Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2019

Οι αντιδράσεις του Υπουργείου Παιδείας μετά την απόφαση του ΣτΕ για το μάθημα των θρησκευτικών


Σε εξαιρετικά δύσκολη θέση βρίσκεται η κυβέρνηση, το υπουργείο Παιδείας αλλά και η ίδια η Εκκλησία μετά την απόφαση του ΣτΕ, η οποία αφορά τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία.

Παρά το γεγονός ότι η απόφαση αναμενόταν αυτή την περίοδο είναι εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσο η κυβέρνηση είναι προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει ένα τόσο σοβαρό θέμα για... 

το οποίο θα υπάρξουν σφοδρές αντιπαραθέσεις σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. 

Υπουργείο Παιδείας: Θα συμμορφωθούμε με τις αποφάσεις του ΣτΕ

Άμεσα η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, πρέπει να πάρει αποφάσεις για το πως θα χειριστεί το πρόβλημα και μια δικαστική απόφαση, που πολλοί χαρακηρίζουν «καταστροφική».

Για την ώρα το υπουργείο Παιδείας, δηλαδή η κυβέρνηση, περιορίστηκε σε μια τυπική ανακοίνωση ότι «θα μελετήσει τις αποφάσεις του ΣτΕ, προκειμένου ακολούθως να επανεξετάσει εξ’ αρχής το σχετικό κανονιστικό πλαίσιο, προβαίνοντας στις ενδεδειγμένες ενέργειες για την αναμόρφωση του προγράμματος σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών και για την τροποποίηση της δήλωσης απαλλαγής από αυτό. Γνώμονάς μας, να διασφαλιστεί η συμβατότητα των σχετικών ρυθμίσεων με τις συνταγματικές επιταγές».

Στην πραγματικότητα όμως το ζήτημα αυτό έχει ήδη προκαλέσει ένα τεράστιο πρόβλημα στην κυβέρνηση η οποία μόλις ανέλαβε την εξουσία . Και οι αποφάσεις για το πως θα χειριστεί το θέμα θα είναι δύσκολες μιας και η μεγάλη μερίδα της κοινωνίας έχει προχωρήσει πολύ μπροστά σε αυτά τα θέματα πλέον και η επιστροφή σε «παλιές εικόνες» δεν είναι καθόλου εύκολη και αποδεκτή.

Άνθρωποι, που γνωρίζουν καλά το ζήτημα αυτό, υπογραμμίζουν στο ethnos.gr , ότι η κυβέρνηση αυτή τη στιγμή μπορεί:
Γαβρόγλου: Πίσω ολοταχώς από ΣτΕ – Τα θρησκευτικά γίνονται κατήχηση

Αρχικά να αιτηθεί κάποιο χρονικό διάστημα προκειμένου να μελετήσει το ζήτημα αφού σε κάθε περίπτωση τα σχολικά βιβλία και τα προγράμματα σπουδών δεν μπορούν ν΄αλλάζουν απο τη μια στιγμή στην άλλη .

Να διαχειρισθεί το θέμα επιστημονικά και θεσμικά ζητώντας για παράδειγμα απο το Ινστιτούτο Εκαπιδευτικής Πολιτικής να κάνει σχετική πρόταση .

Να συστήσει επιστημονικές επιτροπές στις οποίες θα συμμετέχουν και οι υπηρεσίες του υπουργείου Παιδείας , προκειμένου να κάνουν τις προτάσεις τους πρός την Πολιτεία και φυσικά να εκφράσει τη γνώμη της και η Εκκλησία .

Να ακολουθήσει το δρόμο του διαλόγου με όλους τους αρμόδιους φορείς
και επίσης να αποφασίσει την επαναφορά στα παλιά προγράμματα σπουδών γεγονός, που θα προκαλέσει τεράστιες συγκρούσεις και πιθανά ανεξέλεκτες καταστάσεις και ακρότητες .

Το σίγουρο είναι οτι η κυβέρνηση πρέπει πρώτα να κάνει την προτασή της με σεβασμό απέναντι στην Εκκλησία και στη συνέχεια να προχωρήσει σε διάλογο μαζί της . Και αυτό γιατί όποια απόφαση πάρει θα έχει και συμβολική σημασία για ολόκληρη την κοινωνία .
Η Εκκλησία

Σε δύσκολη θέση θα βρεθεί και ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος ο οποίος απο την αρχή είχε ταχθεί υπέρ του διαλόγου με λόγια και με έργα και τώρα θα πρέπει να διαχειρισθεί τις «ακραίες φωνές» .

Στις 27 Σεπτεμβρίου του 2016 ,ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ( οταν πια είχε έρθει σε σύγκρουση με τον τότε υπουργό Παιδείας κ. Φίλη ) έστειλε μια μακροσκελέστατη επιστολή στον πρωην πρωθυπουργό κ. Τσίπρα και είχε ταχθεί υπέρ ενός ανοικτού και ουσιαστικού διαλόγου αλλά με προαπαιτούμενο την έναρξή του από μηδενική βάση. Μεταξύ άλλων ο Αρχιεπίσκοπος τόνιζε στην επιστολή του :

