Το παρελθόν δε μπορεί να ξεχαστεί εύκολα, ειδικά όταν πρόκειται για στυγερά εγκλήματα που σόκαραν την ελληνική κοινωνία.
Οι Σατανιστές της Παλλήνης
Αύγουστος 1992. Οι παιδικοί φίλοι Ασημάκης Κατσούλας και Μανώλης Δημητροκάλης, 21 και 19 αντίστοιχα, που για καιρό κάνουν τελετές μαύρης μαγείας στο Κορωπί και την Παλλήνη, οδηγούν την 14χρονη Θεοδώρα Συροπούλου στη θέση Σέσι στο Κορωπί. Με το πρόσχημα της λευκής μαγείας, τη γδύνουν, τις κλέβουν τα κοσμήματα, τη χτυπούν με ένα ξύλο στο κεφάλι και τη στραγγαλίζουν. Στη συνέχεια καίνε το πτώμα της με βενζίνη.
Οκτώ μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1993, απαγάγουν την υπάλληλο του 'Μ. Βρετανία', Γαρυφαλλιά Γιούργα, ενώ επέστρεφε στο σπίτι της στα Γλυκά Νερά. Παριστάνοντας τους αστυνομικούς, την οδηγούν σε ένα ερημικό σημείο στο Κορωπί, τις περνούν χειροπέδες, τη γδύνουν, τη βιάζουν και αμέσως μετά ο Κατσούλας της πολτοποιεί το κεφάλι με μια πέτρα για να μην αναγνωρίζεται. Η αστυνομία συνέλαβε και τη 18χρονη φίλη του Κατσούλα, Δήμητρα Μαργέτη, με την κατηγορία της συνέργειας.
Η υπόθεση προκάλεσε δικαστικά θρίλερ, ενώ τα κανάλια, σε εποχές σχετικά πρωτόγονης κατάστασης χωρίς πολλά γραφικά και μοντερνιές στα δελτία, έκαναν το παν να μας τρομάξουν ακόμα περισσότερο με ρεπορτάζ για τη μαύρη μαγεία, το heavy metal, το Σατανά.
Ο Ασημάκης Κατσούλας ήταν με διαφορά ο μεγαλύτερος εφιάλτης κάθε παιδιού στο πρώτο μισό των 90s. Όνομα χαραγμένο με τον πιο απόκοσμο τρόπο στο μυαλό μας. Κάποιος προκλητικός θα έλεγε "δεν γίνονται τέτοια εγκλήματα σήμερα". Θα είχε δίκιο.
Ο Θεόφιλος Σεχίδης
Στις 19 και 20 Μαΐου 1996, ο 24χρονος φοιτητής Νομικής, Θεόφιλος Σεχίδης, σκοτώνει τον πατέρα, τη μητέρα, την αδελφή, το θείο και τη γιαγιά του στον Λιμένα Θάσου. Στη συνέχεια, τεμαχίζει τα πτώματα -εκτός από αυτό του θείου του- και τα μεταφέρει σε σακούλες στη χωματερή της Καβάλας.
"Ήταν άρρωστοι και ήθελα να τους λυτρώσω", ήταν η βασική δήλωση του δράστη που έπαιζαν τα κανάλια στην εισαγωγή του για το 'έγκλημα που έχει συγκλονίσει το πανελλήνιο'. Ο Σεχίδης είπε κι άλλα. "Ήθελαν να με βγάλουν από τη μέση και πρόλαβα να τους σκοτώσω πρώτος. Υπήρχε συνωμοσία σε βάρος μου. Βρισκόμουν εν αμύνη. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί. Τους ξέκανα, για να μην με ξεκάνουν".
Ο Σεχίδης μονοπώλησε το ενδιαφέρον των media με την άκρως εμπορική -τότε και πάντα- σχιζοειδή του προσωπικότητα και τα ευρήματα της αστυνομίας που γέμιζαν δελτία ολόκληρα.
Διαβατήριο για να μείνουμε άυπνοι φοβούμενοι μια πιθανή απόδραση του Σεχίδη από το Ψυχιατρείο Κρατουμένων των Φυλακών Κορυδαλλού που κρατείται μέχρι σήμερα ήταν κάτι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες όπως το τεράστιο 'Λάθος' που βρέθηκε γραμμένο με μπογιά στο σπίτι του.
