Ο άνθρωπος που σκότωσε τον δολοφόνο του πατέρα του, η διαδρομή του στα γήπεδα και οι επιτυχίες στο ρινγκ
Η διαδρομή του...
Η διαδρομή του...
Μανώλη Καλομοίρη, του 30χρονου που σκότωσε τον δολοφόνο του πατέρα του Γιώργο Ξυλούρη, από τα χωράφια της οικογένειας του στο ξερό γήπεδο των Ανωγείων και την φανέλα με το νούμερο 1, μέχρι τα ρινγκ του Γιώργου Στεφανόπουλου, με ένα μεγάλο όνειρο: να γίνει επαγγελματίας πυγμάχος.
Το απόγευμα της 17ης Φεβρουαρίου έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη του τότε 28χρονου ερασιτέχνη πυγμάχου, Μανώλη Καλομοίρη. Στο Αριστοτέλειο του Περιστερίου, γύρω από το ρίνγκ του θρυλικού Έλληνα πυγμάχου, Γιώργου Στεφανόπουλου, δεν έπεφτε καρφίτσα.
Οι λάτρεις της πυγμαχίας και οι συγγενείς και φίλοι των αγωνιζόμενων αθλητών, είχαν γεμίσει ασφυκτικά το χώρο, παρά το ότι πρόκειται για διασυλλογικούς και όχι επίσημους αγώνες. Ωστόσο, για τον Μανώλη Καλομοίρη, που είχε κάνει την διαδρομή Ανώγεια – Περιστέρι, όσο και για τους υπόλοιπους πυγμάχους, ήταν μια πρώτη τάξεως ευκαιρία να δείξουν τι αξίζουν και να κλείσουν ενδεχομένως ένα καλό συμβόλαιο με τον Σύνδεσμο Επαγγελματικής Πυγμαχίας ( ΣΕΠ) στο τιμόνι του οποίου βρίσκεται ο καλύτερος Έλληνας πυγμάχος όλων των εποχών, Γιώργος Στεφανόπουλος.
Ο Καλομοίρης λοιπόν θα αγωνιζόταν με έναν καλύτερο και πιο έμπειρο πυγμάχο, τον σκληροτράχηλο, Γρηγόρη Νικολόπουλο του Βυζαντινού, ο οποίος ωστόσο αγωνίζεται σε χαμηλότερη κατηγορία βάσει των κιλών του. Μετά το τέλος της αναμέτρηση, ο Νικολόπουλος δεν θα διστάσει να παραδεχτεί ότι ο νεαρός από τα Ανώγεια, «το λέει η καρδιά του» και κάλλιστα έχει όλα τα φόντα για να καθιερωθεί στην επαγγελματική πυγμαχία.
Ο Μανώλης, ένα δυνατό παιδί από μικρός με έφεση στον αθλητισμό, συνάμα με αθλητική παιδεία, ευγενικός και ταπεινός με τους γύρω του, αδημονεί να συνεχίσει την προσπάθεια του, εκμυστηρευόμενος στον Γρηγόρη Νικολόπουλο, την φιλοδοξία του να γίνει επαγγελματίας.
Λίγο καιρό πριν και ενώ είχε τα φόντα να πρωταγωνιστήσει στα ποδοσφαιρικά τερέν ως τερματοφύλακας, άγνωστο γιατί, αποφάσισε να τα παρατήσει, γοητευμένος ίσως από την ιδέα να γίνει επαγγελματίας μποξέρ.
Για τα δυνατά του χέρια άλλωστε έχουν να λένε ακόμη και μέχρι σήμερα στο γήπεδο των Ανωγείων, που γράπωναν τη μπάλα όπως ο αίλουρος τα θύματα του. Ο πολυπράγμων ιερέας Ανδρέας Κεφαλογιάννης, ο άνθρωπος που έφτιαξε σκοπευτήριο στο χωριό ώστε να αποφεύγονται οι άσκοποι πυροβολισμοί, παράλληλα πρόεδρος της ομάδας «Αετός Ανωγείων», έβλεπε στο πρόσωπο του Μανώλη, το νέο Νίκο Σαργκάνη.
