Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

Ο αφελληνισμός και εξισλαμισμός της Ηπείρου επί τουρκοκρατίας


   
   Μια ιστορική πηγή για την Ήπειρο ήταν μια συλλογή χειρογράφων γνωστή ως «κουβαράς». Περιλάμβανε χρονικά από τον 3ο έως τον 19ο αιώνα. Ανήκε στην Μονή Φιλανθρωπινών στη νησίδα των Ιωαννίνων αλλά καταστράφηκε κατά την πυρπόληση των Ιωαννίνων το 1820, στη σχολή Καπλάνη όπου φυλασσόταν. Ευτυχώς πολλά μέρη των χειρογράφων σώθηκαν σε αντίγραφα ονομαζόμενα «μικρός κουβαράς» που χρησιμεύει ως αναφορά στο άρθρο.

Στον... 

 
 
«Μικρό Κουβαρά» αναφέρεται το εξής: Στην πρώτη εποχή της τουρκοκρατίας η τιμαριούχοι ήταν χριστιανοί. Είχαν την υποχρέωση κατά διαταγή του Σουλτάνου να συμμετέχουν στις εκστρατείες του αφού πρώτα συγκεντρώνονταν στα Ιωάννινα.
«Όταν ερχόταν βασιλική διαταγή να ετοιμαστούν για πόλεμο, ο Αλήμπεης των Ιωαννίνων ειδοποιούσε τις γύρω επαρχίες, δηλ. το Δέλβινο, το Αργυρόκαστρο, Παραμυθιά, Κόνιτσα κλπ και μαζευόταν το τάγμα των τιμαριωτών στα Ιωάννινα και από εκεί εκινούσαν όλοι με τις χριστιανικές σημαίες του Αγ. Γεωργίου και φτάνοντες στο Όρος του Πίνδου προς το Μέτσοβο εμάζευαν τις χριστιανικές σημαίες και άνοιγαν τις τουρκικές».

Ο Αγιος Γεώργιος ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στους έλληνες πολεμιστές, γιατί απεικόνιζε τον αρχαίο αριστοκράτη ιππέα αλλά και τον ελευθερωτή των αιχμαλώτων. Ήταν όμως αγαπητός και στους Τούρκους. Ο Σκενδέρμπεης, στο φρούριο της Κρόιας όπου είχε στήσει το στρατόπεδό του, έκτισε ναό του Αγ. Γεωργίου που σώζεται και σήμερα. Επικαλείτο δε πάντοτε τον Άγιο στις μάχες του κατά του Σουλτάνου από όπου εξήρχετο πάντοτε νικητής.
Εκτός από τους τούρκους και άλλοι λαοί της μέσης ανατολής σέβονται ιδιαιτέρως τον Αγ. Γεώργιο τον οποίον θεωρούν δικόν τους «τεντέ» (άγιο), οι δε καβαλάρηδες τον ονομάζουν «χιντίρ-ελές» (όσιος - άγιος). Στις 23 Απριλίου πολλές μουσουλμανικές οικογένειες φιάχνουν γλυκά που τα μοιράζουν και ανταλλάσσουν ευχές, ενώ προσφέρουν λάδι σε εκκλησίες για το καντήλι του Αγίου. Στην Ήπειρο και αλλού την 23 Απριλίου οι Τούρκοι έβγαιναν στην εξοχή μαζί με τους χριστιανούς για διασκέδαση.

Οι χριστιανοί σπαχήδες διετήρησαν ως αποκλειστικό προνόμιο το σπαηλίκι μέχρι το 1635. Τότε, επί σουλτάνου Μουράτ, υποχρεώθηκαν να αλλάξουν πίστη και να γίνουν Τούρκοι. Έγιναν μάλιστα φανατικοί Τούρκοι που εξεστράτευαν εναντίον των χριστιανών. Η αφορμή για την αλλαγή αυτή φέρεται ότι ήταν η εξής:

Σε μια εκστρατεία του σουλτάνου κατά της Περσίας (1620-1650) υποχρεώθηκαν κατά διαταγή του Σινάν πασά να συμμετάσχουν και χριστιανοί σπαχήδες από τις περιοχές της Ηπείρου, ανερχόμενοι περίπου σε 12.000 - 15.000. Στον πόλεμο αρχικά νικούσαν οι Πέρσες. Σε μια κρίσιμη μάχη όπου ο τουρκικός στρατός απειλείτο με πανωλεθρία, ο σημαιοφόρος των χριστιανών σπαχήδων είχε την έμπνευση να κατεβάση την τουρκική σημαία και να υψώσει αυτή του Αγ. Γεωργίου, η οποία ήταν και έμβλημα του βυζαντινού στρατού μετά τον 12ο-13ο αιώνα. Στη θέα του Αγίου, οι χριστιανοί σπαχήδες όχι μόνο δεν διασκορπίστηκαν όπως έκανε ο υπόλοιπος τουρκικός στρατός αλλά ενθαρρυμένοι αντεπιτέθηκαν στον περσικό στρατό και τον έτρεψαν σε φυγή.

Αργότερα, επιστρέφοντας στο στρατόπεδό τους, από λάθος ή από ενθουσιασμό δεν μάζεψαν τις χριστιανικές σημαίες αλλά με αυτές παρουσιάστηκαν μπροστά στη σκηνή του βεζύρη. Ο βεζύρης τους καλοδέχτηκε και τους αντάμοιψε, αλλά μετά το τέλος του πολέμου διηγήθηκε το περιστατικό στον σουλτάνο. Οι τούρκοι αξιωματικοί αλλά και ο αρχιστράτηγος (σερασκέρης) θεώρησαν επικίνδυνο και αντίθετο με το κοράνι ότι υπηρετούσαν στον στρατό τους τόσες χιλιάδες χριστιανοί. Κατόπιν αυτού ο σουλτάνος έδωσε διαταγή να μην υπηρετούν στον τουρκικό στρατό χριστιανοί σπαχήδες. Ταυτόχρονα έδωσε το δικαίωμα της είσπραξης φόρων μόνο στους μουσουλμάνους σπαχήδες. Έτσι, όσοι ήθελαν να εξακολουθήσουν να απολαμβάνουν τα προνόμια του σπαχηλικιού άλλαξαν θρησκεία, αλλιώς περιέπεφταν στην τάξη του δουλοπάροικου. Άλλοι προτίμησαν να ασχοληθούν με το εμπόριο χωρίς να αλλάξουν πίστη. Έτσι η κυριότητα της γης στην Ήπειρο περιήλθε στους Τούρκους. Για το θέσπισμα της εξώσεως των χριστιανών σπαχήδων αναφέρεται και ένας αδελφός του πάπα Νικολάου Γλυκύ, που πέθανε στη Βενετία το 1790 σε ηλικία 114 ετών.

Αυτός ο εξισλαμισμός διαδόθηκε και σε άλλες τάξεις χριστιανών που δεν ήθελαν να χάσουν τη γή τους και άλλα προνόμια που είχαν. Το φαινόμενο είχε ιδιαίτερη ένταση στη Βόρειο Ήπειρο και στις περιφέρειες της Αυλώνας, Μπερατίου και μέρος της Χειμάρρας. Το χριστιανικό παρελθόν παρέμεινε σαν μύθος ή ανάμνηση γι αυτό συχνά ακούει κανείς σαν λαϊκή ιστορία ότι όλοι οι Τόσκηδες ήταν χριστιανοί πριν 2-3 αιώνες.

Μερικοί ασπάσθηκαν τον μωαμεθανισμό μόνο εξωτερικά και στο όνομα. Άλλοι συμφώνησαν με τις οικογένειές τους ώστε ένα μέρος της οικογένειας να γίνουν μωαμεθανοί και αυτοί να βοηθούν οικονομικά την υπόλοιπη οικογένεια. Συνήθως ο άνδρας γινόταν μωαμεθανός και η γυναίκα παρέμενε χριστιανή.

Ο γάλλος βαρώνος Τοτώ, απεσταλμένος της γαλλικής κυβέρνησης να οργανώσει το τουρκικό πυροβολικό, αναφέρει ότι κάποτε ενώ ευρίσκετο σε ένα τουρκικό στρατόπεδο σε ένα πόλεμο εναντίον της Ρωσίας το 1769, άκουσε δύο σπαχήδες να συνομιλούν στα ελληνικά. Όταν τους ρώτησε του είπαν ότι ήταν Ηπειρώτες και στην πραγματικότητα χριστιανοί αλλά παρίσταναν τους Τούρκους για να διατηρήσουν τα σπαχηλίκια τους.