Η απόλυτη ανατριχίλα (μέχρι τρέμουλου και δακρύων) είναι η επιστολή που δημοσιεύτηκε λίγες εβδομάδες μετά στις εφημερίδες. Ήταν μια επιστολή που είχε στείλει ο Σεχίδης στον θείο του Βασίλη, ένα χρόνο πριν τον δολοφονήσει (σ.σ. ο θείος του διέμενε μόνιμα στο Βέλγιο).
Μεταξύ άλλων, η επιστολή έγραφε:
"Μην έχεις ποτέ σου τύψεις για το ότι με χτύπησες. Έτσι ΕΠΡΕΠΕ να γίνει. Εγώ ο ίδιος το προκάλεσα επίτηδες και σου ζήτησα συγνώμη που σε χρησιμοποίησα μ’ αυτόν τον τρόπο αλλά ήταν κι αυτό μέσα στο σχέδιό μου(...) Μην σε ανησυχεί λοιπόν, και σου ζητώ ΣΥΓΓΝΩΜΗ για τους λόγους που θα σου ήταν αδύνατο να κατανοήσεις. Και όμως το παρατράβηξες. Σου έλεγα 'φτάνει τώρα, εντάξει' καθώς είχε επιτευχθεί ο σκοπός ΜΟΥ αλλά εσύ συνέχιζες. Δεν μπορεί, κάποιο σφάλμα θα έγινε στα άστρα που κυβερνάω, κάποια επιπλοκή. Με ΑΓΑΠΗ ο ανεψιός σου. Στον αγαπημένο μου θείο τον παλληκαρά που τα βάζη με τους υποσητιζόμενους. Εγώ όμως σε ΑΓΑΠΩ. (το περίστροφο της φωτογραφίας είναι ψεύτικο, μη φοβάσαι)".
Μαζί με την επιστολή, ο Θεόφιλος είχε στείλει μια παιδική του φωτογραφία, όπου κρατούσε ένα πιστόλι και ήταν ντυμένος καουμπόης.
Ο Μανώλης Δουρής
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1994, ο Μανώλης Δουρής προσέρχεται στο Α.Τ. της Ερμιόνης και δηλώνει την εξαφάνιση του του 6χρονου γιου του Νίκου. Η τηλεόραση βάζει την αγωνία σε όλα τα ρεβεγιόν της χώρας, ενώ η πρώτη μέρα του 1994 βρίσκει τους τηλεθεατές σε πένθος, καθώς ο πατέρας βρίσκει νεκρό το παιδί σε έναν μαντρότοιχο πίσω από το σπίτι της οικογένειας. Ο μικρός Νίκος ήταν κακοποιημένος σεξουαλικά.
Τα κανάλια στέλνουν τα συνεργεία τους στην Ερμιόνη ώσπου να εξιχνιαστεί το έγκλημα, οι γονείς δεν αφήνουν τα παιδιά τους να κυκλοφορούν μόνα στους δρόμους, ενώ ο Δουρής πέφτει σε απανωτές αντιφάσεις στις καταθέσεις του. Με τα πολλά, ομολογεί ότι βίασε και σκότωσε το παιδί του. Η ατάκα που έκοψε τα πόδια του πλήθους: "Με έπιαναν κρίσεις και δεν έβλεπα μπροστά μου. Ο καθένας στη θέση μου μπορεί να έκανε το ίδιο".
Η λαϊκή οργή για τον Δουρή είναι τόσο διάχυτη που ακόμα και άλλοι φυλακισμένοι του επιτίθενται σε κλούβες, στη φυλακή, σε κάθε ευκαιρία. Κανείς δεν συγχωρεί έναν πατέρα που βίασε και σκότωσε το παιδί του.
Όταν ξεκινάει η δίκη, ο Μανώλης Δουρής αρνείται την ενοχή του και κατονομάζει τη σύζυγο του και τον εραστή της ως δράστες. Ο Δουρής δεν ζητά πια από τους αστυνομικούς να τον βασανίζουν μέχρι να πεθάνει.
Σύμφωνα με δηλώσεις του καθηγητή Εγκληματολογίας Γιάννη Πανούση στην 'Ελευθεροτυπία' (σ.σ. θα τον συναντούσα αργότερα ως φοιτητής στο τμήμα ΕΜΜΕ του Καποδιστριακού, αλλά δεν θα τον ρωτούσα σχετικά), "η πραγματογνωμοσύνη των εγκληματολογικών εργαστηρίων θέτει εν αμφιβόλω την ταυτότητα του δολοφόνου του παιδιού. Μπορεί να είναι άλλος ο βιαστής και άλλος ο δολοφόνος".
