Τα γεγονότα που αποτελούν τη βάση για μια γεωπολιτική εξήγηση του Αρμενικού ζητήματος και της αντίστοιχης αρμενικής γενοκτονίας, πρέπει να τοποθετηθούν εξαρχής σε ό,τι αφορά το διπλωματικό τους πλαίσιο, ώστε να καταστεί δυνατόν να εξαχθούν και τα πρέποντα γεωπολιτικά συμπεράσματα. Και η αρχή αυτών των γεγονότων βρίσκεται...
στη γεωπολιτική ζύμωση με πρωταγωνιστή τη Γερμανία, που ακολουθεί τη συνθήκη ειρήνης της Φραγκφούρτης.
Ο Βίσμαρκ καθιστά έκτοτε ως κύριο άξονα της εξωτερικής του πολιτικής τον έλεγχο της εξελίξεως στις γαλλο-γερμανικές σχέσεις, θεωρώντας, και δικαίως, ότι η Γαλλία δεν θα απεδέχετο καθόλου εύκολα τον ακρωτηριασμό των εδαφών της, όπως αυτός προέκυψε μετά την προσάρτηση από τη Γερμανία των επαρχιών της Αλσατίας και της Λωραίνης. Ήταν διαυγές για τον Βίσμαρκ ότι θα αντιμετώπιζε σύντομα έναν πόλεμο από γαλλικής πλευράς για την αποκατάσταση αυτής της εκκρεμότητος. Κατέληξε ως εκ τούτου στην απόφαση να σχηματίσει γύρω από τη Γερμανία ένα αδιάρρηκτο δίκτυο συμμαχιών που θα την προστάτευαν από μια τυχόν Γαλλορωσική σύμπραξη.
Θεωρώντας ως ιδιαιτέρως ευαίσθητο σημείο της όλης του πολιτικής την ειρήνη στη Βαλκανική, έκανε το παν για να την προστατεύσει και κυρίως να αποφύγει την ανάμιξη σε μια πιθανή ανάφλεξη των Βαλκανίων της πιστής του συμμάχου Αυστρο – Ουγγαρίας, η οποία θα ενέπλεκε μοιραίως στο βαλκανικό παίγνιο και τη Ρωσία, αυξάνοντας κατακόρυφα τον κίνδυνο σύναψης ενός Γαλλο-Ρωσικού Συμφώνου, γεγονός το οποίο θα έπληττε καίρια τα συμφέροντα αλλά και την ευρωπαϊκή ηγεμονία των δύο Κεντρικών Αυτοκρατοριών.
Με αυτό το σκεπτικό ο Βίσμαρκ κατάφερε να διατηρήσει μέχρι το 1890 ένα ισχυρό δακτύλιο Ευρασιατικών δυνάμεων στην Γερμανική σφαίρα επιρροής. Το κύριο όργανο αυτής της ισορροπίας αποτελούσε η Τριπλή Συμμαχία Γερμανίας με το σκέλος των δύο Αυτοκρατοριών (Αυστρο-Ουγγαρίας και Ρωσίας), σκέλος που ενισχύθηκε και με μια μυστική συμφωνία μεταξύ των δύο τελευταίων, κρίσιμη για την έναρξη του ρωσοτουρκικού πολέμου, όπως θα διαπιστώσουμε αμέσως παρακάτω.
