Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2019

Γιατί οι Κύπριοι έχουν ίδιο όνομα και επίθετο; Η επιστημονική εξήγηση



Αν ξεκινήσεις να πληκτρολογείς στην μηχανή αναζήτησης της google την λέξη «Κύπριοι» η πρώτη αυτόματη επιλογή που δημιουργείται για να επιλέξεις είναι η φράση «γιατί οι Κύπριοι έχουν το ίδιο όνομα και επίθετο». Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές όλοι έχουμε αναρωτηθεί για την γλωσσική προέλευση ονοματεπώνυμων της μεγαλονήσου όπως Γιώργος Γεωργίου, Γιάννης Μιχαήλ, Χριστόδουλος Χριστοδούλου, Ανδρέας Γεωργιάδης ή Δημήτρης Αβραάμ.

Τις... 
 




απαντήσεις μάς δίνει η ονοματολογία, ένας κλάδος της γλωσσολογίας που έχει ως αντικείμενο έρευνας την ιστορία και την προέλευση ονομάτων και επωνύμων. Κι επειδή, οι λέξεις έχουν την δική τους ιστορία, έχει ιδιαίτερη αξία η σημασία της μελέτης των ονομάτων και των επωνύμων για λόγους κοινωνικούς, ιστορικούς, εθνολογικούς και λαογραφικούς.

Έτσι, θα διερευνήσουμε την πολυμορφία της Κυπριακής Ονοματολογίας η οποία αποτυπώνει τον βίο ενός λαού, την ιστορική του συνέχεια, τις παραδόσεις, την σύσταση του πληθυσμού και τον πολιτισμό του. «Η πάροδος του χρόνου εξαιτίας της αύξησης των μελών των κοινοτήτων δημιούργησε την ανάγκη για να ενισχυθεί το όνομα με την προσθήκη του επωνύμου ή παρωνυμίου» μου λέει ο πρώην Γενικός Επιθεωρητής Μέσης Εκπαίδευσης και τ. Σχολικός Σύμβουλος, Ανδρέας Κολίτσης και προσθέτει: «πολλές φορές τα παιδιά γράφονταν στα ληξιαρχικά βιβλία με το επώνυμο του πατέρα ή βαφτίζονταν με το όνομα του πατέρα τους σε κλίση γενική».

Πράγματι, αυτός ήταν ένας κανόνας που χρησιμοποιήθηκε αρκετά και από τους περισσότερους Κυπρίους κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος της αγγλοκρατίας. Αυτά είναι τα λεγόμενα πατρωνυμικά επώνυμα τα οποία έχουν για ρίζα τους βαφτιστικά ονόματα και μαζί με τα «παρατσούκλια» αποτελούν το συχνότερο είδος των οικογενειακών ονομάτων. «Τα κύρια ονόματα και επώνυμα των Κυπρίων διακρίνονται από μεγάλη ποικιλία και αν μπορούσαμε να τα κατηγοριοποιήσουμε θα λέγαμε ότι προέρχονται από: ονόματα προερχόμενα από τον εκκλησιαστικό κύκλο, αρχαία ελληνικά, ονόματα βυζαντινών προσωπικοτήτων, ξένα ονόματα, ελεύθερης αντίληψης χωρίς καμία επίδραση, επώνυμα εξ επαγγέλματος, προερχόμενα από κύρια ονόματα ή εκ παρωνυμίων.

Για παράδειγμα, συναντάμε επώνυμα στην Κύπρο που υποδηλώνουν αυτόν που προερχόταν εκτός Κύπρου, όπως Μισιρλής (ο εξ Αιγύπτου), Σκοπελίτης, Φράγκος ή Περατικός δηλαδή αυτός που ερχόταν «από πέρα». Επίσης, συναντάμε επώνυμα που οφείλονται σε επαγγελματικό λόγο όπως Βιολάρης, Αλευράς, Ιατρίδης, Μεταξάς, Μαραγκός, Σαράφης ή επώνυμα που προέρχονται από εκκλησιαστικό τίτλο όπως Πρωτοπαπάς, Πρωτοψάλτης, Παπαδάκης ή Ψάλτης», υποστηρίζει ο κ. Κολίτσης. Η ονοματολογία είναι ένας κλάδος της Γλωσσολογίας σχετικά ανεξερεύνητος;, ρωτώ τον συγγραφέα, Γιώργο Αθανασιάδη ο οποίος έχει ασχοληθεί συστηματικά με την Κυπριακή Ονοματολογία.

