Ήταν Οκτώβριος του 1932 όταν μια δίκη με φόντο την Καστέλλα, απασχολούσε σύσσωμο τον Τύπο της εποχής
Η...
Η...
αρχή της ιστορίας τοποθετείται στο μακρινό 1909, όταν η 18χρονη καλλονή Μαργαρίτα Οριγώνη έκανε τις καθημερινές βόλτες της με μια βάρκα, που ήταν πάντοτε αραγμένη στην παραλία κάτω από τον πύργο της οικογένειας στην Καστέλλα. Οι βόλτες της ήταν μοναχικές και κατεύθυνση της συνήθως προς την Πειραϊκή. Ήταν ο τρόπος της να ξεφεύγει λίγο από τις καθημερινές κοσμικές εκδηλώσεις που φιλοξενούσε η οικογένειά της και την συναναστροφή της από μικρό κοριτσάκι με Προέδρους και Πρωθυπουργούς.
Η όμορφη Μαργαρίτα, που μεταξύ άλλων λάτρευε και το πιάνο, ήταν μια από τις πιο περιζήτητες νύφες της εποχής της. Την ίδια εποχή, ένας 24χρονος ανθυπολοχαγός του Μηχανικού που ανήκε στο Τάγμα των Γεφυροποιών, απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων, ζούσε μαζί με τον αδελφό του σε ένα δωμάτιο στη Νεάπολη Εξαρχείων. Εκείνη τη χρονιά ο λόχος του Τάγματος των Γεφυροποιών που υπηρετούσε ο Μιχαήλ Μουτούσης διενεργούσε ασκήσεις κατασκευής πρόχειρων γεφυρών, στην Καστέλλα. Κατά τη διάρκεια μιας εξ αυτών των ασκήσεων, ο νεαρός Μουτούσης στρατοπέδευσε μαζί με άλλους συναδέλφους του στην παραλία που βρισκόταν κάτω από το πυργόσπιτο των Οριγώνη. Σε ένα από τα καλέσματα της οικογένειας, όπως πρόσταζε η εποχή, ο Μουτούσης συνάντησε για πρώτη φορά την Μαργαρίτα.
Εκείνη τον ξεχώρισε αμέσως από τους άλλους αξιωματικούς και τον ερωτεύτηκε σφοδρά. Όμως, ο Πέτρος Οριγώνης δεν ήταν διατεθειμένος να “δώσει” την κόρη του σε ένα αξιωματικό της “σειράς”. Η πίεση που ασκούσε η οικογένεια Οριγώνη στην Μαργαρίτα ήταν ασφυκτική, αλλά δεν την “λύγισε”. Ο νεαρός αξιωματικός από την άλλη πλευρά, πίστευε στον εαυτό του και ήταν αποφασισμένος να αποδείξει στους γονείς της Μαργαρίτας ότι δεν ήταν ένας ακόμη αξιωματικός. Η ανάγκη του να αποκτήσει αίγλη και ένα δυνατό όνομα που θα του επέτρεπε να γίνει αποδεκτός από την οικογένεια της αγαπημένης του, τον οδήγησε στο να καταθέσει αίτηση προκειμένου να μεταβεί στην Γαλλία για να εκπαιδευτεί ως αεροπόρος.
Ένα χρόνο αργότερα θα επιστρέψει στην Αθήνα μαζί με τον φίλο και συνάδελφο του Δημήτριο Καμπέρο. Ήσαν πλέον πιλότοι. Η επόμενη κίνηση του Μουτούση ήταν να αρχίσει να επιδίδεται σε παράτολμες πτήσεις πάνω από το σπίτι της Μαργαρίτας. Τόσο παράτολμες που ιστορίες της εποχής αναφέρουν ότι σε κάποια από αυτές, έσβησε ο κινητήρας του αεροπλάνου του και αναγκάστηκε να το προσθαλασσώσει έξω ακριβώς από την Έπαυλη του Οριγώνη.
