Η υγεία αποτελεί αγαθό που διαθέτει ιδιαίτερη αξιακή βαρύτητα και κατοχυρώνεται συνταγματικά τόσο ως αγαθό, όσο και ως δικαίωμα. Στο...
Σύνταγμα θεμελιώνεται η υποχρέωση του κράτους να λαμβάνει μέτρα για την προστασία της, ταυτόχρονα όμως, να απέχει από ενέργειες που την προσβάλουν ή περιοριζουν την ελευθερία των πολιτών να αποφασίζουν για θέματα που αφορούν την υγεία τους.
Στην ιατρική πράξη σήµερα, για να εφαρμοστεί οιουδήποτε είδους, διαγνωστική, προληπτική, θεραπευτική παρέμβαση το πρόσωπο στο οποίο θα εφαρμοστεί, είναι ελεύθερο να συναινεί, ύστερα από ενηµέρωση του, ή να την αρνηθεί.
Ο εμβολιασμός αποτελεί σημαντική προληπτική ιατρική πράξη που βοηθά στην προστασία των ανθρώπων από σοβαρά λοιμώδη νοσήματα. Είναι ένα παρεµβατικό µέτρο, και αποτελεί το κυριότερο εργαλείο για την πρωτογενή πρόληψη των ασθενειών και αποτελεσματικό όπλο προστασίας της δημόσιας υγείας.
Η διενέργεια του εμβολιασμού δεν μπορεί όμως να πραγματοποιηθεί χωρίς την συναίνεση του προσώπου και εξαρτάται από την ελεύθερη βούληση του, ακολουθώντας την θεμελιώδη αρχή του Δικαίου και της ιατρικής δεοντολογίας, αυτή της «συναίνεσης κατόπιν ενημέρωσης”.
Μέχρι σήμερα, η Σύμβαση ΟΒΙΕΔΟΥ- Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την Ιατρική αποτελεί το μοναδικό νομικώς δεσμευτικό κείμενο του διεθνούς δικαίου στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον τομέα της βιοϊατρικής.
Ειδικότερα σύμφωνα με την Σύμβαση ΟΒΙΕΔΟΥ που ισχύει στην Ελλάδα (κυρωτικός νόμος (Ν. 2619/1998, ΦΕΚ Α’ 132 , Κύρωση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ατόμου σε σχέση με τις εφαρμογές της βιολογίας και της ιατρικής: Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική) και συγκεκριμένα στο άρθρο 5 προβλέπεται
“Επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει μόνον αφού το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν προηγούμενης σχετικής ενημέρωσής του.
Το πρόσωπο αυτό θα ενημερώνεται εκ των προτέρων καταλλήλως ως προς το σκοπό και τη φύση της επέμβασης, καθώς και ως προς τα επακόλουθα και κινδύνους που αυτή συνεπάγεται.
Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί ελεύθερα και οποτεδήποτε να ανακαλέσει τη συναίνεσή του”.
Η συναίνεση μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, προφορική ή έγγραφη, όπως προκύπτει από την Ερμηνευτική Έκθεση (παρ. 37), διότι στην Σύμβαση του Οβιέδο δεν προβλέπεται συγκεκριμένος τύπος για την παροχή της συναίνεσης.
Ακόμη και σε πρόσωπα που είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω διανοητικής ανικανότητας δεν έχουν την ικανότητα να συναινέσουν σε επέμβαση εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η επέμβαση αυτή μπορεί να γίνει. σύμφωνα με το άρθρο 6 της Σύμβασης κατά την ερμηνευτική έκθεση αυτής. Αυτό που είναι κρίσιμο είναι πως η συναίνεση σε ιατρική πράξη δεν προϋποθέτει δικαιοπρακτική ικανότητα σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, αλλά ικανότητα του προσώπου προς συναίνεση, δηλαδή πνευματική ωριμότητα και δυνατότητα κατανόησης των συνθηκών και της σοβαρότητάς τους.
Η ενημέρωση των πολιτών είναι θεμελιώδους σημασίας και πρέπει να απευθύνεται σε όλο τον πληθυσµό, να εξασφαλίζει την εγκυρότητα της πληροφόρησης βασιζόμενη σε αυστηρά µέτρα για την αποφυγή ανακριβών πληροφοριών που µπορεί να καλλιεργούν δυσπιστία ή και φόβο, και να διενεργείται αποκλειστικά από το υπεύθυνο προς τούτο όργανο.