Η κακοδιοίκηση και διαφθορά του κρατικού μηχανισμού επέτρεπε στους μουσουλμάνους ή και κρυπτοχριστιανούς σπαχήδες να κακομεταχειρίζονται τον χριστιανικό πληθυσμό για να εισπράτουν φόρους, πράγμα που δεν μπορούσαν να κάνουν κατά του μουσουλμανικού πληθυσμού που απαλλασόταν των φόρων. Αναφέρεται ότι σπαχήδες τριγύριζαν τα χωριά της Ηπείρου με τα άλογά τους φορτωμένα αλυσίδες. Όσους χριστιανούς δεν είχαν να πληρώσουν το φόρο τους έφερναν αλυσοδεμένους στις ιδιωτικές φυλακές που διατηρούσαν.

Φαίνεται ότι αυτή η τρομοκρατία έφερε αναστάτωση στην πληθυσμό και έτσι το 1691 επί μεγάλου βεζύρη Χουσείν Κιουπρουλού (πρώην χριστιανός ο ίδιος) εξεδόθη το πρώτο «Νιζάμι-Τζεδίδ» ήτοι νέο σύστημα με ηπιότερες διατάξεις για τους ραγιάδες. Η κατάσταση καλυτέρευσε το 1774 με την υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ-Καιναρτζή μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας, δυνάμει της οποίας η Ρωσία είχε το δικαίωμα να επεμβαίνει υπέρ των χριστιανών. Τότε εδόθη στους χριστιανούς κάποια ελευθερία με την οποία μπόρεσαν να ασχοληθούν με το εμπόριο και έτσι ανεπτύχθη η ναυτιλία κατά τους επόμενους αιώνες.

Ήδη όμως ο εξισλαμισμός είχε αποδεκατίσει τον πληθυσμό με ελληνική συνείδηση που κάποτε ήταν υπέρτερος των Τούρκων και των Αλβανών με αναλογία 10 προς 1. Ο Eton εκτιμά ότι οι έλληνες ήταν τα 4/5 του πληθυσμού, οι δε Pouqueville και Leak ότι ήταν τα 9/10. Προς το τελευταίο ποσοστό συμφωνεί και ο Αραβαντινός βασισμένος σε πληροφορίες που αντλεί από τον Κουβαρά. Αναφέρει μάλιστα ότι οι Τούρκοι της Ηπείρου ονομάζονταν «ρωμιογυρίσματα».

Τον 19ο αιώνα αρκετοί κρυπτοχριστιανοί επανήλθαν στην αρχική πίστη τους. Στην επαρχία της Σπαθίας, μεταξύ Ελμπασάν, Βερατίου, Γκόρας και Μόκρας οι κάτοικοι που φημίζονταν για την ανδρεία τους παρέμειναν κρυπτοχριστιανοί και τις νύχτες με πολλές προφυλάξεις τελούσαν χριστιανικές τελετές σε υπόγειες κρύπτες ενώ την ημέρα κυκλοφορούσαν ως μουσουλμάνοι. Έτσι παρέμειναν έως το 1904 όταν η Ρωσία ανέλαβε την προστασία τους, οπότε ομολόγησαν δημοσίως τον χριστιανισμόν τους χωρίς καμμία αντίδραση από την τουρκική κυβέρνηση.

Στο Αργυρόκαστρο, χριστιανοί και μουσουλμάνοι είχαν κάποτε κοινό τόπο προσευχής, την Μονή Αγ. Νικολάου, οι δε μουσουλμάνες όταν περνούσαν μπροστά από εκκλησία έκαναν το σημείο του σταυρού. Ο Pouqueville, που διετέλεσε πρόξενος της Γαλλίας στα Ιωάννινα, αναφέρει ότι σε ολόκληρη την Ήπειρο γνώρισε μόνον ένα πραγματικό τούρκο και τέσσερεις γυναίκες.

