Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

Ο Γιώργος Σεφέρης οδοιπόρος στα μοναστήρια της Καππαδοκίας


 του Βασίλη Στοϊλόπουλου 

Τον Ιούλιο του 1950 και για ένα τριήμερο, ο Γιώργος Σεφέρης περιδιαβαίνει μαζί με τη σύζυγό του Μαρώ τα λαξεμένα, μονόπετρα ξωκλήσια, μοναστήρια και εκκλησίες του 10ου & 11ου αιώνα της Καππαδοκίας. Στις... 

 
 
 
περιοχές Προκόπι, Κόραμα και Σαγανλί ανακαλύπτει μοναδικά ζωγραφικά ίχνη της μεσοβυζαντινής Χριστιανοσύνης της Ανατολής και τα ενσωματώνει με «στοχαστική προσέγγιση» μέσα στην ελληνική παράδοση, της λόγιας και της δημώδους. Ανακαλύπτει «μια νέα επαρχία της βυζαντινής τέχνης» στην περίοδο της «Μακεδονικής Αναγέννησης».
Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς γράφει στο Νάνο Βαλαωρίτη: «βρέθηκα ξαφνικά μέσα σε μια απέραντη μοναστηρίσια ακρόπολη με ζωγραφισμένες εκκλησίες, σκαμμένες μέσα σε μονοκόμματους βράχους, που ήταν ακριβώς το σταυροδρόμι των ρευμάτων από την Ανατολή στην Πόλη και από την Πόλη στην Ανατολή….». Έτσι, η «χαμένη πατρίδα» της Μικράς Ασίας γίνεται γι’ αυτόν «μια άσκηση πνευματική, μια πρόκληση ανάκτησης του χαμένου κόσμου μέσα στη γνώση, την κατανόηση, τη μέθεξη, τη γοητεία του.»


 
 
 
Σε αυτό το τριήμερο της περιήγησης στον συναρπαστικό κόσμο της βυζαντινής μνήμης της Ανατολής, του προσκυνήματος στις στα «πετροκομμένα» μοναστήρια και τις υπόσκαφες τοιχογραφημένες Εκκλησιές των Σπαθιών, των Στεφάνων, της Σκοτεινής, των Σανδάλων του δόθηκε μια μοναδική ευκαιρία «ν΄ αναμετρηθεί με τον χρόνο, την ιστορία, την αίσθηση της απώλειας ενός οικείου πολιτισμού». Οι Καππαδόκες Φωκάδες, Σκληροί, Μελισσσηνοί, Αργυροί και Μαλεΐνοι, ξαναήρθαν στη μνήμη του: «Έπειτα η σκέψη γλίστρησε ανεξέλεγκτα και ψιθύρισε: Βασίλειος ο Διγενής και θαυμαστός Ακρίτης, των Καππαδόκων το τερπνόν και πανθαλές τε ρόδον, ο της ανδρείας στέφανος, η κεφαλή της τόλμης.»


 
 
 
Όντας ο ίδιος «μια ψυχή εκ γενετής ξενιτεμένη», ο Σεφέρης – με καταβολές και από την Καππαδοκία – μοιάζει να εμπνέεται τόσο από μια συνηθισμένη ανορθόγραφη επιγραφή στα μοναστήρια «ΚΥΡΙΕ ΒΟΥΗΘΗ ΤΟ ΔΥΛΟ ΣΥ …» όσο και από το βυζαντινολάτρη Κωστή Παλαμά και τον καβαφικό «ένδοξό μας Βυζαντινισμό». Γράφει: «Μισοκλείνεις τα μάτια και αισθάνεσαι να ζωντανεύει κάπως η απέραντη νεκρόπολη των καλογέρων. Βλέπεις τους ρασοφόρους τρωγλοδύτες να τριγυρνούν μιλιούνια, βλοσυροί ή θεοπαρμένοι, μέσα στα λαγούμια των βράχων, με τα πάθη τους τις ανάγκες τους … και ολοένα με το φόβο μήπως οι βίγλες μήνυσαν τίποτα για τους ξένους καβαλάρηδες της αρπαγής ˙ μήπως ήρθε η ώρα να κυλήσουν στις πόρτες τις μεγάλες μυλόπετρες και να ταμπουρωθούν στα μεγάλα μοναστήρια». Οι Σελτζούκοι Τούρκοι ήταν πλέον «προ των πυλών» μετά τη νίκη τους στη Μάχη της Ματζικέρτ, «το πρώτο από τα τρία θανάσιμα χτυπήματα της Αυτοκρατορίας.»


 
 
Αποτέλεσμα του σεφερικού οδοιπορικού και μαρτυρίας με τ΄ «αφιερώματα στο θεό ενός σβησμένου κόσμου» ήταν το έργο του «Τρεις μέρες στα Μοναστήρια της Καππαδοκίας». Την 1η έκδοση του έργου (1953) επιμελήθηκε ο διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών και αγνός φιλέλληνας Οκτάβιο Μερλιέ και η Ελληνίδα γυναίκα του Μέλπω Μερλιέ, στους οποίους και την αφιέρωσε. Την ίδια χρονιά ο «οδηγός» κυκλοφόρησε και στα γαλλικά.





Πηγή: Άρδην