Πριν από 44 χρόνια ξεκινούσε η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Ο «Αττίλας 2» ξεκίνησε μετά το ναυάγιο που προκάλεσαν οι Τούρκοι στις διαπραγματεύσεις της Γενεύης και ενώ καθόλο το χρονικό διάστημα των τριών εβδομάδων οι μεν Τούρκοι ενίσχυαν τις θέσεις τους, η δε ελληνική δημοκρατική, πλέον, μεταβατική κυβέρνηση είχε αρνηθεί να στείλει την παραμικρή στρατιωτική ενίσχυση στην μαρτυρική νήσο.
Η...
διάσκεψη συνήλθε στη Γενεύη στις 8 Αυγούστου, με τη συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών των εγγυητριών δυνάμεων Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας και των εκπροσώπων των Ελληνοκυπρίων Γλαύκου Κληρίδη και των Τουρκοκυπρίων Ραούφ Ντεκτάς.
Οι Έλληνες διαπραγματευτές Γεώργιος Μαύρος και Γλαύκος Κληρίδης προσπάθησαν να οδηγήσουν τα πράγματα προς μια λογική και έντιμη διαπραγμάτευση, αλλά προσέκρουαν συνεχώς στην τουρκική αλαζονεία και αδιαλλαξία.
Όλο το χρονικό διάστημα από την ανακωχή της 22ας Ιουλίου οι Τούρκοι ενίσχυαν τον θύλακο της Κερύνειας και πραγματοποιούσαν μικρής κλίμακας στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το τετραήμερο 22 - 26 Ιουλίου οι Τούρκοι παραβίασαν 55 φορές την εκεχειρία.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά στις διαπραγματεύσεις υποστήριξε την επιστροφή στο Σύνταγμα του 1960 και επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών, αλλά ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών απέρριψε την εισήγηση Κληρίδη και αντιπρότεινε σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία θα ήταν δικοινοτικό ομοσπονδιακό κράτος πολλών καντονίων, στο οποίο οι Τουρκοκύπριοι θα έλεγχαν το 34% του νησιού. Εξάλλου, ο Ντενκτάς πρότεινε διζωνική ομοσπονδία, στην οποία το τουρκοκυπριακό ομόσπονδο κράτος θα κάλυπτε επίσης το 34% της έκτασης της Δημοκρατίας.
Κάτω από την πίεση των περιστάσεων και μέσα σε έντονες αντεγκλήσεις, ο Γλαύκος Κληρίδης αντιπρότεινε το εξής σχέδιο:
Οι Έλληνες διαπραγματευτές Γεώργιος Μαύρος και Γλαύκος Κληρίδης προσπάθησαν να οδηγήσουν τα πράγματα προς μια λογική και έντιμη διαπραγμάτευση, αλλά προσέκρουαν συνεχώς στην τουρκική αλαζονεία και αδιαλλαξία.
Όλο το χρονικό διάστημα από την ανακωχή της 22ας Ιουλίου οι Τούρκοι ενίσχυαν τον θύλακο της Κερύνειας και πραγματοποιούσαν μικρής κλίμακας στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το τετραήμερο 22 - 26 Ιουλίου οι Τούρκοι παραβίασαν 55 φορές την εκεχειρία.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά στις διαπραγματεύσεις υποστήριξε την επιστροφή στο Σύνταγμα του 1960 και επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών, αλλά ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών απέρριψε την εισήγηση Κληρίδη και αντιπρότεινε σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία θα ήταν δικοινοτικό ομοσπονδιακό κράτος πολλών καντονίων, στο οποίο οι Τουρκοκύπριοι θα έλεγχαν το 34% του νησιού. Εξάλλου, ο Ντενκτάς πρότεινε διζωνική ομοσπονδία, στην οποία το τουρκοκυπριακό ομόσπονδο κράτος θα κάλυπτε επίσης το 34% της έκτασης της Δημοκρατίας.
Κάτω από την πίεση των περιστάσεων και μέσα σε έντονες αντεγκλήσεις, ο Γλαύκος Κληρίδης αντιπρότεινε το εξής σχέδιο:
- Η συνταγματική δομή της Κύπρου να διατηρήσει το δικοινοτικό χαρακτήρα της.
- Η συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων να επιτευχθεί με θεσμικά σύμφωνα.