Επιπρόσθετα, στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η διάταξη του άρθρου 12§1 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν.3418/2005) σύμφωνα με την οποία:
“Ο ιατρός δεν επιτρέπεται να προβεί στην εκτέλεση οποιασδήποτε ιατρικής πράξης χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του ασθενή”
ενώ στην §3 της ίδιας διάταξης αναφέρονται περιοριστικά οι εξαιρετικές περιπτώσεις που δεν απαιτείται συναίνεση
α) στις επείγουσες περιπτώσεις, κατά τις οποίες δεν μπορεί να ληφθεί κατάλληλη συναίνεση και συντρέχει άμεση, απόλυτη και κατεπείγουσα ανάγκη παροχής ιατρικής φροντίδας,
β) στην περίπτωση απόπειρας αυτοκτονίας ή
γ) αν οι γονείς ανήλικου ασθενή ή οι συγγενείς ασθενή που δεν μπορεί για οποιονδήποτε λόγο να συναινέσει ή άλλοι τρίτοι, που έχουν την εξουσία συναίνεσης για τον ασθενή, αρνούνται να δώσουν την αναγκαία συναίνεση και υπάρχει ανάγκη άμεσης παρέμβασης, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία του ασθενή.
Περαιτέρω, η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής εξέδωσε γνώμη για το ζήτημα της αντιπαράθεσης μεταξύ δημοσίου συμφέροντος και προσωπικής αυτονομίας στην περίπτωση των μεταδοτικών λοιμωδών νοσημάτων Δείτε εδώ
Στην σχετική έκθεση Δείτε εδώ παρατίθενται τα ακόλουθα :
» Η προστασία του κοινωνικού συνόλου από την εξάπλωση µεταδοτικών ασθενειών οριοθετείται νοµικά από τις διατάξεις των άρθρων 21 παρ. 3 και 5 παρ. 4 του Συντάγµατος, καθώς και από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 (ε) της Ευρωπαϊκής Σύµβασης ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου (ΕΣ∆Α)
Στο πλαίσιο των παραπάνω διατάξεων, η ευχέρεια του κοινού νοµοθέτη να προχωρήσει σε περιορισµούς ατοµικών ελευθεριών προσώπων που πάσχουν από µεταδοτικές ασθένειες εµφανίζεται ευρεία, σε κάθε όµως περίπτωση οριοθετούνται οι αρµοδιότητες του νοµοθέτη από το Σύνταγµα.. Υπάρχουν, ωστόσο, και όρια:
α) Οι παραπάνω περιορισµοί αφορούν, κατ’ αρχήν, την προσωπική ελευθερία και όχι άλλα θεµελιώδη δικαιώµατα. Εγγυώνται, δηλαδή, την προστασία των άλλων από τη µετάδοση µιας ασθένειας και όχι την ίδια την αντιµετώπιση της ασθένειας ως προς τον ασθενή που τους υφίσταται. ∆εν µπορούν, εποµένως, να θεµελιώσουν και µέτρα υποχρεωτικής θεραπείας, παρακάµπτοντας τη βούληση του ασθενούς
β) Οι περιορισµοί υπόκεινται στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1Σ.).Δικαιολογούνται, δηλαδή, µόνον στην έκταση που το επιβάλλει η προστασία των άλλων.
