Του Κώστα Βενιζέλου - mignatiou
Αυτές οι φωτογραφίες που στριμώχνονται στις σελίδες των κηδειών και των μνημόσυνων, είναι η ξεχασμένη τραγωδία που βιώνουμε συλλογικά και ο καθένας ξεχωριστά σαράντα τρία χρόνια. Πεσόντες και δολοφονηθέντες...
Αυτές οι φωτογραφίες που στριμώχνονται στις σελίδες των κηδειών και των μνημόσυνων, είναι η ξεχασμένη τραγωδία που βιώνουμε συλλογικά και ο καθένας ξεχωριστά σαράντα τρία χρόνια. Πεσόντες και δολοφονηθέντες...
των οποίων «τα λείψανα ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο DNA». Κάποιοι δεν πρόφτασαν να ζήσουν.
Να χαρούν. Να δημιουργήσουν οικογένειες. Και ο απολογισμός όσων απέμειναν πίσω; Ένα μνημόσυνο και λίγα δάκρυα συγκίνησης, οργής, θυμού, λύπης, των στενών συγγενών. Οι υπόλοιποι καθηκόντως παρόντες για να εκπροσωπήσουν κυβερνήσεις, κόμματα, οργανώσεις.
Άδειες, δηλαδή, καρέκλες. Παρουσίες για να μην γραφτούν στο απουσιολόγιο, με το συναίσθημα «ακουμπισμένο» στον εν δυνάμει ψηφοφόρο που θα χαιρετίσει. Τι σημαδεύει τελικά μια γενιά, έναν λαό; Οι τραγωδίες και οι καταστροφές ή η λήθη που επιβάλλει ο νεοπλουτισμός και ο ωχαδελφισμός; Τι μπορεί να συνοδεύσει τους ανθρώπους σε ολόκληρη τη ζωή; Η περηφάνια του «δεν ξεχνώ» στην πράξη ή κατ΄επιλογή αμνησία, που επιτρέπει φτηνές συναλλαγές με τον κατακτητή; Όλες οι απαντήσεις βρίσκονται βαθιά στη συνείδηση του καθενός. Οι εμπειρίες, περισσότερο μέσα από τις περιγραφές διατηρούν ζωντανές εικόνες. Ο παππούς που παρακολούθησε την εκτέλεση της γιαγιάς στη μέση του δρόμου. Η επανάληψη της ιστορίας από τα παιδιά και τα εγγόνια, ζωντανεύει τα γεγονότα, τα τοποθετεί στη συνείδηση και η περιγραφή γίνεται ως να βρίσκονταν όλοι από μια γωνία και το παρακολούθησαν. Τα κλείστρα των όπλων που πήραν τη διαταγή για την εκτέλεση. Στη μέση του δρόμου, η μισή γειτονιά, ηλικιωμένοι, να πέφτουν όλοι νεκροί.
Η τελευταία κραυγή, ένα όνομα, μια κατάρα. Σαν να έχουμε βιώσει και εκείνη την εικόνα με τους Ελληνοκύπριους εφέδρους εθνοφρουρούς να βρίσκονται περικυκλωμένοι από τον κατοχικό στρατό. Αυτή η φωτογραφία ήταν η ελπίδα των συγγενών για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Ήταν η φωτογραφία που δημοσιεύθηκε χιλιάδες φορές για να υπενθυμίζει το θέμα των αγνοουμένων. Να υπενθυμίζει ποιους; Οι συγγενείς δεν ξέχασαν ποτέ. Εκείνη η φωτογραφία άλλαξε, όταν ταυτοποιήθηκαν τα οστά των απεικονιζομένων, που είχαν βρεθεί σε ένα πηγάδι στο Τζιάος. Οι αγνοούμενοι έγιναν πεσόντες, εκτελεσθέντες.
Όμως η εικόνα δεν θα αλλάξει ποτέ. Δεκαοκτώ παιδιά στη μέση ενός χωραφιού. Ποιες οι σκέψεις τους εκείνη τη στιγμή; Μεταξύ του θανάτου και της ελπίδας για ζωή. Ο πόλεμος και η βαρβαρότητα είναι εχθροί της ελπίδας. Σε αυτή, λοιπόν, τη φωτογραφία με τα δεκαοκτώ παλληκάρια και η εικόνα με τον Γιάννη Παπαγιάννη, 23 χρόνων τότε, από το Νέο Χωρίο Κυθρέας.
Ο Γιάννης φαίνεται στη φωτογραφία να βρίσκεται με τα γόνατα στο έδαφος, τα χέρια πιστάγκωνα, όπως όλοι και ένας Τούρκος στρατιώτης να του ανάβει τσιγάρο. Του ανάβει τσιγάρο. Ένα αναμμένο τσιγάρο, οι τελευταίες ρουφηξιές και μετά ο θάνατος. Με τσιγάρο στο στόμα, εκεί στον ιστό της τουρκικής σημαίας δολοφονήθηκε και ο Σολωμός, μετά την άγρια δολοφονία του Ισαάκ. Σημαδεύει η φωτογραφία με τη χαροκαμένη γυναίκα με μια σειρά φωτογραφίες στο πίκετ, σε όλες τις εκδηλώσεις. Πόσους αγνοούμενους περιμένει; Ένα, δυο, τρείς ίσως και περισσότερους. Η τραγωδία αυτού του τόπου, στριμωγμένη σε μονόστηλα, δίστηλα των κηδειών μέχρι πρότινος αγνοουμένων και μνημόσυνα πεσόντων. Η συλλογική μνήμη έχει εξασθενήσει τόσο όσο η τραγωδία να είναι υπόθεση των συγγενών. Η κατοχή έγινε μέρος της ζωής και η απελευθέρωση αποτελεί απαγορευμένη λέξη, ενοχλητική για τους διαχειριστές και τους εν δυνάμει μεσολαβητές. Η αμνησία είναι τελικά το φάρμακο στον φόβο των ηττημένων μυαλών.