- Η ελληνική και τουρκική κοινοτική διοίκηση να ασκούν εξουσίες στις ζώνες που οι αντίστοιχοι πληθυσμοί έχουν πλειοψηφία
Η τουρκική πλευρά αρνήθηκε να συζητήσει το σχέδιο Κληρίδη και ζήτησε τελεσιγραφικά να γίνουν αμέσως δεκτές οι τουρκικές προτάσεις. Ο Κληρίδης ζήτησε αναβολή 36 ή 48 ωρών για να μπορέσει να συνεννοηθεί με τον Μακάριο. Οι Τούρκοι απέρριψαν το αίτημά του και η δεύτερη διάσκεψη της Γενεύης έληξε χωρίς αποτέλεσμα στις 3:30 το πρωί της 14ης Αυγούστου 1974.
Είχαν διαπιστώσει ότι η Ελλάδα και η νέα κυβέρνηση δεν επρόκειτο να βοηθήσει ουσιαστικά την Κύπρο και τις δυνάμεις της Εθνοφρουράς και πλέον έχοντας αντικαταστήσει τις δικές τους απώλειες έθεσαν σε εφαρμογή το δεύτερο μέρος του σχεδίου.
Μία ώρα και 15' μετά το ναυάγιο της Διάσκεψης της Γενεύης, στις 4:35 π.μ., ο τουρκικός στρατός εξαπολύει σφοδρή επίθεση σε όλα τα μέτωπα της Κύπρου («Αττίλας 2»). Άρματα μάχης και ισχυρές μονάδες πεζικού κινούνται ανατολικά προς την κατεύθυνση της Αμμοχώστου και δυτικά προς τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λεύκας και την κωμόπολη Μόρφου.
Οι μάχες μαίνονταν όλη την ημέρα, ιδιαίτερα στα βόρεια της Λευκωσίας και το αεροδρόμιο της.
Στις 15 Αυγούστου οι τουρκικές δυνάμεις κατέλαβαν χωρίς αντίσταση την πόλη της Αμμοχώστου και απέκοψαν ολόκληρη τη Χερσόνησο της Καρπασίας.
Η κυπριακή Εθνοφρουρά, κάτω από την πίεση των πολύ ισχυρότερων τουρκικών δυνάμεων και τον απηνή αεροπορικό βομβαρδισμό, αναγκάστηκε να υποχωρήσει κάτω από την «πράσινη γραμμή» Λευκωσίας και νότια των οδών Λευκωσίας - Αμμοχώστου και Λευκωσίας – Μόρφου.
Έτσι, οι τουρκικές δυνάμεις, όταν στις 6 το απόγευμα της 16ης Αυγούστου συμφωνήθηκε κατάπαυση του πυρός, είχαν καταλάβει ολόκληρο το τμήμα που προνοούσε το Σχέδιο Ντενκτάς και επιπλέον την Αμμόχωστο, περιοχές των οποίων η έκταση αντιστοιχούσε στο 37% του κυπριακού εδάφους.
Κατά την προέλασή τους, οι Τούρκοι στρατιώτες προέβησαν σε ανατριχιαστικές ωμότητες και πράξεις βίας, oι οποίες μέχρι σήμερα δεν έχουν δημοσιοποιηθεί καν!
Το Πολεμικό Συμβούλιο, που συνεδριάζει στις 06.00 τα χαράματα υπό την προεδρία του Κ.Καραμανλή στην Αθήνα, αρνείται να στείλει την παραμικρή ενίσχυση υποστηρίζοντας ότι "Η Κύπρος είναι μακριά" κι έτσι οι ελληνικές αντιδράσεις περιορίζονται στο διπλωματικό τομέα.
Μέχρι το βράδυ, η ελληνοκυπριακή αντίσταση έχει ουσιαστικά καταρρεύσει και τα οχυρά εγκαταλείπονται.
Στις 15 του Αυγούστου, τα στρατεύματα του «Αττίλα» μπαίνουν στην Αμμόχωστο, στις 16 του Αυγούστου ο «Αττίλας 2» ολοκληρώνεται με την κατάληψη της Μόρφου, ενώ η κυβέρνηση Κληρίδη μεταφέρεται πρόσκαιρα στη Λεμεσό, φοβούμενη ότι επίκειται κατάληψη της Λευκωσίας.
“Μετά τις 11 το πρωί, με την ασφυκτική πίεση των τουρκικών αρμάτων μάχης, τις βολές των όλμων και το σφυροκόπημα των αεροπλάνων, σπάζει η γραμμή του μετώπου στη Μια Μηλιά και οι εναπομείνασες δυνάμεις της Εθνοφρουράς και της ΕΛΔΥΚ υποχωρούν ανατολικά προς την Κυθρέα.