γ) Επί πλέον δεν φθάνουν να αναιρούν εντελώς την προσωπική ελευθερία. Ο «πυρήνας» αυτού του δικαιώµατος πρέπει να διατηρείται αλώβητος σε κάθε περίπτωση
Αξίζει περαιτέρω να επισημανθει ότι , μόνο σε «επείγουσες καταστάσεις», δεν µπορεί να αποκλεισθεί ο υποχρεωτικός εµβολιασµός, όπως προσώπων που λόγω επαγγέλµατος, αποτελούν ομάδες υψηλού κινδύνου τόσο µόλυνσης, όσο και µετάδοσης ασθενειών, όπως π.χ. αυτών που εργαζονται στις μονάδες εντατικής θεραπείας με την προυπόθεση ότι θα πρέπει να παρέχεται η ευχέρεια αλλαγής καθηκόντων. Προς αυτή την κατεύθυνση κυμαίνεται και η Γνώμη της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής για τον εμβολιασμό των παιδιών, όπου επισημαίνεται ότι, “αναγκαστική υποβολή σε εμβολιασμό, δεν νοείται, και δεν μπορεί να παρακαμφθεί η βούληση των γονέων για τη διενέργεια ή μη της ιατρικής αυτής πράξης, εκτός από περιπτώσεις επείγουσας προστασίας της δημόσιας υγείας π.χ. σε περίπτωση μηνιγγίτιδας Δείτε εκθεση εδώ
Τελος στην διάταξη του άρθρου 4§3ιιιβ του πρόσφατου νόμου 4675/2020, το οποίο προβλέπει ότι :
“σε περιπτώσεις εμφάνισης κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη Δημόσια Υγεία, μπορεί να επιβάλλεται δυνάμει απόφασης του υπουργού Υγείας, μετά από σχετική γνωμοδότηση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας (ΕΕΔΥ), υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού με σκοπό την αποτροπή της διάδοσης της νόσου. Με την ανωτέρω απόφαση ορίζονται η ομάδα του πληθυσμού ως προς την οποία καθίσταται υποχρεωτικός ο εμβολιασμός με καθορισμένο εμβόλιο, η τυχόν καθορισμένη περιοχή υπαγωγής στην υποχρεωτικότητα, το χρονικό διάστημα ισχύος της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, το οποίο πρέπει πάντοτε να αποφασίζεται ως έκτακτο και προσωρινό μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας για συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού, η ρύθμιση της διαδικασίας του εμβολιασμού και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια”
τίθενται οι εξής προϋποθέσεις για την εφαρμογή του εμβολιασμού:
Στην ιατρική πράξη σήµερα, για να εφαρμοστεί οιουδήποτε είδους, διαγνωστική, προληπτική, θεραπευτική παρέμβαση το πρόσωπο στο οποίο θα εφαρμοστεί, είναι ελεύθερο να συναινεί, ύστερα από ενηµέρωση του, ή να την αρνηθεί.
Ο εμβολιασμός αποτελεί σημαντική προληπτική ιατρική πράξη που βοηθά στην προστασία των ανθρώπων από σοβαρά λοιμώδη νοσήματα. Είναι ένα παρεµβατικό µέτρο, και αποτελεί το κυριότερο εργαλείο για την πρωτογενή πρόληψη των ασθενειών και αποτελεσματικό όπλο προστασίας της δημόσιας υγείας.
Η διενέργεια του εμβολιασμού δεν μπορεί όμως να πραγματοποιηθεί χωρίς την συναίνεση του προσώπου και εξαρτάται από την ελεύθερη βούληση του, ακολουθώντας την θεμελιώδη αρχή του Δικαίου και της ιατρικής δεοντολογίας, αυτή της «συναίνεσης κατόπιν ενημέρωσης”.
Μέχρι σήμερα, η Σύμβαση ΟΒΙΕΔΟΥ- Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την Ιατρική αποτελεί το μοναδικό νομικώς δεσμευτικό κείμενο του διεθνούς δικαίου στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον τομέα της βιοϊατρικής.
Ειδικότερα σύμφωνα με την Σύμβαση ΟΒΙΕΔΟΥ που ισχύει στην Ελλάδα (κυρωτικός νόμος (Ν. 2619/1998, ΦΕΚ Α’ 132 , Κύρωση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ατόμου σε σχέση με τις εφαρμογές της βιολογίας και της ιατρικής: Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική) και συγκεκριμένα στο άρθρο 5 προβλέπεται
“Επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει μόνον αφού το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν προηγούμενης σχετικής ενημέρωσής του.
Το πρόσωπο αυτό θα ενημερώνεται εκ των προτέρων καταλλήλως ως προς το σκοπό και τη φύση της επέμβασης, καθώς και ως προς τα επακόλουθα και κινδύνους που αυτή συνεπάγεται.
Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί ελεύθερα και οποτεδήποτε να ανακαλέσει τη συναίνεσή του”.
