Την απελευθέρωση της Κοζάνης στις 11 Οκτωβρίου 1912 περιγράφει στο αφήγημά της ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ η διηγηματογράφος Ιουλία Δ. Δραγούμη. Η Ιουλία Δ. Δραγούμη δεν ήταν στην Κοζάνη, όταν απελευθερώθηκε η πόλη, ούτε την επισκέφτηκε ποτέ, η είδηση όμως της απελευθέρωσης μίας πόλης με ακραιφνή ελληνικό πληθυσμό, που πλημμύρισε την αμέσως επόμενη στιγμή ελληνικές σημαίες, τη συγκίνησε ιδιαίτερα και αποφάσισε να γράψει αυτή την ιστορία της. Το...
βιβλίο ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1919 και συγκίνησε από την πρώτη στιγμή με την ακρίβεια των λόγων του και τον πόθο των ηρώων.
Ήρωας της ιστορίας είναι ο ηλικιωμένος, 97χρονος γιατρός Ρήγας που ζει στην Κοζάνη με τη νύφη του και τα εγγόνια του. Ο δικός του γιος, ο Αλέξανδρος, έπεσε νωρίς στον αγώνα για την ελευθερία κι άφησε τον πατέρα του μοναδικό προστάτη της οικογένειας του, που λαχταράει και περιμένει ανυπόμονα, όπως όλοι οι Έλληνες τα χρόνια εκείνα, την ελευθερία. Ο γιατρός ζει με την ελπίδα να πατήσει μία μέρα σε ελεύθερα ελληνικά χώματα. Κι η ευχή του γίνεται πραγματικότητα και στην απελευθέρωση της πόλης, μόλις βλέπει τα ελληνικά στρατεύματα να μπαίνουν νικητές στην Κοζάνη, ο γιατρός Ρήγας πέφτει κάτω νεκρός, μα ευτυχισμένος.
Η Ιουλία Δραγούμη, που ήταν θεία του Ίωνα Δραγούμη και της Ναταλίας Δραγούμη, συζύγου του ήρωα του Μακεδονικού αγώνα, Παύλου Μελά, πέθανε στην Αθήνα το 1937, σε ηλικία 79 χρόνων. Το βιβλίο ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ επανεκδόθηκε το Οκτώβριο του 2008 από τις εκδόσεις ΑΝΩ-ΚΑΤΩ ΤΕΛΕΙΑ σε επιμέλεια Ιωάννη Μ. Τσιομπάνου, που φρόντισε και για τη απόδοση του κειμένου στη νεοελληνική και για το φωτογραφικό υλικό που συνοδεύει την ιστορία.
...........
Έξαφνα τον διέκοψαν καμπάνες.
Απ’ τον Άγιο Δημήτριο στο ύψωμα ως το μικρότερο παρεκκλήσι της Κοζάνης όλες οι καμπάνες διαλαλούσαν τη μεγάλη χαρά.
Η μητέρα του Μάρκου κλονίσθηκε εκεί που στεκόταν και σήκωσε τα χέρια της στο κεφάλι.
- Τι είναι… άρχισε. Μήπως οι Τούρκοι…;
- Οι Τούρκοι! φώναξε ο Μάρκος και τα μάτια του ήταν γεμάτα φωτιά. Οι Τούρκοι έφυγαν. Έφυγαν και φεύγουν. Όλο φεύγουν, όλο πιο μακριά φεύγουν. Να, οι στρατιώτες οι δικοί μας είναι εδώ. Όλοι τρέχουν να τους απαντήσουν. Ακούστε τις καμπάνες. Να! Να! Ακούστε τις φωνές του κόσμου.
Και καθώς χυνόταν βιαστικά τα λόγια από το στόμα του, ο δρόμος απ’ έξω γέμισε με κραυγές χαράς που όλο ερχόταν και πιο κοντά.
Και τότε, εκεί στο σκοτεινό υπόγειο μπροστά στα μάτια τους, έγινε ένα απίστευτο πράμα.
Τα παγωμένα μέλη του γέρου Ρήγα, που τόσα χρόνια είχαν μείνει άχρηστα κι αλύγιστα, έξαφνα από την πολύ μεγάλη χαρά χαλάρωσαν και όλοι τους είδαν το γέρο να σηκώνεται σιγά βέβαια, μα χωρίς δισταγμό από τη θέση του και με μάτια που φαίνονταν να κοιτάζουν κάτι που οι άλλοι δεν έβλεπαν, να προχωρεί με απόφαση προς την πόρτα.
