Σάββατο 20 Ιουλίου 2019

Τι ήταν οι Μαινάδες;


Στον Όμηρο ο Διόνυσος δεν είναι ακόμη Ολύμπιος. Στη ζωοφόρο του Παρθενώνα καταλαμβάνει μια θέση ανάμεσα στους καθισμένους Θεούς περίπου μεταξύ του Όμηρου και της εποχής του Φειδία. Ο... 

 
 
 
Διόνυσος, όποια κι αν ήταν η φύση του, είναι ένας μετανάστης Θεός, που εισέρχεται στην Ελλάδα αργότερα από τους υπόλοιπους Ολύμπιους, από το Βορρά, από την Θράκη. Δεν έρχεται ασυνόδευτος, σαν καθώς πρέπει Θεός που σέβεται τον τίτλο του. Πάντα τον ακολουθεί η θορυβώδης συντροφιά του από τους Σάτυρους και τις Μαινάδες και αυτό επίσης τον ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους Θεούς.

Ο ίδιος ο Θεός των Θεών ο Δίας, ο Άρης, η Αθηνά, ο Ποσειδώνας δεν έχουν τέτοια ακολουθία. Αφού ο άνθρωπος φτιάχνει τους Θεούς του κατ’ εικόνα του, είναι χρήσιμο και διασκεδαστικό να εξετάσουμε την φύση και τις λειτουργίες του Διόνυσου και της φασαριόζικης ακολουθίας του. Κατ αρχάς οι Σάτυροι είναι, τι άλλο θα μπορούσαν να είναι, παρά οι Σάτρες. Αυτοί οι Σάτρες – Σάτυροι έχουν πολλά χαρακτηριστικά με τους περισσότερο μυθολογικούς Κένταυρους. Η μαρτυρία των μακεδονικών νομισμάτων είναι διδακτική. Αλλά εδώ σε αυτό το άρθρο θα επικεντρωθώ στις λιγότερο τερατόμορφες, από την συνοδεία του Θεού Διόνυσου, τις Μαινάδες, μα σε επόμενο θα δούμε τους έκλυτους Σάτυρους-Σειληνούς / Κενταύρους.

Είναι πολύ πιο ευχάριστη, η συντροφιά από τις γυναίκες ακόλουθες του Διόνυσου, τις Μαινάδες. Αυτές οι Μαινάδες είναι τόσο αληθινές όσο και οι Σάτυροι. Ουσιαστικά ακόμη περισσότερο, γιατί κανείς ποιητής ή ζωγράφος δεν επιχείρησε ποτέ να τους αποδώσει οπλές, αυτιά και ουρές αλόγου. Όμως, τόσο επίμονη είναι η απέχθεια για κοινότοπα γεγονότα, ώστε συνεχώς μας λένε ότι οι Μαινάδες είναι καθαρά μυθολογικά πλάσματα και ότι τα όργια των Μαινάδων ποτέ δεν εμφανίστηκαν ιστορικά στην Ελλάδα.

Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε τις Μαινάδες ως το γυναικείο απλώς αντίστοιχο των Σάτυρων. Οι Σάτυροι, αντιπροσωπεύουν πρωτόγονους υπόδουλους λαούς, αλλά οι Μαινάδες δεν αντιπροσωπεύουν απλώς τις γυναίκες της ίδιας φυλής. Το όνομά τους δεν είναι παραφθορά κάποιου φυλετικού ονόματος. Αντιπροσωπεύει μια ψυχική και σωματική κατάσταση, είναι σχεδόν ένα λατρευτικό επίθετο. Μαινάδα σημαίνει «τρελή γυναίκα» και οι Μαινάδες είναι γυναίκες-λάτρεις του Διόνυσου οποιοσδήποτε φυλής, κατειλημμένες, μανιασμένες, ή, όπως θα έλεγαν οι αρχαίοι, εμπνευσμένες από το πνεύμα του (έν­θεες).

Μαινάδα είναι μόνο ένα, αν και ίσως το πιο συνηθισμένο, από τα πολλά ονόματα που απευθύνονται σε αυτές τις γυναίκες λάτρεις. Στη Μακεδονία μας λέει ο Πλούταρχος τις αποκαλούσαν Μιμαλλόνες και Κλώδωνες, στην Ελλάδα Βάκχες, Βασσαρίδες, Θυιάδες, Ποτνιάδες και τα παρόμοια. Μερικοί από τους τίτλους μετατράπηκαν σταδιακά σε κύρια ονόματα, άλλοι παρέμειναν συνειδητά επιθετικοί προσδιορισμοί. Κατά βάθος όλοι εκφράζουν την ίδια ιδέα, γυναίκες κατειλημμένες από το πνεύμα του Διόνυσου. Ο Πλούταρχος στη χαριτωμένη πραγματεία του για τη «Δεισιδαιμονία» μας λέει πως όταν ο διθυραμβικός ποιητής Τιμόθεος έψελνε έναν ύμνο στην Άρτεμη, αποκαλούσε την κόρη του Δία έτσι: «Μαινάδα, Θυιάδα, Φοιβάδα, Λυσσάδα» Μπορούμε να αποδώσουμε τους τίτλους ως Τρελή, Ορμητική, Ένθεη, Λυσσασμένη. Ο λυρικός ποιητής Κινεσίας, του οποίου τα άσματα ήταν αναμφίβολα διατυπωμένα σε λιγότερο οργιαστική γλώσσα, σηκώθηκε και είπε: «Εύχομαι να είχες μια τέτοια κόρη.»

Η ιστορία μας διδάσκει δυο πράγματα.

Αρχικά δείχνει ότι οι όροι Μαινάδα και Θυιάδα χρησιμοποιούνταν στην εποχή του Τιμόθεου ως επίθετα, δεν είχαν ακόμη αποκρυσταλλωθεί σε κύρια ονόματα και δεν αφορούσαν μόνο τις λάτρεις του Διόνυσου, αλλά οποιαδήποτε οργιαστική Θεότητα. Επιπλέον, το απόσπασμα καταμαρτυρεί σαφώς ότι οι μορφωμένοι άνθρωποι, προς το τέλος του πέμπτου αιώνα π.κ.ε. είχαν αρχίσει να θέτουν υπό συζήτηση τις διαμορφωμένες θεολογικές αντιλήψεις.

Ωστόσο οι λατρευτικές τελετές και τα ακόμη περισσότερο λατρευτικά επίθετα απείχαν πολύ από την άποψη των μορφωμένων. Ευτυχώς μπορούμε να αποδείξουμε ότι, σίγουρα το επίθετο Θυιάδα, και πιθανώς τα επίθετα Φοιβάδα και Μαινάδα, αφορούσαν όντως υπαρκτά ιστορικά γυναικεία πρόσωπα. Το επίθετο Λυσσάδα, που σημαίνει «λυσσασμένη», δεν ήταν απίθανο να υπερισχύσει στην ποίηση.

Ο χορός στις Βάκχες αυτοαποκαλείται «γοργά κυνηγόσκυλα της Λύσσας», αλλά ο τίτλος προφανώς δε θα είχε απήχηση στις σεβάσμιες δέσποινες.