Πέρασαν ακόμη δυο χρόνια και η οικογένεια της Μαργαρίτας ήταν αμετακίνητη. Όμως από το 1912 και με την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων, ο Μουτούσης άρχισε να “χτίζει” το όνομα του και μαζί με τον φίλο του Δημήτρη Καμπέρο, (σσ: από εκείνον βγήκε η έκφραση τρελοκαμπέρω για τις παράτολμες πτήσεις του), εκτέλεσαν αποστολές αναγνώρισης και βομβαρδισμού εναντίον τουρκικών θέσεων στο Μακεδονικό μέτωπο. Με το τέλος των βαλκανικών πολέμων, ο επαρχιώτης αξιωματικός είχε ανακηρυχθεί πλέον σε “ήρωα Μουτούση”.
Τα ανδραγαθήματα του Μουτούση όμως δεν κατάφεραν να μεταπείσουν τον πεισματάρη πατέρα της Μαργαρίτας, ο οποίος αποφάσισε να λάβει δραστικά μέτρα προκειμένου να βάλει ένα τέλος στο ανεπιθύμητο ειδύλλιο. “Αν δεν τον εγκαταλείψεις θα μείνεις για πάντα στο δωμάτιο σου” ήταν πάνω κάτω τα λόγια του, με την νεαρή Μαργαρίτα να βρίσκεται ξαφνικά έγκλειστη. Όμως είναι είχε πάρει κάτι από τον πατέρα της, αυτό ήταν σίγουρα το πείσμα, όποτε ξεκίνησε το δικό της πόλεμο. Η λύση για την ερωτευμένη Μαργαρίτα ήταν μία. Απεργία πείνας. Ο καιρός περνούσε, εκείνη δεν λάμβανε τροφή και οι γιατροί ήταν πλέον μόνιμοι κάτοικοι της έπαυλης του Οριγώνη, αφού οι λιποθυμίες της Μαργαρίτας ήταν καθημερινές. “Αν συνεχίσετε έτσι το κορίτσι θα χαθεί” έλεγαν οι γιατροί στον γέρο - Οριγώνη, που τελικά υπέκυψε.
Ο κοσμικός γάμος
«Δυο αγγελικαί υπάρξεις εν τη Αθηναϊκή κοινωνία, η δεσποινίς Μαργαρίτα Οριγώνη του Προξένου της Σερβίας και ο πανένδοξος του Αγώνος αγαπημένος ήρως μας Μιχαήλ Νικ. Μουτούσης λοχαγός του Μηχανικού ηρραβωνίσθησαν» έγραφε η αναγγελία του αρραβώνα του ζευγαριού δίνοντας τον τόνο για την λαμπρότητα του γάμου που θα ακολουθούσε. Το 1914, το “κρέμασμα” του ζευγαριού αποτέλεσε το κοσμικό γεγονός της χρονιάς και πρωταγωνίστησε στις κοσμικές στήλες της εποχής, αφού η χλιδή του ξεπέρασε κάθε προηγούμενο της εποχής εκείνης, ενώ οι καλεσμένοι ήταν η αφρόκρεμα της εποχής. Το μυστήριο τελέστηκε στην περίφημη βίλα στην Καστέλα, από τον Σεβασμιότατο Μεσσηνίας Μελέτιο, ενώ το ζευγάρι τίμησαν πρέσβεις, επιχειρηματίες, αριστοκράτες και αξιωματικοί του στρατού.
Ο ριψοκίνδυνος αεροπόρος είχε καταφέρει μέσα σε λίγα χρόνια να μετατραπεί από επαρχιώτη αξιωματικό σε ήρωα πολέμου, ενώ μετά τον γάμο του απέκτησε χρήματα, έμενε πλέον στην έπαυλη της οικογένειας Οριγώνη και απολάμβανε την ζωή του κύκλου της συζύγου του. Χοροί και δεξιώσεις ήταν πλέον στην καθημερινότητά του, ενώ η αγάπη του για τα αεροπλάνα βρήκε αντίπαλο στο σπορ αυτοκίνητό του, με το οποίο έκανε καθημερινά γρήγορες βόλτες. Η όμορφη Μαργαρίτα δεν άλλαξε τις συνήθειές της και εξακολούθησε να περνά ατελείωτες ώρες στο πιάνο της, πότε κάνοντας μόνη τις πρόβες, πότε διασκεδάζοντας τους καλεσμένους της οικογένειας στα σουαρέ που οργάνωναν σχεδόν καθημερινά, κι άλλες φορές δίνοντας ρεσιτάλ σε ωδεία. Η αγάπη της για την μουσική γιγαντώθηκε όταν γνώρισε τον μουσουργό Δημήτρη Μητρόπουλο. Λάτρεψε το έργο του και περνούσε ατελείωτες ώρες μαζί του στο ωδείο, γεγονός που άρχισε να ενοχλεί τον σύζυγό της.