Ονοματολογία είναι μια σχετικά νέα επιστήμη. Αν και θεωρείται τμήμα της Γλωσσολογίας εντούτοις απαιτεί, πέρα από τη μελέτη της γλώσσας και της γλωσσολογικής ανάπτυξης του κοινωνικού συνόλου που μελετάται, και μια βαθειά γνώση της ιστορίας του τόπου, της γεωγραφίας του, της θρησκείας και των θρησκευτικών του δοξασιών, της λαογραφίας του και γενικότερα όσων πιο πολλών στοιχείων συνέβαλαν στην πολιτιστική εξέλιξη και γενική διαμόρφωση του κοινωνικού συνόλου.

Αλλά και αντίθετα, η ονοματολογική μελέτη ενός κοινωνικού συνόλου συμβάλλει σε μια πιο πλήρη κατανόηση της ιστορικής πορείας του συνόλου, των ηθών και εθίμων του, της λαογραφίας του και της εξέλιξης και διαμόρφωσης του γλωσσικού του ιδιώματος. Η Ονοματολογία χωρίζεται σε δυο βασικούς κλάδους- την Τοπωνυμία και την Ανθρωπονυμία. Στη δεύτερη κατηγορία χωρίζονται και πάλι στα Βαφτιστικά/Δοτά/Πρώτα ή Χριστιανικά ονόματα και τα Επώνυμα/Επίθετα/Δεύτερα ή Οικογενειακά Ονόματα. Με τα δοτά μας ονόματα έχουν ασχοληθεί πολλοί μιας και αυτά είναι ή Αρχαία Ελληνικά ή Χριστιανικά. Τα πλείστα των οικογενειακών μας ονομάτων είναι τα λεγόμενα «πατρωνυμικά» επίθετα που βασίζονται στο όνομα του πατέρα που κι αυτά προϋποθέτουν ένα βαφτιστικό όνομα. Οι Κύπριοι χρησιμοποιούσαν επώνυμα από τον 5ο π. Χ αιώνα στην ίδια ακριβώς βάση με την κλασική Ελλάδα.

Έτσι, ενώ στην Αθήνα αναφέρεται ο Περικλής Ξανθίππου στην Κύπρο του 3ου- 5ου αιώνα αναφέρονται ο Αριστοκράτης Πνυταγόρου, ο Αριστόμαχος Κριτοδήμου και ο Πύθων Αριστοκράτους. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι, ενώ στον υπόλοιπο Ελλαδικό χώρο τα πατρωνυμικά απέβαλαν τη γενική προς χάριν της ονομαστικής του οικογενειακού πλέον επωνύμου, οι Κύπριοι διατήρησαν και εξακολουθούν να διατηρούν σε πολύ μεγάλο βαθμό και σήμερα τη γενική των επωνύμων όπως Δημητρίου, Αντωνίου, Γεωργίου.

Επιπρόσθετα, δεν αληθεύει πως οι Άγγλοι επέβαλαν το σύστημα αυτό στους Κυπρίους για δικούς τους λόγους. Ας μη ξεχνούμε πως η επίσημη Βρετανική κυριαρχία στην Κύπρο ξεκίνησε μόλις το 1925. Επίσης, οι Τούρκοι, που επίσημα διοικήσαν την Κύπρο από το 1571 μέχρι τότε ήταν ο τελευταίος λαός που απέκτησε επώνυμα/οικογενειακά ονόματα το 1934. Οι Άγγλοι απλώς κατέγραψαν τα επώνυμα των Κυπρίων όταν άρχισαν να τους εκδίδουν ταυτότητες», απαντά. Όταν οι Άγγλοι αποφάσισαν να εκδώσουν ταυτότητες στους Κυπρίους το δελτίο ταυτότητας σχεδιάστηκε με τα απαιτούμενα στοιχεία ως- Επίθετο, Όνομα, Όνομα πατριός και Όνομα μητρός. Μέχρι τότε οι Κύπριοι είχαν ως επίθετο το όνομα του πατέρα τους. Λόγο του σχεδιασμού, λοιπόν, του δελτίου ταυτότητας, τούς ζητήθηκε να υιοθετήσουν το όνομα του παππού ως επίθετο μιας και το όνομα πατρός αναφερόταν σε άλλο σημείο. Στην Κύπρο, όπως και σε ολόκληρο σχεδόν τον Ελληνικό χώρο επικρατούσε και επικρατεί το έθιμο να δίνεται το όνομα του πατρικού παππού στον πρωτότοκο γιο. Έτσι ο Αντρέας του Γιάννη που πήρε το όνομα του παππού του Αντρέα κατέληξε να είναι ο Αντρέας Αντρέου ή ο Αντρέας Ιωάννου Αντρέου ή ακόμα ο Αντρέας Ι. Αντρέου.

