Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020

Η μεγαλύτερη ενέδρα της ΕΟΚΑ


Γράφει ο Λεμεσιανός Χαραλαμπίδης

Ο αγωνιστής Κ. Τρύφωνος - «Ο Πανταχού Παρών»- θυμάται και αφηγείται το παρασκήνιο της ενέδρας στις 16 Μαρτίου 1956

 
 
· Οι πυροβολισμοί ήταν πυκνοί και δυνατοί. Ακούονταν μέχρι κάτω στην Ποταμίτισσα. Είπα μέσα μου: “Πρέπει να έγινε μεγάλο κακό”. Τα βουνά αντιλαλούσαν τις εκρήξεις και τους πυροβολισμούς
· Συγκλονίστηκε ο “Ρήγας” μόλις άκουσε το φοβερό μαντάτο. Δεν ήθελε να πιστέψει ότι ο Χρίστος Τσιάρτας, το λεβεντόπαιδο του Πολύστυπου, που άφησε γυναίκα και δυο μικρά παιδιά για να βγει στο βουνό, έπεσε στο πεδίο της τιμής
Συμπληρώθηκαν χθες 53 ολόκληρα χρόνια από τη μέρα που η ομάδα του θρυλικού Καπετάν Ζήδρου, Γρηγόρη Αυξεντίου, έστησε τη μεγάλη ενέδρα μεταξύ Χαντριών και Αγρού, κατά την οποία η Βρετανοί στρατιώτες υπέστησαν πανωλεθρία και η ΕΟΚΑ έχασε έναν από τους πιο σκληροτράχηλος αγωνιστές, τον αεικίνητο και ακούραστο εθελοντή αντάρτη «Μεγκούλα» της -Χρίστο Τσιάρτα από τον Πολύστυπο. Πολλά έχουν γραφτεί για τη διεξαγωγή της ιστορικής εκείνης ενέδρα και τ’ αποτελέσματά της. Για όσα προηγήθηκαν της ενέδρας και αυτά που ακολούθησαν, ελάχιστα είναι γνωστά. Και αυτά έχει σκοπό να φέρει σήμερα σε φως το κείμενο που ακολουθεί.

Μετά τη μάχη των Σπηλιών, τη σύλληψη του Τομεάρχη Πιτσιλιάς Ρένου Κυριακίδη και τη διαφυγή του Αρχηγού Διγενή στην Κακοπετριά κι από εκεί στον Κύκκο, τον τομέα της ευρύτερης Πιτσιλιάς ανέλαβε ο Γρηγόρης Αυξεντίου, που ηγήθηκε της μεγάλης ενέδρας στις 16 Μαρτίου 1956, μεταξύ Χαντριών και Αγρού. Για όσα προηγήθηκαν της ενέδρας και όσα ακολούθησαν μού μίλησε ο Κυριάκος Τρύφωνος – ο «Πανταχού Παρών» στις μεταφορές ανταρτών και οπλισμού σ’ ολόκληρο τον τομέα Πιτσιλιάς:

Μόλις νύκτωσε, 14 Μαρτίου 1956, ο Αυξεντίου, με την ομάδα του, ήταν όλοι 15, έφθασαν στην Ποταμίτισσα προερχόμενοι από τον Άγιο Θεόδωρο Αγρού, μέσω Άη Γιάννη. Επειδή ήταν πολλοί, οι περισσότεροι έμειναν στο σπίτι του Παπά Αγαθοκλή και 4-5 στο σπίτι μου. Την άλλη μέρα, μόλις νύκτωσε, με ειδοποίησε ο Αυξεντίου να παραλάβω όλους τους αντάρτες και να τους πάρω με το αυτοκίνητό μου, στα Χαντριά. Σε λίγο ήταν όλοι έτοιμοι. Ανέβηκαν στο αυτοκίνητο και έβαλα μπροστά. Όταν φθάσαμε στις Δύμες, βρήκαμε άλλο αυτοκίνητο σταματημένο στη μέση του δρόμου. Δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε, διότι ο δρόμος ήταν στενός. Ο Νικόλας Χατζηιωάννου είπε στον οδηγό του, τον Αντρέα Κώστα, να το μετακινήσει αμέσως. Εκείνος, όμως, αντί να συμμορφωθεί, “έπαιζε τον πελλόν”.

