Πριν από λίγο καιρό έγραψα ένα άρθρο για το πώς το ελληνικό πυροβολικό θα μπορούσε να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό αντίδοτο εναντίον των τουρκικών S–400, ιδιαίτερα αν αυτά εγκατασταθούν κοντά στις μικρασιατικές ακτές έτσι ώστε να λειτουργήσουν ως επιθετικό όπλο απειλώντας τα ελληνικά αεροσκάφη σε ολόκληρο το Αιγαίο αλλά...
και σε μεγάλο μέρος της μητροπολιτικής Ελλάδας. Σε αυτήν την περίπτωση η Ελλάδα θα μπορούσε να αξιοποιήσει την εγγύτητα με την Τουρκία που της προσφέρει η κυριαρχία της αρχιπελαγικής δομής του Αιγαίου Πελάγους και να απειλήσει με συστήματα πυροβολικού τους S–400.
Γράφει ο Δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας
Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής και Σύγχρονων Οπλικών Τεχνολογιών στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
Αυτό είναι κάτι που σε κάποιον βαθμό μπορεί να γίνει και σήμερα, αξιοποιώντας το υπάρχον ελληνικό οπλοστάσιο. Ωστόσο, οι σχετικές ικανότητες μπορούν να βελτιωθούν δραστικά με την απόκτηση νέων πυρομαχικών που θα εκμεταλλεύονται τις τεράστιες προόδους που γίνονται τα τελευταία χρόνια στα συστήματα πυροβολικού όσον αφορά το βεληνεκές, την καταστρεπτικότητα, την ακρίβεια πλήγματος και την ικανότητα αυτόνομου εντοπισμού στόχων.
Ο Στρατός των ΗΠΑ, για παράδειγμα, αναπτύσσει μια έκδοση επαυξημένου βεληνεκούς της κατευθυνόμενης ρουκέτας για το σύστημα MLRS (GMLRS ER), το βεληνεκές της οποίας θα φτάνει τα 130 χλμ, ενώ θα διαθέτει και ερευνητή (seeker) που θα της επιτρέπει τον αυτόνομο εντοπισμό στόχων στην τερματική φάση προσβολής. Παρόμοιες προόδους έχουμε και στις πολύ πιο «ταπεινές» (και φθηνότερες) ρουκέτες στο σοβιετικό διαμέτρημα των 122 χιλιοστών, που χρησιμοποιούν οι πολλαπλοί εκτοξευτές ρουκετών RM–70 του Ελληνικού Στρατού.
Έτσι, πλήθος εταιρειών ανά τον πλανήτη (μεταξύ αυτών και η τουρκική Roketsan…) κατασκευάζουν ήδη ρουκέτες σε αυτό το διαμέτρημα το βεληνεκές των οποίων φθάνει τα 40 χλμ, ενώ η σερβική ρουκέτα G2000/52, υποστηρίζεται από τον κατασκευαστή της ότι επιτυγχάνει βεληνεκές 52 χλμ. Αυτή η αύξηση του βεληνεκούς αναμένεται να συνεχιστεί χάρη στις εξελίξεις στην τεχνολογία των πυραυλοκινητήρων και σε μερικά χρόνια το βεληνεκές των ρουκετών που θα μπορούν να εξαπολύουν τα ελληνικά RM – 70 ενδέχεται να προσεγγίσει τα 60 χλμ.
Ταυτοχρόνως, αναπτύσσονται διαρκώς κιτ μετατροπής «χαζών» ρουκετών σε «έξυπνες», επιτρέποντάς τους να προσβάλουν με ακρίβεια ακόμη και κινούμενους στόχους. Για παράδειγμα, η ισραηλινή IMI τοποθετεί χαμηλού κόστους κεφαλές υπέρυθρης καθοδήγησης στις ρουκέτες των 122 χιλιοστών, επιτρέποντάς τους να αναζητούν στόχους από το θερμικό τους ίχνος και να κατευθύνονται προς αυτούς.
Ένα άλλο, επίσης ισραηλινό, σύστημα το TCS (Trajectory Correction System), τοποθετεί τις ρουκέτες σε μια δικτυοκεντρική δομή που τους επιτρέπει να ανανεώνουν τα δεδομένα στοχοποίησης εν πτήσει και να αλλάζουν πορεία, προσβάλλοντας κινούμενους στόχους.
«ΜΕΓΑΡΟΥΚΕΤΟΒΟΛΑ» ΩΣ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΑ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΠΥΡΗΝΙΚΩΝ
Ακόμη, αναπτύσσονται «μεγα–ρουκετοβόλα», όπως είναι το Jobaria MCL των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Το συγκεκριμένο σύστημα είναι ουσιαστικά ένας τροποποιημένος αρματοφορέας πάνω στον οποίο έχουν τοποθετηθεί περιέκτες που μεταφέρουν 240 ρουκέτες των 122 χιλιοστών. Σύμφωνα με τον κατασκευαστή, το σύστημα μέσα σε ελάχιστα λεπτά, μπορεί να εξαπολύσει όλες του τις ρουκέτες καλύπτοντας με φονικά αποτελέσματα μια έκταση 4,2 τετραγωνικών χλμ.
Δηλαδή, δέκα τέτοιοι εκτοξευτές, κατάλληλα τοποθετημένοι, καλύπτουν με φονικά αποτελέσματα μια έκταση 42 τετραγωνικών χιλιομέτρων, που είναι περίπου η έκταση του Δήμου Αθηναίων. Και αυτό με κεφαλές υψηλής εκρηκτικότητας (HE). Με θερμοβαρικές κεφαλές τα καταστρεπτικά αποτελέσματα θα μπορούσε να είναι ακόμη μεγαλύτερα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό το σύστημα είναι ουσιαστικά το πάντρεμα ενός πολιτικού οχήματος με ρουκέτες στο παλαιό σοβιετικό διαμέτρημα των 122 χιλιοστών, δηλαδή με ένα πυρομαχικό χαμηλού κόστους, ακόμη και στις πιο εξελιγμένες του εκδόσεις, το οποίο παράγουν πολλές εταιρείες ανά τον κόσμο. Άρα, κάτι αντίστοιχο εύκολα θα μπορούσε να αναπτυχθεί και να κατασκευαστεί και στην Ελλάδα.