Οι Τούρκοι προελαύνουν προς την Άσσια και εκεί σταματούν, ενώ άρματα μάχης από το κέντρο του μετώπου προχωρούν ανεμπόδιστα προς το Τζιά(δ)ος και το Βαρώσι για να συνενώσουν το θύλακα της Λευκωσίας με την τουρκική συνοικία της Αμμοχώστου.
Οι άνδρες της Εθνικής Φρουράς που υποχωρούν και προσπαθούν να σωθούν ή να ανασυνταχτούν προς Παλαίκυθρο, Νέο Χωριό και Κυθρέα διασταυρώνονται με τουρκικά άρματα μάχης, που εξορμούν προς δύο κατευθύνσεις, το Νέο Χωριό (κύριος δρόμος Λευκωσίας – Αμμοχώστου) και προς το χωριό Τύμπου (που υπήρχε δίαυλος προσγείωσης).
Ο πληθυσμός στηριζόταν στις συγκεχυμένες ανακοινώσεις του Κρατικού Ραδιοφώνου ‘Αι ημέτεραι δυνάμεις, αμυνόμεναι του πατρίου εδάφους, αναδιπλούνται ομαλώς…’, ενώ το Αγγλικό ΒΒC μετέδιδε ότι οι Τούρκοι είχαν ήδη φτάσει στην Αμμόχωστο”.
ΞΕΚΛΗΡΙΣΜΑ, ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ, ΛΕΗΛΑΣΙΕΣ
“Η Κυθρέα εκκενώθηκε σε κλίμα πανικού και σύγχυσης, με τα αεροπλάνα να βομβαρδίζουν ανηλεώς τις θέσεις της Εθνικής Φρουράς. Χρόνος δεν υπήρχε. Οι Κυθρεώτες, είτε πήραν με τα αυτοκίνητα και τα λίγα λεωφορεία τον κάμπο της Μεσαορίας για να διασταυρωθούν με τα τανκς που προέλαυναν, είτε πήραν το δρόμο του βουνού, για να φτάσουν, μέσω Πενταδακτύλου και Αμμοχώστου, στις αγγλικές βάσεις. Και στις δύο περιπτώσεις το εγχείρημα ήταν πολύ δύσκολο.
Αυτό είχε ως συνέπεια τη σύλληψη και την αιχμαλωσία αρκετών, που οδηγήθηκαν στο Γκαράζ Παυλίδη, στην κατεχόμενη Λευκωσία.
Παράλληλα, ένας μεγάλος αριθμός πολιτών και στρατιωτών, που δεν είχε μέσο διαφυγής ή δεν ήθελε να εγκαταλείψει την πατρώα γη ή ακόμα θεωρούσε ότι μετά το πέρας των βομβαρδισμών και των εχθροπραξιών τα πράγματα θα ομαλοποιούνταν, αποκλείστηκε και εγκλωβίστηκε. Δεν είναι τυχαίο που τόσοι πολλοί οδηγήθηκαν στην εκτέλεση, τη σφαγή και στο θάνατο ή οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Βώνη.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου και την προέλαση των τουρκικών δυνάμεων ανατολικά και την κατάληψη της Αμμοχώστου χωρίς αντίσταση, οι Τούρκοι εφαρμόζουν σταδιακό σχέδιο ξεκληρίσματος των ελληνικών χωριών της περιοχής:
Στις 15 Αυγούστου εισέρχονται στο Νέο Χωριό με πυροβολισμούς στον αέρα και συγκεντρώνουν τους 250 περίπου κατοίκους που είχαν απομείνει στην εκκλησία του χωριού. Η οικογένεια Ζερβού, με δύο παράλυτα παιδιά που δεν μπορούν να μετακινηθούν γρήγορα, εκτελούνται βάναυσα στο σπίτι τους. Ακολουθεί σχεδόν κάθε βράδυ λεηλασία από Τουρκοκυπρίους σε εγκαταλελειμμένα σπίτια. Μια γυναίκα δολοφονείται, όταν παρακινεί τους Τούρκους να μην αρπάξουν όλη την περιουσία των γειτόνων της”.
ΤΟ “ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΑ” ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ
“Όταν οι τουρκικές δυνάμεις ξεκαθαρίζουν το χωριό, μεταφέρουν στα τουρκικά κρατητήρια στη Λευκωσία και στη Βώνη τους εναπομείναντες κατοίκους και λίγους μήνες μετά έποικοι και τουρκοκύπριοι μεταφέρονται για να κατοικήσουν στο χωριό.