Θαμπωμένος ο Μάρκος πετάχτηκε στο πλευρό του, ενώ η μητέρα του με ορθάνοιχτα τα μάτια έτρεχε να τον βαστάξει απ’ το άλλο, μα ο γέρος μόλις που ακουμπούσε απάνω τους. Αβοήθητος σχεδόν ανέβηκε τις λίγες σκάλες που έβγαιναν απ’ το δρόμο κι εκεί με το ένα χέρι στον ώμο του εγγονού του στάθηκε και περίμενε.
Με τις καμπάνες που χτυπούσαν μέσα στις κραυγές και τους σχεδόν λυγμούς χαράς του κόσμου, τα συντάγματα μας, το ένα πίσω από τ’ άλλο, έμπαιναν στον πλατύ δρόμο
Απ’ όλα τα περιβόλια είχαν κόψει βιαστικά ό,τι φθινοπωρινά λουλούδια έμειναν και το χώμα που πατούσαν οι στρατιώτες ήταν σαν ανοιξιάτικος κάμπος από λουλούδια και φύλλα.
Γέροι κλαίγοντας απ’ τη χαρά τους άρπαζαν και φιλούσαν τα τουφέκια των αντρών. Γυναίκες έπεφταν γονατιστές σα να περνούσε ο Επιτάφιος κι έκαναν το σταυρό τους και μία φώναξε δυνατά:
- Παναγίτσα μου, Παναγίτσα μου! Όνειρο είναι αυτό; Ή αλήθεια το βλέπω;
Και όλο περνούσαν τα συντάγματα κι οι φωνές δεν σταματούσαν.
- Ζήτω τα παλληκάρια μας! Ζήτω ο δοξασμένος ο στρατός μας!
Αξιωματικοί με το σπαθί στο χέρι, με πρόσωπα συγκινημένα χαμογελούσαν και χαιρετούσαν δεξιά κι αριστερά. Σημαίες κυμάτιζαν παντού, σε ψηλά κοντάρια, σε μπαλκόνια και σε κάθε μαγαζάκι. Κάμποσες γυναίκες, που έβρισκαν τίποτε άλλο για να δείξουν τη χαρά τους, ως και τα στέφανά τους είχαν βγάλει απ’ έξω. Από μια πόρτα απάνω είχαν κρεμάσει και μια μεγάλη εικόνα του Παύλου του Μελά και είχαν γράψει από κάτω:
«Για να μη λείψει κι αυτός από το θρίαμβο».
Ο Μητροπολίτης Φώτιος με τα ολόχρυσά του τα άμφια φάνηκε με ακολουθία πολλών παπάδων από τη μεγάλη πόρτα του Αγίου Δημητρίου. Προσπάθησε να προσφωνήσει τους αξιωματικούς και στους στρατιώτες.
- Παιδιά μου, άρχισε. Παιδιά μου. Αυτή η γη της Μακεδονίας, η οποία έχει ποτισθεί με τόσο γενναίο αίμα, χαίρεται σήμερα μαζί μας…
Μα η φωνή του κόπηκε και δεν μπόρεσε να εξακολουθήσει. Σήκωσε μόνο ψηλά τα χέρια του και φώναξε με φωνή που έτρεμε:
- Ζήτω η ελεύθερη Κοζάνη!
Χιλιάδες το ξαναφώναξαν μαζί του, ώσπου τα γυαλιά των παραθύρων έτριζαν.
- Ζήτω η ελεύθερη Κοζάνη! Ζήτωωω!
Εκείνη τη στιγμή, επειδή ο πολύς κόσμος που ερχόταν από το ένα μέρος και ο Μητροπολίτης με τη συνοδεία του από τ’ άλλο είχαν συναντηθεί, ένα από τα συντάγματα έτυχε να σταματήσει εκεί μπροστά από το σπίτι του Ρήγα.
Ένας λοχίας κρατούσε τη σημαία, τη μεγάλη κυανόλευκη σημαία τρυπημένη από τα βόλια.
Ο Μάρκος ένιωσε το χέρι που ακουμπούσε τον ώμο του να τρέμει δυνατά, κι έξαφνα ο γέρος, ο κυρτός αυτός γέρος των ενενήντα επτά χρόνων, σήκωσε ψηλά το άσπρο του κεφάλι και άπλωσε τα χέρια του που έτρεμαν:
- Τη σημαία, φώναξε. Τη σημαία!
Πάρα πολλοί Κοζανίτες γύρισαν και τον είδαν με μεγάλη απορία.