ΠΛΗΓΜΑΤΑ ΕΙΣ ΒΑΘΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟ ΣΤΟΝ ΡΟΛΟ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΡΟΥΣΗΣ
Εν παραλλήλω, όπως αναφέραμε στο προηγούμενο άρθρο, αναπτύσσονται και πύραυλοι για συστήματα πυροβολικού, πολύ μεγάλου βεληνεκούς, υψηλής ακρίβειας και με ικανότητες αυτόνομου εντοπισμού στόχων, με προεξάρχοντα τον αμερικανικό DeepStrike, ο οποίος θα τοποθετείται στους πολλαπλούς εκτοξευτές MLRS και η δουλειά του είναι να ασκεί πλήγματα εις βάθος στην εχθρική δύναμη, προσβάλλοντας συστήματα όπως είναι οι S–400.
Παρεμπιπτόντως, η χρησιμοποίηση συστημάτων πυροβολικού για την «διάτρηση» θόλων αεράμυνας γενικώς και ειδικώς για την εξουδετέρωση των S–400 δεν είναι κάτι που σκέφτηκε ο γράφων. Αποτελεί διακηρυγμένο μέρος των προσπαθειών του αμερικανικού στρατεύματος για να αναπτύξει μεθοδολογίες αντιμετώπισης των «φυσαλίδων» (‘bubles’) αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής (A2 / AD) που αναπτύσσουν οι Ρώσοι και οι Κινέζοι.
Οι S–400 δεν έχουν σχεδιαστεί για να αντιμετωπίζουν όπλα πυροβολικού και αν ακόμη θα μπορούσαν να προστατευτούν από παρόμοιες επιθέσεις με την τοποθέτηση μιας πυκνής τερματικής αεράμυνας γύρω τους, από συστήματα όπως είναι το Pantsyr SM ή το Derivatsiya – PVO, το κόστος τους θα καθίστατο απαγορευτικό.
Επίσης, μια άλλη αντίρρηση που κατά καιρούς εμφανίζεται ότι για να χτυπήσεις κάποιον στόχο θα πρέπει και να ξέρεις που βρίσκεται. Πράγματι, τα συστήματα πυροβολικού λειτουργούν μέσα στο πλαίσιο πλεγμάτων «αναγνώρισης – κρούσης» (reconnaissance – attack complexes) και χρειάζονται πληροφορίες.
Όμως, ο ελληνοτουρκικός χώρος αντιπαράθεσης είναι μάλλον μικρός και δύσκολα μπορείς να αποκρύψεις ένα τόσο μεγάλο σύστημα όπως μια πυροβολαρχία S–400, η οποία, μεταξύ των άλλων, θα γίνεται αντιληπτή από τις ίδιες τις ηλεκτρονικές της εκπομπές. Επιπροσθέτως, αν και τα επιμέρους υποσυστήματα του S–400 είναι εποχούμενα, δεν έχουν την κινητικότητα που απαιτείται για να μπορούν να αποφεύγουν την στοχοποίηση δια της κίνησης.
Τέλος, πολλές χώρες ανά τον κόσμο έχουν αναπτύξει, θέσει σε υπηρεσία και προωθούν για εξαγωγές, πολλαπλούς εκτοξευτές ρουκετών το βεληνεκές των οποίων κυμαίνεται μεταξύ 280 και 400 χλμ και αποτελούν συμπληρωματικά συστήματα κρούσης της Αεροπορίας για χώρους αντιπαράθεσης σχετικά περιορισμένων διαστάσεων.
Αξίζει να σημειωθεί πως ένα εξ αυτών των συστημάτων, ένα έκδοχο του κινεζικού WS – 2 εφοδιάζεται με πυραύλους αντιραντάρ, με βεληνεκές μεγαλύτερο των 200 χλμ, όντας σε θέση να διεξάγει αποστολές καταστολής εχθρικής αεράμυνας (SEAD), συμπληρώνοντας ή και υποκαθιστώντας μαχητικά αεροσκάφη σε αυτούς τους ρόλους.
Στη δικιά μας περίπτωση, ας σκεφτεί κανείς ότι η απόσταση σε ευθεία γραμμή Σμύρνης – Αθήνας είναι κάτι παραπάνω από 200 χλμ. Άρα, παρόμοια συστήματα τοποθετημένα στη μητροπολιτική Ελλάδα, μπορούν να προσβάλουν στόχους στη μικρασιατική ακτή (και το αντίθετο φυσικά…). Τοποθετημένα δε σε νησιά όπως η Χίος, η Μυτιλήνη ή η Ρόδος, θα μπορούσαν να ασκήσουν προβολή ισχύος σε μεγάλο βάθος στην τουρκική ενδοχώρα.
Και ας μην μπει στον πειρασμό κάποιος να προτάξει το «επιχείρημα» ότι τα πυροβόλα ή οι πολλαπλοί εκτοξευτές ρουκετών θα ήταν εύκολη λεία για την εχθρική αεροπορία. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει έτσι και αλλιώς. Όμως, σε συνδυασμό με τεχνικές απόκρυψης, παραλλαγής και παραπλάνησης και την αξιοποίηση αυτών που οι Αμερικανοί ονομάζουν «πρωτόγονες υποδομές» (primitive infrastructures), δηλαδή υπόγειους χώρους κάλυψης, καθίστανται εξαιρετικά δύσκολοι στόχοι για την εχθρική αεροπορία, ακόμη και αν αυτή έχει επιτύχει πλήρη αεροπορική κυριαρχία πάνω το έδαφος όπου δρουν.
