Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

Ο γδικιωμός

Μοιρολογίστρες στη Μάνη


Το δικαίωμα της εκδίκησης στην Μάνη ξεκίνησε πολλούς αιώνες πριν, όταν δεν υπήρχε δικαιοσύνη και δεν τιμωρούντο οι ένοχοι

Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη

akontogiannidis@yahoo.gr

Από τα παλιά χρόνια, αιώνες πριν, υπήρχε στην Μάνη η παράδοση του γδικιωμού, δηλαδή της εκδίκησης της οικογένειας του θύματος, με φόνο στον φονιά. ΄Ηταν άγραφος νόμος που τον τηρούσαν πιστά. Επειδή... 

δεν υπήρχαν δικαστήρια, την δικαιοσύνη επέβαλαν οι ίδιοι και την ποινή δια των όπλων, με φόνο του ενόχου. Φόνος στον φονιά. ΄Οσοι δεν εκδικούντο, τους θεωρούσαν ανάξιους και τους περιφρονούσαν. ΄Όταν στις προστριβές τους δεν υπήρχε φόνος, στις διαφορές αυτές επιλαμβάνονταν αρχηγοί άλλων οικογενειών ή μεγάλης ηλικίας συνάνθρωποί τους που μόνιαζαν τις αντιμαχόμενες οικογένειες.

Συνήθως κάποιες φράσεις, όπως «το κρατάει Μανιάτικο» ή « να πάρει το αίμα πίσω», χρωστούν την καταγωγή τους στο έθιμο της εκδίκησης, ή καλύτερα στα μανιάτικα στον «γδικιωμό». ΄Ισως η λέξη αυτή και ο,τι συμβολίζει, να είναι το πιο χαρακτηριστικό της ζωής της Μάνης με το οποίο ξεχωρίζεις τους μανιάτες από τους άλλους ΄Ελληνες.

Κάποιοι που δεν ξέρουν την Μάνη και τους Μανιάτες ονομάζουν το έθιμο αυτό βεντέτα, παραπέμποντας στην Ιταλική αυτή λέξη. «Γδικιωμός» δεν είναι μόνο εκδίκηση, αλλά τιμωρία μιας αδικίας και αποκατάσταση της που φέρνει δικαίωση. Μιλούσαν για πόλεμο, για έχθρα, με φράσεις όπως «να γδικιωθεί» ή «το δίκιο μας να γδικιωθεί», δηλαδή να επικρατήσει ή να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη. Ηταν έθιμο, τρόπος της Μανιάτικης ζωής. Κι επειδή ανήκε στους άνδρες, σε κάθε οικογένεια η γέννηση αγοριού, έδινε μεγάλη χαρά. Ηταν ένα ακόμα ντουφέκι για την οικογένεια.

Διαλείμματα υπήρχαν την περίοδο εργασίας στα χωράφια με σπορά, θερισμό, συγκομιδή της ελιάς και αλώνισμα. Και όταν τελείωναν οι εργασίες αυτές, ξανάρχιζε ο αγώνας. Ανακωχή γινόταν επίσης όταν κάποιο μέλος των αντίπαλων οικογενειών είχε γάμο, βάπτιση, ή κηδεία.

Τον γδικιωμό τον αποφάσιζε ένα οικογενειακό συμβούλιο. Περιορισμοί ή αναστολές δεν υπήρχαν. Τα αρσενικά παιδιά της οικογένειας του θύματος ανατρέφονταν με ένα σκοπό, όταν μεγαλώσουν να πάρουν το αίμα πίσω. Ο άγραφος νόμος έλεγε, αν είναι φιλότιμος άνδρας δεν χαρίζει το δίκιο του.

Μετά τον φόνο, η χήρα Μανιάτισσα νανούριζε τον ορφανό γιο της που του σκότωσαν τον πατέρα και ονειρεύεται μόλις μεγαλώσει να πάρει το αίμα πίσω. Και έλεγε τους παρακάτω στίχους σαν μοιρολόγι λες και ζούσε την στιγμή που ο γιος της θα έπαιρνε εκδίκηση για τον χαμό τους ανδρός της.

 
Μάνα: «Να μεγαλώσης ν’ αξιωθής και το σαρμά (=όπλο) να ζαλουθής (=φορτωθείς), να κυνηγήσης τον φονιά, απ’ αγκρεμά και από βουνά, το δίκιο μας να γδικιωθή.

Γιός: ΄Ετρεξα απάνου στα βουνά για να βρέκου τον φονιά, τον ηύρα τον αγνάντεψα, σ’ ένα κοτρόνι κάθονταν κι έχιαχνε το ντουφέκι του. Αξέγνοιαστος ο άτιμος, σιγά, σιγά εζύγωσα, σ’ ένα κοτρώνι πίσω του. Άκουσα που σφύριζε, φαίνεται πως χαιρότανε, γιατί τον εκδικήθηκε τον γέρο τον πατέρα μου. Του τράβηξα μια ντουφεκιά, τον ηύρεκε μέσ’ τα μυαλά, τούφαγε μέση και καρδιά κι έτσι τον εκδικήθηκα…»

Όταν ο δράστης του φόνου κρυβόταν με την βοήθεια της μάνας του, η ίδια τον βοηθούσε να διαφύγει την σύλληψη όταν έκαναν την εμφάνιση τους χωροφύλακες. Το μαρτυρεί ο στίχος:

«Όπου κι αν είσαι Κωνσταντή, στο σπίτι μας να μην ερθείς, τ’ ήρθασι χωροφυλάκοι και θα σε πάσι φυλακή, να δικαστής επί ζωής»

Υπήρχε βεβαίως και η συμφιλίωση και ο συμβιβασμός, που πρότεινε η οικογένεια του θύτη και ζητούσε συγχώρηση, ακολουθώντας ένα τελετουργικό. Ο φονιάς, μαζί με την οικογένεια του άοπλη, πήγαινε ύστερα από συνεννόηση και την μεσολάβηση κοινών γνωστών τους στο σπίτι του θύματος , γονάτιζε μπροστά στους γονείς του θύματός του και έδειχνε έμπρακτη μετάνοια.

Εκείνοι έσκυβαν τον φιλούσαν και η μάνα του νεκρού τον σκέπαζε με την ποδιά της λεγοντας: «Έτσι τόθε ο Θεός!» Ακολουθούσαν αγκαλιές και φιλιά εκατέρωθεν και κεράσματα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις οι δύο οικογένειες συναντώντο σε φιλικά τους σπίτια μεταφέροντας διάφορα φαγητά κυρίως κρέας και κρασί όπου συμβιβάζονταν, τρώγοντας και πίνοντας. Σε τέτοιες περιπτώσεις συμφιλίωσης, αμφότεροι οι συμφιλιωμένοι, ονομάζονταν «ψυχαδελφοί».

Πάντως αυτό το έθιμο του «γδικιωμού», από το 1870 άρχισε να υποχωρεί σταδιακά και δεν άργησε να περάσει στην ιστορία. Με την πάροδο πολλών ετών και με την καλυτέρευση της ζωής στην περιοχή, τέθηκε στο περιθώριο.