Στις 15 Αυγούστου ταυτόχρονα με το Νέο Χωρίο Κυθρέας οι Τούρκοι που έχουν κυκλώσει πια για καλά την περιοχή Κυθρέας αποφασίζουν να κινηθούν πλέον προς το χωριό και να το ξεκαθαρίσουν και αυτό.
Μέσα στην Κυθρέα έχουν απομείνει αρκετές εκατοντάδες κάτοικοι, από παιδιά μέχρι γέροντες, ενώ δεκάδες άλλοι στρατιώτες που έχουν υποχωρήσει από τη Μια Μηλιά, έχουν καταφύγει στο χωριό και εξασφάλισαν πολιτικά ρούχα, με την ελπίδα ότι οι Τούρκοι θα τους θεωρήσουν πολίτες και δεν θα τους βλάψουν…
Στο δρόμο συναντούν δεκάδες στρατιώτες όπως και όπλα πεταγμένα στην άκρη του δρόμου ή κάτω από τα δένδρα… Στο χωριό επικρατεί αναστάτωση. Οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες. (Παναγιώτης Παπαδημήτρης, ‘Εισβολή’, τόμος Γ’, Ιούλιος 1979, Λευκωσία)”.
Για την εγκατάλειψη της Κυθρέας υπάρχει το αφηγηματικό χρονικό του Πέτρου Στυλιανού, με το χαρακτηριστικό τίτλο ‘Οι τρεις φτωχοί άγιοι της Κυθραίας’, κείμενο που αναφέρεται στην εν ψυχρώ εκτέλεση, δολοφονία και αφανισμό μιας ολόκληρης οικογένειας. Τα ονόματα που αναφέρονται είναι υπαρκτά, όπως και τα γεγονότα που περιγράφονται.
‘Σε λίγα μέτρα πιο μπροστά της στάθμευε το τελευταίο αυτοκίνητο του Νικολή του Πούπα. Φόρτωσε κιόλας ο κυρ Νικολής τριάντα τόσους χωριανούς, χωρίς όμως να πετύχη πουθενά την κόρη του.
Ξάφνου μέσα απ’ τις ελιές του Τρίμυθθου… πρόβαλαν… οι τρομαγμένες μορφές πεντ’-έξη χωριανών του, ανάμεσα στους οποίους αναπάντεχα βρισκότανε η κόρη, ο γαμπρός του και οι γιοι τους. Δίπλα, μέσα στις γειτονικές ελιές, βρέθηκε κι η Χρυσταλλού με την κόρη της κι έτρεξε κι αυτή να μπη στ’ αυτοκίνητο που ετοιμαζότανε για τη φυγή προς τ’ άγνωστο. Ξάφνου, πίσω από τις ελιές ξεπρόβαλαν οι μορφές τριών ελληνοκυπρίων στρατιωτών που φώναξαν:
- Σταθήτε, αδέλφια. Δώστε μας μια αλλαξιά ρούχα να σωθούμε και μεις’.
Έτσι ήταν που η οικογένεια αφήνει το δρόμο της σωτηρίας, αποφασίζοντας να βοηθήσει τους αποκλεισμένους στρατιώτες.
Την επομένη Τούρκοι άτακτοι, που θα βρουν στο σπίτι τα ρούχα των στρατιωτών, θα εκτελέσουν εν ψυχρώ την οικογένεια Ανδρέα Ορφανίδη, θείου του πατέρα μου. Τον Ανδρέα Ορφανίδη, την Χρυσταλλού Ορφανίδη και την κόρη τους Μηλίτσα.
‘Ύστερα από καμιά δεκαριά μέρες μια ομάδα εγκλωβισμένων ελληνοκύπριων γυναικών στη Βώνη, συνοδευόμενη από Τούρκους στρατιώτες έφτανε κι έξω απ’ το σπίτι του Ραμέ, στο ρόλο που τους επέβαλαν οι Τούρκοι να συγκεντρώνουν τρόφιμα απ’ όλα τα σπίτια του χωριού για τους εγκλωβισμένους στη Βώνη.
Απώνα παράθυρο αντίκρισαν άψυχα τα τρία κορμιά μισοφαγωμένα απ’ τον ασβέστη, με τον οποίο οι κατακτητές τα ράντισαν για να λυώσουνε μια ώρα αρχίτερα.