Από πού λοιπόν προέρχονται τα Κυπριακά επίθετα και ποιοι παράγοντες συνέβαλλαν στην επικράτηση τους; Τα ονόματα εβραϊκής προέλευσης που μπήκαν στη γλώσσα και την κοινωνία των Ελλήνων της Κύπρου προήλθαν αποκλειστικά από την Αγία Γραφή τόσο την Παλαιά όσο και την Καινή Διαθήκη. Ο Χριστιανισμός άρχισε να διδάσκεται στην Κύπρο από το 33μ.Χ αν και πραγματικά απλώθηκε και ρίζωσε με την περιοδεία του Παύλου και Βαρνάβα και αργότερα του Μάρκου.

Χριστιανική Εκκλησία της Κύπρου ιδρύθηκε το 45 μ.Χ από τον Απόστολο Βαρνάβα. Όσα λοιπόν ονόματα Εβραϊκής προέλευσης συναντούμε στην Κύπρο ήταν αποτέλεσμα του εκχριστιανισμού των Κυπρίων οι οποίοι με ευλάβεια πλέον υιοθέτησαν τα ονόματα από την Αγία Γραφή όχι γιατί αντιλαμβάνονται την ετυμολογία των ονομάτων αυτών αλλά απλώς γιατί αναφέρονται στα ιερά κείμενα και ανήκουν σε θεάρεστα πρόσωπα. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο το ότι τα ονόματα αυτά παρέμειναν ως επί το πλείστον αναλλοίωτα όπως Αβραάμ, Ισαάκ, Δανιήλ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον συγκεντρώνουν τα διάφορα παραγωγικά προθήματα ή επιθήματα που δέχονται τα Κυπριακά πατρωνυμικά επώνυμα από την ελληνική αλλά όχι μόνο. Πιο συχνά τα «παπα- (Παπαγιάννης, Παπαντρέας) και «χατζη-(Χατζηβασίλης, Χατζηγιώρκης) αλλά και «καρα- (Καραγιάννης) από το τουρκικό kara=μαύρος. Διάφορες ιταλικές καταλήξεις από την ενετοκρατική περίοδο του νησιού παρέμειναν ως επιθήματα σε κυπριακά επώνυμα όπως Γιακουμεττής, Πιερέττης, Γιωρκαλλέττος, Παναούτσιος, Γιώρκατσος, Αντωνάτζιης, Δημητράκκος, Γιωρκαλλής. Αξίζει να πούμε εδώ και την περίπτωση του επιθήματος «-αδης» και «-ίδης». Τα αρχαία ελληνικά αυτά επιθήματα (Πηλείδης, Κρονίδης, Ασκληπιάδης, Λαερτιάδης) διασώθηκαν κυρίως στον Πόντο και άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας. Όταν στα τέλη του 19ου αιώνα άρχισαν να καταφθάνουν στην Κύπρο οι πρώτοι Έλληνες δάσκαλοι μα και εύποροι έμποροι από τη Μικρά Ασία όλοι σχεδόν με επώνυμα σε –ίδης και -άδης οι Κύπριοι είδαν τους ανθρώπους αυτούς σαν μοντέλα επιτυχίας και κοινωνικής ανέλιξης. Όταν λοιπόν ο Κύπριος πετύχαινε στις δουλειές του και αποκτούσε χρήμα ή κατάφερνε να σπουδάσει τα παιδιά του προσκολλούσε τότε το καταληκτικό στο δικό του όνομα έτσι που ο Αθανάσης γινόταν Αθανασιάδης, ο Αναστάσης Αναστασιάδης. Απόδειξη τούτου και τα καθαρώς κυπριακά παρωνύμια με τα καταληκτικά αυτά όπως Παττιχίδης, Πομιλορίδης, Πουργουρίδης.