- Ο γιατρός ο Ρήγας! Έλεγαν. Μα πώς είναι δυνατόν;
- Ποιος είναι; Τι θέλει; Ρώτησε ένας νέος αξιωματικός.
- Είναι ο γέρος ο γιατρός ο Ρήγας, καπετάνιε μου, απάντησε ένας που στεκόταν εκεί κοντά.
Τα μάτια του αξιωματικού άναψαν.
- Του Αλέξανδρου του Ρήγα ο πατέρας; ρώτησε.
- Μάλιστα, αυτός είναι.
- Τη σημαία! φώναξε πάλι ο γέρος. Τη σημαία!
Μα η φωνή του έτρεμε πολύ.
Ο αξιωματικός έκανε νόημα στο λοχία και όταν αυτός τον πλησίασε του πήρε τη σημαία απ’ τα χέρια και την έφερε ο ίδιος κοντά στο γέρο Ρήγα, χαιρετώντας τον στρατιωτικά.
Μεγάλη σιωπή έπεσε σε όλους τριγύρω.
Οι άντρες έβγαλαν τα καπέλα τους κι οι γυναίκες έσκυψαν το κεφάλι σα να ήταν σε εκκλησία μέσα.
Ο γέρος άπλωσε το χέρι του κι έπιασε το κοντάρι, έπειτα σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τη σημαία μ’ όλη τη ψυχή του στα μάτια.
- Κύριε, κι η φωνή του ακούονταν από μακριά. Κύριε των Δυνάμεων, σε δοξάζω που μ’ αξίωσες να…
Μα με την τελευταία λέξη το χέρι του άνοιξε, το κεφάλι του έκλινε και θα έπεφτε κάτω, αν ο Μάρκος δεν τον είχε αρπάξει.
Έριξαν αμέσως μανδύες κι επανωφόρια καταγής και σιγά-σιγά τον έγειραν εκεί.
Η νύφη του έβγαλε μια φωνή κι έπεσε γονατιστή στο πλευρό του.
- Αχ! Ήταν πάρα πολύ μεγάλη η χαρά, είπε. Ήταν αδύνατο να μην τον βλάψει.
Ο νέος αξιωματικός έσκυψε και κοίταξε το γέρο που έμενε ακίνητος με χαμόγελο στ’ ανοιχτά του τα χείλια. Έπειτα στάθηκε όρθιος κι σήκωσε το πηλήκιο του.
- Τίποτα δεν μπορεί πια να τον βλάψει, είπε. Μα να μην τον κλάψει κανείς. Ο Θεός ας μας χαρίσει σε όλους έναν τέτοιο ωραίο θάνατο».
Ήρωας της ιστορίας είναι ο ηλικιωμένος, 97χρονος γιατρός Ρήγας που ζει στην Κοζάνη με τη νύφη του και τα εγγόνια του. Ο δικός του γιος, ο Αλέξανδρος, έπεσε νωρίς στον αγώνα για την ελευθερία κι άφησε τον πατέρα του μοναδικό προστάτη της οικογένειας του, που λαχταράει και περιμένει ανυπόμονα, όπως όλοι οι Έλληνες τα χρόνια εκείνα, την ελευθερία. Ο γιατρός ζει με την ελπίδα να πατήσει μία μέρα σε ελεύθερα ελληνικά χώματα. Κι η ευχή του γίνεται πραγματικότητα και στην απελευθέρωση της πόλης, μόλις βλέπει τα ελληνικά στρατεύματα να μπαίνουν νικητές στην Κοζάνη, ο γιατρός Ρήγας πέφτει κάτω νεκρός, μα ευτυχισμένος.
Η Ιουλία Δραγούμη, που ήταν θεία του Ίωνα Δραγούμη και της Ναταλίας Δραγούμη, συζύγου του ήρωα του Μακεδονικού αγώνα, Παύλου Μελά, πέθανε στην Αθήνα το 1937, σε ηλικία 79 χρόνων. Το βιβλίο ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ επανεκδόθηκε το Οκτώβριο του 2008 από τις εκδόσεις ΑΝΩ-ΚΑΤΩ ΤΕΛΕΙΑ σε επιμέλεια Ιωάννη Μ. Τσιομπάνου, που φρόντισε και για τη απόδοση του κειμένου στη νεοελληνική και για το φωτογραφικό υλικό που συνοδεύει την ιστορία.
...........
Έξαφνα τον διέκοψαν καμπάνες.