Η Αντρονίκη του Νικόλα, η κόρη του Σωτήρη του βοσκού από τη Χρυσίδα της Κυθραίας, στάθηκε σαν αποσβολωμένη σαν αντίκρυσε την ανατριχιαστική, τη μακάβρια τούτη σκηνή κι ασυναίσθητα έκαμε τρεις φορές το σημείο του σταυρού…’”.
Οι Τούρκοι, έχοντας πετύχει τους στρατιωτικούς τους σκοπούς, δέχονται κατάπαυση του πυρός στις 6 το απόγευμα της 16ης του Αυγούστου 1974. Ηδη κατείχαν το 36,4% του κυπριακού εδάφους.
Χιλιάδες Κύπριοι εκδιώχτηκαν από τα σπίτια τους κι ένα κύμα 200.000 προσφύγων κινήθηκε από τις καταληφθείσες περιοχές στον Ελεύθερο Νότο. Την αντίθετη πορεία ακολούθησαν 51.000 Τουρκοκύπριοι. Η Κύπρος είχε διχοτομηθεί με δύο εθνοτικά συμπαγείς πληθυσμούς, μια κατάσταση που διαρκεί μέχρι της μέρες μας.
Στο διπλωματικό πεδίο, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ συνήλθε στις 15 και 16 Αυγούστου, και με τέσσερα ψηφίσματά του (357-360) ζήτησε την άμεση κατάπαυση του πυρός, την αποχώρηση από την Κύπρο όλων των ξένων στρατευμάτων και την επανάληψη από τα ενδιαφερόμενα μέρη διαπραγματεύσεων για ειρηνική λύση του θέματος. Και τα τέσσερα ψηφίσματα αγνοήθηκαν προκλητικά από την Τουρκία.
Στις 14 Αυγούστου 1974, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ανακοίνωσε την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, ολοκληρώνοντας με μία άκρως αμφισβητούμενη ως προς το πρακτικό μέρος της, κίνηση, το λάθος να μην στείλει στρατιωτικές ενισχύσεις στην Κύπρο κατά την διάρκεια της εκεχειρίας.
Στις 28 ημέρες που κράτησαν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Κύπρο, οι απώλειες της ελληνικής πλευράς ανήλθαν σε 4.500 - 6.000 νεκρούς και τραυματίες (στρατιωτικό προσωπικό και άμαχοι) και 2.000 - 3.000 αγνοούμενους. Οι τουρκικές απώλειες ανήλθαν σε 1.500 νεκρούς και 2.000 τραυματίες.
Είχαν διαπιστώσει ότι η Ελλάδα και η νέα κυβέρνηση δεν επρόκειτο να βοηθήσει ουσιαστικά την Κύπρο και τις δυνάμεις της Εθνοφρουράς και πλέον έχοντας αντικαταστήσει τις δικές τους απώλειες έθεσαν σε εφαρμογή το δεύτερο μέρος του σχεδίου.
Μία ώρα και 15' μετά το ναυάγιο της Διάσκεψης της Γενεύης, στις 4:35 π.μ., ο τουρκικός στρατός εξαπολύει σφοδρή επίθεση σε όλα τα μέτωπα της Κύπρου («Αττίλας 2»). Άρματα μάχης και ισχυρές μονάδες πεζικού κινούνται ανατολικά προς την κατεύθυνση της Αμμοχώστου και δυτικά προς τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λεύκας και την κωμόπολη Μόρφου.
Οι μάχες μαίνονταν όλη την ημέρα, ιδιαίτερα στα βόρεια της Λευκωσίας και το αεροδρόμιο της.
Στις 15 Αυγούστου οι τουρκικές δυνάμεις κατέλαβαν χωρίς αντίσταση την πόλη της Αμμοχώστου και απέκοψαν ολόκληρη τη Χερσόνησο της Καρπασίας.
Η κυπριακή Εθνοφρουρά, κάτω από την πίεση των πολύ ισχυρότερων τουρκικών δυνάμεων και τον απηνή αεροπορικό βομβαρδισμό, αναγκάστηκε να υποχωρήσει κάτω από την «πράσινη γραμμή» Λευκωσίας και νότια των οδών Λευκωσίας - Αμμοχώστου και Λευκωσίας – Μόρφου.