Η άνοδος στο θρόνο του Κάιζερ Γουλιέλμου του II, απεδείχθη καταστροφική για το βισμαρκιανό συμμαχικό πλέγμα που με τόση προσοχή, υπομονή και στρατηγική ευφυΐα είχε υφάνει ο Καγκελάριος. Στην περίοδο 1890 – 1907 το οικοδόμημα καταρρέει σε τρεις φάσεις: 1) 1891-92 με τη Γαλλο – ρωσική στρατιωτική Συμμαχία 2) το 1902 με το μυστικό Ιταλο – Γαλλικό σύμφωνο, που εξασφάλιζε την ουδετερότητα της Ιταλίας κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις και 3) με την Αγγλο – Γαλλική συμφωνία το 1904 η οποία και αποτέλεσε τη βάση της Entente Cordiale της ολοκληρωθείσας το 1907 με ένα Αγγλο – Γαλλο – Ρωσικό σύμφωνο, σχετικό με τα ασιατικά ζητήματα, και το οποίο δεν είχε την αναμενόμενη από τη Ρωσία αποτελεσματικότητα, καθιστώντας ουσιαστικά την Entente Cordiale άνευ ουσίας. Η Ρωσία, δυσαρεστημένη, χαράσσει από το 1909 και εντεύθεν τη δική της πολιτική στην Κεντρική Ευρώπη και τη Μ. Ασία.
Η κατάσταση, λοιπόν, για τη Γερμανία αντιστρέφεται και έρχεται η δική της σειρά να εγκλωβιστεί σ’ ένα ισχυρό συμμαχικό δακτύλιο, για τη διάσπαση του οποίου δεν φείδεται κόπων και προσπαθειών από το 1905 μέχρι το 1918. Η αφύπνιση όμως της Αγίας Ρωσίας το 1912, μετά από την προσωρινή ύφεση που της προκάλεσε η ήττα της στον Ρωσο-Ιαπωνικό Πόλεμο του 1905, οδηγεί στην έκρηξη των Βαλκανίων, η οποία αναμιγνύει σύντομα στη δίνη της, την ενδιαφερόμενη για τα εδάφη της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης Αυτοκρατορία των Αψβούργων. Συνέβη δηλαδή αυτό ακριβώς το οποίο εφοβείτο και απεύχετο περισσότερο ο Βίσμαρκ.
Τα γεγονότα όμως που λαμβάνουν χώρα εκείνη την περίοδο στα ρωσοτουρκικά σύνορα μας πλησιάζουν περισσότερο στην καρδιά του προβλήματος: Η κήρυξη του πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας την 13η/4/1877, βασισμένη από ρωσικής πλευράς στο μυστικό πρωτόκολλο μεταξύ Αυστρο-Ουγγαρίας και Ρωσίας, το οποίο και προέβλεπε παραχώρηση των εδαφών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης εις τη Διπλή Μοναρχία, ενόχλησε ιδιαιτέρως τη Γηραιά Αλβυώνα, η οποία φοβουμένη την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως και τον έλεγχο των Δαρδανελλίων από τις προελαύνουσες ρωσικές δυνάμεις απέστειλε τον Βρετανικό Βασιλικό Στόλο στις 29 /1 /1878 στα Δαρδανέλλια.
Η Μεγάλη Βρετανία δεν παραλείπει να πιέζει την Αυστρο-Ουγγαρία για να επέμβει και αυτή κατασταλτικά εναντίον των ρωσικών βλέψεων, πράγμα, όμως, που δεν επιτυγχάνει, διότι η Διπλή Μοναρχία προσβλέπει -έστω και με κάποια ανησυχία- στα οφέλη του μυστικού της συμφώνου με τη Ρωσία, που δεν είναι άλλα από τα εδάφη της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.
Η προοπτική όμως μιας Αγγλο-Ρωσικής συρράξεως, αλλά και η θέσις ισχύος εις την οποία ευρίσκετο εκείνη τη στιγμή η Ρωσία, οδηγούν τον Τσάρο να προσυπογράψει την ευνοϊκότατη γι’ αυτόν Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου στις 3/3/1878.
