Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Ελληνική τηλεόραση: Μια ιστορία 54 χρόνων


  
Η τηλεόραση των ενόπλων δυνάμεων – Ο πρώτος χορηγός

Στην Ελλάδα είναι πια μια πεπειραμένη ώριμη κυρία. Σοφή 60άρα, με καλές και λιγότερο καλές περιόδους στο ενεργητικό της, αλλά πάντως ριζωμένη βαθιά στην καθημερινότητα των Ελλήνων, άλλοτε ως ανώδυνη ή και ευχάριστη παρέα, άλλοτε ως επιτακτική ανάγκη και άλλοτε ως αναγκαίο κακό. Σήμερα είναι η μέρα της. Η...  

 
 
Παγκόσμια Ημέρα Τηλεόρασης. Κι αν το διαδίκτυο προβάλλει απειλητικό, εκείνη ξέρει πως θα είναι πάντα εδώ και θα διεκδικεί το μερίδιό της στη ζωή μας. Άλλωστε, τουλάχιστον στη Ελλάδα, για να εγκαθιδρυθεί πέρασε από 40 κύματα…
Η κυοφορία και ο δύσκολος τοκετός

«Καλησπέρα σας. Από σήμερα το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας καθιερώνει το νέο του βραδινό ωράριο για τις τεχνικές δοκιμές του πειραματικού πομπού τηλεοράσεως. Κάθε βράδυ, από τις 18.30 μέχρι τις 20.30 περίπου, θα μεταδίδουμε μία σειρά δοκιμαστικών εκπομπών με ποικίλο περιεχόμενο. Όσοι από εσάς έχουν συσκευή τηλεοράσεως θα μπορούν να τις παρακολουθούν στο κανάλι 5».
Στις 16 Φεβρουαρίου του 1966, στις 6.30 το απόγευμα, στην οθόνη των τηλεοπτικών δεκτών, τις οποίες έχουν προμηθευτεί από την αγορά του εξωτερικού ελάχιστοι προνομιούχοι οικογενειάρχες, κυρίως στην Αθήνα, εμφανίζεται η παρουσιάστρια Ελένη Κυπραίου και αναγγέλλει την… κυοφορία της ελληνικής τηλεόρασης του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), που θα γεννηθεί μία εβδομάδα μετά.

Πράγματι, στις 23 Φεβρουαρίου του 1966, το ΕΙΡ, όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ το ρεπορτάζ της Τόνιας Μανιατέα, με καθυστέρηση ετών από την υπόλοιπη Ευρώπη, αποκτά επισήμως τη δική του τηλεόραση. «Το ραδιόφωνο είναι καταδικασμένο να πεθάνει εάν δεν ολοκληρωθεί σε ένα σύνολο με την τηλεόραση. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι: θέλουμε;» έχει εισηγηθεί και θέσει το κρίσιμο ερώτημα, κάμποσο καιρό πριν, στην αρμόδια επιτροπή ο τότε γενικός διευθυντής του ΕΙΡ, Αναστάσης – Σάκης Πεπονής.

«Τέθηκε σε λειτουργία η τηλεόραση των Αθηνών. Λειτουργούν 1.500 δέκτες» καταγράφουν χαρακτηριστικά την επομένη της πρώτης επίσημης μετάδοσης οι χρονικογράφοι της εποχής, καθώς για αρχή το νέο φρούτο έχουν την πολυτέλεια να … καταναλώνουν μόνον οι κάτοικοι της πρωτεύουσας. Κι έπειτα, ο τοπικός προσδιορισμός είναι απολύτως συνεπής προς τη νέα εξέλιξη, αφού η πρώτη τηλεοπτική εικόνα είχε ήδη μεταδοθεί προηγουμένως στο κοινό της Θεσσαλονίκης. Για την ακρίβεια, είχαν προηγηθεί αρκετές απόπειρες δημιουργίας δημόσιας τηλεόρασης με κύρια εκείνη της ΔΕΗ, τον Σεπτέμβριο του 1960, όταν τοποθέτησε στο περίπτερό της στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης εγκατάσταση μεταδόσεως εικόνας και εξέπεμψε σήμα περιορισμένης εμβέλειας. Ήδη, από τα τέλη του Αυγούστου του 1960, η εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» δημοσίευε στο πρωτοσέλιδό της: «Εντατικαί προετοιμασίαι εις την Έκθεσιν – ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΣΤΑΘΜΟΥ ΤΗΛΕΟΡΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΓΚΑΘΙΣΤΑΜΕΝΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΙΝ ΘΑ ΜΕΤΑΔΙΔΕΤΑΙ ΔΙ΄ ΑΝΩ ΤΩΝ 100 ΣΥΣΚΕΥΩΝ ΑΝΑ ΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΝ». 
 
