Περίπου 33 χιλιάδες σφαίρες ανάγκασαν τους Γερμανούς να θυσιάσουν περίπου 200 άνδρες και να χάσουν έναν αντισυνταγματάρχη
Τα ξημερώματα...
Τα ξημερώματα...
της 6ης Απριλίου οι Γερμανοί προσπαθούν να διασπάσουν τη γραμμή Μεταξά, επί τις βουλγαρικής μεθορίου, Οι Έλληνες στρατιώτες έδωσαν μια ηρωική μάχη στα οχυρά. Ξεχωριστή όμως, είναι η ιστορία του έφεδρου λοχία Δημήτρη Ίτσιου, ο οποίος ήταν επικεφαλής της αντίστασης στο πολυβολείο Π8 στην ομορφοπλαγιά του Μπέλες πάνω από τα Άνω Πορόια Σερρών.
Ο Λοχίας Δημήτριος Ίτσιος γεννήθηκε στης 5 Απριλίου 1906, ήταν Έλληνας βλάχικης καταγωγής, έφεδρος υπαξιωματικός του Ελληνικού στρατού. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα με την κωδικοί ονομασία ΜΑΡΙΤΑ τον Απρίλιο του 1941, Ο Λοχίας Ιστιος διοικούσε διμοιρία πολυβόλων που αποτελούνταν από τα Π7 και Π8 πολυβολεία.
Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ
Ο Ίτσιος αν και ήταν μόνο με πέντε στρατιώτες, κάλυψε την υποχώρηση των Ελλήνων στρατιωτών και η αποστολή του ήταν να αντέξει όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε. Ο έφεδρος λοχίας άντεξε μέχρι να του τελειώσουν τα πυρομαχικά. Περίπου 33 χιλιάδες σφαίρες ανάγκασαν τους Γερμανούς να θυσιάσουν περίπου 200 άνδρες και να χάσουν έναν αντισυνταγματάρχη, τον Έμπελινγκ. Ο Ίτσιος έχει εντολή να υποχωρήσει και αυτός, όταν κερδίσει τον απαιτούμενο χρόνο, αλλά οι Γερμανοί τον περικύκλωσαν. Ο Ιστιος δίνει εντολή στους στρατιώτες να φύγουν και να τον αφήσουν μόνο του να συνεχίσει την αντίσταση. Οι άνδρες υπάκουσαν εκτός από δυο φαντάρους, τον ΖΙΩΓΑ και τον ΚΟΖΑΡΤΖΗ. Οι τρεις άνδρες μένουν για να πεθάνουν αγωνιζόμενοι. Ούτε οι βολές του πυροβολικού, ούτε οι επιθέσεις των επίλεκτων χερσαίων δυνάμεων της Βέρμαχτ σταμάτησαν την αντίσταση του πυροβολείου.
Ο Λοχίας Δημήτριος Ίτσιος γεννήθηκε στης 5 Απριλίου 1906, ήταν Έλληνας βλάχικης καταγωγής, έφεδρος υπαξιωματικός του Ελληνικού στρατού. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα με την κωδικοί ονομασία ΜΑΡΙΤΑ τον Απρίλιο του 1941, Ο Λοχίας Ιστιος διοικούσε διμοιρία πολυβόλων που αποτελούνταν από τα Π7 και Π8 πολυβολεία.
Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ
Ο Ίτσιος αν και ήταν μόνο με πέντε στρατιώτες, κάλυψε την υποχώρηση των Ελλήνων στρατιωτών και η αποστολή του ήταν να αντέξει όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε. Ο έφεδρος λοχίας άντεξε μέχρι να του τελειώσουν τα πυρομαχικά. Περίπου 33 χιλιάδες σφαίρες ανάγκασαν τους Γερμανούς να θυσιάσουν περίπου 200 άνδρες και να χάσουν έναν αντισυνταγματάρχη, τον Έμπελινγκ. Ο Ίτσιος έχει εντολή να υποχωρήσει και αυτός, όταν κερδίσει τον απαιτούμενο χρόνο, αλλά οι Γερμανοί τον περικύκλωσαν. Ο Ιστιος δίνει εντολή στους στρατιώτες να φύγουν και να τον αφήσουν μόνο του να συνεχίσει την αντίσταση. Οι άνδρες υπάκουσαν εκτός από δυο φαντάρους, τον ΖΙΩΓΑ και τον ΚΟΖΑΡΤΖΗ. Οι τρεις άνδρες μένουν για να πεθάνουν αγωνιζόμενοι. Ούτε οι βολές του πυροβολικού, ούτε οι επιθέσεις των επίλεκτων χερσαίων δυνάμεων της Βέρμαχτ σταμάτησαν την αντίσταση του πυροβολείου.
Τελικά τους νίκησε το αναπόφευκτο. Η εξάντληση δηλαδή των πυρομαχικών τους. Δεν είχαν πλέον άλλες σφαίρες. Αναγκαστικά παραδόθηκαν. Οι Γερμανοί πλησίασαν το Π8 και ο επικεφαλής τους άνοιξε διάλογο με τον λοχία. Ο διάλογος φθάνει με διάφορες παραλλαγές αλλά το πνεύμα είναι πάντα ίδιο…
Γερμανός αξιωματικός: Που είναι ο αξιωματικός σου;
Λοχίας Δημήτρης Ίτσιος: δεν υπάρχει, εγώ είμαι επικεφαλής.