Ο Δουρής δεν έπεισε, καταδικάστηκε σε ισόβια και στις 25 Φεβρουαρίου 1996 αυτοκτόνησε με ένα καλώδιο τηλεόρασης που είχε κρύψει στα ρούχα του στις εξωτερικές τουαλέτες των φυλακών Τρίπολης.
Η 'φαρμακούλα' Μαρία Σαμπανιώτη
"Μου έκανε εντύπωση που το χρώμα του ψωμιού ήταν μπλε και φούσκωσε πάρα πολύ. Ήθελε να μας δηλητηριάσει γιατί δεν θέλαμε την κόρη της για νύφη", δήλωνε η Ελένη Μουστοπούλου στο δικαστήριο, κατά τη διάρκεια της δίκης της Μαρίας Σαμπανιώτη, η οποία πρόσφερε ζύμη για τηγανόψωμα, ποτισμένη με παραθείο σε δυο γειτόνισσες. Η μία ήταν η Ελένη Μουστοπούλου, η άλλη ήταν η Ειρήνη Κληματσά.
Το φονικό 'δώρο' της Σαμπανιώτη οδήγησε σε 7 δηλητηριάσεις, οι 3 εκ των οποίων είχαν τραγικό τέλος. Σύμφωνα με τις αστυνομικές έρευνες, η 'φόνισσα με τα τηγανόψωμα' (όπως οργίασαν οι εφημερίδες της εποχής) ήθελε να εκδικηθεί τις δύο οικογένειες, γιατί ήθελε να παντρέψει την κόρη της με τους γιους των Μουστοπούλου και Κληματσά και εκείνες αρνήθηκαν.
Το προσωνύμιο 'φαρμακούλα' κατοχυρώθηκε ήδη από την πρώτη δίκη της υπόθεσης, όταν το ακροατήριο άρχισε να τη φωνάζει έτσι με το που μπήκε στην αίθουσα του δικαστηρίου. Με ψήφους 6-1, η Σαμπανιώτη κρίθηκε ένοχη και καταδικάστηκε σε τρεις φορές ισόβια και επιπλέον 25 χρόνια κάθειρξη για τέσσερις απόπειρες ανθρωποκτονιών.
Εδώ και δύο χρόνια, η Μαρία Σαμπανιώτη έχει αποφυλακιστεί μετά από 19 χρόνια κάθειρξης. Λίγες μέρες μετά την αποφυλάκιση, μίλησε στο Πρώτο Θέμα και υποστήριξε ξανά ότι κάποιος πότισε τη ζύμη με δηλητήριο ενώ έλειπε από το σπίτι.
Στην ερώτηση αν τη φοβούνταν οι κρατούμενες στις γυναικείες φυλακές του Κορυδαλλού, η ίδια απάντησε: "Α πα πα πα! Ποια να φοβηθεί εμένα; Εγώ όταν ήμουν καλά, τους μαγείρευα εκεί πέρα. Εμένα όχι μόνο δεν με φοβούνταν, αλλά έτρωγαν από το φαγητό μου. Ακόμα και αντίδωρο από την εκκλησία να έπαιρνα, μου το ζητούσαν και εκείνο. Οτιδήποτε".
Να προσέχεις το μπλε ψωμί λοιπόν. Και το παραφουσκωμένο. Ή μην ξαναφάς ψωμί τέλος πάντων. Δεν ξέρω, ό,τι νομίζεις.
Ο Σορίν Ματέι
Σεπτέμβριος 1998. Ο Ρουμάνος δραπέτης Σορίν Ματέι εισβάλλει στο διαμέρισμα της οδού Νιόβης στα Κάτω Πατήσια και κρατά ομήρους τους τέσσερις ενοίκους με την απειλή χειροβομβίδας. Στις 7, ο Ματέι τηλεφωνεί στον ΣΚΑΪ και ζητά να συνδεθεί με τον Νίκο Ευαγγελάτο. Για τέσσερις ώρες, όλη η Ελλάδα (ΟΛΗ Η ΕΛΛΑΔΑ) παρακολουθεί τη δραματική συνομιλία.
