Δεν είναι πολλοί οι κλάδοι της οικονομίας στην Αυστρία που επωφελούνται
από την πανδημία του κορονοϊού, όπως πιθανόν οι δικηγόροι διαζυγίων και
οι κατασκευαστές προστατευτικών μασκών και απολυμαντικών, αλλά σίγουρα
«ενισχυμένοι» από την κρίση θα αναδειχθούν οι κατασκευαστές πυροβόλων
όπλων, όπως αναφέρεται σε σχετική έρευνα.
Και αυτό, γιατί ...
Και αυτό, γιατί ...
οι καταγραφές νέων φορητών πυροβόλων όπλων στη χώρα παρουσιάζουν από την άνοιξη μία ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση, και μάλιστα, προκειμένου να καλυφθεί η ζήτηση, τα τοπικά εργοστάσια όπλων λειτουργούν σε τρεις βάρδιες όλο το 24ωρο, την στιγμή που χιλιάδες επιχειρήσεις σε άλλους τομείς της βιομηχανίας εξακολουθούν να εργάζονται με μερική εργασία.
Σύμφωνα με την έρευνα, το απόθεμα των πυροβόλων όπλων στην Αυστρία αυξήθηκε κατά περισσότερο από 22.000 μεταξύ των αρχών Μαρτίου και των αρχών Αυγούστου, δηλαδή κατά σχεδόν χίλια την εβδομάδα. Συγκριτικά: ο αριθμός των αυτοκινήτων στην Αυστρία αυξήθηκε κατά 23.300 οχήματα την ίδια περίοδο. Ο αριθμός των κατόχων όπλων που καταγράφηκαν πρόσφατα στο Κεντρικό Μητρώο Όπλων αυξήθηκε κατά περίπου 5.000 άτομα.
Μια ακόμη πιο έντονη αύξηση των πωλήσεων όπλων ήταν εμφανής στην Αυστρία μετά την προσφυγική κρίση, καθώς το τελευταίο τρίμηνο του 2015 και το πρώτο τρίμηνο του 2016, καταγράφονταν μέσο όρο 1.400 νέα πυροβόλα όπλα κάθε εβδομάδα.
Ακόμα και τότε, ωστόσο, όπως μεταδίδει ο ανταποκριτής του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, δεν ήταν μια έκρηξη που ερχόταν από το πουθενά, όπως προσπάθησαν να παρουσιάσουν ορισμένα λαϊκίστικα ΜΜΕ, αλλά αντίθετα, ήταν θέμα εντατικοποίησης του ιδιωτικού εξοπλισμού στα νοικοκυριά της Αυστρίας που είχε παρατηρηθεί ήδη νωρίτερα.
Και αυτό συνεχίστηκε όταν πλέον ο αριθμός των αιτήσεων ασύλου μειώθηκε το 2018 και το 2019 σε πολύ χαμηλά επίπεδα, και προτού καν κανείς διανοηθεί τον ερχομό μιας παγκόσμιας πανδημίας.
Από το 2014, όταν έληξε η προθεσμία για την καταχώριση παλαιών αποθεμάτων στο Κεντρικό Μητρώο Όπλων και τέθηκε σε ισχύ το τρέχον σύστημα εγγραφής, ο αριθμός των πυροβόλων όπλων που έχουν καταγραφεί στην Αυστρία αυξανόταν σταθερά κάθε χρόνο - κατά περισσότερο από το ένα τρίτο μέσα σε έξι χρόνια.
Περίπου 838.000 πυροβόλα όπλα ανήκαν σε ιδιώτες πριν από έξι χρόνια και σήμερα υπάρχουν 1.132.000, ενώ και ο αριθμός των κατόχων όπλων αυξήθηκε επίσης σταθερά κατά το ένα τρίτο - από τους 240.000 πριν από έξι χρόνια, σε 320.000 σήμερα, σε μία χώρα 8,9 εκατομμυρίων κατοίκων.
Η ανάγκη να υπάρχει όπλο στο σπίτι φαίνεται να αυξάνεται ως ένα σύγχρονο φαινόμενο ακόμη και χωρίς μια πρόδηλη κρίση, αν και σύμφωνα με τους ιδιοκτήτες όπλων, το κυρίαρχο κίνητρο πίσω από αυτό είναι η αθλητική δραστηριότητα.
Ο Ράινερ Κάστνερ, ο οποίος διεξάγει ψυχολογικές πραγματογνωμοσύνες σε κατόχους ή αιτούντες όπλων για λογαριασμό του Εποπτικού Συμβουλίου Οδικής Ασφάλειας, ακούει συχνά ότι άνθρωποι προσπαθούν να πάρουν μία άδεια κατοχής όπλου επειδή θέλουν να συμμετάσχουν σε αθλήματα σκοποβολής, και τον λόγο αυτό προβάλλει ο ένας στους δύο από τους αιτούντες άδεια.
Όπως επισημαίνει, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, στους συλλόγους σκοποβολής θα επικρατούσε το αδιαχώρητο, και ο ίδιος θεωρεί ότι στην πραγματικότητα αναφέρεται αυτό ως κίνητρο γιατί το πραγματικό κίνητρο, μία διάχυτη, υποκειμενική αίσθηση ανασφάλειας, φέρεται να αποτελεί κοινωνικό στίγμα.
Κατά την άποψή του, το αν αυτό το συναίσθημα (ανασφάλειας) δικαιολογείται δεν παίζει κανένα ρόλο, καθώς ο αριθμός των διαρρήξεων κατοικιών μειώθηκε κατά το ήμισυ τα τελευταία έξι χρόνια, και συνήθως δεν θεωρείται λογικός παράγοντας που επηρεάζει κατά την αγορά ενός πυροβόλου όπλου.