Έτσι, οι τουρκικές δυνάμεις, όταν στις 6 το απόγευμα της 16ης Αυγούστου συμφωνήθηκε κατάπαυση του πυρός, είχαν καταλάβει ολόκληρο το τμήμα που προνοούσε το Σχέδιο Ντενκτάς και επιπλέον την Αμμόχωστο, περιοχές των οποίων η έκταση αντιστοιχούσε στο 37% του κυπριακού εδάφους.
Κατά την προέλασή τους, οι Τούρκοι στρατιώτες προέβησαν σε ανατριχιαστικές ωμότητες και πράξεις βίας, oι οποίες μέχρι σήμερα δεν έχουν δημοσιοποιηθεί καν!
Το Πολεμικό Συμβούλιο, που συνεδριάζει στις 06.00 τα χαράματα υπό την προεδρία του Κ.Καραμανλή στην Αθήνα, αρνείται να στείλει την παραμικρή ενίσχυση υποστηρίζοντας ότι "Η Κύπρος είναι μακριά" κι έτσι οι ελληνικές αντιδράσεις περιορίζονται στο διπλωματικό τομέα.
Μέχρι το βράδυ, η ελληνοκυπριακή αντίσταση έχει ουσιαστικά καταρρεύσει και τα οχυρά εγκαταλείπονται.
Στις 15 του Αυγούστου, τα στρατεύματα του «Αττίλα» μπαίνουν στην Αμμόχωστο, στις 16 του Αυγούστου ο «Αττίλας 2» ολοκληρώνεται με την κατάληψη της Μόρφου, ενώ η κυβέρνηση Κληρίδη μεταφέρεται πρόσκαιρα στη Λεμεσό, φοβούμενη ότι επίκειται κατάληψη της Λευκωσίας.
“Μετά τις 11 το πρωί, με την ασφυκτική πίεση των τουρκικών αρμάτων μάχης, τις βολές των όλμων και το σφυροκόπημα των αεροπλάνων, σπάζει η γραμμή του μετώπου στη Μια Μηλιά και οι εναπομείνασες δυνάμεις της Εθνοφρουράς και της ΕΛΔΥΚ υποχωρούν ανατολικά προς την Κυθρέα.
Οι Τούρκοι προελαύνουν προς την Άσσια και εκεί σταματούν, ενώ άρματα μάχης από το κέντρο του μετώπου προχωρούν ανεμπόδιστα προς το Τζιά(δ)ος και το Βαρώσι για να συνενώσουν το θύλακα της Λευκωσίας με την τουρκική συνοικία της Αμμοχώστου.
Οι άνδρες της Εθνικής Φρουράς που υποχωρούν και προσπαθούν να σωθούν ή να ανασυνταχτούν προς Παλαίκυθρο, Νέο Χωριό και Κυθρέα διασταυρώνονται με τουρκικά άρματα μάχης, που εξορμούν προς δύο κατευθύνσεις, το Νέο Χωριό (κύριος δρόμος Λευκωσίας – Αμμοχώστου) και προς το χωριό Τύμπου (που υπήρχε δίαυλος προσγείωσης).
Ο πληθυσμός στηριζόταν στις συγκεχυμένες ανακοινώσεις του Κρατικού Ραδιοφώνου ‘Αι ημέτεραι δυνάμεις, αμυνόμεναι του πατρίου εδάφους, αναδιπλούνται ομαλώς…’, ενώ το Αγγλικό ΒΒC μετέδιδε ότι οι Τούρκοι είχαν ήδη φτάσει στην Αμμόχωστο”.
ΞΕΚΛΗΡΙΣΜΑ, ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ, ΛΕΗΛΑΣΙΕΣ
“Η Κυθρέα εκκενώθηκε σε κλίμα πανικού και σύγχυσης, με τα αεροπλάνα να βομβαρδίζουν ανηλεώς τις θέσεις της Εθνικής Φρουράς. Χρόνος δεν υπήρχε. Οι Κυθρεώτες, είτε πήραν με τα αυτοκίνητα και τα λίγα λεωφορεία τον κάμπο της Μεσαορίας για να διασταυρωθούν με τα τανκς που προέλαυναν, είτε πήραν το δρόμο του βουνού, για να φτάσουν, μέσω Πενταδακτύλου και Αμμοχώστου, στις αγγλικές βάσεις. Και στις δύο περιπτώσεις το εγχείρημα ήταν πολύ δύσκολο.
Αυτό είχε ως συνέπεια τη σύλληψη και την αιχμαλωσία αρκετών, που οδηγήθηκαν στο Γκαράζ Παυλίδη, στην κατεχόμενη Λευκωσία.