Έκανε πως δεν καταλάβαινε ότι εμπόδιζε και καθυστερούσε να μετακινήσει το αυτοκίνητο, λες και πήγαινε γυρεύοντας. Ο Απόστρατος θύμωσε και είπε στον Αυξεντίου: “Μάστρε, να κατεβώ να φωνάξω ‘κέρφιου’ και να φύγουν όλοι;”. Ο Αυξεντίου τού είπε να κάτσει φρόνημα και ευτυχώς, χωρίς άλλη καθυστέρηση, ο προκλητικός οδηγός, ίσως κάτι να “μυρίστηκε”, μετακίνησε το αυτοκίνητό του βιαστικά. Προχωρήσαμε κι όταν φθάσαμε στην Κυπερούντα, προτού μπούμε στο χωριό, μου είπε ο Αυξεντίου να σταματήσω να κατέβουν οι 15 αντάρτες που επέβαιναν, μήπως πέσουμε σε ενέδρα στον δρόμο. Εγώ γύρισα στην Ποταμίτισσα και περίμενα νέο μήνυμα για να τους μετακινήσω.

Οι αντάρτες πήγαν περπατητοί στον τόπο της ενέδρας. Έμειναν τη νύχτα στα σπίτια του Λευτέρη Γεωργίου και του Παπά Ιωακείμ στα Χαντριά. Εκεί βρήκαν και τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη και τον Αντρέα Τσιάρτα, που είχαν έλθει από τον Πολύστυπο. Την άλλη μέρα, μόλις βράδιασε, ο Αυξεντίου τούς πήρε και τους έδειξε τις θέσεις που θα έπαιρναν κατά την ενέδρα και τις κατευθύνσεις διαφυγής και απομάκρυνσης. Όταν κατέβηκαν στον δρόμο και προχώρησαν 200 περίπου μέτρα για να πάνε στα Χαντριά, να ετοιμαστούν και να γυρίσουν αργότερα για την ενέδρα, φάνηκε να έρχεται από την Κυπερούντα προς το μέρος τους φάλαγγα στρατιωτικών αυτοκινήτων. “Πίσω στις θέσεις σας τροχάδην”, πρόσταξε ο Αυξεντίου. Και σε λίγο άρχιζε η μεγάλη ενέδρα, στην οποία έπεσε ηρωικά ο λεβέντης “Μεγκούλας”, Χρίστος Τσιάρτας, από τον Πολύστυπο. Οι πυροβολισμοί ήταν πυκνοί και δυνατοί. Ακούονταν μέχρι κάτω στην Ποταμίτισσα. Είπα μέσα μου: “Πρέπει να έγινε μεγάλο κακό”. Τα βουνά αντιλαλούσαν τις εκρήξεις και τους πυροβολισμούς.

Πήρες μήνυμα από τον Αυξεντίου;

Δεν πήρα κανένα μήνυμα. Αλλά στο μεταξύ μερικοί αντάρτες άρχισαν να κατεβαίνουν τροχάδην στην Ποταμίτισσα, μέσω Γριδιών. Από τα Γρίδια τούς οδήγησε στην Ποταμίτισσα, στο σπίτι του Παπά Αγαθοκλή, ο Γιώργος Βαλανίδης. Αργά, το ίδιο βράδυ, με κάλεσε ο Αυξεντίου, που βρισκόταν με τους άλλους αντάρτες στο σπίτι του Παπά και με ρώτησε, αν έμαθα τίποτε για την ενέδρα. Του είπα ότι οι πυροβολισμοί και οι εκρήξεις ακούονταν μέχρι το χωριό μας, βγήκα στους δρόμους και τα μονοπάτια, αλλά δεν συνάντησα κανέναν, ούτε χωριανό, ούτε αντάρτη. Τον ρώτησα αν θα έμεναν εκεί να διανυκτερεύσουν, για να καλέσω κι άλλους αγωνιστές, να διευθετήσουμε σπίτια φιλοξενίας των ανταρτών και να επιτηρούμε τους δρόμους και τα μονοπάτια γύρω.

“Όχι, θα φύγουμε”, μου είπε, “αλλά περιμένουμε και τους άλλους”. Τελευταίος ήρθε ο Νίκος Σπανός. Ήμουν ακόμα εκεί και ο Αυξεντίου τον ρώτησε πού είναι ο Τσιάρτας, διότι ήταν δίπλα του στην ενέδρα. Αυτός απάντησε ότι τον είδε για τελευταία φορά στην κορυφογραμμή, να φεύγει μετά την ενέδρα, αλλά άκουσε πυροβολισμούς. Τι συνέβη δεν ήξερε, διότι αυτός έτρεχε ν’ απομακρυνθεί. Τότε η αγωνία του Αυξεντίου και των άλλων άρχισε να κορυφώνεται. Κι όσο αργούσε να φανεί ο συναγωνιστής τους, φίδια τούς ζώναν. Τελικά, ο Αυξεντίου και οι τέσσερεις αντάρτες, που διέφυγαν στην Ποταμίτισσα, αναχώρησαν την ίδια νύκτα για τον Άγιο Θεόδωρο, μέσω Αη-Γιάννη. Εκεί, στο σπίτι του παπά του Αγίου Θεοδώρου, όπου διανυκτέρευσαν, έμαθαν την άλλη μέρα ότι ο Χρίστος Τσιάρτας, ο “Μεγκούλας” της ΕΟΚΑ, ο φτεροπόδαρος και σκληροτράχηλος εθελοντής αντάρτης, είχε πέσει στο πεδίο της τιμής, κατά την αποχώρησή του από την ενέδρα.