Να χαρούν. Να δημιουργήσουν οικογένειες. Και ο απολογισμός όσων απέμειναν πίσω; Ένα μνημόσυνο και λίγα δάκρυα συγκίνησης, οργής, θυμού, λύπης, των στενών συγγενών. Οι υπόλοιποι καθηκόντως παρόντες για να εκπροσωπήσουν κυβερνήσεις, κόμματα, οργανώσεις.
Άδειες, δηλαδή, καρέκλες. Παρουσίες για να μην γραφτούν στο απουσιολόγιο, με το συναίσθημα «ακουμπισμένο» στον εν δυνάμει ψηφοφόρο που θα χαιρετίσει. Τι σημαδεύει τελικά μια γενιά, έναν λαό; Οι τραγωδίες και οι καταστροφές ή η λήθη που επιβάλλει ο νεοπλουτισμός και ο ωχαδελφισμός; Τι μπορεί να συνοδεύσει τους ανθρώπους σε ολόκληρη τη ζωή; Η περηφάνια του «δεν ξεχνώ» στην πράξη ή κατ΄επιλογή αμνησία, που επιτρέπει φτηνές συναλλαγές με τον κατακτητή; Όλες οι απαντήσεις βρίσκονται βαθιά στη συνείδηση του καθενός. Οι εμπειρίες, περισσότερο μέσα από τις περιγραφές διατηρούν ζωντανές εικόνες. Ο παππούς που παρακολούθησε την εκτέλεση της γιαγιάς στη μέση του δρόμου. Η επανάληψη της ιστορίας από τα παιδιά και τα εγγόνια, ζωντανεύει τα γεγονότα, τα τοποθετεί στη συνείδηση και η περιγραφή γίνεται ως να βρίσκονταν όλοι από μια γωνία και το παρακολούθησαν. Τα κλείστρα των όπλων που πήραν τη διαταγή για την εκτέλεση. Στη μέση του δρόμου, η μισή γειτονιά, ηλικιωμένοι, να πέφτουν όλοι νεκροί.
Η τελευταία κραυγή, ένα όνομα, μια κατάρα. Σαν να έχουμε βιώσει και εκείνη την εικόνα με τους Ελληνοκύπριους εφέδρους εθνοφρουρούς να βρίσκονται περικυκλωμένοι από τον κατοχικό στρατό. Αυτή η φωτογραφία ήταν η ελπίδα των συγγενών για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Ήταν η φωτογραφία που δημοσιεύθηκε χιλιάδες φορές για να υπενθυμίζει το θέμα των αγνοουμένων. Να υπενθυμίζει ποιους; Οι συγγενείς δεν ξέχασαν ποτέ. Εκείνη η φωτογραφία άλλαξε, όταν ταυτοποιήθηκαν τα οστά των απεικονιζομένων, που είχαν βρεθεί σε ένα πηγάδι στο Τζιάος. Οι αγνοούμενοι έγιναν πεσόντες, εκτελεσθέντες.
Όμως η εικόνα δεν θα αλλάξει ποτέ. Δεκαοκτώ παιδιά στη μέση ενός χωραφιού. Ποιες οι σκέψεις τους εκείνη τη στιγμή; Μεταξύ του θανάτου και της ελπίδας για ζωή. Ο πόλεμος και η βαρβαρότητα είναι εχθροί της ελπίδας. Σε αυτή, λοιπόν, τη φωτογραφία με τα δεκαοκτώ παλληκάρια και η εικόνα με τον Γιάννη Παπαγιάννη, 23 χρόνων τότε, από το Νέο Χωρίο Κυθρέας.
Ο Γιάννης φαίνεται στη φωτογραφία να βρίσκεται με τα γόνατα στο έδαφος, τα χέρια πιστάγκωνα, όπως όλοι και ένας Τούρκος στρατιώτης να του ανάβει τσιγάρο. Του ανάβει τσιγάρο. Ένα αναμμένο τσιγάρο, οι τελευταίες ρουφηξιές και μετά ο θάνατος. Με τσιγάρο στο στόμα, εκεί στον ιστό της τουρκικής σημαίας δολοφονήθηκε και ο Σολωμός, μετά την άγρια δολοφονία του Ισαάκ. Σημαδεύει η φωτογραφία με τη χαροκαμένη γυναίκα με μια σειρά φωτογραφίες στο πίκετ, σε όλες τις εκδηλώσεις. Πόσους αγνοούμενους περιμένει; Ένα, δυο, τρείς ίσως και περισσότερους. Η τραγωδία αυτού του τόπου, στριμωγμένη σε μονόστηλα, δίστηλα των κηδειών μέχρι πρότινος αγνοουμένων και μνημόσυνα πεσόντων. Η συλλογική μνήμη έχει εξασθενήσει τόσο όσο η τραγωδία να είναι υπόθεση των συγγενών. Η κατοχή έγινε μέρος της ζωής και η απελευθέρωση αποτελεί απαγορευμένη λέξη, ενοχλητική για τους διαχειριστές και τους εν δυνάμει μεσολαβητές. Η αμνησία είναι τελικά το φάρμακο στον φόβο των ηττημένων μυαλών.