 

Αλλά η περίοδος διάρκειας της ΔΕΘ παρήλθε και η πειραματική εκπομπή της ΔΕΗ, σαν περιστασιακή ατραξιόν μιας μεγάλης εμπορικής γιορτής, έλαβε τέλος με το κλείσιμο της αυλαίας. Στο μεταξύ, η τηλεόραση στην Ευρώπη -και ασφαλώς στην Αμέρικη, απ΄ όπου έχει ξεκινήσει- μεγαλουργεί. Όχι μόνο έχει εγκατασταθεί, αλλά είναι πλέον έγχρωμη και κερδίζει διαρκώς έδαφος στη ζωή του κοινού της. Στην «πρωτόγονη» ακόμα Ελλάδα πέφτει η πρόταση να αναλάβει την υπόθεση ως ιδιωτική πρωτοβουλία ο πανίσχυρος ιδιοκτήτης των ΜΜΕ, Εγγλέζος λόρδος Τόμσον. Έχει έρθει στην Ελλάδα, έχει την υποστήριξη της βασίλισσας Φρειδερίκης είναι και πελάτης της Εθνικής Τράπεζας… θα αναλάβει μονοπωλιακά την ίδρυση και τη λειτουργία της τηλεόρασης. Αλλά το ΕΙΡ με την υποστήριξη του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου αντιστέκεται σθεναρά στην προοπτική εκχώρησης τηλεοπτικού μονοπωλίου όχι μόνον στον ξένο ευγενή, αλλά και σε κάθε άλλο ενδιαφερόμενο.

«Επήραμε εκείνο τον εξοπλισμό της ΔΕΗ και τον εστήσαμε στην ταράτσα του κτηρίου του ΟΤΕ, στην 3η Σεπτεμβρίου. Ήμασταν μια ομάδα ανθρώπων με ενθουσιασμό και πάθος. Τεχνικοί, παρουσιαστές… Επικεφαλής ήταν ο Μιχάλης Γιαννακάκος και ανάμεσά τους η Ελένη Κυπραίου, η Τατιάνα Μιλλιέξ, ο Γιώργος Δάμπασης, ο Γιώργος Κάρτερ, ο Μικές Ψαλίδας, ο Ασλανίδης και άλλοι. Οι πρώτες μεταδόσεις σήματος από πειραματικό σταθμό έγιναν τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1965» θα αφηγηθεί κάμποσα χρόνια μετά, με την ιδιότητά του ως υπουργού πια, ο Αναστάσης Πεπονής.

Στο φύλο της τής 8ης Μαΐου του 1965, η εφημερίδα «Ελευθερία» δημοσιεύει: «ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ – Η γενική δοκιμή αρχίζει – ΟΠΤΙΚΗ ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΨΗΛΟΤΕΡΗ ΤΑΡΑΤΣΑ – ΕΧΟΥΝ ΕΙΣΑΧΘΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1.000 ΟΘΟΝΕΣ – ΜΕΤΑ ΕΞΑΜΗΝΟ Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΡΙΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΣΤΑΘΜΩΝ».

Στις 15 Ιουλίου του ίδιου έτους κι ενώ οι δοκιμαστικές εκπομπές του ΕΙΡ συνεχίζονται, γίνεται το βασιλικό πραξικόπημα, η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου πέφτει και η νέα κυβέρνηση των καλουμένων αποστατών ανακαλεί την απόφαση για λειτουργία της τηλεόρασης, κόβει τις πειραματικές εκπομπές, σκέπτεται, συσκέπτεται, ζυμώνεται, αναθεωρεί και προγραμματίζει την επαναλειτουργία του μέσου για τον Φεβρουάριο ή Μάρτιο του 1966.