Στο χωριό Δουδάκη της Αυλώνας γίνονταν γάμοι μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. Επίσης στο Κουρβελέσι της Χειμάρρας γίνονται γάμοι μεταξύ τουρκαλβανών λιάπηδων και χριστιανών. Ο Leak αναφέρει ότι από τους γάμους αυτούς τα μεν αγόρια ανατρέφονταν ως μουσουλμάνοι τα δε κορίτσια ως χριστιανές. Στο Λιόπεσι της Χειμάρρας οι μισές οικογένειες ήταν χριστιανές και οι μισές μουσουλμανικές, συνεόρταζαν δε τις εορτές και τους γάμους.

Οι κυριώτεροι ιστορικοί της Ηπείρου, ξένοι πρόξενοι στα Ιωάννινα επί μακρόν, όπως ο Eton (1780-1798), ο Pouqueville (1806-1819) και ο Leak (1805-1822) συμφωνούν ότι οι μωαμεθανοί και τουρκαλβανοί της Ηπείρου ήταν αρχικώς Έλληνες που εξωμότησαν.
Ο εξισλαμισμός αφορούσε και τους καθολικούς χριστιανούς της περιοχής και αναφέρεται στις εκθέσεις των καθολικών πρέσβεων και ιεραποστόλων καθώς και περιηγητών όπως οι Chevalier, Montealvano, Πόκκοπ και Λαμοτρέ.

Ανάπαυλα στις διώξεις των χριστιανών ήταν η εποχή του Αλή Πασά ο οποίος για να ισχυροποιήσει την επικράτειά του έδειξε ανεξιθρησκεία. Αυτός επέτρεπε στους χριστιανούς του παλατιού του να τελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ο ίδιος έλεγε ότι είναι «μπεκτασής», δηλ. μια ελευθεριάζουσα αίρεση που πίστευε στην μετεμψύχωση. Κατά τον Λήκ ο Αλή πασάς επέτρεπε στη σύζυγό του Βασιλική να διατηρεί παρεκκλήσιο και σε χριστιανή Αλβανίδα του χαρεμιού του να διατηρεί παρεκκλήσιο μέσα στον γυναικωνίτη.

Το άρθρο αναφέρει και μια σειρά από προσωπικότητες που είχαν χριστιανική καταγωγή. Οι πληροφορίες προέρχονται βασικά από κατάλογο αρνησιθρήσκων Αλβανών και Ελλήνων που διέπρεψαν στο οθωμανικό κράτος. Τον κατάλογο αυτό συνέγραψε ο Γερμανός τουρκολόγος ιστορικός Χάμερ και αναπαράγει ο Αραβαντινός. Ο Χάμερ μάλιστα αναφέρει ότι οι πλέον επιτυχημένοι σουλτάνοι ήταν αυτοί που είχαν χριστιανούς υπουργούς. Από τους 40 μεγάλους βεζύρηδες που έλαβαν αυτό το αξίωμα μετά την άλωση της Κων/πόλεως , μόνον 12 ήταν τουρκικής καταγωγής.

Λιάζ Πασάς

Πρώην χριστιανός από το χωριό Πλιάσα της Χειμάρρας, ήταν διοικητής Αυλώνος το 1518. Για να βάλει τάξη στην επαρχία του αναγνώρισε την οθωμανική κυριαρχία και έδωσε αρκετά προνόμια στους κατοίκους που επικύρωσε ο τότε σουλτάνος Σελίμ Α΄ και ανανέωσε ο Σουλεϊμάν. Τότε τα 33 χωριά της Χειμάρρας απετέλεσαν την αυτόνομη «Συμπολιτεία των Κεραυνείων».

Μαχμούτ Πασάς Μιχάλογλου

Κατά τον Χαλκοκονδύλη ηταν Σέρβος με πατέρα Έλληνα εκ της οικογενείας των Φιλανθρωπινών. Ο Παπαρηγόπουλος γράφει ότι ήταν φιλάνθρωπος και φίλος των γραμμάτων και των επιστημών, ίδρυσε πολλούς ναούς, σχολεία, νοσοκομεία κτλ.