Ο Μανώλης Καλομοίρης, σύμφωνα με συμπαίκτες του και δημοσιογράφους στα τοπικά μέσα, ήταν ένας από τους πιo ελπιδοφόρους Ανωγειανούς ποδοσφαιριστές και ένας από αυτούς που θα μπορούσαν να κάνουν το βήμα παραπάνω και να αγωνιστούν ενδεχομένως σε μεγαλύτερες κατηγορίες. Η πρώτη του επαφή με το ποδόσφαιρο εγινε στα 8,5 του χρόνια. Έπαιζε με τα παιδιά της γειτονιάς του στο χωριό, αλλά και με τον πατέρα του. Στη συνέχεια με την προτροπή του Λευτέρη Καλομοίρη ξεκίνησε στις ακαδημίες του Λίντο, στη θέση του σέντερ φορ. Τον πηγαινόφερνε από τα Ανώγεια ο ίδιος ο πατέρας του. Μια μέρα έλειπε ο τερματοφύλακας από την προπόνηση και ο τότε προπονητής του Γιάννης Σχοιναράκης τον έβαλε τέρμα κι από τότε καθιερώθηκε σε αυτή τη θέση. Έμεινε δυο χρόνια στο Λίντο κι έπειτα η ακαδημία συγχωνεύτηκε με τον Εργοτέλη.
Στην ηλικία των 15 χρονών έφυγε δανεικός από τον Εργοτέλη και ήταν η πρώτη χρονιά που έπαιξε στο περιφερειακό πρωτάθλημα. Ήταν μια σπουδαία εμπειρία για εκείνον καθώς είχε την τύχη να αγωνιστεί με μεγαλύτερους ηλικιακά συμπαίκτες και αντιπάλους. Έπειτα από μια πολύ καλή του εμφάνιση, έλαβε κλήση να ενταχθεί στην Εθνική Παίδων. Δεν θα ξεχάσει όμως το πέρασμα του από τον Εργοτέλη και την τύχη που είχε να διδαχθεί από έναν εκ των καλύτερων τερματοφυλάκων που έχουν περάσει ποτέ από τα ελληνικά γήπεδα, τον Λευτέρη Πουπάκη. Ήταν ο άνθρωπος που τον έκανε να αγαπήσει την θέση του τερματοφύλακα.
Το απόγευμα της 17ης Φεβρουαρίου έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη του τότε 28χρονου ερασιτέχνη πυγμάχου, Μανώλη Καλομοίρη. Στο Αριστοτέλειο του Περιστερίου, γύρω από το ρίνγκ του θρυλικού Έλληνα πυγμάχου, Γιώργου Στεφανόπουλου, δεν έπεφτε καρφίτσα.
Οι λάτρεις της πυγμαχίας και οι συγγενείς και φίλοι των αγωνιζόμενων αθλητών, είχαν γεμίσει ασφυκτικά το χώρο, παρά το ότι πρόκειται για διασυλλογικούς και όχι επίσημους αγώνες. Ωστόσο, για τον Μανώλη Καλομοίρη, που είχε κάνει την διαδρομή Ανώγεια – Περιστέρι, όσο και για τους υπόλοιπους πυγμάχους, ήταν μια πρώτη τάξεως ευκαιρία να δείξουν τι αξίζουν και να κλείσουν ενδεχομένως ένα καλό συμβόλαιο με τον Σύνδεσμο Επαγγελματικής Πυγμαχίας ( ΣΕΠ) στο τιμόνι του οποίου βρίσκεται ο καλύτερος Έλληνας πυγμάχος όλων των εποχών, Γιώργος Στεφανόπουλος.
Ο Καλομοίρης λοιπόν θα αγωνιζόταν με έναν καλύτερο και πιο έμπειρο πυγμάχο, τον σκληροτράχηλο, Γρηγόρη Νικολόπουλο του Βυζαντινού, ο οποίος ωστόσο αγωνίζεται σε χαμηλότερη κατηγορία βάσει των κιλών του. Μετά το τέλος της αναμέτρηση, ο Νικολόπουλος δεν θα διστάσει να παραδεχτεί ότι ο νεαρός από τα Ανώγεια, «το λέει η καρδιά του» και κάλλιστα έχει όλα τα φόντα για να καθιερωθεί στην επαγγελματική πυγμαχία.