Πολύ ισχυρότερη είναι η επιθυμία να δημιουργηθεί συναισθηματική ισορροπία σε μια εποχή που βιώνεται ως ασταθής, και όπως τονίζει ο ίδιος, «όταν κανείς δεν γνωρίζει πώς θα είναι το αύριο, μπορεί γνωρίζοντας ότι σε δεδομένη περίπτωση μπορεί να προστατευτεί, να μειώσει το συναίσθημα της ανασφάλειας».
Σύμφωνα με την έρευνα, το απόθεμα των πυροβόλων όπλων στην Αυστρία αυξήθηκε κατά περισσότερο από 22.000 μεταξύ των αρχών Μαρτίου και των αρχών Αυγούστου, δηλαδή κατά σχεδόν χίλια την εβδομάδα. Συγκριτικά: ο αριθμός των αυτοκινήτων στην Αυστρία αυξήθηκε κατά 23.300 οχήματα την ίδια περίοδο. Ο αριθμός των κατόχων όπλων που καταγράφηκαν πρόσφατα στο Κεντρικό Μητρώο Όπλων αυξήθηκε κατά περίπου 5.000 άτομα.
Μια ακόμη πιο έντονη αύξηση των πωλήσεων όπλων ήταν εμφανής στην Αυστρία μετά την προσφυγική κρίση, καθώς το τελευταίο τρίμηνο του 2015 και το πρώτο τρίμηνο του 2016, καταγράφονταν μέσο όρο 1.400 νέα πυροβόλα όπλα κάθε εβδομάδα.
Ακόμα και τότε, ωστόσο, όπως μεταδίδει ο ανταποκριτής του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, δεν ήταν μια έκρηξη που ερχόταν από το πουθενά, όπως προσπάθησαν να παρουσιάσουν ορισμένα λαϊκίστικα ΜΜΕ, αλλά αντίθετα, ήταν θέμα εντατικοποίησης του ιδιωτικού εξοπλισμού στα νοικοκυριά της Αυστρίας που είχε παρατηρηθεί ήδη νωρίτερα.
Και αυτό συνεχίστηκε όταν πλέον ο αριθμός των αιτήσεων ασύλου μειώθηκε το 2018 και το 2019 σε πολύ χαμηλά επίπεδα, και προτού καν κανείς διανοηθεί τον ερχομό μιας παγκόσμιας πανδημίας.
Από το 2014, όταν έληξε η προθεσμία για την καταχώριση παλαιών αποθεμάτων στο Κεντρικό Μητρώο Όπλων και τέθηκε σε ισχύ το τρέχον σύστημα εγγραφής, ο αριθμός των πυροβόλων όπλων που έχουν καταγραφεί στην Αυστρία αυξανόταν σταθερά κάθε χρόνο - κατά περισσότερο από το ένα τρίτο μέσα σε έξι χρόνια.
Περίπου 838.000 πυροβόλα όπλα ανήκαν σε ιδιώτες πριν από έξι χρόνια και σήμερα υπάρχουν 1.132.000, ενώ και ο αριθμός των κατόχων όπλων αυξήθηκε επίσης σταθερά κατά το ένα τρίτο - από τους 240.000 πριν από έξι χρόνια, σε 320.000 σήμερα, σε μία χώρα 8,9 εκατομμυρίων κατοίκων.
Η ανάγκη να υπάρχει όπλο στο σπίτι φαίνεται να αυξάνεται ως ένα σύγχρονο φαινόμενο ακόμη και χωρίς μια πρόδηλη κρίση, αν και σύμφωνα με τους ιδιοκτήτες όπλων, το κυρίαρχο κίνητρο πίσω από αυτό είναι η αθλητική δραστηριότητα.
Ο Ράινερ Κάστνερ, ο οποίος διεξάγει ψυχολογικές πραγματογνωμοσύνες σε κατόχους ή αιτούντες όπλων για λογαριασμό του Εποπτικού Συμβουλίου Οδικής Ασφάλειας, ακούει συχνά ότι άνθρωποι προσπαθούν να πάρουν μία άδεια κατοχής όπλου επειδή θέλουν να συμμετάσχουν σε αθλήματα σκοποβολής, και τον λόγο αυτό προβάλλει ο ένας στους δύο από τους αιτούντες άδεια.
Όπως επισημαίνει, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, στους συλλόγους σκοποβολής θα επικρατούσε το αδιαχώρητο, και ο ίδιος θεωρεί ότι στην πραγματικότητα αναφέρεται αυτό ως κίνητρο γιατί το πραγματικό κίνητρο, μία διάχυτη, υποκειμενική αίσθηση ανασφάλειας, φέρεται να αποτελεί κοινωνικό στίγμα.
Κατά την άποψή του, το αν αυτό το συναίσθημα (ανασφάλειας) δικαιολογείται δεν παίζει κανένα ρόλο, καθώς ο αριθμός των διαρρήξεων κατοικιών μειώθηκε κατά το ήμισυ τα τελευταία έξι χρόνια, και συνήθως δεν θεωρείται λογικός παράγοντας που επηρεάζει κατά την αγορά ενός πυροβόλου όπλου.
Πολύ ισχυρότερη είναι η επιθυμία να δημιουργηθεί συναισθηματική ισορροπία σε μια εποχή που βιώνεται ως ασταθής, και όπως τονίζει ο ίδιος, «όταν κανείς δεν γνωρίζει πώς θα είναι το αύριο, μπορεί γνωρίζοντας ότι σε δεδομένη περίπτωση μπορεί να προστατευτεί, να μειώσει το συναίσθημα της ανασφάλειας».