Γερμανός αξιωματικός: εσύ;
Λοχίας Δημήτρης Ίτσιος: ναι.
Γερμανός αξιωματικός: συγχαρητήρια, με την αντίσταση σου ζωντάνεψες το πνεύμα των προγόνων σου
Λοχίας Δημήτρης Ίτσιος: έκανα το καθήκον μου.
Γερμανός αξιωματικός: και τώρα πρέπει να κάνω και εγώ το δικό μου.
Ο Διοικητής διέταξε να τον εκτελέσουν. Ο Ίτσιος με απορία ρώτησε γιατί; , αλλά ο Γερμανός δεν είχε άλλες απαντήσεις. Έβαλε τους άνδρες του να παρουσιάσουν όπλα. Τον τίμησε και αμέσως μετά με το όπλο του πυροβόλησε στο κεφάλι. Τους άλλους δύο φαντάρους δεν τους πείραξε. Μετά από λίγο τους άφησε ελεύθερους και αυτοί διηγήθηκαν την ιστορία τους και τη θυσία του Ίτσιου. Μετά τον πόλεμο η γυναίκα του ξέθαψε τα οστά του και τον έθαψε στο χωριό τους που ήταν κάτω από το πολυβολείο, την Άνω Πορρόια Σερρών.
Μεταθανάτια, στον Δημήτριο Ίτσιο αποδόθηκε ο βαθμός του Επιλοχία, καθώς και το Αργυρό Αριστείο Ανδρείας. Μετά από χρόνια, στήθηκε στην Ομορφοπλαγιά, κοντά στο Π8, αναμνηστική στήλη και το στρατόπεδο που υπάρχει στο χώρο της θυσίας του, πήρε την ονομασία «Στρατόπεδο Ίτσιου».
Μαρτυρία του κ. Ιωάννη Κοζάρτση:
“Τον Οκτώβριο του΄40, όταν κηρύχθηκε η επιστράτευση, ήμουν στο χωριό. Επιστρατεύθηκα και πήγα με τον αδερφό μου στο στρατόπεδο των Άνω Ποροΐων και καταταχθήκαμε.
Ο Ίτσιος είχε πιστόλι και εγώ με τον γεμιστή αραβίδα. Δουλειά μου ήταν να επισκευάσω το πολυβόλο σε περίπτωση βλάβης. Όλο το χειμώνα τον βγάλαμε σ΄ ένα αμπρί, που φτιάξαμε, με αφάνταστες στερήσεις. Μια νύχτα έφυγα και πήγα στο σπίτι μου.
Άλλαξα ρούχα και αυτά που φορούσα τα έβαλε η μάνα μου και τα έβρασε σ΄ έναν τενεκέ.Πέρασα από επιτροπή και με βάλανε ως τεχνίτη στο πολυβολείο Π8 όπου συνάντησα τον συγχωριανό μου, επίσης επιστρατευμένο, λοχία Ίτσιο Δημήτριο ως διοικητή, τον κληρωτό στρατιώτη πολυβολητή Παπαβασιλείου, από την Κέλη Φλώρινας και έναν συγχωριανό του γεμιστή (σ.σ. στρατιώτης Τάσκας).
Πήρα ρούχα και για τον αδερφό μου, που ήταν πάνω στα σύνορα, στα χαρακώματα, με τον λοχαγό μας τον Μαρούδη, που σκοτώθηκε στις μάχες, και του τα έστειλα. Την άνοιξη επανδρώσαμε το πολυβολείο και κάναμε υπολογισμούς αποστάσεων και αναγνωρίσεις των χώρων, ώστε όταν άρχιζε ο πόλεμος να είμαστε γνώστες.
Αποστολή μας ήταν να καλύψουμε την σύμπτυξη των τμημάτων μας σε περίπτωση που τους ανέτρεπαν οι Γερμανοί. Ήμασταν σε καλή θέση και θα χτυπούσαμε απέναντι στην πλαγιά, όπως και το Π7, που ήταν στα χίλια μέτρα περίπου και το διοικούσε και αυτό ο Ίτσιος και είχε για πολυβολητή τον χωριανό μας δεκανέα Κορδένη.
Το χωριό μας, όπως και τα γύρω χωριά, άδειασαν λίγο πρίν χτυπήσουν οι Γερμανοί και πήγαν στα χωριά του Κιλκίς.
Ξημερώματα της 6ης Απριλίου άρχισε ο πόλεμος και από τη θέση μας παρακολουθούσαμε όλο τον τομέα μας, για τυχόν διεισδύσεις. Στα βουνά, μπροστά μας, οι εκρήξεις δεν είχαν σταματημό. Κάπου κάπου μας θυμόταν κι εμάς και μας έριχναν βόμβες με τα αεροπλάνα.
Σε κάποια στιγμή, λίγο πριν το μεσημέρι, εμφανίζεται ένας αγγελιοφόρος, από τα χαρακώματα πάνω και μας λέει: «παιδιά, πάνω εκεί στα φυλάκια δεν έμεινε ούτε κεραμίδι». Κοιτάζουμε έξω, στην πλαγιά, και τι να δούμε! Μιλιούνια κατέβαιναν.