Στη συνθήκη αυτή, αφ’ ενός αμείβεται η υπομονή της Αυστρο-Ουγγαρίας με τα εδάφη της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, τα οποία της παραχωρούνται, αφ’ ετέρου η Ρωσία δημιουργεί τη γνωστή μας Μεγάλη Βουλγαρία με τα νότια σύνορά της να βρέχονται στα νερά -επιτέλους- του Αιγαίου, κερδίζοντας τα εδάφη του Καρς στην Μ. Ασία, του Βατούμ στη Μαύρη Θάλασσα, και των Β/Α επαρχιών της Μ. Ασίας με δεύτερη έτσι ουσιαστικά δίοδο στο Αιγαίο, μέσω του λιμένος της Αλεξανδρέτας. Στο άρθρο 16 της Συνθήκης αυτής, όμως, εμφανίζονται σημαντικές προβλέψεις σε ό,τι αφορά τον αρμενικό λαό, τις ελευθερίες και τα δικαιώματά του.
Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι ανεξαρτήτως των βουλήσεων του Αρμενικού λαού, η Ρωσία εκμεταλλευόμενη τα φιλορωσικά του συναισθήματα τα προερχόμενα από την αντικειμενικά καλύτερη μεταχείριση που έτυχαν οι πληθυσμοί αυτοί στις αρμενικές επαρχίες εντός των ρωσικών εδαφών και τη θρησκευτική ομοδοξία των δύο εθνών, θέλησε να χρησιμοποιήσει το αρμενικό έθνος ως προγεφύρωμα στα εδάφη της Μ. Ασίας, εφ’ όσον έπρεπε να εμφανιστεί ότι προβαίνει σε κάποιες παραχωρήσεις καλής πίστεως που θα συμβάδιζαν με το πνεύμα της αυτοδιάθεσης των λαών, πνεύμα της γαλλικής επαναστάσεως, που χαρακτήριζε τις εξεγέρσεις των βαλκανικών εθνοτήτων.
Από την άλλη πλευρά, λόγοι αντικειμενικότητας μας επιβάλλουν να υπογραμμίσουμε ότι ήδη τα προβλεπόμενα στο άρθρο 16 υπέρ του Αρμένικου λαού ήσαν -μετριοπαθώς- τα λιγότερα δυνατά που οι προσυπογράφοντες τη Συνθήκη ηδύναντο να προσφέρουν.
Φυσικά, δεν συζητώ για τα καταστροφικά για τον Ελληνισμό αποτελέσματα της Συνθήκης αυτής.
Γράφει ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΖΗΣ*
Από τις Εκδόσεις Ποιότητα
Ο Βίσμαρκ καθιστά έκτοτε ως κύριο άξονα της εξωτερικής του πολιτικής τον έλεγχο της εξελίξεως στις γαλλο-γερμανικές σχέσεις, θεωρώντας, και δικαίως, ότι η Γαλλία δεν θα απεδέχετο καθόλου εύκολα τον ακρωτηριασμό των εδαφών της, όπως αυτός προέκυψε μετά την προσάρτηση από τη Γερμανία των επαρχιών της Αλσατίας και της Λωραίνης. Ήταν διαυγές για τον Βίσμαρκ ότι θα αντιμετώπιζε σύντομα έναν πόλεμο από γαλλικής πλευράς για την αποκατάσταση αυτής της εκκρεμότητος. Κατέληξε ως εκ τούτου στην απόφαση να σχηματίσει γύρω από τη Γερμανία ένα αδιάρρηκτο δίκτυο συμμαχιών που θα την προστάτευαν από μια τυχόν Γαλλορωσική σύμπραξη.
Θεωρώντας ως ιδιαιτέρως ευαίσθητο σημείο της όλης του πολιτικής την ειρήνη στη Βαλκανική, έκανε το παν για να την προστατεύσει και κυρίως να αποφύγει την ανάμιξη σε μια πιθανή ανάφλεξη των Βαλκανίων της πιστής του συμμάχου Αυστρο – Ουγγαρίας, η οποία θα ενέπλεκε μοιραίως στο βαλκανικό παίγνιο και τη Ρωσία, αυξάνοντας κατακόρυφα τον κίνδυνο σύναψης ενός Γαλλο-Ρωσικού Συμφώνου, γεγονός το οποίο θα έπληττε καίρια τα συμφέροντα αλλά και την ευρωπαϊκή ηγεμονία των δύο Κεντρικών Αυτοκρατοριών.