Μπορεί φίλοι και γνωστοί να τον διαβεβαίωναν ότι η σχέση της γυναίκας του με τον μουσουργό εξαντλούνται στην κοινή τους αγάπη για την μουσική, εκείνος δεν το πίστευε. Η γκρίνια και οι καβγάδες οδήγησαν στον χωρισμό τους, με τον Μιχαήλ Μουτούση να κατηγορεί την γυναίκα για την οποία πάλεψε τόσο, για μοιχεία. Την ίδια περίοδο, ζητά να μετατεθεί στην Σόφια της Βουλγαρίας. Τον Ιούνιο του 1928 μπαίνει το πρώτο λιθαράκι για ένα από τα πιο επεισοδιακά διαζύγια στην ελληνική ιστορία.
Η πρώτη δικαστική μάχη
Δεκατέσσερα χρόνια μετά τον κοσμικό τους γάμο, η γόνος της αριστοκρατικής οικογένειας Οριγώνη, Μαργαρίτα υπέβαλλε το 1928 αίτηση διαζυγίου σε βάρος του σύζύγου της Μιχαήλ Μουτούση, υποστηρίζοντας ότι ήταν βάναυσος και ζηλιάρης. Αυτά τα χαρακτηριστικά του η Μαργαρίτα τα ανεχόταν για αρκετά χρόνια, αλλά η αίτηση του για μετάθεσή στη Σόφια της Βουλγαρίας ως στρατιωτικός ακόλουθος της ελληνικής πρεσβείας, την οδήγησε στην πόρτα του δικηγόρου Τσουκαλά. Εκεί γνώρισε και τον βοηθό του Γεράσιμο Βασιλάτο, που αποτέλεσε στη συνέχεια κεντρικό πρωταγωνιστή της ιστορίας.
Το δικαστήριο σχετικά με το διαζύγιο, είχε ήδη απορρίψει την κατηγορία της μοιχείας, για την οποία εγκαλούσε ο Μουτούσης την Οριγώνη. Τα αρνητικά δικαστικά αποτελέσματα εξόργισαν ακόμη περισσότερο τον Μιχαήλ Μουτούση, που αποφάσισε να κυνηγήσει μέχρι τέλους τόσο την πρώην σύζυγό του, όσο και τους δικηγόρους της. Σε μια από τις δίκες μάλιστα, όσα ακούστηκαν ήσαν τόσο σοκαριστικά, που ανάγκασαν τον Εισαγγελέας να ζητήσει την αποχώρηση των δημοσιογράφων από την αίθουσα, αλλά και την δημοσίευση των πρακτικών στις εφημερίδες. Το ζευγάρι αντιμετώπισε την εξέλιξη αυτή επιλέγοντας ο καθένας ένα διαφορετικό μέσο ενημέρωση προκειμένου να προωθεί την δική του πλευρά, σε μια προσπάθεια να κατακτήσει την κοινή γνώμη.
Στο μεταξύ, στην δίκη για την επιμέλεια των παιδιών τους, την οποία παρακολουθούσε το πανελλήνιο με κομμένη την ανάσα, το δικαστήριο αποφάσισε σε πρώτο βαθμό ότι η 16χρονη Σοφία και ο 11χρονος Πέτρος έπρεπε να παραμείνουν με τη μητέρα τους. Ωστόσο, ο επίμονος αεροπόρος δεν μπορούσε να το δεχτεί και άσκησε έφεση, παρουσιάζοντας στο δικαστήριο επιστολές της Οριγώνη προς τη φίλη της και δασκάλα των παιδιών της Θέλξη, στις οποίες εκείνη φερόταν να αμφισβητεί ακόμη και την πατρότητα των παιδιών. “Το στανιό του και χίλους διαβόλους! Ποιος του είπε επιτέλους ότι είναι κόρη του; Του είπα μια φορά πως αμφιβάλω διά την πατρότητα των παιδιών μου και έγινε θηρίο. Επιτέλους, βρε αδελφέ, μόνο εγώ μπορώ να ξέρω ποιος είναι ο πατέρας των παιδιών μου και κανένας άλλος. Άλλωστε, η μητέρα μου είχε κακή διαγωγήν, γιατί όχι και εγώ;”.