 
 
Έτσι, οι πειραματικές εκπομπές ξεκινούν εκ νέου στις 16 Φεβρουαρίου και διαρκούν μία μόλις εβδομάδα. Στις 23 του μήνα το τηλεοπτικό σήμα του ΕΙΡ, ένα λιτό κιονόκρανο, υπό τον ήχο μιας διασκευής του ύμνου του Πινδάρου βγαίνει επίσημα στον αέρα. Το πρόγραμμα της πρώτης μέρας περιλαμβάνει ένα ντοκιμαντέρ για την Αυστραλία και ένα άλλο για τον Άγγλο γλύπτη Χένρυ Μουρ, δύο ενημερωτικές εκπομπές -μία με διεθνείς ειδήσεις και μία άλλη με γυναικείες- και δύο ψυχαγωγικές εκπομπές, μία μουσική και μία βραβευμένη βραζιλιάνικη ταινία μικρού μήκους.

Την επομένη, οι εφημερίδες εκθειάζουν την επίσημη πρώτη της ελληνικής τηλεόρασης, την οποία όπως σημειώνουν «εγκαινίασαν περί τα 20 άτομα». Φιλοξενούν, δε, και εντυπώσεις του διευθυντή του BBC, Κλόουβ, ο οποίος βρίσκεται στην Ελλάδα και δηλώνει ενθουσιασμένος με την καθαρότητα της εικόνας. «Ούτε στην Αγγλία δεν πετύχαμε τόσο καθαρή εικόνα» λέει χαρακτηριστικά ο επικεφαλής του αγγλικού τηλεοπτικού σταθμού.

Η τηλεόραση των ενόπλων δυνάμεων – Ο πρώτος χορηγός

Άλλοι με τη μορφή καλαίσθητου επίπλου κι άλλοι ως μεμονωμένες τετράγωνες συσκευές, οι τηλεοπτικοί δέκτες πλημμυρίζουν αίφνης τις προθήκες των μεγάλων καταστημάτων ηλεκτρικών ειδών κυρίως της πρωτεύουσας. Καθώς, δε, πλησιάζει η ώρα μετάδοσης των εκπομπών, άνθρωποι από το πουθενά συνωστίζονται μπροστά στις τζαμαρίες για να παρακολουθήσουν το πρόγραμμα της νεότευκτης τηλεόρασης. Αλλά κάποιοι δαιμόνιοι επιχειρηματίες έχουν διαβλέψει τη νέα τάση κι έχουν στραφεί ήδη από νωρίς στην κυοφορούμενη τηλεόραση ως χορηγοί, προκειμένου να προωθήσουν το εμπόρευμά τους…

Στην πραγματικότητα, του ΕΙΡ έχει προηγηθεί κατά τι η ΤΕΔ (Τηλεόρασις Ενόπλων Δυνάμεων). Ήδη, από τον Αύγουστο του 1965, στην ταράτσα της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, στην Πατησίων, είναι εγκατεστημένος ιστός 16 μέτρων πάνω στον οποίο στηρίζονται τέσσερις κεραίες και εκπέμπουν σήμα σε αρκετό εύρος πέριξ της Υπηρεσίας. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ο επιχειρηματίας ηλεκτρικών ειδών Χρίστος Καρασεβντάς δωρίζει στην Υπηρεσία ενισχυμένο πομπό -συντονισμένο στο κανάλι 13- και δύο μηχανές λήψεως, προσβλέποντας στην καθιέρωση της τηλεόρασης και ως εκ τούτου στην πώληση των δεκτών, που πλημμυρίζουν τις αποθήκες του. 

Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1965 αρχίζουν οι πρώτες εκπομπές της ΤΕΔ στην Αθήνα. Κάποιοι τηλεοπτικοί δέκτες έχουν τοποθετηθεί σε διάφορα σημεία στην πόλη, με πιο μακρινό έναν στην ταβέρνα του Λεωνίδα, στη Βαρυμπόμπη. Αλλά εκεί το σήμα δεν φτάνει καλά και οι τεχνικοί του Στρατού διαπιστώνουν ότι η ισχύς των 20 Watt του χορηγηθέντος πομπού είναι ανεπαρκής. Έτσι, ο Καρασεβντάς παραγγέλνει στο εργοστάσιο της URANIA, στο Μιλάνο, έναν ενισχυτή. Κι ενώ όλοι τελούν εν αναμονή του νέου μηχανήματος, διατηρώντας τις δοκιμαστικές εκπομπές σε περιορισμένη εμβέλεια, ένα νέο γεγονός έρχεται να ρίξει «μαύρο» και σε αυτές. Το κανάλι 13 απ΄ όπου εκπέμπεται το σήμα της τηλεόρασης του Στρατού, διατίθεται στις ραδιοεπικοινωνίες των αεροδρομίων, γεγονός που καθιστά την εκπομπή της ΤΕΔ επικίνδυνη. Έτσι, το σήμα των Ενόπλων Δυνάμεων «πέφτει» και ο ενισχυτής πομπός που φτάνει από το Μιλάνο συντονίζεται αυτή τη φορά στη συχνότητα 10, απ΄ όπου εκπέμπει πλέον έως τις αρχές του θέρους του 1966. Στις 20 Ιουνίου επιχειρείται η μεταφορά πομπού και στούντιο σε παλιές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στα Τουρκοβούνια. Η ΤΕΔ καλύπτει πια όλο το λεκανοπέδιο και την Αίγινα. Αλλά η πρόσβαση στις νέες εγκαταστάσεις μέσω του κακοτράχαλου και επικίνδυνου δρόμου, μετατρέπεται σε πονοκέφαλο για συνεργάτες και καλεσμένους στις ζωντανές εκπομπές, οι οποίες με τη σειρά τους γίνονται υπό πρωτόγονες συνθήκες. Είσοδος και έξοδος στο στούντιο είναι μία και στην αλλαγή της σκυτάλης από εκπομπή σε εκπομπή η μεταφορά των σκηνικών μετατρέπεται πάντα σε αγώνα δρόμου για τους φαντάρους που είναι επιφορτισμένοι με αυτό το καθήκον και πολλές φορές σε «κινούμενο ντεκόρ» στη πλάτη των παρουσιαστών…

Παρά ταύτα η εμπειρία μέρα με τη μέρα προστίθεται σωρευτικά στους συντελεστές τόσο της ΤΕΔ όσο και της τηλεόρασης του ΕΙΡ. Όλα δείχνουν να βαίνουν καλώς ως την 21η Απριλίου του 1967, που έρχεται η δικτατορία. Οι πραξικοπηματίες εγκαθίστανται ασφαλώς στην ΤΕΔ αλλά και στο ΕΙΡ, επιβάλλοντας αυστηρή λογοκρισία και αντικαθιστούν το λιτό κιονόκρανο του σήματός του στην υπόκρουση του διασκευασμένου Πινδάρου με τον φοίνικα που αναδύεται από τη φλόγα στην υπόκρουση εμβατηρίων…

Κατά ατυχή εθνική συγκυρία, η ελληνική τηλεόραση «ανδρώνεται», κυρίως τεχνικά, την εποχή της χούντας…

Σε αφιέρωμα για τα 30 χρόνια της δημόσιας τηλεόρασης, ο συντονιστής προγράμματος της πρώτης εκείνης εκπομπής του ΕΙΡ και μετέπειτα διευθυντής της τηλεόρασης της ΕΡΤ1, διευθυντής Ραδιοφωνίας-Τηλεόρασης της ΕΡΤ2 και μέλος του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου, Γιώργος Κάρτερ, θα δηλώσει: «Στις 2 Μαρτίου του 1968 με την έναρξη του προγράμματος, στις 18.30, πριν βγει στον αέρα το σήμα της χούντας, βγαίνει κατά λάθος ο τίτλος της πρώτης εκπομπής, που ήταν εκείνη τη βραδιά «το καρναβάλι του Καραγκιόζη» και αμέσως «πέφτει» το πουλί της 21ης Απριλίου. Η αλληλοδιαδοχή στη μετάδοση αυτών των δύο εικόνων δίνει τις χαρακτηριστικές προεκτάσεις ολόκληρης της επταετίας». Αυτή την ίδια χρονιά, η ΤΕΔ μετονομάζεται σε ΥΕΝΕΔ (Υπηρεσία Ενημερώσεως Ενόπλων Δυνάμεων). Τον επόμενο χρόνο μεταφέρεται στις νέες της εγκαταστάσεις στη διασταύρωση της οδού Κατεχάκη με τη λεωφόρο Μεσογείων και αποκτά τον πρώτο της αναμεταδότη στη Θεσσαλονίκη, ενώ εγκαθιστά πομπό στον Υμηττό. Στις 26 Οκτωβρίου του 1969 γίνεται η πρώτη επίσημη απευθείας μετάδοση της δοξολογίας για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου.
Βαφτίσματα, ξαναβαφτίσματα και γεννητούρια

Τα επόμενα χρόνια έως και το 1997 η κρατική τηλεόραση που μετά την εμφάνιση της ιδιωτικής, πυκνώνει τις εμφανίσεις και αναφορές της ως «δημόσια», βαπτίζεται και αναβαπτίζεται προσπαθώντας να βρει το ακριβές στίγμα της.