Ο Μανώλης, ένα δυνατό παιδί από μικρός με έφεση στον αθλητισμό, συνάμα με αθλητική παιδεία, ευγενικός και ταπεινός με τους γύρω του, αδημονεί να συνεχίσει την προσπάθεια του, εκμυστηρευόμενος στον Γρηγόρη Νικολόπουλο, την φιλοδοξία του να γίνει επαγγελματίας.
Λίγο καιρό πριν και ενώ είχε τα φόντα να πρωταγωνιστήσει στα ποδοσφαιρικά τερέν ως τερματοφύλακας, άγνωστο γιατί, αποφάσισε να τα παρατήσει, γοητευμένος ίσως από την ιδέα να γίνει επαγγελματίας μποξέρ.
Για τα δυνατά του χέρια άλλωστε έχουν να λένε ακόμη και μέχρι σήμερα στο γήπεδο των Ανωγείων, που γράπωναν τη μπάλα όπως ο αίλουρος τα θύματα του. Ο πολυπράγμων ιερέας Ανδρέας Κεφαλογιάννης, ο άνθρωπος που έφτιαξε σκοπευτήριο στο χωριό ώστε να αποφεύγονται οι άσκοποι πυροβολισμοί, παράλληλα πρόεδρος της ομάδας «Αετός Ανωγείων», έβλεπε στο πρόσωπο του Μανώλη, το νέο Νίκο Σαργκάνη.
Ο Μανώλης Καλομοίρης, σύμφωνα με συμπαίκτες του και δημοσιογράφους στα τοπικά μέσα, ήταν ένας από τους πιo ελπιδοφόρους Ανωγειανούς ποδοσφαιριστές και ένας από αυτούς που θα μπορούσαν να κάνουν το βήμα παραπάνω και να αγωνιστούν ενδεχομένως σε μεγαλύτερες κατηγορίες. Η πρώτη του επαφή με το ποδόσφαιρο εγινε στα 8,5 του χρόνια. Έπαιζε με τα παιδιά της γειτονιάς του στο χωριό, αλλά και με τον πατέρα του. Στη συνέχεια με την προτροπή του Λευτέρη Καλομοίρη ξεκίνησε στις ακαδημίες του Λίντο, στη θέση του σέντερ φορ. Τον πηγαινόφερνε από τα Ανώγεια ο ίδιος ο πατέρας του. Μια μέρα έλειπε ο τερματοφύλακας από την προπόνηση και ο τότε προπονητής του Γιάννης Σχοιναράκης τον έβαλε τέρμα κι από τότε καθιερώθηκε σε αυτή τη θέση. Έμεινε δυο χρόνια στο Λίντο κι έπειτα η ακαδημία συγχωνεύτηκε με τον Εργοτέλη.
Στην ηλικία των 15 χρονών έφυγε δανεικός από τον Εργοτέλη και ήταν η πρώτη χρονιά που έπαιξε στο περιφερειακό πρωτάθλημα. Ήταν μια σπουδαία εμπειρία για εκείνον καθώς είχε την τύχη να αγωνιστεί με μεγαλύτερους ηλικιακά συμπαίκτες και αντιπάλους. Έπειτα από μια πολύ καλή του εμφάνιση, έλαβε κλήση να ενταχθεί στην Εθνική Παίδων. Δεν θα ξεχάσει όμως το πέρασμα του από τον Εργοτέλη και την τύχη που είχε να διδαχθεί από έναν εκ των καλύτερων τερματοφυλάκων που έχουν περάσει ποτέ από τα ελληνικά γήπεδα, τον Λευτέρη Πουπάκη. Ήταν ο άνθρωπος που τον έκανε να αγαπήσει την θέση του τερματοφύλακα.