Με αυτό τον τρόπο καταφέρνει να κερδίσει την επιμέλεια των δύο παιδιών τους, τα οποία παίρνει μαζί του στην Βουλγαρία. Όμως, όπως όλα τα ψέματα, έτσι και αυτό της περιβόητης επιστολής, αποκαλύφθηκε. Όταν η Μαργαρίτα απέδειξε ότι η επιστολή ήταν πλαστή, πέτυχε και την αλλαγή της απόφασης, η οποία υπαγόρευε να μείνει μαζί της η κόρη της, ενώ ο γιος θα έμενε με τον πατέρα του. Η απόφαση δεν ικανοποιεί την Μαργαρίτα, που αποφασίζει να εμφανιστεί σε εφημερίδα της εποχής και να δηλώσει ότι ο πρώην σύζυγός της πρότεινε να της δώσει και τον 11χρονο Πέτρο. Μάλιστα, σύμφωνα με όσα δήλωσε τότε η Μαργαρίτα, ο Μουτούσης της αποκάλυψε ότι είναι άρρωστος και με αντάλλαγμα το 20 % εκατό της προίκας της και αποζημίωση 600.000 δραχμές για τα έξοδα συντήρησης της έπαυλης της Καστέλλας, θα της έδινε και τον γιό τους.
Η όμορφη Μαργαρίτα, που μεταξύ άλλων λάτρευε και το πιάνο, ήταν μια από τις πιο περιζήτητες νύφες της εποχής της. Την ίδια εποχή, ένας 24χρονος ανθυπολοχαγός του Μηχανικού που ανήκε στο Τάγμα των Γεφυροποιών, απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων, ζούσε μαζί με τον αδελφό του σε ένα δωμάτιο στη Νεάπολη Εξαρχείων. Εκείνη τη χρονιά ο λόχος του Τάγματος των Γεφυροποιών που υπηρετούσε ο Μιχαήλ Μουτούσης διενεργούσε ασκήσεις κατασκευής πρόχειρων γεφυρών, στην Καστέλλα. Κατά τη διάρκεια μιας εξ αυτών των ασκήσεων, ο νεαρός Μουτούσης στρατοπέδευσε μαζί με άλλους συναδέλφους του στην παραλία που βρισκόταν κάτω από το πυργόσπιτο των Οριγώνη. Σε ένα από τα καλέσματα της οικογένειας, όπως πρόσταζε η εποχή, ο Μουτούσης συνάντησε για πρώτη φορά την Μαργαρίτα.
Εκείνη τον ξεχώρισε αμέσως από τους άλλους αξιωματικούς και τον ερωτεύτηκε σφοδρά. Όμως, ο Πέτρος Οριγώνης δεν ήταν διατεθειμένος να “δώσει” την κόρη του σε ένα αξιωματικό της “σειράς”. Η πίεση που ασκούσε η οικογένεια Οριγώνη στην Μαργαρίτα ήταν ασφυκτική, αλλά δεν την “λύγισε”. Ο νεαρός αξιωματικός από την άλλη πλευρά, πίστευε στον εαυτό του και ήταν αποφασισμένος να αποδείξει στους γονείς της Μαργαρίτας ότι δεν ήταν ένας ακόμη αξιωματικός. Η ανάγκη του να αποκτήσει αίγλη και ένα δυνατό όνομα που θα του επέτρεπε να γίνει αποδεκτός από την οικογένεια της αγαπημένης του, τον οδήγησε στο να καταθέσει αίτηση προκειμένου να μεταβεί στην Γαλλία για να εκπαιδευτεί ως αεροπόρος.
Ένα χρόνο αργότερα θα επιστρέψει στην Αθήνα μαζί με τον φίλο και συνάδελφο του Δημήτριο Καμπέρο. Ήσαν πλέον πιλότοι. Η επόμενη κίνηση του Μουτούση ήταν να αρχίσει να επιδίδεται σε παράτολμες πτήσεις πάνω από το σπίτι της Μαργαρίτας. Τόσο παράτολμες που ιστορίες της εποχής αναφέρουν ότι σε κάποια από αυτές, έσβησε ο κινητήρας του αεροπλάνου του και αναγκάστηκε να το προσθαλασσώσει έξω ακριβώς από την Έπαυλη του Οριγώνη.
