερό, παράδειγμα αγάπης και θυσίας για την πατρίδα και την ελληνικότητα της Μακεδονίας.
Δίπλα στους αξίους αυτούς ιεράρχες στάθηκαν ισάξιοι πλήθος ιερέων που θυσιάσθηκαν. Πολλοί από αυτούς δολοφονήθηκαν με φρικτά βασανιστήρια, με τσεκούρια, μαχαίρια, πριόνια. Τους έκοβαν τα χέρια, πόδια, αυτιά, γλώσσα, τους ξερίζωναν τα γένια, τους αποκεφάλιζαν. Άλλοι εκτελέσθηκαν την ώρα της θείας λειτουργίας, με τα άμφιά τους, μέσα στον ναό, διότι δεν προσχωρούσαν στην βουλγαρική εξαρχία. Όλοι τους εθνομάρτυρες υπέρ της ορθοδοξίας και της Μακεδονίας. Παρ’ όλες τις βιαιότητες των κομιτατζήδων, οι ιερείς των χωριών, μαζί με τους δασκάλους κράτησαν τους πληθυσμούς, στήριξαν τα ελληνικά ανταρτικά σώματα, έκρυβαν ενόπλους, μετέφεραν κρυφά όπλα και εφόδια, τα μοναστήρια έγιναν κρυσφήγετα, αποθήκες πολεμοφοδίων, περίθαλψη τραυματιών, φυγάδευση μακεδονομάχων, όπως όταν ο Παύλος Μελάς περικυκλωμένος κατέφυγε στο μοναστήρι του Τσιρίλοβου.
Οι αγώνες και οι μαρτυρικές θυσίες του κλήρου της Μακεδονίας διέσωσαν τον μακεδονικό ελληνισμό.