Ποιος ενημέρωσε τον Αυξεντίου για το θάνατο του Τσιάρτα;

Τον Αυξεντίου είχε ενημερώσει ο παπάς κρυφά, σε άλλο δωμάτιο απ’ εκεί που καθόταν με τους άλλους αντάρτες, γιατί ήταν μαζί τους και ο αδελφός του Χρίστου, ο Αντρέας Τσιάρτας.

Συγκλονίστηκε ο “Ρήγας” μόλις άκουσε από το στόμα του παπά το φοβερό μαντάτο. Δεν ήθελε να πιστέψει ότι ο Χρίστος Τσιάρτας, το λεβεντόπαιδο του Πολύστυπου, που δρασκελούσε ακούραστα τα βουνά της Μαδαρής και της Παπούτσας, που άφησε γυναίκα και δυο μικρά παιδιά για να βγει στο βουνό, έπεσε στο πεδίο της τιμής. Ο θάνατος του “Μεγκούλα” βύθισε όχι μόνο τους δικούς και τους συναγωνιστές του, αλλά ολόκληρο τον Κυπριακό Ελληνισμό, σε βαθύ πένθος.

Όταν ξεκουράστηκαν οι αντάρτες, στην Ποταμίτισσα, ο Αυξεντίου μού είπε να τους συνοδέψω μέχρι την εκκλησιά. Όταν φτάσαμε εκεί, μου είπε: “Στη δουλειά σου, βρε!”.

Τι εννοούσε με το “στη δουλειά σου, βρε;”.

Να σκορπίσω αρτύματα στο μονοπάτι που θα έπαιρναν οι αγωνιστές για να πάνε στον προορισμό τους. Τους ακολούθησα κρατώντας τέσσερα κουτιά πιπέρι αλεσμένο και άρχισα να τα σκορπίζω πίσω από τους αντάρτες για μεγάλη απόσταση και μετά, με χίλιες δυο προφυλάξεις, γύρισα στο χωριό.
Η μαρτυρία του Χαράλαμπου «Μπαταριά»
Για τη φιλοξενία των ανταρτών στην Ποταμίτισσα προτού αναχωρήσουν στα Χαντριά για να στήσουν τη μεγάλη ενέδρα και για την επιστροφή τους στο χωριό μετά την ενέδρα, ο Χαράλαμπος Χριστοδούλου-«Μπαταριάς», ένας από τους αγωνιστές που πήραν μέρος σ’ αυτήν, θυμάται:

«Όταν αποφασίστηκε να γίνει επιχείρηση-ενέδρα από την ομάδα του Γρηγόρη Αυξεντίου στο δρόμο Χανδριών-Αγρού, η ομάδα κινήθηκε ως εξής:

»Η Ομάδα ήταν δεκαεφταμελής. Δύο άνδρες της, οι Πολύκαρπος Γιωρκάτζης και Ανδρέας Τσιάρτας, οι οποίοι απουσίαζαν σε περιοδεία, ειδοποιήθηκαν να φθάσουν το βράδυ της Πέμπτης 15 Μαρτίου 1956. Οι υπόλοιποι 15 άντρες ήταν οι: Γρηγόρης Αυξεντίου, Γεώργιος Μάτσης-«Θαλής», Αυγουστής Ευσταθίου-«Ματρόζος», Χρίστος Τσιάρτας-«Μεγκούλας», Κυριάκος Κόκκινος-«Κίτσιος», Σάββας Κουλλαμής-«Γεροόλυμπος», Χριστόφορος Χριστοφίδης, Ανδρέας Νικολαΐδης, Ιωάννης Παύλου-«Πιπίνος», Μιχαλάκης Ασσιώτης-«Γαλανός», Γεώργιος Μιχαήλ, Γεώργιος Λοϊζίδης-«Απόστρατος», Νίκος Σπανός-«Βελισσάριος» και Χαράλαμπος Χριστοδούλου-«Μπαταριάς».

