Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ο ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΟΣ: Νικηταρά - Νικηταρά, που 'χεις στα πόδια σου φτερά και στην καρδιά Ατσάλι


 
Γράφει η Μαίρη Καρά

O ήρωας Νικήτας Σταματελόπουλος αποκληθείς και Νικηταράς ο Τουρκοφάγος (1782-1849) γεννήθηκε στο χωριό Τουρκολέκα του Δήμου Φαλαισίας, της επαρχίας Μεγαλόπολης του Νομού Αρκαδίας. Πατέρας του ήταν ο κλέφτης Σταματέλος Τουρκολέκας και μητέρα του η Σοφία Καρούτσου, αδελφή της γυναίκας του Θόδωρου Κολοκοτρώνη.

Ήταν ψηλός, δυνατός στο πήδημα και γρήγορος στο τρέξιμο και βγήκε εντεκάχρονος στο αρματολίκι, ακολουθώντας τον πατέρα του. Αργότερα... 

 
 
 
εντάχθηκε στο «μπουλούκι» του κλέφτη Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, κοντά στον οποίο έμαθε τα μυστικά της πολεμικής τέχνης, ξεχωρίζοντας για την ανδρεία και την ευρωστία του. Η αλληλοεκτίμηση και η φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ του Καπετάνιου και του Νικηταρά, οδήγησαν στον γάμο του με την κόρη του Ζαχαριά Αγγελίνα.

Στον μεγάλο διωγμό των κλεφταρματολών το 1805, ο πατέρας του σκοτώθηκε απ’ τους Τούρκους κι ο Νικηταράς ακολούθησε τον θείο του Γέρο του Μωριά στην Ζάκυνθο και ποτέ δεν τον εγκατέλειψε. Για την αφοσίωσή του στον θείο του ο λαός έλεγε: «Μπροστά πηγαίνει ο Νικηταράς και πίσω ο Κολοκοτρώνης» αλλά και θέλοντας να τονίσουν την στενή κι άρρηκτη σχέση των δύο ανδρών έλεγαν: «Η κεφαλή ήτο του Κολοκοτρώνη και η χειρ του Νικηταρά ».

O Νικηταράς σπουδαίος ήρωας της Επανάστασης του 1821, πέθανε στην «ψάθα» ως γνωστόν, επαιτών στα σοκάκια του Πειραιά. Η αρμόδια Αρχή του είχε χορηγήσει μια θέση στο σημείο, που είναι σήμερα η Εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπε να επαιτεί κάθε Παρασκευή, λόγω του μεγάλου αριθμού των επαιτών. Ήταν δε τόση η ένδειά του, σχεδόν τυφλού, πλέον στρατηγού (η πατρίδα δεν του είχε χορηγήσει σύνταξη), ώστε δεν είχε χρήματα, ούτε για να αγοράσει ψωμί, για την άρρωστη γυναίκα του. Η περιπέτεια του ήρωα έφτασε στα αφτιά ενός πρέσβη Μεγάλης Δύναμης, ο οποίος ενημέρωσε σχετικά την κυβέρνησή του.

Κάποια μέρα ένας απεσταλμένος της πρεσβείας, βρέθηκε στο «πόστο» όπου επαιτούσε ο οπλαρχηγός. Μόλις ο Νικηταράς αντιλήφθηκε τον ξένο, μάζεψε αμέσως το απλωμένο του χέρι. «Τι κάνετε στρατηγέ;», ρώτησε ο απεσταλμένος. «Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα», απάντησε περήφανα ο ήρωας. «Μα εδώ την απολαμβάνετε, καθισμένος στο δρόμο;» επέμεινε ο ξένος. «Η πατρίδα μού έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πώς περνάει ο κόσμος», αντέτεινε ο περήφανος Νικηταράς. Τρανταχτό παράδειγμα σεμνότητας κι ανωτερότητας, «αγράμματου ήρωα», για τον οποίο σίγουρα το μορφωμένο «παχύδερμο» δεν έχει πάρει τίποτα το αυτί του!

Νικηταρά-Νικηταρά που’ χεις στα πόδια σου φτερά
και στην καρδιά ατσάλι.