Αβεδίν πασάς Ντίνος
Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας και Γεν. Διοικητής του νομού Αδάνων και των νήσων Αιγαίου. Καταγόταν από την Παραμυθιά. Έγραψε ποιήματα στα ελληνικά, μερικά μάλιστα σε στίχους ομηρικούς.

Ασλάν Πασάς

Αρχηγός της ενδοξότερης οθωμανικής οικογένειας των Ιωαννίνων και του Αργυροκάστρου. Κατήγετο από το Μονοδένδρι του Ζαγορίου. Κατά τον Αραβαντινό αρπάχτηκε κατά το παιδομάζωμα (μαζγίδι) του 1550 και έφτασε μέχρι το αξίωμα του Διοικητού. Πασάς των Ιωαννίνων κατά τα έτη 1600-1612. Η οικογένειά του διοίκησε τα Ιωάννινα επί δύο αιώνες (16ος-18ος) μέχρι την εποχή του Αλή Πασά που την κατέλυσε.
Για την απαγωγή του Ασλάν, σώζεται ακόμη στην Ήπειρο αυτό το δημοτικό τραγούδι.

Ανάθεμά σε βασιλιά και τρις ανάθεμά σε,
Με το κακόν οπ' έκαμες και το κακόν που κάμεις
Στέλνεις δένεις τους γέροντες, τους πρώτους, τους παπάδες
Να μάσεις παιδομάζωμα και κάμης γενιτσάρους
Κλαίν οι γονέοι τα παιδιά και οι αδελφαίς τ' αδέλφια
Κλαίγω κι εγώ και καίγομαι και όσο ζω θα κλαίγω
Πέρσι πήραν το γιώκα μου, φέτο τον αδερφό μου

Εσάτ Πασάς

Κατά προφορική ανακοίνωση του Βεχήτ Πασά, αδελφού του Εσάτ πασά, υπερασπιστού των Ιωαννίνων κατά τον βαλκανικό πόλεμο του 1912, προς τον δήμαρχο Ιωαννίνων Β. Πυρσινέλα, σύμφωνα με την παράδοση που διατηρήθηκε στην οικογένειά τους κατάγονταν από χριστιανούς προγόνους και μάλιστα από γυναίκες που απήχθησαν από το φρούριο. Ειδικότερα κατάγονταν από κάποια Βασιλική, γυναίκα της οικογένειας των Γλυκήδων, ονομαστών τυπογράφων της Βενετίας.
Όταν ο Κεμάλ ανάγκασε τους τούρκους να λάβουν από ένα οικογενειακό επίθετο, ο Εσάτ Πασάς, θέλων να τιμήσει την γενέτειρα των προγόνων του πήρε το όνομα «Μπουλζιάτ Γιάνγιαλη».

Ζεϊνέλ Γκιολέκας

Από εξωμότες χριστιανούς καταγόταν και ο αρχηγός της επανάστασης του 1847 προς απελευθέρωση των Ελλήνων και Αλβανών από τον τουρκικό ζυγό, Ζεϊνέλ Γκιολέκας ή Γκιώνης Λέκας, από το Κούτσι της Χειμάρρας. Ήταν γιός του Μουσλήμ Γκιολέκα που εφονεύθη το 1803 κατά την επίθεση του Αλή Πασά κατά του Σουλίου, από τον Τούσα (Θανάση Μπότσαρη), και εγγονός του Χριστιανού Λογγίνου Αλεξίου. Από την κράση αυτών των ονομάτων, κατά τον Αραβαντινό, προήλθε το όνομα «Γκιώνης Λέκας» που διετήρησε μετά τον εξισλαμισμό του.
Σκοτώθηκε το 1852 σε μια μάχη κατά των Μαυροβουνίων.