Υπάρχει σήμερα στην Κυπριακή ονοματολογία ένας τεράστιος όγκος επωνύμων – οικογενειακών ονομάτων που σχηματίσθηκαν από παρωνύμια που εκφράζουν σωματικές ιδιότητες, εξωτερική εμφάνιση, ικανότητες και ανικανότητες, πνευματικές, ψυχικές και ηθικές ιδιότητες.

Παρωνύμια έχουν χρησιμοποιηθεί από την αρχαιότητα και δια μέσου των αιώνων και συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται και σήμερα σε όλες σχεδόν τις κουλτούρες. Η συνοχή είναι εμφανής. Ο Πλάτων, ο Στράβων, ο Γνάθων, ο Χείλων, ο Οφρυάς και ο Κέφαλος είχαν την ιδία σημασία στην αρχαιότητα με τα ίδια παρωνύμια που σώζονται σήμερα στην Κυπριακή ονοματολογία Πλατύς, Στραβός, Σαουνάς, Χειλάς (Σιειλάς) Φρυδάς και Κεφαλάς. Τα βυζαντινά Μυστάκων, Πωγωνάτος, Στρούθος, Χαμαιλέων και Σκωλήκης είναι τα κυπριακά Μουστακάς, Γενάς, Στρούφος, Χαμολιός και Σκούλουκος. Στο σχηματισμό παρωνυμίων επιστρατεύονται ουσιαστικά, επίθετα, χρώματα, ζώα, πουλιά, ερπετά, δένδρα, θάμνοι, φυτά, άνθη, φαγητά, λαχανικά, φρούτα, γλυκά άλλα στην κυριολεξία τους και άλλα με μεταφορικές έννοιες. Τα παρωνύμια σχηματίζονται από λέξεις που προέρχονται από όλες τις επιδράσεις που δέχθηκε η γλώσσα των Κυπρίων από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα» αναφέρει ο κ. Αθανασιάδης. Στην συνέχεια εισάγω στη συζήτηση μας το γεγονός ότι στο βιβλίο του ασχολείται με κυπριακά ανθρωπονύμια από βιβλικά ονόματα Εβραϊκής προέλευσης και πατρωνύμια της Φραγκοκρατίας και Ενετοκρατίας. Επίσης, με πληθώρα παρωνυμίων από την μακρόχρονη τουρκοκρατία ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η Ονοματολογία των Τουρκοκυπρίων, με αναφορά στην προέλευση και τη γλώσσα τους. «Ο «Κίλλης» παρωνύμιο που βρίσκουμε σήμερα στην Κυπριακή ονοματολογία εντοπίζεται στην διάλεκτο που μιλούσαν οι Αχαιοί όταν αποίκησαν την Κύπρο τον 12ο π.Χ αιώνα. Ο «Γερόβους» διατηρεί την Ομηρική λέξη «βως» ενώ ο «Μίτας» και ο «Τσούρος» παραπέμπουν στον Θεόκριτο. Λέξεις γενικά από την Ελληνική Κλασσική περίοδο σχημάτισαν τα παρωνύμια Κηλώνης, Πύροψος, Κούνος, Τρασιήλας, Μισιαρός, Λίμπουρος, Κόρωνος, Μαννός. Από τα Λατινικά βρίσκουμε μεταξύ άλλων τα παρωνύμια Βαρβάτος, Βέρκας, Γρούτας, Κάλβαρης, Κάννας, Κάππας , Λούρας, από το Βυζάντιο τα Καπετάνιος, Δουκανάρης, Κουκκουμωτός, από τα Προβηγγιανά τα Λιγγούρης, Ρότσας, Σπλίγγας και Τρουμπέττας, από τα Αρραγωνικά τα Κουδέλλας και Λόττας, από τα γαλλικά τα Ζαμπάς, Λιβέρας, Κουζάρης, Πέζουνος, Τσιμινιέρης, από τα Ιταλικά τα Πομιλορής, Κλαππας, Φόκος, Αμπουστής, Βαρέλλας, Βίτσας, Λιπέρτης, Μακινάρας, Λιπέρης από τα Περσικά τα Βαζάνιας, Ζανάς από τα αραβικά τα Ακίλας, Αζάπης, Κατσμπάς, Καφούρης, Μαλέκκος , Χαπίπης, από τα ισπανικά τα Λάρκος, Ριαλάς, Καρσεράς, από τα Αρμενικά το Τσιμισκής, από τα Αγγλικά τα Στρόγγος, Σάρτζιης, Μπλάκκης, Μυλόρδος. Τα περισσότερα όμως Κυπριακά παρωνύμια ετυμολογούνται -για ευνόητους λόγους- στην Τουρκική. Σ΄ αυτά περιλαμβάνονται τα Ακκίδης, Αμανούστας, Ασλάνης, Αττέσιης, Βερέμης, Γιαξής, Γιορδαμλής, Πασιαρδής, Ουστάς, Σακκάτης.