Απ’ τον Άγιο Δημήτριο στο ύψωμα ως το μικρότερο παρεκκλήσι της Κοζάνης όλες οι καμπάνες διαλαλούσαν τη μεγάλη χαρά.
Η μητέρα του Μάρκου κλονίσθηκε εκεί που στεκόταν και σήκωσε τα χέρια της στο κεφάλι.
- Τι είναι… άρχισε. Μήπως οι Τούρκοι…;
- Οι Τούρκοι! φώναξε ο Μάρκος και τα μάτια του ήταν γεμάτα φωτιά. Οι Τούρκοι έφυγαν. Έφυγαν και φεύγουν. Όλο φεύγουν, όλο πιο μακριά φεύγουν. Να, οι στρατιώτες οι δικοί μας είναι εδώ. Όλοι τρέχουν να τους απαντήσουν. Ακούστε τις καμπάνες. Να! Να! Ακούστε τις φωνές του κόσμου.
Και καθώς χυνόταν βιαστικά τα λόγια από το στόμα του, ο δρόμος απ’ έξω γέμισε με κραυγές χαράς που όλο ερχόταν και πιο κοντά.
Και τότε, εκεί στο σκοτεινό υπόγειο μπροστά στα μάτια τους, έγινε ένα απίστευτο πράμα.
Τα παγωμένα μέλη του γέρου Ρήγα, που τόσα χρόνια είχαν μείνει άχρηστα κι αλύγιστα, έξαφνα από την πολύ μεγάλη χαρά χαλάρωσαν και όλοι τους είδαν το γέρο να σηκώνεται σιγά βέβαια, μα χωρίς δισταγμό από τη θέση του και με μάτια που φαίνονταν να κοιτάζουν κάτι που οι άλλοι δεν έβλεπαν, να προχωρεί με απόφαση προς την πόρτα.
Θαμπωμένος ο Μάρκος πετάχτηκε στο πλευρό του, ενώ η μητέρα του με ορθάνοιχτα τα μάτια έτρεχε να τον βαστάξει απ’ το άλλο, μα ο γέρος μόλις που ακουμπούσε απάνω τους. Αβοήθητος σχεδόν ανέβηκε τις λίγες σκάλες που έβγαιναν απ’ το δρόμο κι εκεί με το ένα χέρι στον ώμο του εγγονού του στάθηκε και περίμενε.
Με τις καμπάνες που χτυπούσαν μέσα στις κραυγές και τους σχεδόν λυγμούς χαράς του κόσμου, τα συντάγματα μας, το ένα πίσω από τ’ άλλο, έμπαιναν στον πλατύ δρόμο
Απ’ όλα τα περιβόλια είχαν κόψει βιαστικά ό,τι φθινοπωρινά λουλούδια έμειναν και το χώμα που πατούσαν οι στρατιώτες ήταν σαν ανοιξιάτικος κάμπος από λουλούδια και φύλλα.
Γέροι κλαίγοντας απ’ τη χαρά τους άρπαζαν και φιλούσαν τα τουφέκια των αντρών. Γυναίκες έπεφταν γονατιστές σα να περνούσε ο Επιτάφιος κι έκαναν το σταυρό τους και μία φώναξε δυνατά:
- Παναγίτσα μου, Παναγίτσα μου! Όνειρο είναι αυτό; Ή αλήθεια το βλέπω;
Και όλο περνούσαν τα συντάγματα κι οι φωνές δεν σταματούσαν.
- Ζήτω τα παλληκάρια μας! Ζήτω ο δοξασμένος ο στρατός μας!
Αξιωματικοί με το σπαθί στο χέρι, με πρόσωπα συγκινημένα χαμογελούσαν και χαιρετούσαν δεξιά κι αριστερά. Σημαίες κυμάτιζαν παντού, σε ψηλά κοντάρια, σε μπαλκόνια και σε κάθε μαγαζάκι. Κάμποσες γυναίκες, που έβρισκαν τίποτε άλλο για να δείξουν τη χαρά τους, ως και τα στέφανά τους είχαν βγάλει απ’ έξω. Από μια πόρτα απάνω είχαν κρεμάσει και μια μεγάλη εικόνα του Παύλου του Μελά και είχαν γράψει από κάτω:
«Για να μη λείψει κι αυτός από το θρίαμβο».
Ο Μητροπολίτης Φώτιος με τα ολόχρυσά του τα άμφια φάνηκε με ακολουθία πολλών παπάδων από τη μεγάλη πόρτα του Αγίου Δημητρίου. Προσπάθησε να προσφωνήσει τους αξιωματικούς και στους στρατιώτες.
