Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

ΕΙΣΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΏΡΑ



Φώναζες από τον Άμβωνα

«Ενοχλείστε με… ενοχλείστε με… μη διστάζετε…

Οποιαδήποτε ώρα και να είναι, εσείς να μού τηλεφωνείτε, εάν υπάρχει κάποιο πρόβλημα, εάν έχετε ανάγκη… πάρτε με τηλέφωνο…

Να πάρετε όλοι τις κάρτες μου με τους αριθμούς του σπιτιού μου, του κινητού μου…

 
Να τα έχετε και να μού τηλεφωνείτε στις δύο τη νύχτα, στις πέντε το πρωί κι εγώ θα σπεύσω να έρθω και να σας προσφέρω τη βοήθειά μου…

Να καλείτε τον πνευματικό σας πατέρα…

Εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο θα είμαι στη διάθεσή σας.»

Σχεδόν τους παρακαλούσες τους ανθρώπους να σου τηλεφωνούν σε ώρα ανάγκης.

Και οι άνθρωποι σε καλούσαν να πας προς βοήθειά τους, να τους προσφέρεις παρηγοριά, δύναμη, θάρρος.

Στις τρεις το πρωί ήταν, στις πέντε το πρωί, σηκωνόσουν, ξεκινούσες και έφθανες στον τόπο που σε ζητούσαν.

Πάντα με το χαμόγελο, πάντοτε χαρούμενος, όποια προβλήματα κι αν αντιμετώπιζες εσύ. Τα άφηνες στην πάντα όλα τα δικά σου για να βοηθήσεις τους άλλους. Τα δικά σου έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα.

Και πάντα η φωνή σου ήταν τέτοια που πρόσφερε στον άλλο αγαλλίαση.

Δεν υπήρχε ώρα και χρόνος για σένα, υπήρχαν άνθρωποι που είχαν ανάγκες και προβλήματα κι εσύ ήσουν πάντα έτοιμος να τους συμπαρασταθείς.

Σε ένιωθαν όλοι δικό τους άνθρωπο κι αλήθεια ήσουν δικός τους, φίλος, αρωγός, σε κανέναν δεν αρνήθηκες το ελάχιστο.

Οι τσέπες σου ήταν πάντα άδειες και πάντα γεμάτες…

Με τα δυο σου χέρια πρόσφερες, στα παιδιά καραμέλες, στους μεγαλύτερους και σε οικογένειες που δυσκολεύονταν πακέτα, σε ιδρύματα φορτηγά.

Άδειαζαν οι τσέπες σου και ως δια μαγείας γέμιζαν πάλι, για να αδειάσουν σε λίγο εκ νέου.

Γίνονταν όλα πολύ διακριτικά, δεν γνώριζε η αριστερά σου τι ποιούσε η δεξιά σου. Κανείς δε μάθαινε, εκτός από αυτούς που ήταν οι αποδέκτες.

Περνούσες με τα πόδια ή με το αυτοκίνητο, σταματούσες, φώναζες τα παιδιά τα φίλευες καραμέλες, τα μιλούσες.

Έβλεπες κάποιον αναξιοπαθούντα κοντά, σταματούσες πάλι, τού έλεγες τον καλό λόγο, τού πρόσφερες ό,τι σου βρισκόταν, τους περισσότερους τους ήξερες με τα μικρά τους ονόματα.

Ένας ευρύτατος κύκλος ανθρώπων προσέβλεπε σε σένα κι εσύ δεν αρνήθηκες τίποτα και σε κανέναν.

«Μετά καθαρού συνειδότος» έψελνες κάθε Κυριακή, ακουγόταν η φωνή σου, οι φίλοι σου την έχουν ακόμη στ’ αυτιά σου, με καθαρό συνειδός πήγαινες παντού για να προσφέρεις.

Τους θυμόσουν όλους, τους μιλούσες με τα μικρά τους ονόματα, ήξερες τι τους απασχολούσε.

Δεκαετίες ολόκληρες λειτουργούσες αδιαλείπτως, επιτελούσες τη λατρεία στους ναούς με ζήλο υπέρμετρο, τις αγρυπνίες, τις εξομολογήσεις.

Τώρα είσαι ψηλά, παρακολουθείς τα πάντα από εκεί, χαμογελάς ακόμη, όπως χαμογελούσες πάντα σε όλους.

Ελεύθερος ήσουν πάντα, τώρα είσαι ακόμη πιο ελεύθερος.

Μεγάλο το κενό που άφησες και δυσαναπλήρωτο για όλους Αρχιμανδρίτη Πατέρα Στέφανε Παπαθανασίου.

Οι φίλοι σου θα σε θυμούνται πάντα.
 
 Γιάννης Παπαγεωργίου, φιλόλογος