Αντίστοιχοι πρόοδοι στην ακρίβεια πλήγματος και το βεληνεκές έχουν γίνει και στον χώρο των οβίδων για πυροβόλα. Η ανάπτυξη πυροσωλήνων διόρθωσης τροχιάς (trajectory correction fuzes) χαμηλού κόστους, που μπορούν να τοποθετηθούν σε υπάρχοντες οβίδες βελτιώνει δραστικά την ακρίβεια πλήγματος.
Όσον αφορά το βεληνεκές, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η νοτιοαφρικανική εταιρεία Denel, που έχει απορροφηθεί από τη γερμανική Rheinmental, αναπτύσσει οβίδες των 155 χιλ. της οικογένειας ‘‘Assegai’’, για πυροβόλα ΝΑΤΟϊκών προδιαγραφών, οι οποίες επιτυγχάνουν βεληνεκές μεγαλύτερο των 70 χλμ.
Επίσης, πάλι, η Denel, όπως και η νορβηγική Nammo, αλλά και μια νοτιοκορεατική εταιρεία, αναπτύσσουν οβίδες στο ΝΑΤΟϊκό διαμέτρημα των 155 χιλ. εφοδιασμένες με αυλοωθητή (ramjet) που θα επιτυγχάνουν βεληνεκές το οποίο προσεγγίζει τα 100 χλμ.
ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΜΑΧΗΤΙΚΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ
Τα παραπάνω συστήματα έχουν μια σειρά από χαρακτηριστικά που τα καθιστούν εξαιρετικά σημαντικά για το ελληνοτουρκικό σύστημα αντιπαράθεσης. Ορισμένα εξ αυτών είναι τα εξής:
– Τα μεγάλα βεληνεκή που προσφέρουν ταιριάζουν στις μικρές διαστάσεις του ελληνοτουρκικού συστήματος αντιπαράθεσης και τα καθιστούν στρατηγικά ή έστω υποστρατηγικά όπλα.
– Τα περισσότερα από τα συστήματα αυτά είναι από χαμηλού έως πολύ χαμηλού κόστους, μιας και αναφερόμαστε σε πυρομαχικά που θα εξοπλίσουν πλατφόρμες οι οποίες ήδη βρίσκονται στο ελληνικό οπλοστάσιο, όπως είναι οι πολλαπλοί εκτοξευτές ρουκετών MLRS και RM – 70 και τα αυτοκινούμενα πυροβόλα PzH2000. Για τον ίδιο λόγο δεν θα έχουμε πρόβλημα προσαρμογής και εξοικείωσης και οι νέες ικανότητες θα μπορούν να αξιοποιηθούν άμεσα.
– Ακόμη και τυχόν νέες πλατφόρμες, όπως θα μπορούσε να είναι πολλαπλοί εκτοξευτές ρουκετών πολύ μεγάλου βεληνεκούς, είναι οπλικά συστήματα χαμηλής τεχνολογίας και χαμηλού κόστους και σε μεγάλο βαθμό μπορούν να σχεδιαστούν, αναπτυχθούν και να κατασκευαστούν εγχωρίως.
– Οι ικανότητες «διαχωρικών» (cross domain) πυρών που έχουν τα νέα όπλα πυροβολικού, ταιριάζουν απόλυτα με τη σύνθετη γεωγραφική δομή του Αιγαίου, η οποία συνδυάζει στεριά και θάλασσα σε μια ενιαία και αδιαίρετη επιχειρησιακή ενότητα και επιτρέπουν την προσβολή τόσο χερσαίων όσο και θαλάσσιων στόχων.
– Η τάση των ΗΠΑ να αναπτύσσουν όπλα και μεθοδολογίες για να αντιμετωπίσουν τις ρωσικές «φυσαλίδες» αεράμυνας, κομβικό κομμάτι των οποίων είναι οι S–400, ταιριάζουν ακριβώς με το είδος της απειλής που έχει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα.
Άρα, ναι, το ελληνικό πυροβολικό μπορεί να αντιμετωπίσει τους τουρκικούς S–400 όπως υποστήριξε ο γράφων στο προηγούμενο άρθρο του. Αυτή δεν είναι μια υποκειμενική άποψη αλλά μια αναντίρρητη δυνατότητα, η οποία προκύπτει από τις εξελίξεις στην πολεμική τεχνολογία και μεθοδολογία, που με τη σειρά τους οφείλονται σε μια σειρά από μεταλλάξεις στη γεωπολιτική ταυτότητα του διεθνούς συστήματος. Τελεία και παύλα.
Βέβαια, αναφερόμαστε σε δυνάμει ικανότητες του ελληνικού πυροβολικού. Για να μπορέσουν να αναπτυχθούν απαιτείται παρακολούθηση των διεθνών εξελίξεων στον χώρο της επιστήμης και της τεχνολογίας του πολέμου, ανοιχτό μυαλό και μια «λελογισμένα» αντισυμβατική σκέψη. Δεν θα έλθουν από μόνες τους.
Η ΕΘΝΟΜΗΔΕΝΙΣΤΙΚΗ ΗΤΤΟΠΑΘΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΥΒΡΙΔΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Όμως, η δυνητική ικανότητα του ελληνικού πυροβολικού να λειτουργήσει με παρόμοιο τρόπο φαίνεται πως εξόργισε μια μερίδα …εκλεκτών συμπολιτών μας, οι οποίοι με αναρτήσεις τους στα social media αντέδρασαν με ιερά οργή στον ισχυρισμό ότι οι τουρκικοί S–400 δεν είναι ανίκητοι.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των σχολιαστών που έσπευσαν να υπερασπιστούν την τουρκική ισχύ αντιδρούσαν με χλευασμούς και ύβρεις στο επιχείρημα ότι τα τουρκικά S–400 μπορούν να απειληθούν από το ελληνικό πυροβολικό, χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να κάνουν μια έστω στοιχειώδη προσπάθεια να τεκμηριώσουν την άποψή τους.