Το 1970 το ΕΙΡ μετονομάζεται σε ΕΙΡΤ (Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοφωνίας Τηλεοράσεως).

Το 1975 το ΕΙΡΤ μετονομάζεται σε ΕΡΤ (Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση).

Το 1982, με τον νόμο 1288, η ΥΕΝΕΔ υπάγεται στο υπουργείο Προεδρίας και μετονομάζεται σε ΕΡΤ2, ενώ η ΕΡΤ γίνεται ΕΡΤ1.

Το 1987 γίνεται αναδιάρθρωση στο νομικό προφίλ της και ΕΡΤ1 και ΕΡΤ2 συγχωνεύονται στην ΕΡΤ ΑΕ. Την ίδια χρονιά ξεκινά και η λειτουργία της ΕΡΤ3 με έδρα τη Θεσσαλονίκη.

Το 1997 η ΕΡΤ2 απαλλάσσεται από το στίγμα του ραδιοφώνου, μετονομάζεται σε ΕΤ1 (Ελληνική Τηλεόραση 1) και φιλοξενεί ψυχαγωγικό πρόγραμμα. Η ΕΡΤ1 αντιστοίχως μετονομάζεται σε ΝΕΤ (Νέα Ελληνική Τηλεόραση) και αποκτά κυρίως ενημερωτικό χαρακτήρα με ειδήσεις και εκπομπές λόγου.

Στο μεταξύ, από το 1974 το ΕΙΡ έχει εγκατασταθεί στο νέο στολίδι του, το ραδιο-μέγαρο της Αγίας Παρασκευής, ενώ από το 1979 η ελληνική τηλεόραση έχει φέρει επιτέλους το χρώμα στη ζωή του κοινού της, εκπέμποντας σε σύστημα SECAM. Είναι σύστημα που επινοήθηκε στη Γαλλία το 1958 και ήταν το πρώτο, που απαιτούσε μνήμη από την τηλεοπτική συσκευή, διαδικασία που του χάρισε και το όνομά του (Seqentiel Coleur ά Memoire, δηλαδή Διαδοχή Χρωμάτων με Μνήμη). Το 1989 ιδρύθηκε και το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) με την ταυτόχρονη εμφάνιση στον «αέρα» των πρώτων ιδιωτικών καναλιών.
Τα ιδιωτικά κανάλια – Στη Θεσσαλονίκη το πρώτο, στους Αμπελόκηπους της Αθήνας το «πειρατικό»

Η δημόσια τηλεόραση έχει ανοίξει τον δρόμο στην τηλεθέαση, ωστόσο το όλο πράγμα παραμένει πίσω. Σε ΗΠΑ και Ευρώπη, τα ιδιωτικά κανάλια ξεπηδούν το ένα μετά το άλλο, αλλά στην Ελλάδα εξαντλείται και η τρίτη δεκαετία με το δημόσιο να μονοπωλεί. Ως πηγή πληροφόρησης χρηματοδοτούμενη από το κράτος, ο ζυγός της ενημέρωσης συχνά γέρνει κατά τη βουλή των κυβερνήσεων.