»Μόλις βράδιασε, ξεκίνησαν από τα λημέρια της Παπούτσας για την υλοποίηση του προγράμματος. Η Ομάδα πέρασε από το σπίτι του Παπά-Κωστή, ιερέα του Αγίου Θεοδώρου, και στη συνέχεια κατέληξε στο σπίτι του Παπά-Αγαθοκλή, ιερέα της Ποταμίτισσας, όπου και διανυκτέρευσε. Η φιλοξενία από τον ιερέα, αλλά και από άλλα μέλη της οργάνωσης του χωριού, ήταν άψογη και συγκινητική.

»Το επόμενο βράδυ, στις 15 Μαρτίου, ημέρα Πέμπτη, επιβιβάστηκε η Ομάδα στο μικρό λεωφορείο του Κυριάκου Τρύφωνος από την Ποταμίτισσα με αριθμό ΤL 766 «COMMER» και κατέληξε στην Κυπερούντα και από εκεί έφθασε με τα πόδια, για περισσότερη ασφάλεια, στα Χανδριά, όπου φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Λευτέρη Γεωργίου και του Παπά Ιωακείμ, ιερέα της κοινότητας. Εκεί, η ομάδα βρήκε και τους Πολύκαρπο Γιωρκάτζη και Ανδρέα Τσιάρτα, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, ειδοποιήθηκαν και έφθασαν εκεί λίγη ώρα πρωτύτερα.

»Στις 16 Μαρτίου, ημέρα Παρασκευή, έγινε η ενέδρα στον δρόμο Χανδριών – Αγρού, παρά τα Αγρίδια, που είχε μεγάλη επιτυχία, αλλά, δυστυχώς, την επισκίασε ο θάνατος του Χρίστου Τσιάρτα από τον Πολύστυπο.

»Μετά τη λήξη της ενέδρας, η ομάδα χωρίστηκε σε δυο μικρές ομάδες, φθάνοντας πάλι στην Ποταμίτισσα, στο σπίτι του Παπά Αγαθοκλή.

»Όταν συναντήθηκαν όλοι, είδαν ότι απουσίαζε ο Χρίστος Τσιάρτας. Κάποιος αντάρτης είπε ότι ο Χρίστος είχε αναφέρει κατά την πορεία προς τον τόπο της ενέδρας ότι, μετά τη μάχη, μπορεί να πάει στο χωριό του, να δει λίγο την οικογένειά του. Είχε δυο μικρά παιδιά ο Χρίστος, τον Στέφανο και τη Μαρία.

»Τους έτρωγε όλους το σαράκι της απουσίας του Χρίστου, αλλά ζούσαν με την ψευδαίσθηση πως ίσως να πήγε στο χωριό, παρ’ όλο που δεν το πίστευαν.

»Αφού φιλοξενήθηκαν και πάλι για λίγο, ξεκουράστηκαν, αποχαιρέτησαν τον ιερέα και άλλους αγωνιστές του χωριού, που βρίσκονταν εκεί και κατευθύνθηκαν πεζή στον Άγιο Ιωάννη Αγρού, όπου και πέρασαν το υπόλοιπο βράδυ και την ημέρα του Σαββάτου στο σπίτι του Παναγιώτη Βασιλείου-Βάσιλα.

»Το βράδυ του Σαββάτου, στον δρόμο για τα λημέρια της Παπούτσας, πέρασαν για ξεκούραση από το σπίτι του Παπά Κωστή, στον Άγιο Θεόδωρο, όπου ο παπάς έγνεψε στον Αυξεντίου και του ανέφερε στο διπλανό δωμάτιο, ότι το ραδιόφωνο ανακοίνωσε πως βρέθηκε νεκρός στον τόπο της ενέδρας ο Χρίστος Τσιάρτας από τον Πολύστυπο.

»Παρόντες ήταν ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης και ο Χαράλαμπος Μπαταριάς, όταν ο παπάς ανέφερε το θλιβερό μαντάτο στον Αυξεντίου.

»Η Ομάδα έφυγε εσπευσμένα για την Παπαπούτσα, όπου την επόμενη μέρα, Κυριακή το πρωί, ο Αυξεντίου ανακοίνωσε στον Αντρέα Τσιάρτα τον θάνατο του αδελφού του. Ήταν πράγματι μια συγκινητική στιγμή που ποτέ δεν ξεχνιέται…».

(Όλη την εξέλιξη της ενέδρας και τις συγκινητικές στιγμές που ακολούθησαν, μπορεί ο αναγνώστης να τις βρει με κάθε λεπτομέρεια στο βιβλίο του σεμνού αγωνιστή Χαράλαμπου Μπαταριά: «ΕΟΚΑ 1955-59 – Οι θύμησες του Μπαταριά»).

ΠΗΓΗ: Sigmalive