Πέρασαν ακόμη δυο χρόνια και η οικογένεια της Μαργαρίτας ήταν αμετακίνητη. Όμως από το 1912 και με την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων, ο Μουτούσης άρχισε να “χτίζει” το όνομα του και μαζί με τον φίλο του Δημήτρη Καμπέρο, (σσ: από εκείνον βγήκε η έκφραση τρελοκαμπέρω για τις παράτολμες πτήσεις του), εκτέλεσαν αποστολές αναγνώρισης και βομβαρδισμού εναντίον τουρκικών θέσεων στο Μακεδονικό μέτωπο. Με το τέλος των βαλκανικών πολέμων, ο επαρχιώτης αξιωματικός είχε ανακηρυχθεί πλέον σε “ήρωα Μουτούση”.
Τα ανδραγαθήματα του Μουτούση όμως δεν κατάφεραν να μεταπείσουν τον πεισματάρη πατέρα της Μαργαρίτας, ο οποίος αποφάσισε να λάβει δραστικά μέτρα προκειμένου να βάλει ένα τέλος στο ανεπιθύμητο ειδύλλιο. “Αν δεν τον εγκαταλείψεις θα μείνεις για πάντα στο δωμάτιο σου” ήταν πάνω κάτω τα λόγια του, με την νεαρή Μαργαρίτα να βρίσκεται ξαφνικά έγκλειστη. Όμως είναι είχε πάρει κάτι από τον πατέρα της, αυτό ήταν σίγουρα το πείσμα, όποτε ξεκίνησε το δικό της πόλεμο. Η λύση για την ερωτευμένη Μαργαρίτα ήταν μία. Απεργία πείνας. Ο καιρός περνούσε, εκείνη δεν λάμβανε τροφή και οι γιατροί ήταν πλέον μόνιμοι κάτοικοι της έπαυλης του Οριγώνη, αφού οι λιποθυμίες της Μαργαρίτας ήταν καθημερινές. “Αν συνεχίσετε έτσι το κορίτσι θα χαθεί” έλεγαν οι γιατροί στον γέρο - Οριγώνη, που τελικά υπέκυψε.
Ο κοσμικός γάμος
«Δυο αγγελικαί υπάρξεις εν τη Αθηναϊκή κοινωνία, η δεσποινίς Μαργαρίτα Οριγώνη του Προξένου της Σερβίας και ο πανένδοξος του Αγώνος αγαπημένος ήρως μας Μιχαήλ Νικ. Μουτούσης λοχαγός του Μηχανικού ηρραβωνίσθησαν» έγραφε η αναγγελία του αρραβώνα του ζευγαριού δίνοντας τον τόνο για την λαμπρότητα του γάμου που θα ακολουθούσε. Το 1914, το “κρέμασμα” του ζευγαριού αποτέλεσε το κοσμικό γεγονός της χρονιάς και πρωταγωνίστησε στις κοσμικές στήλες της εποχής, αφού η χλιδή του ξεπέρασε κάθε προηγούμενο της εποχής εκείνης, ενώ οι καλεσμένοι ήταν η αφρόκρεμα της εποχής. Το μυστήριο τελέστηκε στην περίφημη βίλα στην Καστέλα, από τον Σεβασμιότατο Μεσσηνίας Μελέτιο, ενώ το ζευγάρι τίμησαν πρέσβεις, επιχειρηματίες, αριστοκράτες και αξιωματικοί του στρατού.