Η τραγική κατάληξη (λάθος χειρισμός της αστυνομίας, που εισέβαλε στο σπίτι πεπεισμένη ότι η χειροβομβίδα που κρατούσε ο Ματέι ήταν ψεύτικη) είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο της Αμαλίας Γκινάκη και τον τραυματισμό του Ματέι, που είχε απελευθερώσει νωρίτερα τον αδερφό της, Βαγγέλη και τη μητέρα της Σουλτάνα. Ο αρραβωνιαστικός της Αμαλίας Γκινάκη, Απόστολος Μακρινός, πρόλαβε να διασωθεί από την αστυνομία πριν εκραγεί η χειροβομβίδα.
Δεν υπάρχουν πολλά πιο θλιβερά και σοκαριστικά βίντεο από το παρακάτω. Για πρώτη φορά στα χρονικά, μια τόσο σημαντική αστυνομική υπόθεση έγινε στον τηλεοπτικό 'αέρα'.
Ο κατά παραγγελία δολοφόνος Ματθαίος Μονσελάς
19 χρόνια πριν, σε μια υπόθεση που 'γονάτισε' τα δικαστήρια, ο Ματθαίος Μονσελάς δολοφονεί την 40χρονη οδοντίατρο Γεωργία Βαγενά μετά από παράκληση της ίδιας, επειδή δεν μπορούσε να διαχειριστεί την εξωσυζυγική σχέση του άντρα της.
Ο Μονσελάς δούλευε σε ένα πάρκινγκ απέναντι από το οδοντιατρείο της Βαγενά, στο οποίο άφηνε το αυτοκίνητό της. Οι δυο τους γνωρίστηκαν και δέθηκαν με μια περίεργη φιλία και συνήθιζαν να κάνουν βόλτες με το αυτοκίνητο, με τη Βαγενά να του μιλά συνέχεια για το πόσο αγαπά τον άντρα της και για την απόφασή της να σκοτωθεί.
"Μια μέρα μου έδειξε και ένα περίστροφο με σφαίρες. Της το πήρα για να μην κάνει κανένα κακό. Είχα κουραστεί να την ακούω να μου μιλά για τον άντρα της", είπε στην απολογία του.
Στις 11 Ιανουαρίου 1994, ο Μονσελάς πυροβόλησε τρεις φορές τη Βαγενά, η μία σφαίρα βρήκε το σώμα της και ο ίδιος καταδικάστηκε σε κάθειρξη 12 ετών και 6 μηνών, αναγνωρίζοντας του το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου.
Η Κάτια Γιαννακοπούλου
Κατακαλόκαιρο του 1997 και η είδηση ότι 'γυναίκα δολοφόνησε αρχιμανδρίτη' έξω από το σπίτι του στη Νέα Σμύρνη προκαλεί μεγάλη αίσθηση στην κοινή γνώμη. Μετά από μια 7χρονη σχέση απόλυτου πάθους, 42χρονη Κάτια Γιαννακοπούλου, παντρεμένη και με έναν γιο 18 ετών, δολοφονεί τον 59χρονο εραστή της, αρχιμανδρίτη Άνθιμο Ελευθεριάδη.
Το όπλο του εγκλήματος το είχε αγοράσει έναν μήνα πριν από την Ομόνοια και ο λόγος του φονικού ήταν η απόφαση του αρχιμανδρίτη να διακόψει τις ερωτικές (και αργότερα οικονομικές) σχέσεις του μαζί της. Η ίδια, το πρωινό της δολοφονίας, τον περίμενε δύο ώρες έξω από το σπίτι του. Μόλις βγήκε ο Ελευθεριάδης , η Γιαννακοπούλου τον πλησίασε, προσπάθησε να του μιλήσει, αλλά εκείνος της γύρισε την πλάτη. Τον πυροβόλησε οκτώ φορές.
Συνελήφθη δύο μέρες μετά έξω από μοναστήρι στη Μάνδρα Αττικής, φορώντας ξανθιά περούκα και μεγάλα μαύρα γυαλιά. Μετά από 13 χρόνια εγκλεισμού στις φυλακές της Θήβας, η Κάτια Γιαννακοπούλου αποφυλακίστηκε ακριβώς πριν ένα μήνα (13 Αυγούστου 2013) και επέστρεψε στον σύζυγο και το παιδί της.