«Πρέπει να πω ότι η τηλεόραση, ως κρατική τηλεόραση, έκανε πολλές εποικοδομητικές προσπάθειες σε ό,τι αφορά την ποιότητα με το αίσθημα της ευθύνης, αλλά όλοι μας, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, φταίμε διότι και οι αρχηγοί μας και εμείς δεν αντισταθήκαμε στον πειρασμό να αισθανόμαστε την τηλεόραση, σε ό,τι αφορά τις πολιτικές της μεταδόσεις, ως όργανο του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος» θα εξομολογηθεί αργότερα ο Αναστάσης Πεπονής.
Στο μεταξύ, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, διαφαίνεται η ανάγκη εμπλουτισμού και ανανέωσης του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου. Το ΠΑΣΟΚ έχει επανεκλεγεί στην εξουσία, αλλά οι αντιπολιτευόμενοι δήμαρχοι των τριών μεγάλων δήμων της χώρας, Μ. Έβερτ στην Αθήνα, Ανδ. Ανδριανόπουλος στον Πειραιά και Σ. Κούβελας στη Θεσσαλονίκη έχοντας εγκαινιάσει την ελεύθερη ραδιοφωνία με τη δημιουργία των πρώτων δημοτικών ραδιοφωνικών σταθμών, πιέζουν προς την κατεύθυνση και της ελεύθερης τηλεόρασης. Επιπλέον, εκδότες και ανεξάρτητοι επιχειρηματίες βλέπουν στις τηλεοπτικές συχνότητες νέο πεδίο κερδοφόρας επιχειρηματικής δράσης… Η κυβέρνηση διστάζει. Ως πρώτο βήμα δίνει άδεια για αναμετάδοση έξι δορυφορικών καναλιών σε δέκα μεγάλες πόλεις της χώρας. Το πρώτο ιδιωτικό κανάλι στην Ελλάδα είναι το συνδρομητικό TV Plus στον Πειραιά. Πρωτο-εκπέμπει τον Οκτώβριο του 1988 και προβάλλει μόνο ταινίες. Ακολουθεί η δημοτική τηλεόραση Θεσσαλονίκης TV100.

Στις εκλογές του 1989 το ΠΑΣΟΚ ηττάται και η Νέα Δημοκρατία αδυνατεί να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Έτσι, συγκροτείται κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ και Συναπισμού υπό τον Τζαννή Τζαννετάκη. Δια ψηφοφορίας η κυβέρνηση νομιμοποιεί την ιδιωτική ραδιοφωνία και ανοίγει τον δρόμο για την ιδιωτική τηλεόραση. Τον Ιούλιο του ΄89 εκδίδονται δύο άδειες για ισάριθμους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς. Πρώτος (Νοέμβριο) εκπέμπει το «Mega Channel» και στην εκπνοή του έτους, βγαίνει στον αέρα το σήμα του «Antenna». Τον επόμενο χρόνο εκπέμπουν το «Κανάλι 29» και το «New Channel». Προϊόντων των χρόνων από τη μικρή οθόνη των Ελλήνων τηλεθεατών παρελαύνουν τα «Seven X», «Telecity», «Τηλετώρα», «ΣΚΑΙ» (κατοπινός «Alpha TV»), «Star Channel», «Κανάλι 5» (κατοπινός «Alter») με πιο πρόσφατο το «Open Channel».

Μια… πανστρατιά τοπικών καναλιών περιορισμένης εμβέλειας ανά την Ελλάδα, διασπαρμένων στο ευρύ φάσμα των τηλεοπτικών συχνοτήτων, συμπληρώνουν το σκηνικό της ελεύθερης πια τηλεόρασης.

Η αλήθεια είναι ότι πολύ πριν τη δημόσια τηλεόραση, ένας τηλεοπτικός σταθμός, ο πρώτος ιδιωτικός, είχε κάνει ήδη (από το 1964) το ντεμπούτο του στον «αέρα» της Θεσσαλονίκης. Είχε στηθεί από τέσσερις διαφημιστές, οι οποίοι πληροφορούμενοι ότι στην πόλη υπήρχαν 300 δέκτες τηλεοράσεως, που έπαιζαν σερβικό πρόγραμμα, αποφάσισαν να σπάσουν το… μονοπώλιο των γειτόνων και να τραβήξουν το ενδιαφέρον των βορειοελλαδιτών. Ζήτησαν άδεια από την τότε κυβέρνηση και την πήραν περισσότερο για «εθνικούς λόγους», δηλαδή για να αποσπαστεί το ενδιαφέρον της Θεσσαλονίκης από τη Σερβία. Επιπλέον, εκείνη την εποχή ουδεμία προοπτική διεγράφετο, τουλάχιστον στο κοντινό μέλλον, για λειτουργία δημόσιας τηλεόρασης στην πόλη.