Με αυτό το σκεπτικό ο Βίσμαρκ κατάφερε να διατηρήσει μέχρι το 1890 ένα ισχυρό δακτύλιο Ευρασιατικών δυνάμεων στην Γερμανική σφαίρα επιρροής. Το κύριο όργανο αυτής της ισορροπίας αποτελούσε η Τριπλή Συμμαχία Γερμανίας με το σκέλος των δύο Αυτοκρατοριών (Αυστρο-Ουγγαρίας και Ρωσίας), σκέλος που ενισχύθηκε και με μια μυστική συμφωνία μεταξύ των δύο τελευταίων, κρίσιμη για την έναρξη του ρωσοτουρκικού πολέμου, όπως θα διαπιστώσουμε αμέσως παρακάτω.
Η άνοδος στο θρόνο του Κάιζερ Γουλιέλμου του II, απεδείχθη καταστροφική για το βισμαρκιανό συμμαχικό πλέγμα που με τόση προσοχή, υπομονή και στρατηγική ευφυΐα είχε υφάνει ο Καγκελάριος. Στην περίοδο 1890 – 1907 το οικοδόμημα καταρρέει σε τρεις φάσεις: 1) 1891-92 με τη Γαλλο – ρωσική στρατιωτική Συμμαχία 2) το 1902 με το μυστικό Ιταλο – Γαλλικό σύμφωνο, που εξασφάλιζε την ουδετερότητα της Ιταλίας κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις και 3) με την Αγγλο – Γαλλική συμφωνία το 1904 η οποία και αποτέλεσε τη βάση της Entente Cordiale της ολοκληρωθείσας το 1907 με ένα Αγγλο – Γαλλο – Ρωσικό σύμφωνο, σχετικό με τα ασιατικά ζητήματα, και το οποίο δεν είχε την αναμενόμενη από τη Ρωσία αποτελεσματικότητα, καθιστώντας ουσιαστικά την Entente Cordiale άνευ ουσίας. Η Ρωσία, δυσαρεστημένη, χαράσσει από το 1909 και εντεύθεν τη δική της πολιτική στην Κεντρική Ευρώπη και τη Μ. Ασία.
Η κατάσταση, λοιπόν, για τη Γερμανία αντιστρέφεται και έρχεται η δική της σειρά να εγκλωβιστεί σ’ ένα ισχυρό συμμαχικό δακτύλιο, για τη διάσπαση του οποίου δεν φείδεται κόπων και προσπαθειών από το 1905 μέχρι το 1918. Η αφύπνιση όμως της Αγίας Ρωσίας το 1912, μετά από την προσωρινή ύφεση που της προκάλεσε η ήττα της στον Ρωσο-Ιαπωνικό Πόλεμο του 1905, οδηγεί στην έκρηξη των Βαλκανίων, η οποία αναμιγνύει σύντομα στη δίνη της, την ενδιαφερόμενη για τα εδάφη της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης Αυτοκρατορία των Αψβούργων. Συνέβη δηλαδή αυτό ακριβώς το οποίο εφοβείτο και απεύχετο περισσότερο ο Βίσμαρκ.
Τα γεγονότα όμως που λαμβάνουν χώρα εκείνη την περίοδο στα ρωσοτουρκικά σύνορα μας πλησιάζουν περισσότερο στην καρδιά του προβλήματος: Η κήρυξη του πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας την 13η/4/1877, βασισμένη από ρωσικής πλευράς στο μυστικό πρωτόκολλο μεταξύ Αυστρο-Ουγγαρίας και Ρωσίας, το οποίο και προέβλεπε παραχώρηση των εδαφών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης εις τη Διπλή Μοναρχία, ενόχλησε ιδιαιτέρως τη Γηραιά Αλβυώνα, η οποία φοβουμένη την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως και τον έλεγχο των Δαρδανελλίων από τις προελαύνουσες ρωσικές δυνάμεις απέστειλε τον Βρετανικό Βασιλικό Στόλο στις 29 /1 /1878 στα Δαρδανέλλια.