Εκτός και αν θεωρείται τεκμηρίωση η παράθεση «επιχειρημάτων» του τύπου «δεν μπορεί τα γατάκια» (τα συστήματα του ελληνικού πυροβολικού) «να τα βάλουν με τις τίγρεις» (δηλαδή τους S–400)…
Και αυτό δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει. Ο γράφων το έχει αντιμετωπίσει και σε προηγούμενα άρθρα του που εξέταζαν τις δυνατότητες αντιμετώπισης του μίνι αεροπλανοφόρου Anadolu από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις ή των F–35. Και αυτό συμβαίνει και με τα άρθρα άλλων συναδέλφων.
Σε γενικές γραμμές, κάθε φορά που εμφανίζεται μια άποψη ότι οι τουρκικές πολεμικές ικανότητες μπορούν να αντιμετωπιστούν από την Ελλάδα, ότι η Τουρκία δεν είναι ανίκητη και κανένα οπλικό σύστημα δεν έχει μαγικές ικανότητες και για όλα υπάρχουν αντίδοτα, τότε μια στρατιά σχολιαστών, οι οποίοι συνωστίζονται γύρω από τους εξειδικευμένους δικτυακούς τόπους που ασχολούνται με θέματα Άμυνας και Εξωτερικής Πολιτικής, σπεύδουν να επιτεθούν σε αυτήν την άποψη, όχι δια επιχειρημάτων, αλλά δια ύβρεων και χλευασμών.
Και το ερώτημα είναι γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η εξήγηση δεν μπορεί να είναι μόνον το σύνηθες τοξικό μείγμα αμορφωσιάς – ξερολισμού – εγωπάθειας και τα ψυχολογικά συμπλέγματα διαφόρων που προσπαθούν να τονώσουν το αδύναμο εγώ τους βρίζοντας από την ασφάλεια του διαδικτύου.
Στην εποχή των υβριδικών πολέμων και των κυβερνοεπιχειρήσεων που αποσκοπούν στη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, θα πρέπει να είμαστε πιο καχύποπτοι. Όπως λέει η κλασική ρήση του Σουν Τζου, ο καλύτερος στρατηγός είναι αυτός που επιβάλει τις θέσεις του χωρίς πόλεμο. Και αυτό ακριβώς προσπαθεί να κάνει η Τουρκία σήμερα έναντι της Ελλάδας.
Και πυρήνας της προσπάθειάς της αυτής είναι να επιβάλλει στην ελληνική κοινή γνώμη την αντίληψη ότι η Τουρκία είναι πανίσχυρη και η Ελλάδα είναι εκ προοιμίου χαμένη σε τυχόν αντιπαράθεση με την τουρκική πολεμική μηχανή και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να αλλάξει αυτήν την κατάσταση. Άρα, η μόνη της «ρεαλιστική» επιλογή είναι να υποκύψει στις απαιτήσεις της Άγκυρας και να «συμβιβαστεί».
Αυτήν ακριβώς την τουρκική στρατηγική υπηρετούν όσοι χλευάζουν και υβρίζουν την όποια άποψη ότι η τουρκική πολεμική μηχανή μπορεί να αντιμετωπιστεί και ότι υπάρχουν αντίδοτα για τα τουρκικά όπλα. Δηλαδή, ασχέτως των προθέσεών τους, είτε το ξέρουν είτε όχι, αντικειμενικά έχουν μετατραπεί σε στρατιώτες της Τουρκίας που προετοιμάζουν το έδαφος για την παράδοση της Ελλάδας στον τουρκικό ηγεμονισμό χωρίς αντίσταση.
Ανεξαρτήτως του πόσο πατριώτες δηλώνουν στις αναρτήσεις τους ή του πόσες ελληνικές σημαίες ή «Η Μακεδονία είναι Ελλάδα» ανεβάζουν στο προφίλ τους στα κοινωνικά δίκτυα, οι άνθρωποι αυτοί αποτελούν μέρος της τουρκικής πολεμικής προσπάθειας ενάντια στην Ελλάδα.
Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει πως οι άνθρωποι αυτοί ελέγχονται από την Τουρκία και ότι συμμετέχουν συνειδητά με αυτόν τον τρόπο στην τουρκική στρατηγική. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία εκμεταλλεύεται μια ελληνική παθογένεια που έχει γιγαντωθεί τα τελευταία χρόνια, η οποία είναι ένας μηδενιστικά καταγγελτικός λόγος που στρέφεται ενάντια στα πάσης φύσεως «κατεστημένα» στην Ελλάδα, αλλά που γίνεται τόσο ακραίος ώστε να φθάνει στον φαταλισμό και να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα πλέον είναι «μια πεθαμένη υπόθεση» και τίποτα δεν μπορεί να την ανατάξει.
Έτσι, η ηττοπάθεια έρχεται ως φυσικό αποτέλεσμα αυτής της λογικής και φυσικά προκύπτει μια έμμεση θεοποίηση της Τουρκίας και συναισθηματικά φορτισμένη αντίδραση σε ότι αμφισβητεί το δίπολο «πεθαμένη Ελλάδα – πανίσχυρη Τουρκία».
Ακόμη και αν οι απόψεις αυτές του γράφοντος φανούν σε κάποιους υπερβολικές (και πράγματι μπορεί να είναι), το γεγονός παραμένει ότι η τουρκική πολεμική μηχανή καθίσταται ολοένα και πιο ισχυρή και επικίνδυνη. Για να αντιμετωπίσουμε αυτήν τη μηχανή, με τις οικονομικές δυνατότητες που έχουμε σήμερα, οφείλουμε να επενδύσουμε σε εξωσυμβατικές λύσεις, προσαρμοσμένες στις γεωγραφικές και άλλες ιδιαιτερότητες του ελληνοτουρκικού συστήματος.