- Παιδιά μου, άρχισε. Παιδιά μου. Αυτή η γη της Μακεδονίας, η οποία έχει ποτισθεί με τόσο γενναίο αίμα, χαίρεται σήμερα μαζί μας…
Μα η φωνή του κόπηκε και δεν μπόρεσε να εξακολουθήσει. Σήκωσε μόνο ψηλά τα χέρια του και φώναξε με φωνή που έτρεμε:
- Ζήτω η ελεύθερη Κοζάνη!
Χιλιάδες το ξαναφώναξαν μαζί του, ώσπου τα γυαλιά των παραθύρων έτριζαν.
- Ζήτω η ελεύθερη Κοζάνη! Ζήτωωω!
Εκείνη τη στιγμή, επειδή ο πολύς κόσμος που ερχόταν από το ένα μέρος και ο Μητροπολίτης με τη συνοδεία του από τ’ άλλο είχαν συναντηθεί, ένα από τα συντάγματα έτυχε να σταματήσει εκεί μπροστά από το σπίτι του Ρήγα.
Ένας λοχίας κρατούσε τη σημαία, τη μεγάλη κυανόλευκη σημαία τρυπημένη από τα βόλια.
Ο Μάρκος ένιωσε το χέρι που ακουμπούσε τον ώμο του να τρέμει δυνατά, κι έξαφνα ο γέρος, ο κυρτός αυτός γέρος των ενενήντα επτά χρόνων, σήκωσε ψηλά το άσπρο του κεφάλι και άπλωσε τα χέρια του που έτρεμαν:
- Τη σημαία, φώναξε. Τη σημαία!
Πάρα πολλοί Κοζανίτες γύρισαν και τον είδαν με μεγάλη απορία.
- Ο γιατρός ο Ρήγας! Έλεγαν. Μα πώς είναι δυνατόν;
- Ποιος είναι; Τι θέλει; Ρώτησε ένας νέος αξιωματικός.
- Είναι ο γέρος ο γιατρός ο Ρήγας, καπετάνιε μου, απάντησε ένας που στεκόταν εκεί κοντά.
Τα μάτια του αξιωματικού άναψαν.
- Του Αλέξανδρου του Ρήγα ο πατέρας; ρώτησε.
- Μάλιστα, αυτός είναι.
- Τη σημαία! φώναξε πάλι ο γέρος. Τη σημαία!
Μα η φωνή του έτρεμε πολύ.
Ο αξιωματικός έκανε νόημα στο λοχία και όταν αυτός τον πλησίασε του πήρε τη σημαία απ’ τα χέρια και την έφερε ο ίδιος κοντά στο γέρο Ρήγα, χαιρετώντας τον στρατιωτικά.
Μεγάλη σιωπή έπεσε σε όλους τριγύρω.
Οι άντρες έβγαλαν τα καπέλα τους κι οι γυναίκες έσκυψαν το κεφάλι σα να ήταν σε εκκλησία μέσα.
Ο γέρος άπλωσε το χέρι του κι έπιασε το κοντάρι, έπειτα σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τη σημαία μ’ όλη τη ψυχή του στα μάτια.
- Κύριε, κι η φωνή του ακούονταν από μακριά. Κύριε των Δυνάμεων, σε δοξάζω που μ’ αξίωσες να…
Μα με την τελευταία λέξη το χέρι του άνοιξε, το κεφάλι του έκλινε και θα έπεφτε κάτω, αν ο Μάρκος δεν τον είχε αρπάξει.
Έριξαν αμέσως μανδύες κι επανωφόρια καταγής και σιγά-σιγά τον έγειραν εκεί.
Η νύφη του έβγαλε μια φωνή κι έπεσε γονατιστή στο πλευρό του.
- Αχ! Ήταν πάρα πολύ μεγάλη η χαρά, είπε. Ήταν αδύνατο να μην τον βλάψει.
Ο νέος αξιωματικός έσκυψε και κοίταξε το γέρο που έμενε ακίνητος με χαμόγελο στ’ ανοιχτά του τα χείλια. Έπειτα στάθηκε όρθιος κι σήκωσε το πηλήκιο του.
- Τίποτα δεν μπορεί πια να τον βλάψει, είπε. Μα να μην τον κλάψει κανείς. Ο Θεός ας μας χαρίσει σε όλους έναν τέτοιο ωραίο θάνατο».