Παράλληλα, ένας μεγάλος αριθμός πολιτών και στρατιωτών, που δεν είχε μέσο διαφυγής ή δεν ήθελε να εγκαταλείψει την πατρώα γη ή ακόμα θεωρούσε ότι μετά το πέρας των βομβαρδισμών και των εχθροπραξιών τα πράγματα θα ομαλοποιούνταν, αποκλείστηκε και εγκλωβίστηκε. Δεν είναι τυχαίο που τόσοι πολλοί οδηγήθηκαν στην εκτέλεση, τη σφαγή και στο θάνατο ή οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Βώνη.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου και την προέλαση των τουρκικών δυνάμεων ανατολικά και την κατάληψη της Αμμοχώστου χωρίς αντίσταση, οι Τούρκοι εφαρμόζουν σταδιακό σχέδιο ξεκληρίσματος των ελληνικών χωριών της περιοχής:
Στις 15 Αυγούστου εισέρχονται στο Νέο Χωριό με πυροβολισμούς στον αέρα και συγκεντρώνουν τους 250 περίπου κατοίκους που είχαν απομείνει στην εκκλησία του χωριού. Η οικογένεια Ζερβού, με δύο παράλυτα παιδιά που δεν μπορούν να μετακινηθούν γρήγορα, εκτελούνται βάναυσα στο σπίτι τους. Ακολουθεί σχεδόν κάθε βράδυ λεηλασία από Τουρκοκυπρίους σε εγκαταλελειμμένα σπίτια. Μια γυναίκα δολοφονείται, όταν παρακινεί τους Τούρκους να μην αρπάξουν όλη την περιουσία των γειτόνων της”.
ΤΟ “ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΑ” ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ
“Όταν οι τουρκικές δυνάμεις ξεκαθαρίζουν το χωριό, μεταφέρουν στα τουρκικά κρατητήρια στη Λευκωσία και στη Βώνη τους εναπομείναντες κατοίκους και λίγους μήνες μετά έποικοι και τουρκοκύπριοι μεταφέρονται για να κατοικήσουν στο χωριό.
Στις 15 Αυγούστου ταυτόχρονα με το Νέο Χωρίο Κυθρέας οι Τούρκοι που έχουν κυκλώσει πια για καλά την περιοχή Κυθρέας αποφασίζουν να κινηθούν πλέον προς το χωριό και να το ξεκαθαρίσουν και αυτό.
Μέσα στην Κυθρέα έχουν απομείνει αρκετές εκατοντάδες κάτοικοι, από παιδιά μέχρι γέροντες, ενώ δεκάδες άλλοι στρατιώτες που έχουν υποχωρήσει από τη Μια Μηλιά, έχουν καταφύγει στο χωριό και εξασφάλισαν πολιτικά ρούχα, με την ελπίδα ότι οι Τούρκοι θα τους θεωρήσουν πολίτες και δεν θα τους βλάψουν…
Στο δρόμο συναντούν δεκάδες στρατιώτες όπως και όπλα πεταγμένα στην άκρη του δρόμου ή κάτω από τα δένδρα… Στο χωριό επικρατεί αναστάτωση. Οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες. (Παναγιώτης Παπαδημήτρης, ‘Εισβολή’, τόμος Γ’, Ιούλιος 1979, Λευκωσία)”.
Για την εγκατάλειψη της Κυθρέας υπάρχει το αφηγηματικό χρονικό του Πέτρου Στυλιανού, με το χαρακτηριστικό τίτλο ‘Οι τρεις φτωχοί άγιοι της Κυθραίας’, κείμενο που αναφέρεται στην εν ψυχρώ εκτέλεση, δολοφονία και αφανισμό μιας ολόκληρης οικογένειας. Τα ονόματα που αναφέρονται είναι υπαρκτά, όπως και τα γεγονότα που περιγράφονται.
‘Σε λίγα μέτρα πιο μπροστά της στάθμευε το τελευταίο αυτοκίνητο του Νικολή του Πούπα. Φόρτωσε κιόλας ο κυρ Νικολής τριάντα τόσους χωριανούς, χωρίς όμως να πετύχη πουθενά την κόρη του.
