Το βράδυ του Σαββάτου του Λαζάρου προς Κυριακή των Βαΐων του 1826 οι υπερασπιστές του Μεσολογγίου, επιχείρησαν με αιφνιδιαστική έξοδο από την πόλη να διασπάσουν την πολιορκία. Το Μεσολόγγι υπερασπίζονταν περίπου 4.000 μαχητές, ενώ μέσα στην πόλη ήταν τουλάχιστον 6.000 γυναικόπαιδα. Είχαν... 
να αντιμετωπίσουν 25.000 Τούρκους, Τουρκαλβανούς και Αιγυπτίους υπό τον Οθωμανό Κιουταχή και τον Αιγύπτιο Ιμπραήμ. 
Του ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΥΡΙΓΟΥ
ΠΗΓΗ: SLpress
Η έξοδος ήταν επιβεβλημένη. Ο ελληνικός στόλος υπό τον Ανδρέα Μιαούλη είχε διασπάσει την πολιορκία, φέρνοντας τρόφιμα για τελευταία φορά τον Φεβρουάριο του 1826. Μετά από μερικές εβδομάδες άρχισε η πείνα. Στην αρχή κάποιοι έφαγαν κρυφά κάποια ζώα: «Μία μεσολογγίτισσα, Βαρβαρήνα ωνομάζετο… ετελείωσεν την θροφήν της και μυστικά μαζί με άλλαις δύο φαμελλιαίς μεσσολογγίτικες έσφαξαν ένα γαϊδουράκι, πωλάρι, και το έφαγαν… Μία συντροφιά στρατιωτών Κραβαριτών είχεν έναν σκύλον και, κρυφά και αυτοί, τον έσφαξαν και τον μαγείρευσαν. Εμαθεύθη και τούτο»
Όσο περνούσαν οι ημέρες και αυξανόταν η πείνα, έπαψε να θεωρείται ντροπή να σφάζουν άλογα και γαϊδούρια: «Ημέραν παρ’ ημέραν αυξάνουσα η πείνα, έπεσεν και η πρόληψις και όλα… άρχισαν αναφανδόν πλέον να σφάζουν άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια… Τρεις ημέραις απέρασαν και ετελείωσαν και αυτά τα ζώα».
Στη συνέχεια στράφηκαν στους σκύλους και στις γάτες: «ο αγιομαυρίτης ιατρός Στεφανίτσης εμαγείρευσεν τον σκύλον του με λάδι». «Ο συνεργάτης του κου Μεσθενέα τυπογράφου…. έσφαξεν και έφαγεν μίαν γάταν». «Οι στρατιώται πλέον αυθαδίασαν και άρπαζαν οποιονδήποτε σκύλον ή γάτα εύρισκαν εις το δρόμον». «Εις ολίγας ημέρας γάτα δεν έμεινεν…»
Όταν τελείωσαν τα οικόσιτα ζώα: «Αρχίσαμεν περί τας 15 Μαρτίου, ταις πικραλήθραις, χορτάρι της θαλάσσης. Το εβράζαμεν πέντε φοραίς έως ότου έβγαινεν η πικράδα και το ετρώγαμεν με ξείδι και λάδι ωσάν σαλάτα… Εδόθησαν και εις τους ποντικούς, πλην ήταν ευτυχής όστις εδύνατο να πιάση έναν. Βατράχους δεν είχαμεν κατά δυστυχίαν. Από την έλλειψιν θροφής αύξαναν αι ασθένειαι, πονόστομος και αρθρίτις».
Η απόφαση για την έξοδο
Του ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΥΡΙΓΟΥ
ΠΗΓΗ: SLpress
Η έξοδος ήταν επιβεβλημένη. Ο ελληνικός στόλος υπό τον Ανδρέα Μιαούλη είχε διασπάσει την πολιορκία, φέρνοντας τρόφιμα για τελευταία φορά τον Φεβρουάριο του 1826. Μετά από μερικές εβδομάδες άρχισε η πείνα. Στην αρχή κάποιοι έφαγαν κρυφά κάποια ζώα: «Μία μεσολογγίτισσα, Βαρβαρήνα ωνομάζετο… ετελείωσεν την θροφήν της και μυστικά μαζί με άλλαις δύο φαμελλιαίς μεσσολογγίτικες έσφαξαν ένα γαϊδουράκι, πωλάρι, και το έφαγαν… Μία συντροφιά στρατιωτών Κραβαριτών είχεν έναν σκύλον και, κρυφά και αυτοί, τον έσφαξαν και τον μαγείρευσαν. Εμαθεύθη και τούτο»
Όσο περνούσαν οι ημέρες και αυξανόταν η πείνα, έπαψε να θεωρείται ντροπή να σφάζουν άλογα και γαϊδούρια: «Ημέραν παρ’ ημέραν αυξάνουσα η πείνα, έπεσεν και η πρόληψις και όλα… άρχισαν αναφανδόν πλέον να σφάζουν άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια… Τρεις ημέραις απέρασαν και ετελείωσαν και αυτά τα ζώα».
Στη συνέχεια στράφηκαν στους σκύλους και στις γάτες: «ο αγιομαυρίτης ιατρός Στεφανίτσης εμαγείρευσεν τον σκύλον του με λάδι». «Ο συνεργάτης του κου Μεσθενέα τυπογράφου…. έσφαξεν και έφαγεν μίαν γάταν». «Οι στρατιώται πλέον αυθαδίασαν και άρπαζαν οποιονδήποτε σκύλον ή γάτα εύρισκαν εις το δρόμον». «Εις ολίγας ημέρας γάτα δεν έμεινεν…»
Όταν τελείωσαν τα οικόσιτα ζώα: «Αρχίσαμεν περί τας 15 Μαρτίου, ταις πικραλήθραις, χορτάρι της θαλάσσης. Το εβράζαμεν πέντε φοραίς έως ότου έβγαινεν η πικράδα και το ετρώγαμεν με ξείδι και λάδι ωσάν σαλάτα… Εδόθησαν και εις τους ποντικούς, πλην ήταν ευτυχής όστις εδύνατο να πιάση έναν. Βατράχους δεν είχαμεν κατά δυστυχίαν. Από την έλλειψιν θροφής αύξαναν αι ασθένειαι, πονόστομος και αρθρίτις».
Η απόφαση για την έξοδο
Στις 2 και 3 Απριλίου 1826 οι πολιορκημένοι είδαν την αποτυχημένη προσπάθεια του ελληνικού στόλου να διασπάσει τον κλοιό και να φέρει τροφές. Μετά από αυτή την εξέλιξη αποφάσισαν να προχωρήσουν σε ένοπλη έξοδο. Με επιστολή ζήτησαν από τους επαναστάτες οπλαρχηγούς που βρίσκονταν στα γύρω υψώματα, να επιτεθούν στο τουρκικό στρατόπεδο την ώρα που θα γινόταν η έξοδος για να προκαλέσουν σύγχυση.