Η εισαγωγή πομπού τηλεοράσεως από το εξωτερικό απαγορευόταν κι έτσι οι εμπνευστές του σχεδίου αποτάθηκαν σε έναν Έλληνα κατασκευαστή στην Αθήνα, από τον οποίο νοίκιασαν για 20 μέρες έναν ισχυρό πομπό 1.000 watt (!) που εξέπεμπε στο κανάλι 3. Στην πρώτη δοκιμή, το σήμα κάλυψε όλη την περιοχή μεταξύ Βέροιας, Έδεσσας, Κατερίνης, την απέναντι πλευρά του Ολύμπου και ασφαλώς τη Θεσσαλονίκη. Η «Τηλεόρασις Θεσσαλονίκης» ήταν γεγονός! Το πρόγραμμά της ξεδιπλωνόταν μεταξύ 12.30 και 15.00 και περιελάμβανε σχεδόν τα πάντα. Ειδήσεις, ταινίες, εκπομπές ενημερωτικού και εκπαιδευτικού περιεχομένου. Δεδομένης, δε, της γενικότερης άγνοιας περί την τηλεόραση και τις απαιτήσεις της, υπάλληλοι των διαφημιστών με την παρότρυνση των αφεντικών τους βαπτίσθηκαν παρουσιαστές, κάποιοι και «δημοσιογράφοι», και βρέθηκαν μέσα σε ένα πρωτόγονο στούντιο να συζητούν με καλεσμένους, κυρίως σε εκπομπές πολιτισμού.

Η λειτουργία του σταθμού συνεχίστηκε απρόσκοπτα, ώσπου μία θερινή πρωία του 1970 έφτασε στα χέρια των ιδρυτών του εντολή των συνταγματαρχών υπογεγραμμένη από τον επικεφαλής της πραξικοπηματικής κυβέρνησης Γεώργιο Παπαδόπουλο. Χωρίς αιτιολογία, το κανάλι έπρεπε να κλείσει. Κι έτσι άδοξα πέφτει η αυλαία του πρώτου ιδιωτικού τηλεοπτικού καναλιού.

Βασική λεπτομέρεια που διαφεύγει ίσως την… ιστορική προσοχή, αποτελεί πληροφορία, που έδωσε πριν χρόνια σε συνέντευξή του ο κινηματογραφιστής Άρης Σταύρου. Ο πρώτος «πειρατικός» τηλεοπτικός σταθμός της Ελλάδας λειτούργησε το 1966 (!) και ανήκε σε κάποιον κύριο Παραδείση, ο οποίος είχε στήσει την κάμερα και τον πομπό του στους Αμπελόκηπους και από εκεί εξέπεμπε οπτικοποιημένα θέματα που αφορούσαν τη γειτονιά του!
Ας κάνουμε ταμείο

Για μία ομογενοποίηση της κουλτούρας, που θα έπρεπε να πετύχει, αλλά δεν τα κατάφερε, ή για μία πολιτιστική επανάσταση κόντρα στην εμπορευματοποίηση και τις βουλές των κέντρων εξουσίας, έψεξαν κατά καιρούς την ελληνική τηλεόραση, άνθρωποί της και μη. Φαίνεται πως, στην πραγματικότητα, ο παιδευτικός ρόλος που θα έπρεπε να έχει, χάθηκε στη βιασύνη και τον ερασιτεχνισμό. Οι… μαιευτήρες που την… ξεγέννησαν δούλεψαν με ενθουσιασμό και πάθος για το νέο φρούτο, που σάρωνε την Ευρώπη, αλλά λίγοι γνώριζαν πραγματικά το αντικείμενο και κυρίως, τη δύναμή του. Και πάντως ακόμα πιο λίγοι φαντάζονταν πως η τηλεόραση θα μπορούσε να κάνει κάθε άνθρωπο διάσημο για 15 λεπτά, αλλά και να συρρικνώσει το σύμπαν και να το εξομοιώσει με ό,τιδήποτε μικρό και ασήμαντο σε ένα κάδρο συγκεκριμένων διαστάσεων…

Πώς, λοιπόν, ή πόσο εύκολα θα μπορούσε να βρει τον δρόμο προς την «παίδευση» ένα τέτοιο μέσο, που θα εξελισσόταν πρωτίστως με το θυμικό και όχι με τη γνώση;