«Η παιδαγωγική στάθμιση ότι οι νέοι μας πρέπει να έχουν και θρησκευτική μόρφωση δεν είναι κατάλοιπο σκοταδισμού ή κάποιας ξεπερασμένης συντηρητικής ιδεολογίας, αλλά μορφωτική επιλογή, με σαφή παιδαγωγική στοχοθεσία, η οποία δεσμεύει την Πολιτεία, ακόμα και εάν οι προσωπικές πολιτικές θέσεις των υπεύθυνων ή οι κομματικές αντιλήψεις οποιουδήποτε χώρου δεν συμφωνούν με αυτό. Σε αντίθεση με την άποψη περί μη προσκολλήσεως στο παρελθόν, πιστεύω ότι τα μαθήματα των Θρησκευτικών, της Ελληνικής γλώσσας, Λογοτεχνίας και Ιστορίας αποτελούν αναγκαία μαθήματα ταυτότητας και διαδραματίζουν σοβαρό ρόλο στη διαμόρφωση του φρονήματος των αυριανών Ελλήνων πολιτών. Για τον λόγο αυτό, οι απόψεις της Εκκλησίας υπερβαίνουν τις συγκυριακές διαφωνίες επιστημονικών ή πολιτικών χώρων. Η Ιερά Σύνοδος συνειδητά δεν τοποθετήθηκε στην σχετική επιστημονική διαφωνία των δύο ενώσεων θεολόγων, της «Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων» και του «Καιρού». Οι απόψεις μας δεν σημαίνουν την συμπαράταξη ή αντιπαράθεση της Εκκλησίας με τις προτάσεις εκατέρας των επιστημονικών ενώσεων ή των πολιτικών κομμάτων επί των θέματος».
Οι αντιδράσεις

Οι αντιδράσεις για την απόφαση του ΣτΕ έχουν ήδη αρχίσει, με την υπογράμμιση οτι δεν θα επιτρέψουν στην κυβέρνηση να μετατρέψει το σχολείο σε γιγάντιο Κατηχητικό οποιασδήποτε θρησκευτικής κοινότητας .

Θέση πήρε πρώτη η αξιωματική αντιπολίτευση. Ο πρώην υπουργός κ. Γαβρόγλου μίλησε για μια απόφαση που «καταργεί ολόκληρη την επιστημονική, παιδαγωγική και θεολογική εξέλιξη του μαθήματος μετά το 1974. Καταργεί τη συνειδητή προσπάθεια χιλιάδων Θεολόγων να κατακτήσουν στη συνείδηση των συναδέλφων τους αλλά και των μαθητών όπως και στην καθημερινή παιδαγωγική πράξη την πραγματική επιστημονική και παιδαγωγική ισοτιμία του μαθήματος των Θρησκευτικών με τα άλλα μαθήματα του ωρολογίου προγράμματος. Ακυρώνει τις προσπάθειες συνεννόησης με την Εκκλησία, όπου τα νέα προγράμματα σπουδών είχαν και την αποδοχή της Ιεραρχίας. Υπονομεύει, τέλος, την καθιέρωση μιας κουλτούρας διαλόγου ανάμεσα σε επιστημονικούς και θρησκευτικούς φορείς, με γνώμονα πάντοτε ότι την τελική ευθύνη των μαθημάτων την έχει η Πολιτεία. Το μάθημα των Θρησκευτικών, σύμφωνα με την σημερινή απόφαση του ΣτΕ, δεν είναι πλέον μάθημα αλλά κατήχηση. Δεν είναι γνώση αλλά εξέταση για την πίστη των μαθητών και των γονιών τους. Ένα μάθημα που θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι χρήσιμο και απολύτως απαραίτητο, μετατρέπεται πια επίσημα σε άκρως επικίνδυνο αναχρονισμό».

Σε περισσότερο οξύ τόνο τοποθετήθηκε απέναντι στην απόφαση του ΣτΕ για τα θρησκευτικά και το ΚΙΝΑΛ. Σε ανακοίνωσή του επισημαίνεται ότι «η απόφαση του ΣτΕ για τα Θρησκευτικά αποτελεί “αλλαγή παραδείγματος” και, ταυτοχρόνως, τη ληξιαρχική πράξη θανάτου επιστημονικών, παιδαγωγικών και δημοκρατικών κατακτήσεων σαράντα χρόνων».

Σύμφωνα με το ΚΙΝΑΛ, «επιχειρείται όχι η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης (όπως αναφέρει ρητά το Σύνταγμα), ούτε καν η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης (όπως αναφέρει η απόφαση του ΣτΕ) αλλά η επιβολή με τη χρήση των κρατικών μηχανισμών μιας συγκεκριμένης αντίληψης για την Ορθοδοξία που την εκφράζουν αυτοί που σήμερα χαίρονται. Παραφράζοντας το γνωστό μεταξικό ποιηματάκι, ας αναρωτηθούμε “ποιοι χαίρονται και χαμογελούν σήμερα πατέρα;”. Η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Είναι οι ιδεολογικοί επίγονοι του Μεταξά και του Παπαδόπουλου, οι υποστηρικτές του Γ’ Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού». Καταλήγοντας το ΚΙΝΑΛ αναφέρει ότι «για την σημερινή, αδιανόητα αρνητική εξέλιξη έχουν ιστορικές ευθύνες και οι Υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ γιατί τόσο σοβαρά θέματα δεν είναι δυνατόν να τα χειρίζεται κάποιος με ιδεοληψίες, γιουρούσια και χωρίς συμμαχίες. Τώρα όμως δεν προέχει το ποιος έφταιξε αλλά το πώς δεν θα επιτραπεί σε μια Κυβέρνηση της Δεξιάς να μετατρέψει το σχολείο σε ένα γιγάντιο Κατηχητικό οποιασδήποτε θρησκευτικής κοινότητας (γιατί για όσους δεν πρόσεξαν την απόφαση του ΣτΕ, κατήχηση πλέον θα κάνουν όλοι). Προέχει να υπερασπιστούμε το δικαίωμα των Θεολόγων να διδάσκουν ένα κανονικό μάθημα και όχι να κατηχούν τα παιδιά».