Ο ριψοκίνδυνος αεροπόρος είχε καταφέρει μέσα σε λίγα χρόνια να μετατραπεί από επαρχιώτη αξιωματικό σε ήρωα πολέμου, ενώ μετά τον γάμο του απέκτησε χρήματα, έμενε πλέον στην έπαυλη της οικογένειας Οριγώνη και απολάμβανε την ζωή του κύκλου της συζύγου του. Χοροί και δεξιώσεις ήταν πλέον στην καθημερινότητά του, ενώ η αγάπη του για τα αεροπλάνα βρήκε αντίπαλο στο σπορ αυτοκίνητό του, με το οποίο έκανε καθημερινά γρήγορες βόλτες. Η όμορφη Μαργαρίτα δεν άλλαξε τις συνήθειές της και εξακολούθησε να περνά ατελείωτες ώρες στο πιάνο της, πότε κάνοντας μόνη τις πρόβες, πότε διασκεδάζοντας τους καλεσμένους της οικογένειας στα σουαρέ που οργάνωναν σχεδόν καθημερινά, κι άλλες φορές δίνοντας ρεσιτάλ σε ωδεία. Η αγάπη της για την μουσική γιγαντώθηκε όταν γνώρισε τον μουσουργό Δημήτρη Μητρόπουλο. Λάτρεψε το έργο του και περνούσε ατελείωτες ώρες μαζί του στο ωδείο, γεγονός που άρχισε να ενοχλεί τον σύζυγό της.
Μπορεί φίλοι και γνωστοί να τον διαβεβαίωναν ότι η σχέση της γυναίκας του με τον μουσουργό εξαντλούνται στην κοινή τους αγάπη για την μουσική, εκείνος δεν το πίστευε. Η γκρίνια και οι καβγάδες οδήγησαν στον χωρισμό τους, με τον Μιχαήλ Μουτούση να κατηγορεί την γυναίκα για την οποία πάλεψε τόσο, για μοιχεία. Την ίδια περίοδο, ζητά να μετατεθεί στην Σόφια της Βουλγαρίας. Τον Ιούνιο του 1928 μπαίνει το πρώτο λιθαράκι για ένα από τα πιο επεισοδιακά διαζύγια στην ελληνική ιστορία.
Η πρώτη δικαστική μάχη
Δεκατέσσερα χρόνια μετά τον κοσμικό τους γάμο, η γόνος της αριστοκρατικής οικογένειας Οριγώνη, Μαργαρίτα υπέβαλλε το 1928 αίτηση διαζυγίου σε βάρος του σύζύγου της Μιχαήλ Μουτούση, υποστηρίζοντας ότι ήταν βάναυσος και ζηλιάρης. Αυτά τα χαρακτηριστικά του η Μαργαρίτα τα ανεχόταν για αρκετά χρόνια, αλλά η αίτηση του για μετάθεσή στη Σόφια της Βουλγαρίας ως στρατιωτικός ακόλουθος της ελληνικής πρεσβείας, την οδήγησε στην πόρτα του δικηγόρου Τσουκαλά. Εκεί γνώρισε και τον βοηθό του Γεράσιμο Βασιλάτο, που αποτέλεσε στη συνέχεια κεντρικό πρωταγωνιστή της ιστορίας.
Το δικαστήριο σχετικά με το διαζύγιο, είχε ήδη απορρίψει την κατηγορία της μοιχείας, για την οποία εγκαλούσε ο Μουτούσης την Οριγώνη. Τα αρνητικά δικαστικά αποτελέσματα εξόργισαν ακόμη περισσότερο τον Μιχαήλ Μουτούση, που αποφάσισε να κυνηγήσει μέχρι τέλους τόσο την πρώην σύζυγό του, όσο και τους δικηγόρους της. Σε μια από τις δίκες μάλιστα, όσα ακούστηκαν ήσαν τόσο σοκαριστικά, που ανάγκασαν τον Εισαγγελέας να ζητήσει την αποχώρηση των δημοσιογράφων από την αίθουσα, αλλά και την δημοσίευση των πρακτικών στις εφημερίδες. Το ζευγάρι αντιμετώπισε την εξέλιξη αυτή επιλέγοντας ο καθένας ένα διαφορετικό μέσο ενημέρωση προκειμένου να προωθεί την δική του πλευρά, σε μια προσπάθεια να κατακτήσει την κοινή γνώμη.