Πρέπει να βάλουμε το μυαλό μας να σκεφτεί και πρέπει να μελετήσουμε πως διαμορφώνονται οι διεθνείς τάσεις στην τέχνη, την επιστήμη και την τεχνολογία του πολέμου. Όποιος λοιπόν σπεύδει να χλευάσει και να καθυβρίσει παρόμοιες προτάσεις υπονομεύει την ελληνική αμυντική προσπάθεια και προωθεί τις στοχεύσεις του εχθρού. Τόσο απλά.
https://www.defence-point.gr
Γράφει ο Δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας
Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής και Σύγχρονων Οπλικών Τεχνολογιών στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
Αυτό είναι κάτι που σε κάποιον βαθμό μπορεί να γίνει και σήμερα, αξιοποιώντας το υπάρχον ελληνικό οπλοστάσιο. Ωστόσο, οι σχετικές ικανότητες μπορούν να βελτιωθούν δραστικά με την απόκτηση νέων πυρομαχικών που θα εκμεταλλεύονται τις τεράστιες προόδους που γίνονται τα τελευταία χρόνια στα συστήματα πυροβολικού όσον αφορά το βεληνεκές, την καταστρεπτικότητα, την ακρίβεια πλήγματος και την ικανότητα αυτόνομου εντοπισμού στόχων.
Ο Στρατός των ΗΠΑ, για παράδειγμα, αναπτύσσει μια έκδοση επαυξημένου βεληνεκούς της κατευθυνόμενης ρουκέτας για το σύστημα MLRS (GMLRS ER), το βεληνεκές της οποίας θα φτάνει τα 130 χλμ, ενώ θα διαθέτει και ερευνητή (seeker) που θα της επιτρέπει τον αυτόνομο εντοπισμό στόχων στην τερματική φάση προσβολής. Παρόμοιες προόδους έχουμε και στις πολύ πιο «ταπεινές» (και φθηνότερες) ρουκέτες στο σοβιετικό διαμέτρημα των 122 χιλιοστών, που χρησιμοποιούν οι πολλαπλοί εκτοξευτές ρουκετών RM–70 του Ελληνικού Στρατού.
Έτσι, πλήθος εταιρειών ανά τον πλανήτη (μεταξύ αυτών και η τουρκική Roketsan…) κατασκευάζουν ήδη ρουκέτες σε αυτό το διαμέτρημα το βεληνεκές των οποίων φθάνει τα 40 χλμ, ενώ η σερβική ρουκέτα G2000/52, υποστηρίζεται από τον κατασκευαστή της ότι επιτυγχάνει βεληνεκές 52 χλμ. Αυτή η αύξηση του βεληνεκούς αναμένεται να συνεχιστεί χάρη στις εξελίξεις στην τεχνολογία των πυραυλοκινητήρων και σε μερικά χρόνια το βεληνεκές των ρουκετών που θα μπορούν να εξαπολύουν τα ελληνικά RM – 70 ενδέχεται να προσεγγίσει τα 60 χλμ.
Ταυτοχρόνως, αναπτύσσονται διαρκώς κιτ μετατροπής «χαζών» ρουκετών σε «έξυπνες», επιτρέποντάς τους να προσβάλουν με ακρίβεια ακόμη και κινούμενους στόχους. Για παράδειγμα, η ισραηλινή IMI τοποθετεί χαμηλού κόστους κεφαλές υπέρυθρης καθοδήγησης στις ρουκέτες των 122 χιλιοστών, επιτρέποντάς τους να αναζητούν στόχους από το θερμικό τους ίχνος και να κατευθύνονται προς αυτούς.
Ένα άλλο, επίσης ισραηλινό, σύστημα το TCS (Trajectory Correction System), τοποθετεί τις ρουκέτες σε μια δικτυοκεντρική δομή που τους επιτρέπει να ανανεώνουν τα δεδομένα στοχοποίησης εν πτήσει και να αλλάζουν πορεία, προσβάλλοντας κινούμενους στόχους.
«ΜΕΓΑΡΟΥΚΕΤΟΒΟΛΑ» ΩΣ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΑ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΠΥΡΗΝΙΚΩΝ
Ακόμη, αναπτύσσονται «μεγα–ρουκετοβόλα», όπως είναι το Jobaria MCL των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Το συγκεκριμένο σύστημα είναι ουσιαστικά ένας τροποποιημένος αρματοφορέας πάνω στον οποίο έχουν τοποθετηθεί περιέκτες που μεταφέρουν 240 ρουκέτες των 122 χιλιοστών. Σύμφωνα με τον κατασκευαστή, το σύστημα μέσα σε ελάχιστα λεπτά, μπορεί να εξαπολύσει όλες του τις ρουκέτες καλύπτοντας με φονικά αποτελέσματα μια έκταση 4,2 τετραγωνικών χλμ.
Δηλαδή, δέκα τέτοιοι εκτοξευτές, κατάλληλα τοποθετημένοι, καλύπτουν με φονικά αποτελέσματα μια έκταση 42 τετραγωνικών χιλιομέτρων, που είναι περίπου η έκταση του Δήμου Αθηναίων. Και αυτό με κεφαλές υψηλής εκρηκτικότητας (HE). Με θερμοβαρικές κεφαλές τα καταστρεπτικά αποτελέσματα θα μπορούσε να είναι ακόμη μεγαλύτερα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό το σύστημα είναι ουσιαστικά το πάντρεμα ενός πολιτικού οχήματος με ρουκέτες στο παλαιό σοβιετικό διαμέτρημα των 122 χιλιοστών, δηλαδή με ένα πυρομαχικό χαμηλού κόστους, ακόμη και στις πιο εξελιγμένες του εκδόσεις, το οποίο παράγουν πολλές εταιρείες ανά τον κόσμο. Άρα, κάτι αντίστοιχο εύκολα θα μπορούσε να αναπτυχθεί και να κατασκευαστεί και στην Ελλάδα.