Η συναίνεση μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, προφορική ή έγγραφη, όπως προκύπτει από την Ερμηνευτική Έκθεση (παρ. 37), διότι στην Σύμβαση του Οβιέδο δεν προβλέπεται συγκεκριμένος τύπος για την παροχή της συναίνεσης.
Ακόμη και σε πρόσωπα που είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω διανοητικής ανικανότητας δεν έχουν την ικανότητα να συναινέσουν σε επέμβαση εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η επέμβαση αυτή μπορεί να γίνει. σύμφωνα με το άρθρο 6 της Σύμβασης κατά την ερμηνευτική έκθεση αυτής. Αυτό που είναι κρίσιμο είναι πως η συναίνεση σε ιατρική πράξη δεν προϋποθέτει δικαιοπρακτική ικανότητα σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, αλλά ικανότητα του προσώπου προς συναίνεση, δηλαδή πνευματική ωριμότητα και δυνατότητα κατανόησης των συνθηκών και της σοβαρότητάς τους.
Η ενημέρωση των πολιτών είναι θεμελιώδους σημασίας και πρέπει να απευθύνεται σε όλο τον πληθυσµό, να εξασφαλίζει την εγκυρότητα της πληροφόρησης βασιζόμενη σε αυστηρά µέτρα για την αποφυγή ανακριβών πληροφοριών που µπορεί να καλλιεργούν δυσπιστία ή και φόβο, και να διενεργείται αποκλειστικά από το υπεύθυνο προς τούτο όργανο.
Επιπρόσθετα, στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η διάταξη του άρθρου 12§1 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν.3418/2005) σύμφωνα με την οποία:
“Ο ιατρός δεν επιτρέπεται να προβεί στην εκτέλεση οποιασδήποτε ιατρικής πράξης χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του ασθενή”
ενώ στην §3 της ίδιας διάταξης αναφέρονται περιοριστικά οι εξαιρετικές περιπτώσεις που δεν απαιτείται συναίνεση
α) στις επείγουσες περιπτώσεις, κατά τις οποίες δεν μπορεί να ληφθεί κατάλληλη συναίνεση και συντρέχει άμεση, απόλυτη και κατεπείγουσα ανάγκη παροχής ιατρικής φροντίδας,
β) στην περίπτωση απόπειρας αυτοκτονίας ή
γ) αν οι γονείς ανήλικου ασθενή ή οι συγγενείς ασθενή που δεν μπορεί για οποιονδήποτε λόγο να συναινέσει ή άλλοι τρίτοι, που έχουν την εξουσία συναίνεσης για τον ασθενή, αρνούνται να δώσουν την αναγκαία συναίνεση και υπάρχει ανάγκη άμεσης παρέμβασης, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία του ασθενή.
Περαιτέρω, η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής εξέδωσε γνώμη για το ζήτημα της αντιπαράθεσης μεταξύ δημοσίου συμφέροντος και προσωπικής αυτονομίας στην περίπτωση των μεταδοτικών λοιμωδών νοσημάτων Δείτε εδώ
Στην σχετική έκθεση Δείτε εδώ παρατίθενται τα ακόλουθα :
» Η προστασία του κοινωνικού συνόλου από την εξάπλωση µεταδοτικών ασθενειών οριοθετείται νοµικά από τις διατάξεις των άρθρων 21 παρ. 3 και 5 παρ. 4 του Συντάγµατος, καθώς και από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 (ε) της Ευρωπαϊκής Σύµβασης ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου (ΕΣ∆Α)
Στο πλαίσιο των παραπάνω διατάξεων, η ευχέρεια του κοινού νοµοθέτη να προχωρήσει σε περιορισµούς ατοµικών ελευθεριών προσώπων που πάσχουν από µεταδοτικές ασθένειες εµφανίζεται ευρεία, σε κάθε όµως περίπτωση οριοθετούνται οι αρµοδιότητες του νοµοθέτη από το Σύνταγµα.. Υπάρχουν, ωστόσο, και όρια:
α) Οι παραπάνω περιορισµοί αφορούν, κατ’ αρχήν, την προσωπική ελευθερία και όχι άλλα θεµελιώδη δικαιώµατα. Εγγυώνται, δηλαδή, την προστασία των άλλων από τη µετάδοση µιας ασθένειας και όχι την ίδια την αντιµετώπιση της ασθένειας ως προς τον ασθενή που τους υφίσταται. ∆εν µπορούν, εποµένως, να θεµελιώσουν και µέτρα υποχρεωτικής θεραπείας, παρακάµπτοντας τη βούληση του ασθενούς
β) Οι περιορισµοί υπόκεινται στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1Σ.).Δικαιολογούνται, δηλαδή, µόνον στην έκταση που το επιβάλλει η προστασία των άλλων.