Στο μεταξύ, στην δίκη για την επιμέλεια των παιδιών τους, την οποία παρακολουθούσε το πανελλήνιο με κομμένη την ανάσα, το δικαστήριο αποφάσισε σε πρώτο βαθμό ότι η 16χρονη Σοφία και ο 11χρονος Πέτρος έπρεπε να παραμείνουν με τη μητέρα τους. Ωστόσο, ο επίμονος αεροπόρος δεν μπορούσε να το δεχτεί και άσκησε έφεση, παρουσιάζοντας στο δικαστήριο επιστολές της Οριγώνη προς τη φίλη της και δασκάλα των παιδιών της Θέλξη, στις οποίες εκείνη φερόταν να αμφισβητεί ακόμη και την πατρότητα των παιδιών. “Το στανιό του και χίλους διαβόλους! Ποιος του είπε επιτέλους ότι είναι κόρη του; Του είπα μια φορά πως αμφιβάλω διά την πατρότητα των παιδιών μου και έγινε θηρίο. Επιτέλους, βρε αδελφέ, μόνο εγώ μπορώ να ξέρω ποιος είναι ο πατέρας των παιδιών μου και κανένας άλλος. Άλλωστε, η μητέρα μου είχε κακή διαγωγήν, γιατί όχι και εγώ;”.
Με αυτό τον τρόπο καταφέρνει να κερδίσει την επιμέλεια των δύο παιδιών τους, τα οποία παίρνει μαζί του στην Βουλγαρία. Όμως, όπως όλα τα ψέματα, έτσι και αυτό της περιβόητης επιστολής, αποκαλύφθηκε. Όταν η Μαργαρίτα απέδειξε ότι η επιστολή ήταν πλαστή, πέτυχε και την αλλαγή της απόφασης, η οποία υπαγόρευε να μείνει μαζί της η κόρη της, ενώ ο γιος θα έμενε με τον πατέρα του. Η απόφαση δεν ικανοποιεί την Μαργαρίτα, που αποφασίζει να εμφανιστεί σε εφημερίδα της εποχής και να δηλώσει ότι ο πρώην σύζυγός της πρότεινε να της δώσει και τον 11χρονο Πέτρο. Μάλιστα, σύμφωνα με όσα δήλωσε τότε η Μαργαρίτα, ο Μουτούσης της αποκάλυψε ότι είναι άρρωστος και με αντάλλαγμα το 20 % εκατό της προίκας της και αποζημίωση 600.000 δραχμές για τα έξοδα συντήρησης της έπαυλης της Καστέλλας, θα της έδινε και τον γιό τους.
Εκείνο το πρωί, όταν ο Μιχαήλ Μουτούσης διάβασε την εφημερίδα έγινε “ταύρος εν υαλοπωλείο” και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η γυναίκα για την οποία πάλεψε τα προηγούμενα χρόνια, διέδιδε αυτά τα ψεύδη. Βέβαιος πλέον ότι πρόκειται για μηχανορραφία του δικηγόρου της, αποσύρει δημόσια κάθε απαίτηση με μόλις ένα αίτημα. Θα άφηνε όλα τα περιουσιακά του στοιχεία στα παιδιά του και στην πρώην σύζυγό του, αρκεί εκείνη να δηλώσει δημόσια ότι όσα δήλωσε ήταν έπειτα από προτροπή του δικηγόρου της Γεράσιμου Βασιλάτου, τον οποίο στη συνέχεια θα έπρεπε να παύσει από συνήγορο. Ο παράτολμος αεροπόρος ήταν απολύτως βέβαιος ότι ο Βασιλατός εφεύρισκε διάφορα τεχνάσματα προκειμένου να τον “ξεφορτωθεί” και να καλλιεργήσει το έδαφος με την Μαργαρίτα. “Θα σκοτώσω τον Βασιλάτο και θα κάνω γάντια την κοιλιά του” φέρεται να έλεγε σε γνωστούς και φίλους.
Ωστόσο, λίγο καιρό αργότερα, χωρίς κάποια αφορμή ο Μουτούσης δέχεται να αφήσει και τον Πέτρο στη μητέρα του. Εκείνη την χρονιά, τα δυο παιδιά πέρασαν τον χειμώνα στην Αθήνα με την μητέρα τους και το καλοκαίρι στον Αίγιο με τον πατέρα τους. Όμως ο Δεκέμβριος του 1930 άλλαξε και πάλι τα πράγματα όταν εκδόθηκε πλέον το διαζύγιό τους. Ο Μουτούσης απαιτούσε τόσο τα παιδιά του, όσο και η πρώην σύζυγός του να μην έχουν καμία σχέση με τους δικηγόρους που χειρίστηκαν την υπόθεση του διαζυγίου τους.