ΠΛΗΓΜΑΤΑ ΕΙΣ ΒΑΘΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟ ΣΤΟΝ ΡΟΛΟ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΡΟΥΣΗΣ
Εν παραλλήλω, όπως αναφέραμε στο προηγούμενο άρθρο, αναπτύσσονται και πύραυλοι για συστήματα πυροβολικού, πολύ μεγάλου βεληνεκούς, υψηλής ακρίβειας και με ικανότητες αυτόνομου εντοπισμού στόχων, με προεξάρχοντα τον αμερικανικό DeepStrike, ο οποίος θα τοποθετείται στους πολλαπλούς εκτοξευτές MLRS και η δουλειά του είναι να ασκεί πλήγματα εις βάθος στην εχθρική δύναμη, προσβάλλοντας συστήματα όπως είναι οι S–400.
Παρεμπιπτόντως, η χρησιμοποίηση συστημάτων πυροβολικού για την «διάτρηση» θόλων αεράμυνας γενικώς και ειδικώς για την εξουδετέρωση των S–400 δεν είναι κάτι που σκέφτηκε ο γράφων. Αποτελεί διακηρυγμένο μέρος των προσπαθειών του αμερικανικού στρατεύματος για να αναπτύξει μεθοδολογίες αντιμετώπισης των «φυσαλίδων» (‘bubles’) αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής (A2 / AD) που αναπτύσσουν οι Ρώσοι και οι Κινέζοι.
Οι S–400 δεν έχουν σχεδιαστεί για να αντιμετωπίζουν όπλα πυροβολικού και αν ακόμη θα μπορούσαν να προστατευτούν από παρόμοιες επιθέσεις με την τοποθέτηση μιας πυκνής τερματικής αεράμυνας γύρω τους, από συστήματα όπως είναι το Pantsyr SM ή το Derivatsiya – PVO, το κόστος τους θα καθίστατο απαγορευτικό.
Επίσης, μια άλλη αντίρρηση που κατά καιρούς εμφανίζεται ότι για να χτυπήσεις κάποιον στόχο θα πρέπει και να ξέρεις που βρίσκεται. Πράγματι, τα συστήματα πυροβολικού λειτουργούν μέσα στο πλαίσιο πλεγμάτων «αναγνώρισης – κρούσης» (reconnaissance – attack complexes) και χρειάζονται πληροφορίες.
Όμως, ο ελληνοτουρκικός χώρος αντιπαράθεσης είναι μάλλον μικρός και δύσκολα μπορείς να αποκρύψεις ένα τόσο μεγάλο σύστημα όπως μια πυροβολαρχία S–400, η οποία, μεταξύ των άλλων, θα γίνεται αντιληπτή από τις ίδιες τις ηλεκτρονικές της εκπομπές. Επιπροσθέτως, αν και τα επιμέρους υποσυστήματα του S–400 είναι εποχούμενα, δεν έχουν την κινητικότητα που απαιτείται για να μπορούν να αποφεύγουν την στοχοποίηση δια της κίνησης.
Τέλος, πολλές χώρες ανά τον κόσμο έχουν αναπτύξει, θέσει σε υπηρεσία και προωθούν για εξαγωγές, πολλαπλούς εκτοξευτές ρουκετών το βεληνεκές των οποίων κυμαίνεται μεταξύ 280 και 400 χλμ και αποτελούν συμπληρωματικά συστήματα κρούσης της Αεροπορίας για χώρους αντιπαράθεσης σχετικά περιορισμένων διαστάσεων.
Αξίζει να σημειωθεί πως ένα εξ αυτών των συστημάτων, ένα έκδοχο του κινεζικού WS – 2 εφοδιάζεται με πυραύλους αντιραντάρ, με βεληνεκές μεγαλύτερο των 200 χλμ, όντας σε θέση να διεξάγει αποστολές καταστολής εχθρικής αεράμυνας (SEAD), συμπληρώνοντας ή και υποκαθιστώντας μαχητικά αεροσκάφη σε αυτούς τους ρόλους.
Στη δικιά μας περίπτωση, ας σκεφτεί κανείς ότι η απόσταση σε ευθεία γραμμή Σμύρνης – Αθήνας είναι κάτι παραπάνω από 200 χλμ. Άρα, παρόμοια συστήματα τοποθετημένα στη μητροπολιτική Ελλάδα, μπορούν να προσβάλουν στόχους στη μικρασιατική ακτή (και το αντίθετο φυσικά…). Τοποθετημένα δε σε νησιά όπως η Χίος, η Μυτιλήνη ή η Ρόδος, θα μπορούσαν να ασκήσουν προβολή ισχύος σε μεγάλο βάθος στην τουρκική ενδοχώρα.
Και ας μην μπει στον πειρασμό κάποιος να προτάξει το «επιχείρημα» ότι τα πυροβόλα ή οι πολλαπλοί εκτοξευτές ρουκετών θα ήταν εύκολη λεία για την εχθρική αεροπορία. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει έτσι και αλλιώς. Όμως, σε συνδυασμό με τεχνικές απόκρυψης, παραλλαγής και παραπλάνησης και την αξιοποίηση αυτών που οι Αμερικανοί ονομάζουν «πρωτόγονες υποδομές» (primitive infrastructures), δηλαδή υπόγειους χώρους κάλυψης, καθίστανται εξαιρετικά δύσκολοι στόχοι για την εχθρική αεροπορία, ακόμη και αν αυτή έχει επιτύχει πλήρη αεροπορική κυριαρχία πάνω το έδαφος όπου δρουν.
Αντίστοιχοι πρόοδοι στην ακρίβεια πλήγματος και το βεληνεκές έχουν γίνει και στον χώρο των οβίδων για πυροβόλα. Η ανάπτυξη πυροσωλήνων διόρθωσης τροχιάς (trajectory correction fuzes) χαμηλού κόστους, που μπορούν να τοποθετηθούν σε υπάρχοντες οβίδες βελτιώνει δραστικά την ακρίβεια πλήγματος.