Πράγματι, στο βιβλίο μου έχω ασχοληθεί και με τα Ονόματα των Τουρκοκυπρίων. Εκείνο που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι τα παρωνύμια ελληνικής ή μάλλον ελληνο-κυπριακής προέλευσης όπως Boulli (κυπρ. Πουλλίν -πουλί) , Ziziro (κυπρ. Ζίζιρος-τζιτζίκι) , Gaçeşiro(κυπρ. Κατσόσιοιρος-σκαντζόχοιρος) , Ado (κυπρ. Ατός-αητός) , Bondigo (ποντικός) , Sguluga (σκουλήκι) , Batsali (κυπρ. Πατσαλής- παρδαλός), Goçino ( κυπρ. Κότσιηνος- κόκκινος) , Balligari (παλικάρι) Mancipa (κυπρ. Μάντζιηπας- ψωμάς) Arkondi (κυπρ. Αρκοντής- άρχοντας) Guno (κυπρ. Κούνος-ωκνός) και πολλά άλλα. Στο τουρκοκυπριακό χωριό Λουρουτζίνα-παραδοσιακή εστία Κρυπτο-χριστιανών (γνωστών ως Λινοπάμπακων) διασώθηκαν επίσης παρωνύμια Τουρκοκυπρίων από αυτούσια Ελληνικά βαφτιστικά όπως Luga, Margo, Tomas, Sogradi.

Τέλος, υπάρχουν τα εγχώρια εθνικά- πατριδωνυμικά παρωνύμια. Παλαιότερα στα χωριά της Κύπρου ο ιερέας κρατούσε ένα ξεχωριστό κατάστιχο για την εγγραφή «ξένων» (από άλλα χωριά της Κύπρου) που νυμφεύονταν στο χωριό τους. Οι «εισαγόμενοι» αυτοί γαμπροί γνωστοί ως «πέζουνοι» (γαλλ. Pigeon=περιστέρι) καταχωρούνται στο κατάστιχο όχι με το επώνυμο τους αλλά με τον τόπο καταγωγής τους (Παφίτης, Μορφίτης, Καρπασίτης). Φανταστείτε ένα Παφίτη στην Καρπασία της Κύπρου τότε που το ταξίδι κρατούσε μέρες με τα πόδια ή με το γαϊδούρι», τονίζει ο κύπριος συγγραφέας. Ολοκληρώνοντας, ο κ. Αθανασιάδης θα σημειώσει: «εύκολα αναγνωρίζει κανείς από που προέρχεται ο Μαλτέζος, ο Εγγλέζος, ο Γάλλος ακόμα και ο Δαμασκηνός. Πόσοι όμως γνωρίζουν πως εθνικά- πατριδωνυμικά επώνυμα είναι και τα Αραούζος, (Ραγκούσα) Ραουνάς (Αρραγωνία), Κενεβέζος (ντε Τζένοβα); Επίσης εντοπίζουμε τον Χρυσοχόο, τον Ράφτη ακόμα και τον Σαματάρη ή τον Μαραγκό. Πόσοι όμως γνωρίζουν πως ο Τερζής είναι ράφτης, ο Πισιηρής- μάγειρας, ο Τζιατζιής-καρεκλάς, ο Φακοντής -λογιστής, ο Γιωρκαντζής- παπλωματάς και ο Σουρκουμέκκος- ξυλογλύπτης; Η ετυμολογία των Κυπριακών παρωνυμίων δεν ήταν εύκολη δουλειά. Η καταγραφή τους και μόνο απαιτεί τεράστιο χρόνο. Η επίδραση τόσων ξένων γλωσσικών στοιχείων αλλά και η φωνολογική φθορά που έχουν υποστεί στο πέρασμα του χρόνου δημιουργούν πολλά προβλήματα στη βεβαιωτική ετυμολογία».