γ) Επί πλέον δεν φθάνουν να αναιρούν εντελώς την προσωπική ελευθερία. Ο «πυρήνας» αυτού του δικαιώµατος πρέπει να διατηρείται αλώβητος σε κάθε περίπτωση
Αξίζει περαιτέρω να επισημανθει ότι , μόνο σε «επείγουσες καταστάσεις», δεν µπορεί να αποκλεισθεί ο υποχρεωτικός εµβολιασµός, όπως προσώπων που λόγω επαγγέλµατος, αποτελούν ομάδες υψηλού κινδύνου τόσο µόλυνσης, όσο και µετάδοσης ασθενειών, όπως π.χ. αυτών που εργαζονται στις μονάδες εντατικής θεραπείας με την προυπόθεση ότι θα πρέπει να παρέχεται η ευχέρεια αλλαγής καθηκόντων. Προς αυτή την κατεύθυνση κυμαίνεται και η Γνώμη της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής για τον εμβολιασμό των παιδιών, όπου επισημαίνεται ότι, “αναγκαστική υποβολή σε εμβολιασμό, δεν νοείται, και δεν μπορεί να παρακαμφθεί η βούληση των γονέων για τη διενέργεια ή μη της ιατρικής αυτής πράξης, εκτός από περιπτώσεις επείγουσας προστασίας της δημόσιας υγείας π.χ. σε περίπτωση μηνιγγίτιδας Δείτε εκθεση εδώ
Τελος στην διάταξη του άρθρου 4§3ιιιβ του πρόσφατου νόμου 4675/2020, το οποίο προβλέπει ότι :
“σε περιπτώσεις εμφάνισης κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη Δημόσια Υγεία, μπορεί να επιβάλλεται δυνάμει απόφασης του υπουργού Υγείας, μετά από σχετική γνωμοδότηση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας (ΕΕΔΥ), υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού με σκοπό την αποτροπή της διάδοσης της νόσου. Με την ανωτέρω απόφαση ορίζονται η ομάδα του πληθυσμού ως προς την οποία καθίσταται υποχρεωτικός ο εμβολιασμός με καθορισμένο εμβόλιο, η τυχόν καθορισμένη περιοχή υπαγωγής στην υποχρεωτικότητα, το χρονικό διάστημα ισχύος της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, το οποίο πρέπει πάντοτε να αποφασίζεται ως έκτακτο και προσωρινό μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας για συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού, η ρύθμιση της διαδικασίας του εμβολιασμού και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια”
τίθενται οι εξής προϋποθέσεις για την εφαρμογή του εμβολιασμού:
- Η ομάδα του πληθυσμού ως προς την οποία καθίσταται υποχρεωτικός ο εμβολιασμός με καθορισμένο εμβόλιο.
- Η τυχόν καθορισμένη περιοχή υπαγωγής στην υποχρεωτικότητα.
- Το χρονικό διάστημα ισχύος της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού
- Tην ένταση της απειλής
- Την αποδεδειγμένη επιστημονικά αποτελεσματικότητα του εμβολίου και τις μη παρενέργειες αυτού που να θέτουν σε κίνδυνο την υγεία, αλλά και την εν γένει προσωπικότητα του εμβολιαζόμενου
Εν κατακλείδι, ο εμβολιασμός είναι επέμβαση στο σώμα του ανθρώπου και δεν μπορεί να διενεργηθεί, παρά τη θέλησή του, ούτε μπορεί να επιβληθεί ως αναγκαίος όρος για την εκπλήρωση δημόσιας υποχρέωσης διότι αυτό θα αντέβαινε στην θεμελιώδη αρχή της ανθρώπινης αξίας.
evnomia.com.gr