Όσον αφορά το βεληνεκές, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η νοτιοαφρικανική εταιρεία Denel, που έχει απορροφηθεί από τη γερμανική Rheinmental, αναπτύσσει οβίδες των 155 χιλ. της οικογένειας ‘‘Assegai’’, για πυροβόλα ΝΑΤΟϊκών προδιαγραφών, οι οποίες επιτυγχάνουν βεληνεκές μεγαλύτερο των 70 χλμ.
Επίσης, πάλι, η Denel, όπως και η νορβηγική Nammo, αλλά και μια νοτιοκορεατική εταιρεία, αναπτύσσουν οβίδες στο ΝΑΤΟϊκό διαμέτρημα των 155 χιλ. εφοδιασμένες με αυλοωθητή (ramjet) που θα επιτυγχάνουν βεληνεκές το οποίο προσεγγίζει τα 100 χλμ.
ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΜΑΧΗΤΙΚΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ
Τα παραπάνω συστήματα έχουν μια σειρά από χαρακτηριστικά που τα καθιστούν εξαιρετικά σημαντικά για το ελληνοτουρκικό σύστημα αντιπαράθεσης. Ορισμένα εξ αυτών είναι τα εξής:
– Τα μεγάλα βεληνεκή που προσφέρουν ταιριάζουν στις μικρές διαστάσεις του ελληνοτουρκικού συστήματος αντιπαράθεσης και τα καθιστούν στρατηγικά ή έστω υποστρατηγικά όπλα.
– Τα περισσότερα από τα συστήματα αυτά είναι από χαμηλού έως πολύ χαμηλού κόστους, μιας και αναφερόμαστε σε πυρομαχικά που θα εξοπλίσουν πλατφόρμες οι οποίες ήδη βρίσκονται στο ελληνικό οπλοστάσιο, όπως είναι οι πολλαπλοί εκτοξευτές ρουκετών MLRS και RM – 70 και τα αυτοκινούμενα πυροβόλα PzH2000. Για τον ίδιο λόγο δεν θα έχουμε πρόβλημα προσαρμογής και εξοικείωσης και οι νέες ικανότητες θα μπορούν να αξιοποιηθούν άμεσα.
– Ακόμη και τυχόν νέες πλατφόρμες, όπως θα μπορούσε να είναι πολλαπλοί εκτοξευτές ρουκετών πολύ μεγάλου βεληνεκούς, είναι οπλικά συστήματα χαμηλής τεχνολογίας και χαμηλού κόστους και σε μεγάλο βαθμό μπορούν να σχεδιαστούν, αναπτυχθούν και να κατασκευαστούν εγχωρίως.
– Οι ικανότητες «διαχωρικών» (cross domain) πυρών που έχουν τα νέα όπλα πυροβολικού, ταιριάζουν απόλυτα με τη σύνθετη γεωγραφική δομή του Αιγαίου, η οποία συνδυάζει στεριά και θάλασσα σε μια ενιαία και αδιαίρετη επιχειρησιακή ενότητα και επιτρέπουν την προσβολή τόσο χερσαίων όσο και θαλάσσιων στόχων.
– Η τάση των ΗΠΑ να αναπτύσσουν όπλα και μεθοδολογίες για να αντιμετωπίσουν τις ρωσικές «φυσαλίδες» αεράμυνας, κομβικό κομμάτι των οποίων είναι οι S–400, ταιριάζουν ακριβώς με το είδος της απειλής που έχει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα.
Άρα, ναι, το ελληνικό πυροβολικό μπορεί να αντιμετωπίσει τους τουρκικούς S–400 όπως υποστήριξε ο γράφων στο προηγούμενο άρθρο του. Αυτή δεν είναι μια υποκειμενική άποψη αλλά μια αναντίρρητη δυνατότητα, η οποία προκύπτει από τις εξελίξεις στην πολεμική τεχνολογία και μεθοδολογία, που με τη σειρά τους οφείλονται σε μια σειρά από μεταλλάξεις στη γεωπολιτική ταυτότητα του διεθνούς συστήματος. Τελεία και παύλα.
Βέβαια, αναφερόμαστε σε δυνάμει ικανότητες του ελληνικού πυροβολικού. Για να μπορέσουν να αναπτυχθούν απαιτείται παρακολούθηση των διεθνών εξελίξεων στον χώρο της επιστήμης και της τεχνολογίας του πολέμου, ανοιχτό μυαλό και μια «λελογισμένα» αντισυμβατική σκέψη. Δεν θα έλθουν από μόνες τους.
Η ΕΘΝΟΜΗΔΕΝΙΣΤΙΚΗ ΗΤΤΟΠΑΘΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΥΒΡΙΔΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Όμως, η δυνητική ικανότητα του ελληνικού πυροβολικού να λειτουργήσει με παρόμοιο τρόπο φαίνεται πως εξόργισε μια μερίδα …εκλεκτών συμπολιτών μας, οι οποίοι με αναρτήσεις τους στα social media αντέδρασαν με ιερά οργή στον ισχυρισμό ότι οι τουρκικοί S–400 δεν είναι ανίκητοι.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των σχολιαστών που έσπευσαν να υπερασπιστούν την τουρκική ισχύ αντιδρούσαν με χλευασμούς και ύβρεις στο επιχείρημα ότι τα τουρκικά S–400 μπορούν να απειληθούν από το ελληνικό πυροβολικό, χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να κάνουν μια έστω στοιχειώδη προσπάθεια να τεκμηριώσουν την άποψή τους.
Εκτός και αν θεωρείται τεκμηρίωση η παράθεση «επιχειρημάτων» του τύπου «δεν μπορεί τα γατάκια» (τα συστήματα του ελληνικού πυροβολικού) «να τα βάλουν με τις τίγρεις» (δηλαδή τους S–400)…
Και αυτό δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει. Ο γράφων το έχει αντιμετωπίσει και σε προηγούμενα άρθρα του που εξέταζαν τις δυνατότητες αντιμετώπισης του μίνι αεροπλανοφόρου Anadolu από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις ή των F–35. Και αυτό συμβαίνει και με τα άρθρα άλλων συναδέλφων.