Εκείνη αρνήθηκε να υποκύψει στη θέληση του και το πλήρωσε ακριβά, αφού ο Μουτούσης μαζί με τον αδελφό του και δύο ακόμη άνδρες, μπήκαν στο σπίτι της, την ξυλοκόπησαν και πήραν τον γιο τους. Ο μικρός Πέτρος ακολούθησε αναγκαστικά τον πατέρα του στην Πάτρα, αλλά στα γράμματα που έστελνε κρυφά στη μητέρα του, παρακαλούσε να επιστρέψει στην Αθήνα. Μια ακόμη δίκη ήταν μονόδρομος. Αν και δεν έκανε μήνυση για τον ξυλοδαρμό της, διεκδίκησε την επιστροφή του Πέτρου στο σπίτι, με το δικαστήριο να αποφασίσει να μπει το νεαρό αγόρι τρόφιμος στο κολέγιο Ψυχικού, ώστε να τον επισκέπτονται και οι δύο γονείς του.
Ο αιματηρός επίλογος
Το επόμενο επεισόδιο θα γραφτεί το απόγευμα της 27ης Οκτωβρίου του 1931 έξω από το θέατρο Ολύμπια στην οδό Ακαδημίας. Η Μαργαρίτα βρισκόταν εκεί για να παρακολουθήσει την συναυλία του σπουδαίου πιανίστα και φίλου της Δημήτρη Μητρόπουλου, για τον οποίο από το παρελθόν ο Μουτούσης είχε εκφράσει την ζήλια του.
Η Μαργαρίτα Οριγώνη παρακολούθησε τη συναυλία μαζί με την κόρη της Σοφία και με φίλες της. Την στιγμή που έμπαινε στο αυτοκίνητο της, την πλησίασε για να την χαιρετήσει ο δικηγόρος Γεράσιμος Βασιλάτος, ο οποίος τα χρόνια που είχαν προηγηθεί την είχε στηρίξει στην υπόθεση του διαζυγίου και της επιμέλειας των παιδιών της. Την ώρα, όμως, που ο δικηγόρος ετοιμαζόταν να φύγει ακούστηκαν δυο πυροβολισμοί κι εκείνος έντρομος μπήκε στο αυτοκίνητο.
Ξαφνικά είδε τον Μουτούση να τον πλησιάζει και να τον απειλεί κρατώντας ένα όπλο. Πυροβόλησε έξι φορές τραυματίζοντας τον Βασιλάτο. Λίγα λεπτά αργότερα παραδόθηκε στην αστυνομία και ισχυρίστηκε πως ο Βασιλάτος ήταν υπεύθυνος για την διάλυση της οικογένειας του. Μάλιστα, υποστήριξε πως μετά την γυναίκα του στόχο είχε βάλει την κόρη του Σοφία. “Παλιο… θέλεις λοιπόν να μου διαφθείρεις και την κόρη” τον άκουσαν οι μάρτυρες να φωνάζει στον δικηγόρο πριν τον πυροβολισμό.
Τον Οκτώβριο της επόμενη χρονιάς ο Μιχαήλ Μουτούσης θα καθίσει στο εδώλιο. Η δίκη ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, αφού εξετάστηκαν 308 μάρτυρες και απαγορεύθηκε η δημοσίευση των πρακτικών. Ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας δέχτηκε σφοδρή επίθεση, καθώς τον κατηγόρησαν πως επιχείρησε να έχει ευνοϊκή μεταχείριση γιατί ο αδελφός του ήταν δικαστής, με αποδεικτικό στοιχείο μια επιστολή προς την Οριγώνη, στην οποία έγραφε: “Πού ήσουν χθες το βράδυ; Έμαθα πως ήσουν στην συναυλία. Μήπως σου έκαμε κανείς κόρτε; Πρόσεχε, έχω φίλους τους δικαστάς και θα σε δικάσω είκοσι χρόνια περίπου”.
Εκείνος υποστήριξε ότι έγραφε σαν ερωτευμένος άνδρας, οι ένορκοι δεν πείσθηκαν από τους ισχυρισμούς του, αλλά οι σύνεδροι τον απάλλαξαν, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε φυλάκιση τριών ημερών για παράνομη οπλοφορία και να αφεθεί ελεύθερος εξαγοράζοντας την ποινή του έναντι 30 δραχμών.