Ξάφνου μέσα απ’ τις ελιές του Τρίμυθθου… πρόβαλαν… οι τρομαγμένες μορφές πεντ’-έξη χωριανών του, ανάμεσα στους οποίους αναπάντεχα βρισκότανε η κόρη, ο γαμπρός του και οι γιοι τους. Δίπλα, μέσα στις γειτονικές ελιές, βρέθηκε κι η Χρυσταλλού με την κόρη της κι έτρεξε κι αυτή να μπη στ’ αυτοκίνητο που ετοιμαζότανε για τη φυγή προς τ’ άγνωστο. Ξάφνου, πίσω από τις ελιές ξεπρόβαλαν οι μορφές τριών ελληνοκυπρίων στρατιωτών που φώναξαν:
- Σταθήτε, αδέλφια. Δώστε μας μια αλλαξιά ρούχα να σωθούμε και μεις’.
Έτσι ήταν που η οικογένεια αφήνει το δρόμο της σωτηρίας, αποφασίζοντας να βοηθήσει τους αποκλεισμένους στρατιώτες.
Την επομένη Τούρκοι άτακτοι, που θα βρουν στο σπίτι τα ρούχα των στρατιωτών, θα εκτελέσουν εν ψυχρώ την οικογένεια Ανδρέα Ορφανίδη, θείου του πατέρα μου. Τον Ανδρέα Ορφανίδη, την Χρυσταλλού Ορφανίδη και την κόρη τους Μηλίτσα.
‘Ύστερα από καμιά δεκαριά μέρες μια ομάδα εγκλωβισμένων ελληνοκύπριων γυναικών στη Βώνη, συνοδευόμενη από Τούρκους στρατιώτες έφτανε κι έξω απ’ το σπίτι του Ραμέ, στο ρόλο που τους επέβαλαν οι Τούρκοι να συγκεντρώνουν τρόφιμα απ’ όλα τα σπίτια του χωριού για τους εγκλωβισμένους στη Βώνη.
Απώνα παράθυρο αντίκρισαν άψυχα τα τρία κορμιά μισοφαγωμένα απ’ τον ασβέστη, με τον οποίο οι κατακτητές τα ράντισαν για να λυώσουνε μια ώρα αρχίτερα.
Η Αντρονίκη του Νικόλα, η κόρη του Σωτήρη του βοσκού από τη Χρυσίδα της Κυθραίας, στάθηκε σαν αποσβολωμένη σαν αντίκρυσε την ανατριχιαστική, τη μακάβρια τούτη σκηνή κι ασυναίσθητα έκαμε τρεις φορές το σημείο του σταυρού…’”.
Οι Τούρκοι, έχοντας πετύχει τους στρατιωτικούς τους σκοπούς, δέχονται κατάπαυση του πυρός στις 6 το απόγευμα της 16ης του Αυγούστου 1974. Ηδη κατείχαν το 36,4% του κυπριακού εδάφους.
Χιλιάδες Κύπριοι εκδιώχτηκαν από τα σπίτια τους κι ένα κύμα 200.000 προσφύγων κινήθηκε από τις καταληφθείσες περιοχές στον Ελεύθερο Νότο. Την αντίθετη πορεία ακολούθησαν 51.000 Τουρκοκύπριοι. Η Κύπρος είχε διχοτομηθεί με δύο εθνοτικά συμπαγείς πληθυσμούς, μια κατάσταση που διαρκεί μέχρι της μέρες μας.
Στο διπλωματικό πεδίο, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ συνήλθε στις 15 και 16 Αυγούστου, και με τέσσερα ψηφίσματά του (357-360) ζήτησε την άμεση κατάπαυση του πυρός, την αποχώρηση από την Κύπρο όλων των ξένων στρατευμάτων και την επανάληψη από τα ενδιαφερόμενα μέρη διαπραγματεύσεων για ειρηνική λύση του θέματος. Και τα τέσσερα ψηφίσματα αγνοήθηκαν προκλητικά από την Τουρκία.
Στις 14 Αυγούστου 1974, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ανακοίνωσε την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, ολοκληρώνοντας με μία άκρως αμφισβητούμενη ως προς το πρακτικό μέρος της, κίνηση, το λάθος να μην στείλει στρατιωτικές ενισχύσεις στην Κύπρο κατά την διάρκεια της εκεχειρίας.
Στις 28 ημέρες που κράτησαν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Κύπρο, οι απώλειες της ελληνικής πλευράς ανήλθαν σε 4.500 - 6.000 νεκρούς και τραυματίες (στρατιωτικό προσωπικό και άμαχοι) και 2.000 - 3.000 αγνοούμενους. Οι τουρκικές απώλειες ανήλθαν σε 1.500 νεκρούς και 2.000 τραυματίες.