"Αν ήταν δυνατόν να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς θα το είχα ήδη κάνει", ήταν τα πρώτα της λόγια στον ανακριτή.
Αύγουστος 1992. Οι παιδικοί φίλοι Ασημάκης Κατσούλας και Μανώλης Δημητροκάλης, 21 και 19 αντίστοιχα, που για καιρό κάνουν τελετές μαύρης μαγείας στο Κορωπί και την Παλλήνη, οδηγούν την 14χρονη Θεοδώρα Συροπούλου στη θέση Σέσι στο Κορωπί. Με το πρόσχημα της λευκής μαγείας, τη γδύνουν, τις κλέβουν τα κοσμήματα, τη χτυπούν με ένα ξύλο στο κεφάλι και τη στραγγαλίζουν. Στη συνέχεια καίνε το πτώμα της με βενζίνη.
Οκτώ μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1993, απαγάγουν την υπάλληλο του 'Μ. Βρετανία', Γαρυφαλλιά Γιούργα, ενώ επέστρεφε στο σπίτι της στα Γλυκά Νερά. Παριστάνοντας τους αστυνομικούς, την οδηγούν σε ένα ερημικό σημείο στο Κορωπί, τις περνούν χειροπέδες, τη γδύνουν, τη βιάζουν και αμέσως μετά ο Κατσούλας της πολτοποιεί το κεφάλι με μια πέτρα για να μην αναγνωρίζεται. Η αστυνομία συνέλαβε και τη 18χρονη φίλη του Κατσούλα, Δήμητρα Μαργέτη, με την κατηγορία της συνέργειας.
Η υπόθεση προκάλεσε δικαστικά θρίλερ, ενώ τα κανάλια, σε εποχές σχετικά πρωτόγονης κατάστασης χωρίς πολλά γραφικά και μοντερνιές στα δελτία, έκαναν το παν να μας τρομάξουν ακόμα περισσότερο με ρεπορτάζ για τη μαύρη μαγεία, το heavy metal, το Σατανά.
Ο Ασημάκης Κατσούλας ήταν με διαφορά ο μεγαλύτερος εφιάλτης κάθε παιδιού στο πρώτο μισό των 90s. Όνομα χαραγμένο με τον πιο απόκοσμο τρόπο στο μυαλό μας. Κάποιος προκλητικός θα έλεγε "δεν γίνονται τέτοια εγκλήματα σήμερα". Θα είχε δίκιο.
Ο Θεόφιλος Σεχίδης
Στις 19 και 20 Μαΐου 1996, ο 24χρονος φοιτητής Νομικής, Θεόφιλος Σεχίδης, σκοτώνει τον πατέρα, τη μητέρα, την αδελφή, το θείο και τη γιαγιά του στον Λιμένα Θάσου. Στη συνέχεια, τεμαχίζει τα πτώματα -εκτός από αυτό του θείου του- και τα μεταφέρει σε σακούλες στη χωματερή της Καβάλας.
"Ήταν άρρωστοι και ήθελα να τους λυτρώσω", ήταν η βασική δήλωση του δράστη που έπαιζαν τα κανάλια στην εισαγωγή του για το 'έγκλημα που έχει συγκλονίσει το πανελλήνιο'. Ο Σεχίδης είπε κι άλλα. "Ήθελαν να με βγάλουν από τη μέση και πρόλαβα να τους σκοτώσω πρώτος. Υπήρχε συνωμοσία σε βάρος μου. Βρισκόμουν εν αμύνη. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί. Τους ξέκανα, για να μην με ξεκάνουν".
Ο Σεχίδης μονοπώλησε το ενδιαφέρον των media με την άκρως εμπορική -τότε και πάντα- σχιζοειδή του προσωπικότητα και τα ευρήματα της αστυνομίας που γέμιζαν δελτία ολόκληρα.
Διαβατήριο για να μείνουμε άυπνοι φοβούμενοι μια πιθανή απόδραση του Σεχίδη από το Ψυχιατρείο Κρατουμένων των Φυλακών Κορυδαλλού που κρατείται μέχρι σήμερα ήταν κάτι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες όπως το τεράστιο 'Λάθος' που βρέθηκε γραμμένο με μπογιά στο σπίτι του.