Σε γενικές γραμμές, κάθε φορά που εμφανίζεται μια άποψη ότι οι τουρκικές πολεμικές ικανότητες μπορούν να αντιμετωπιστούν από την Ελλάδα, ότι η Τουρκία δεν είναι ανίκητη και κανένα οπλικό σύστημα δεν έχει μαγικές ικανότητες και για όλα υπάρχουν αντίδοτα, τότε μια στρατιά σχολιαστών, οι οποίοι συνωστίζονται γύρω από τους εξειδικευμένους δικτυακούς τόπους που ασχολούνται με θέματα Άμυνας και Εξωτερικής Πολιτικής, σπεύδουν να επιτεθούν σε αυτήν την άποψη, όχι δια επιχειρημάτων, αλλά δια ύβρεων και χλευασμών.
Και το ερώτημα είναι γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η εξήγηση δεν μπορεί να είναι μόνον το σύνηθες τοξικό μείγμα αμορφωσιάς – ξερολισμού – εγωπάθειας και τα ψυχολογικά συμπλέγματα διαφόρων που προσπαθούν να τονώσουν το αδύναμο εγώ τους βρίζοντας από την ασφάλεια του διαδικτύου.
Στην εποχή των υβριδικών πολέμων και των κυβερνοεπιχειρήσεων που αποσκοπούν στη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, θα πρέπει να είμαστε πιο καχύποπτοι. Όπως λέει η κλασική ρήση του Σουν Τζου, ο καλύτερος στρατηγός είναι αυτός που επιβάλει τις θέσεις του χωρίς πόλεμο. Και αυτό ακριβώς προσπαθεί να κάνει η Τουρκία σήμερα έναντι της Ελλάδας.
Και πυρήνας της προσπάθειάς της αυτής είναι να επιβάλλει στην ελληνική κοινή γνώμη την αντίληψη ότι η Τουρκία είναι πανίσχυρη και η Ελλάδα είναι εκ προοιμίου χαμένη σε τυχόν αντιπαράθεση με την τουρκική πολεμική μηχανή και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να αλλάξει αυτήν την κατάσταση. Άρα, η μόνη της «ρεαλιστική» επιλογή είναι να υποκύψει στις απαιτήσεις της Άγκυρας και να «συμβιβαστεί».
Αυτήν ακριβώς την τουρκική στρατηγική υπηρετούν όσοι χλευάζουν και υβρίζουν την όποια άποψη ότι η τουρκική πολεμική μηχανή μπορεί να αντιμετωπιστεί και ότι υπάρχουν αντίδοτα για τα τουρκικά όπλα. Δηλαδή, ασχέτως των προθέσεών τους, είτε το ξέρουν είτε όχι, αντικειμενικά έχουν μετατραπεί σε στρατιώτες της Τουρκίας που προετοιμάζουν το έδαφος για την παράδοση της Ελλάδας στον τουρκικό ηγεμονισμό χωρίς αντίσταση.
Ανεξαρτήτως του πόσο πατριώτες δηλώνουν στις αναρτήσεις τους ή του πόσες ελληνικές σημαίες ή «Η Μακεδονία είναι Ελλάδα» ανεβάζουν στο προφίλ τους στα κοινωνικά δίκτυα, οι άνθρωποι αυτοί αποτελούν μέρος της τουρκικής πολεμικής προσπάθειας ενάντια στην Ελλάδα.
Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει πως οι άνθρωποι αυτοί ελέγχονται από την Τουρκία και ότι συμμετέχουν συνειδητά με αυτόν τον τρόπο στην τουρκική στρατηγική. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία εκμεταλλεύεται μια ελληνική παθογένεια που έχει γιγαντωθεί τα τελευταία χρόνια, η οποία είναι ένας μηδενιστικά καταγγελτικός λόγος που στρέφεται ενάντια στα πάσης φύσεως «κατεστημένα» στην Ελλάδα, αλλά που γίνεται τόσο ακραίος ώστε να φθάνει στον φαταλισμό και να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα πλέον είναι «μια πεθαμένη υπόθεση» και τίποτα δεν μπορεί να την ανατάξει.
Έτσι, η ηττοπάθεια έρχεται ως φυσικό αποτέλεσμα αυτής της λογικής και φυσικά προκύπτει μια έμμεση θεοποίηση της Τουρκίας και συναισθηματικά φορτισμένη αντίδραση σε ότι αμφισβητεί το δίπολο «πεθαμένη Ελλάδα – πανίσχυρη Τουρκία».
Ακόμη και αν οι απόψεις αυτές του γράφοντος φανούν σε κάποιους υπερβολικές (και πράγματι μπορεί να είναι), το γεγονός παραμένει ότι η τουρκική πολεμική μηχανή καθίσταται ολοένα και πιο ισχυρή και επικίνδυνη. Για να αντιμετωπίσουμε αυτήν τη μηχανή, με τις οικονομικές δυνατότητες που έχουμε σήμερα, οφείλουμε να επενδύσουμε σε εξωσυμβατικές λύσεις, προσαρμοσμένες στις γεωγραφικές και άλλες ιδιαιτερότητες του ελληνοτουρκικού συστήματος.
Πρέπει να βάλουμε το μυαλό μας να σκεφτεί και πρέπει να μελετήσουμε πως διαμορφώνονται οι διεθνείς τάσεις στην τέχνη, την επιστήμη και την τεχνολογία του πολέμου. Όποιος λοιπόν σπεύδει να χλευάσει και να καθυβρίσει παρόμοιες προτάσεις υπονομεύει την ελληνική αμυντική προσπάθεια και προωθεί τις στοχεύσεις του εχθρού. Τόσο απλά.
https://www.defence-point.gr