Η Μεγάλη Βρετανία δεν παραλείπει να πιέζει την Αυστρο-Ουγγαρία για να επέμβει και αυτή κατασταλτικά εναντίον των ρωσικών βλέψεων, πράγμα, όμως, που δεν επιτυγχάνει, διότι η Διπλή Μοναρχία προσβλέπει -έστω και με κάποια ανησυχία- στα οφέλη του μυστικού της συμφώνου με τη Ρωσία, που δεν είναι άλλα από τα εδάφη της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.
Η προοπτική όμως μιας Αγγλο-Ρωσικής συρράξεως, αλλά και η θέσις ισχύος εις την οποία ευρίσκετο εκείνη τη στιγμή η Ρωσία, οδηγούν τον Τσάρο να προσυπογράψει την ευνοϊκότατη γι’ αυτόν Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου στις 3/3/1878.
Στη συνθήκη αυτή, αφ’ ενός αμείβεται η υπομονή της Αυστρο-Ουγγαρίας με τα εδάφη της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, τα οποία της παραχωρούνται, αφ’ ετέρου η Ρωσία δημιουργεί τη γνωστή μας Μεγάλη Βουλγαρία με τα νότια σύνορά της να βρέχονται στα νερά -επιτέλους- του Αιγαίου, κερδίζοντας τα εδάφη του Καρς στην Μ. Ασία, του Βατούμ στη Μαύρη Θάλασσα, και των Β/Α επαρχιών της Μ. Ασίας με δεύτερη έτσι ουσιαστικά δίοδο στο Αιγαίο, μέσω του λιμένος της Αλεξανδρέτας. Στο άρθρο 16 της Συνθήκης αυτής, όμως, εμφανίζονται σημαντικές προβλέψεις σε ό,τι αφορά τον αρμενικό λαό, τις ελευθερίες και τα δικαιώματά του.
Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι ανεξαρτήτως των βουλήσεων του Αρμενικού λαού, η Ρωσία εκμεταλλευόμενη τα φιλορωσικά του συναισθήματα τα προερχόμενα από την αντικειμενικά καλύτερη μεταχείριση που έτυχαν οι πληθυσμοί αυτοί στις αρμενικές επαρχίες εντός των ρωσικών εδαφών και τη θρησκευτική ομοδοξία των δύο εθνών, θέλησε να χρησιμοποιήσει το αρμενικό έθνος ως προγεφύρωμα στα εδάφη της Μ. Ασίας, εφ’ όσον έπρεπε να εμφανιστεί ότι προβαίνει σε κάποιες παραχωρήσεις καλής πίστεως που θα συμβάδιζαν με το πνεύμα της αυτοδιάθεσης των λαών, πνεύμα της γαλλικής επαναστάσεως, που χαρακτήριζε τις εξεγέρσεις των βαλκανικών εθνοτήτων.
Από την άλλη πλευρά, λόγοι αντικειμενικότητας μας επιβάλλουν να υπογραμμίσουμε ότι ήδη τα προβλεπόμενα στο άρθρο 16 υπέρ του Αρμένικου λαού ήσαν -μετριοπαθώς- τα λιγότερα δυνατά που οι προσυπογράφοντες τη Συνθήκη ηδύναντο να προσφέρουν.
Φυσικά, δεν συζητώ για τα καταστροφικά για τον Ελληνισμό αποτελέσματα της Συνθήκης αυτής.
Γράφει ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΖΗΣ*
Από τις Εκδόσεις Ποιότητα