Η απόλυτη ανατριχίλα (μέχρι τρέμουλου και δακρύων) είναι η επιστολή που δημοσιεύτηκε λίγες εβδομάδες μετά στις εφημερίδες. Ήταν μια επιστολή που είχε στείλει ο Σεχίδης στον θείο του Βασίλη, ένα χρόνο πριν τον δολοφονήσει (σ.σ. ο θείος του διέμενε μόνιμα στο Βέλγιο).
Μεταξύ άλλων, η επιστολή έγραφε:
"Μην έχεις ποτέ σου τύψεις για το ότι με χτύπησες. Έτσι ΕΠΡΕΠΕ να γίνει. Εγώ ο ίδιος το προκάλεσα επίτηδες και σου ζήτησα συγνώμη που σε χρησιμοποίησα μ’ αυτόν τον τρόπο αλλά ήταν κι αυτό μέσα στο σχέδιό μου(...) Μην σε ανησυχεί λοιπόν, και σου ζητώ ΣΥΓΓΝΩΜΗ για τους λόγους που θα σου ήταν αδύνατο να κατανοήσεις. Και όμως το παρατράβηξες. Σου έλεγα 'φτάνει τώρα, εντάξει' καθώς είχε επιτευχθεί ο σκοπός ΜΟΥ αλλά εσύ συνέχιζες. Δεν μπορεί, κάποιο σφάλμα θα έγινε στα άστρα που κυβερνάω, κάποια επιπλοκή. Με ΑΓΑΠΗ ο ανεψιός σου. Στον αγαπημένο μου θείο τον παλληκαρά που τα βάζη με τους υποσητιζόμενους. Εγώ όμως σε ΑΓΑΠΩ. (το περίστροφο της φωτογραφίας είναι ψεύτικο, μη φοβάσαι)".
Μαζί με την επιστολή, ο Θεόφιλος είχε στείλει μια παιδική του φωτογραφία, όπου κρατούσε ένα πιστόλι και ήταν ντυμένος καουμπόης.
Ο Μανώλης Δουρής
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1994, ο Μανώλης Δουρής προσέρχεται στο Α.Τ. της Ερμιόνης και δηλώνει την εξαφάνιση του του 6χρονου γιου του Νίκου. Η τηλεόραση βάζει την αγωνία σε όλα τα ρεβεγιόν της χώρας, ενώ η πρώτη μέρα του 1994 βρίσκει τους τηλεθεατές σε πένθος, καθώς ο πατέρας βρίσκει νεκρό το παιδί σε έναν μαντρότοιχο πίσω από το σπίτι της οικογένειας. Ο μικρός Νίκος ήταν κακοποιημένος σεξουαλικά.
Τα κανάλια στέλνουν τα συνεργεία τους στην Ερμιόνη ώσπου να εξιχνιαστεί το έγκλημα, οι γονείς δεν αφήνουν τα παιδιά τους να κυκλοφορούν μόνα στους δρόμους, ενώ ο Δουρής πέφτει σε απανωτές αντιφάσεις στις καταθέσεις του. Με τα πολλά, ομολογεί ότι βίασε και σκότωσε το παιδί του. Η ατάκα που έκοψε τα πόδια του πλήθους: "Με έπιαναν κρίσεις και δεν έβλεπα μπροστά μου. Ο καθένας στη θέση μου μπορεί να έκανε το ίδιο".
Η λαϊκή οργή για τον Δουρή είναι τόσο διάχυτη που ακόμα και άλλοι φυλακισμένοι του επιτίθενται σε κλούβες, στη φυλακή, σε κάθε ευκαιρία. Κανείς δεν συγχωρεί έναν πατέρα που βίασε και σκότωσε το παιδί του.
Όταν ξεκινάει η δίκη, ο Μανώλης Δουρής αρνείται την ενοχή του και κατονομάζει τη σύζυγο του και τον εραστή της ως δράστες. Ο Δουρής δεν ζητά πια από τους αστυνομικούς να τον βασανίζουν μέχρι να πεθάνει.
Σύμφωνα με δηλώσεις του καθηγητή Εγκληματολογίας Γιάννη Πανούση στην 'Ελευθεροτυπία' (σ.σ. θα τον συναντούσα αργότερα ως φοιτητής στο τμήμα ΕΜΜΕ του Καποδιστριακού, αλλά δεν θα τον ρωτούσα σχετικά), "η πραγματογνωμοσύνη των εγκληματολογικών εργαστηρίων θέτει εν αμφιβόλω την ταυτότητα του δολοφόνου του παιδιού. Μπορεί να είναι άλλος ο βιαστής και άλλος ο δολοφόνος".