Ιμπραήμ Πασάς

Υπήρξε Μέγας Βεζύρης και Μπεϊλέρ-μπέης (Γενικός Αρχηγός). Καταγόταν από την Πάργα, γιός χριστιανού ψαρά ονόματι Γιάννη Μικέγκα. Ο Μικέγκας, εφ' όσον ο υιός του ήταν πασάς, προσηγορεύτετο «εξωχότατος Γιαννούς αγάς» και είχε τιμάριο στην Πάργα από όπου εισέπρατε ετησίως 2.000 δουκάτα. Ο Ιμπραήμ είχε απαχθεί από Αλγερινούς πειρατές και είχε πουληθεί ως δούλος σε μια χήρα στη Μαγνησία της Μ. Ασίας. Εκεί φαίνεται ότι έλαβε κάποια παιδεία ώστε αργότερα, όταν στρατολογήθηκε σε γενιτσαρικό τάγμα, ανήλθε σε ανώτερο αξίωμα του κράτους. Επί Σουλτάνου Σουλεϊμάν Κανουνού (Νομοθέτου) έφτασε στο αξίωμα του Μεγάλου Βεζύρη το 1534 με τον τίτλο του «καπουτάν πασά» (αρχιναυάρχου). Κατά τον Δελβινακιώτη Χρήστο Δάλλα, ο Ιμπραήμ συνέστησε στον σουλτάνο να προάγει σε καπουτάν πασά τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα ο οποίος πήρε και τον τίτλο του «Χακά-ουλ-Μπάχρη» (κυρίαρχος της θαλάσσης). Ο Ιμπραήμ ήταν διεθνούς φήμης και ο αυτοκράτωρ της Αυστρίας Φερδινάνδος (1500-1564) τον απεκάλη «αδελφό του» ο δε αυτοκράτωρ της Γερμανίας Κάρολος Ε' (1500-1588) «εξάδελφό του». Ο ίδιος ο σουλτάνος, του οποίου ο Ιμπραήμ ήταν γαμπρός επ' αδελφή, του έδοσε και τον τίτλο του «Σουλτάν Σαντραζέμ» (πρωθυπουργός-σουλτάνος). Ο Ιμπραήμ κρυφά έκανε ό,τι μπορούσε υπέρ των χριστιανών. Δολοφονήθηκε από συνωμότες ενώ εκοιμάτο το 1536. Κατά τον Μελέτιον ο Ιμπραήμ απεκαλείτο και «Αμβρακιώτης» γιατί καταγόταν από την Αμβρακία.

Καραμουρατάτοι

Χριστιανός από το Λεσκοβίκι ήταν ο Ισαήμ, ή Ισάμ, Σαμ ή Τσάμ πρόγονος της φατρίας των Καραμουρατατών. Από το όνομα αυτό εκλήθησαν Ισάμιδες ή Τσάμηδες οι απόγονοί του και το όνομα Τσάμηδες έγινε συνώνυμο του αλλαξοπιστήσαντα. Έκτοτε οι χριστιανοί λέγονταν «γκιαούρηδες» (άπιστοι) και οι εξισλαμισμένοι «τσάμηδες».
Ο Ισαήμ είχε δύο γιούς, τον Γιακούπ και τον Σινάν. Απόγονος του Σινάν εγκαταστάθηκε στο Βεράτι, απέκτησε δέκα γιούς εκ των οποίων απαισιώτερος στην μορφή και την ψυχή ήταν ο Μουράτ, προσονομασθείς ως εκ τούτου Καρα-Mουράτ (Μαύρος Μουράτ) που εγκαταστάθηκε πέραν του Αώου, μεταξύ της περιοχής Περάτη-Γλήνας και Λεσκοβικίου.

Τα χωριά των Καραμουρατάδων, 36 τον αριθμό, στην κοιλάδα του Αώου προς την Πρεμετή, ήταν χριστιανικά υπαγόμενα στην επισκοπή Πωγωνιανής. Καίτοι οι κάτοικοί των υπέφεραν τα πάνδεινα από τους μωαμεθανούς, αντείχον μέχρι το 1760. Στις αρχές εκείνου του έτους απαφάσισαν να εξευμενήσουν τον Θεό με νηστείες και δοκιμασίες του σώματος. Αποφάσισαν ότι αν ο Θεός δεν τους βοηθήσει θα ασπαστούν τον μωαμεθανισμό. Μάταια ο αρχιερεύς τους εξήγησε ότι αυτό είναι ασέβεια. Οι Καραμουρατάδες ενήστευσαν αυστηρά κατά την μεγάλη σαρακοστή και όταν ήλθε το Πάσχα και δεν είδαν καμμία καλυτέρευση στα προβλήματά τους αλλαξοπίστησαν ομαδικά.