«Βρέθηκα εντελώς τυχαία στην τηλεόραση. Έκανα τη στρατιωτική μου θητεία το 1966 κι επειδή είχα σπουδάσει στη Γαλλία, με κράτησαν στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, όπου ξεκινούσε τότε μία τηλεόραση. Εγώ δεν είχα ιδέα ούτε από τηλεόραση, ούτε από σινεμά. Φαντάροι ήμασταν. Τρώγαμε στις καραβάνες, φυλούσαμε σκοπιές τα βράδια και το πρωί, σε κάποια γραφεία, προσπαθούσαμε να στήσουμε μία τηλεόραση» θα διηγηθεί αργότερα ο από τους πρωτεργάτες της ΤΕΔ, συγγραφέας, δημοσιογράφος Βασίλης Αλεξάκης, που πριν εκδιωχθεί από τη χούντα, πρόλαβε να… αρπάξει το μικρόβιο της σεναριογραφίας και της σκηνοθεσίας και να ασχοληθεί με το σινεμά. Ο ίδιος, βλέποντάς τη στην πορεία των χρόνων, εκτιμά ότι η τηλεόραση είναι πια θέμα εξουσίας και χρήματος και πως αυτό που χρειάζεται να πιστέψει κανείς, είναι σε μια τηλεόραση, η οποία δεν θα πουλάει ούτε πολιτική, ούτε προϊόντα.

Ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός, από την πλευρά του, διετέλεσε επί τριετία (1981-84) αναπληρωτής γενικός διευθυντής της ΕΡΤ. Υπήρξε από τα στελέχη της δημόσιας τηλεόρασης, που είχαν προηγουμένως σπουδάσει το μέσο στην Αμερική. Στο βιβλίο του «ΤΟ ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΟ», που εξέδωσε αμέσως μετά τη θητεία του στην ΕΡΤ, περιγράφει μοναδικά ό,τι φρενάρει την εξέλιξη, ό,τι γελοιοποιεί το όραμα, ό,τι γκρεμοτσακίζει τη φιλοδοξία. Το τέρας της γραφειοκρατίας, που πρόλαβε να ριζώσει βαθιά στο ραδιομέγαρο της Αγίας Παρασκευής, μετατρέπει σε ανέκδοτο την αγωνιώδη -και εντέλει ανεπιτυχή- προσπάθεια ενός διευθυντή να αποκτήσει η τηλεόραση το δικό της ελικόπτερο για γρήγορες μεταδόσεις.

Όπως θα δηλώσει χρόνια μετά ο Βασίλης Βασιλικός, προσπάθησε και ο ίδιος να προετοιμάσει τον δρόμο για την ιδιωτική τηλεόραση, να περάσει τη θεσμοθέτησή της. Δεν το πέτυχε. Έτσι, το 1989, αυτή εμφανίστηκε «με τους νόμους της ζούγκλας και της αυθαιρεσίας, χωρίς δεοντολογία, χωρίς κανόνες…».

«Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τη βλάβη που μπορεί να προκαλέσει στο θεατή η τηλεόραση. Από τον τόνο της φωνής εκείνου που μιλάει έως τις εικόνες που προβάλλονται. Οδηγηθήκαμε στο 1989 με μία άναρχη κατάσταση στο τηλεοπτικό τοπίο, όπου ο καθείς με τη δίψα του να επιβληθεί προς τα έξω, άνοιγε κι έναν τηλεοπτικό σταθμό […] Η δε τηλεθέαση στην Ελλάδα, όπως έχει αναγορευθεί σε ύψιστο κανόνα -και στο εξωτερικό, αλλά εδώ με άγριο τρόπο- δημιουργεί μία εξαμβλωματική εικόνα της κοινωνίας…» θα πει.

Τραυματισμένη από πολιτικές φιλοδοξίες, δοκιμασμένη από μικρά και μεγάλα συμφέροντα, γονατισμένη από κοντόφθαλμες εμπορικές στρατηγικές, όπως κι αν είναι, η ελληνική τηλεόραση στέκεται εδώ, ανθεκτική και συνεχίζει. Βρήκε τον δρόμο της όλα αυτά τα χρόνια της ζωής της; Όχι, απαντούν οι ειδικοί. Αλλά υπάρχει πάντα η ελπίδα, που γεννάει με τις απαιτήσεις του το κοινό… Οι ειδικοί βλέπουν το μέλλον της ελληνικής τηλεόρασης στην εξειδίκευση των προγραμμάτων και στην εντοπιότητα. Όπως συμβαίνει χρόνια τώρα στην πολυπληθή και ζωηρή αμερικανική αγορά, όπου δεκάδες τηλεοπτικοί σταθμοί επιβιώνουν αξιοπρεπώς -και συχνά ανθηρά- προσφέροντας ο καθένας από αυτούς ειδικά προγράμματα (μόνο εκπομπές λόγου, ή μόνο ταινίες, ή μόνο διαφημίσεις κ.λπ.) ή ειδήσεις τοπικού ενδιαφέροντος. 

pentapostagma.gr