Ο Δουρής δεν έπεισε, καταδικάστηκε σε ισόβια και στις 25 Φεβρουαρίου 1996 αυτοκτόνησε με ένα καλώδιο τηλεόρασης που είχε κρύψει στα ρούχα του στις εξωτερικές τουαλέτες των φυλακών Τρίπολης.
Η 'φαρμακούλα' Μαρία Σαμπανιώτη
"Μου έκανε εντύπωση που το χρώμα του ψωμιού ήταν μπλε και φούσκωσε πάρα πολύ. Ήθελε να μας δηλητηριάσει γιατί δεν θέλαμε την κόρη της για νύφη", δήλωνε η Ελένη Μουστοπούλου στο δικαστήριο, κατά τη διάρκεια της δίκης της Μαρίας Σαμπανιώτη, η οποία πρόσφερε ζύμη για τηγανόψωμα, ποτισμένη με παραθείο σε δυο γειτόνισσες. Η μία ήταν η Ελένη Μουστοπούλου, η άλλη ήταν η Ειρήνη Κληματσά.
Το φονικό 'δώρο' της Σαμπανιώτη οδήγησε σε 7 δηλητηριάσεις, οι 3 εκ των οποίων είχαν τραγικό τέλος. Σύμφωνα με τις αστυνομικές έρευνες, η 'φόνισσα με τα τηγανόψωμα' (όπως οργίασαν οι εφημερίδες της εποχής) ήθελε να εκδικηθεί τις δύο οικογένειες, γιατί ήθελε να παντρέψει την κόρη της με τους γιους των Μουστοπούλου και Κληματσά και εκείνες αρνήθηκαν.
Το προσωνύμιο 'φαρμακούλα' κατοχυρώθηκε ήδη από την πρώτη δίκη της υπόθεσης, όταν το ακροατήριο άρχισε να τη φωνάζει έτσι με το που μπήκε στην αίθουσα του δικαστηρίου. Με ψήφους 6-1, η Σαμπανιώτη κρίθηκε ένοχη και καταδικάστηκε σε τρεις φορές ισόβια και επιπλέον 25 χρόνια κάθειρξη για τέσσερις απόπειρες ανθρωποκτονιών.
Εδώ και δύο χρόνια, η Μαρία Σαμπανιώτη έχει αποφυλακιστεί μετά από 19 χρόνια κάθειρξης. Λίγες μέρες μετά την αποφυλάκιση, μίλησε στο Πρώτο Θέμα και υποστήριξε ξανά ότι κάποιος πότισε τη ζύμη με δηλητήριο ενώ έλειπε από το σπίτι.
Στην ερώτηση αν τη φοβούνταν οι κρατούμενες στις γυναικείες φυλακές του Κορυδαλλού, η ίδια απάντησε: "Α πα πα πα! Ποια να φοβηθεί εμένα; Εγώ όταν ήμουν καλά, τους μαγείρευα εκεί πέρα. Εμένα όχι μόνο δεν με φοβούνταν, αλλά έτρωγαν από το φαγητό μου. Ακόμα και αντίδωρο από την εκκλησία να έπαιρνα, μου το ζητούσαν και εκείνο. Οτιδήποτε".
Να προσέχεις το μπλε ψωμί λοιπόν. Και το παραφουσκωμένο. Ή μην ξαναφάς ψωμί τέλος πάντων. Δεν ξέρω, ό,τι νομίζεις.
Ο Σορίν Ματέι
Σεπτέμβριος 1998. Ο Ρουμάνος δραπέτης Σορίν Ματέι εισβάλλει στο διαμέρισμα της οδού Νιόβης στα Κάτω Πατήσια και κρατά ομήρους τους τέσσερις ενοίκους με την απειλή χειροβομβίδας. Στις 7, ο Ματέι τηλεφωνεί στον ΣΚΑΪ και ζητά να συνδεθεί με τον Νίκο Ευαγγελάτο. Για τέσσερις ώρες, όλη η Ελλάδα (ΟΛΗ Η ΕΛΛΑΔΑ) παρακολουθεί τη δραματική συνομιλία.
Η τραγική κατάληξη (λάθος χειρισμός της αστυνομίας, που εισέβαλε στο σπίτι πεπεισμένη ότι η χειροβομβίδα που κρατούσε ο Ματέι ήταν ψεύτικη) είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο της Αμαλίας Γκινάκη και τον τραυματισμό του Ματέι, που είχε απελευθερώσει νωρίτερα τον αδερφό της, Βαγγέλη και τη μητέρα της Σουλτάνα. Ο αρραβωνιαστικός της Αμαλίας Γκινάκη, Απόστολος Μακρινός, πρόλαβε να διασωθεί από την αστυνομία πριν εκραγεί η χειροβομβίδα.
Δεν υπάρχουν πολλά πιο θλιβερά και σοκαριστικά βίντεο από το παρακάτω. Για πρώτη φορά στα χρονικά, μια τόσο σημαντική αστυνομική υπόθεση έγινε στον τηλεοπτικό 'αέρα'.
Ο κατά παραγγελία δολοφόνος Ματθαίος Μονσελάς
19 χρόνια πριν, σε μια υπόθεση που 'γονάτισε' τα δικαστήρια, ο Ματθαίος Μονσελάς δολοφονεί την 40χρονη οδοντίατρο Γεωργία Βαγενά μετά από παράκληση της ίδιας, επειδή δεν μπορούσε να διαχειριστεί την εξωσυζυγική σχέση του άντρα της.
Ο Μονσελάς δούλευε σε ένα πάρκινγκ απέναντι από το οδοντιατρείο της Βαγενά, στο οποίο άφηνε το αυτοκίνητό της. Οι δυο τους γνωρίστηκαν και δέθηκαν με μια περίεργη φιλία και συνήθιζαν να κάνουν βόλτες με το αυτοκίνητο, με τη Βαγενά να του μιλά συνέχεια για το πόσο αγαπά τον άντρα της και για την απόφασή της να σκοτωθεί.
"Μια μέρα μου έδειξε και ένα περίστροφο με σφαίρες. Της το πήρα για να μην κάνει κανένα κακό. Είχα κουραστεί να την ακούω να μου μιλά για τον άντρα της", είπε στην απολογία του.
Στις 11 Ιανουαρίου 1994, ο Μονσελάς πυροβόλησε τρεις φορές τη Βαγενά, η μία σφαίρα βρήκε το σώμα της και ο ίδιος καταδικάστηκε σε κάθειρξη 12 ετών και 6 μηνών, αναγνωρίζοντας του το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου.
Η Κάτια Γιαννακοπούλου
Κατακαλόκαιρο του 1997 και η είδηση ότι 'γυναίκα δολοφόνησε αρχιμανδρίτη' έξω από το σπίτι του στη Νέα Σμύρνη προκαλεί μεγάλη αίσθηση στην κοινή γνώμη. Μετά από μια 7χρονη σχέση απόλυτου πάθους, 42χρονη Κάτια Γιαννακοπούλου, παντρεμένη και με έναν γιο 18 ετών, δολοφονεί τον 59χρονο εραστή της, αρχιμανδρίτη Άνθιμο Ελευθεριάδη.
Το όπλο του εγκλήματος το είχε αγοράσει έναν μήνα πριν από την Ομόνοια και ο λόγος του φονικού ήταν η απόφαση του αρχιμανδρίτη να διακόψει τις ερωτικές (και αργότερα οικονομικές) σχέσεις του μαζί της. Η ίδια, το πρωινό της δολοφονίας, τον περίμενε δύο ώρες έξω από το σπίτι του. Μόλις βγήκε ο Ελευθεριάδης , η Γιαννακοπούλου τον πλησίασε, προσπάθησε να του μιλήσει, αλλά εκείνος της γύρισε την πλάτη. Τον πυροβόλησε οκτώ φορές.
Συνελήφθη δύο μέρες μετά έξω από μοναστήρι στη Μάνδρα Αττικής, φορώντας ξανθιά περούκα και μεγάλα μαύρα γυαλιά. Μετά από 13 χρόνια εγκλεισμού στις φυλακές της Θήβας, η Κάτια Γιαννακοπούλου αποφυλακίστηκε ακριβώς πριν ένα μήνα (13 Αυγούστου 2013) και επέστρεψε στον σύζυγο και το παιδί της.
"Αν ήταν δυνατόν να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς θα το είχα ήδη κάνει", ήταν τα πρώτα της λόγια στον ανακριτή.
.pronews.gr