Η Εκκλησία δεν είναι απλώς μια συνέλευση όπου συνωστίζονται θρησκευόμενοι άνθρωποι για να ικανοποιήσουν ορισμένες θρησκευτικές ανάγκες
Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμε, την αγία Ευχήν Σας!
Εάν...
η Εκκλησία δεν είναι απλώς μια συνέλευση όπου συνωστίζονται θρησκευόμενοι άνθρωποι για να ικανοποιήσουν ορισμένες θρησκευτικές ανάγκες, αλλά είναι η ψυχή του κόσμου που ζωοποιεί και συνέχει την κοινωνία, όπως μας λέγει η προς Διόγνητον επιστολή, τότε είναι εξάπαντος απαράδεκτη η απόφαση της πρόσφατης ΚΥΑ που ορίζει τον τρόπο λειτουργίας των Ιερών Ναών όπου επιτρέπονται οι ιερές ακολουθίες άνευ όμως της φυσικής παρουσίας των πιστών για το διάστημα από 7 - 30 Νοεμβρίου 2020.
Ευχής έργον θα ήταν οι εξοχότατοι άρχοντες που ρυθμίζουν τα της πολιτείας και εκδίδουν τις ΚΥΑ να είχαν εκείνη την ευαισθησία, ώστε να κατανοήσουν τον σημαίνοντα ρόλο που κατέχει η εκκλησιαστική ζωή στην ψυχοσύνθεση του απλού Έλληνα πολίτη που εδώ και πολλούς μήνες ζει εντός του φόβου της πανδημίας, αλλά και υπό το βάρος άλλων προβλημάτων, όπως οικονομικών, οικογενειακών κ.α. και τα οποία είναι διηνεκή και για τα οποία ως ποιμένες είμαστε ενήμεροι. Εφόσον λοιπόν, δεν υπάρχει αυτή η ευαισθησία από την πλευρά της Πολιτείας, έχουμε την προσδοκία από τον εκάστοτε επίσκοπο, ο οποίος καλείται να ορθοτομεί τον λόγον της αληθείας και ειδικότερα από την Υμετέραν αγιότητα Μακαριώτατε, ως προέδρου της Ιεράς συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και επικεφαλής της ελλαδικής Εκκλησίας να αντιπροτείνει, να αντικρούσει, να επισημάνει, να αντιπαρατεθεί και να πει τη φράση «οὐκ ἔξεστί σοι» στην πολιτική εξουσία, όπως ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος στην παρανομούσα πολιτική εξουσία της εποχής του (Μαρκ.6,18), όπως ο άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην αυτοκράτειρα Ευδοξία.
Εάν δεν τολμήσουμε και εμείς, οι διάκονοι του λαού του Θεού, να πούμε αυτό το «οὐκ ἔξεστί σοι» στην πολιτική εξουσία η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση τοποθετεί την Εκκλησία στα επίπεδα ενός θρησκευτικού σωματείου, ενώ η ίδια αποτελεί εδώ και αιώνες κιβωτό του Έθνους καθώς δίνει στο λαό μας τη δύναμη και την υπομονή να υπερκεράσει όλες τις δυσκολίες, τότε αναπόφευκτα υπηρετούμε μια εκκοσμικευμένη Εκκλησία, μοναδική προοπτική της οποίας απλώς είναι να ικανοποιεί θρησκευτικές ανάγκες και οι οποίες μπορούν να αναστέλλονται όταν συντρέχουν λόγοι που επιβάλλουν περιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως συνέβη τόσο με το πρώτο όσο και με το δεύτερο κύμα της πανδημίας.
Ασφαλώς ορισμένοι θα μας κατηγορήσουν ότι δεν είμαστε ρεαλιστές ώστε να διαπιστώσουμε το μέγεθος της πανδημίας που απειλεί χιλιάδες ζωές. Τουναντίον, πάντοτε η Εκκλησία, καθόλη την ιστορική της πορεία κινείται εντός των ορίων του ρεαλισμού, γι’ αυτό άλλωστε και διέσωσε το Γένος μας από τους ποικίλους κινδύνους. Αυτόν τον ρεαλισμό τον αποδείξαμε έμπρακτα κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας του ιού Covid-19 που ενέσκηψε. Βιώσαμε ένα ιδιότυπο είδος εξορίας καθώς από τον Μάρτιο του 2020 μέχρι τον Μάιο οι ιεροί μας Ναοί έκλεισαν και σφραγίστηκαν. Απαγορεύτηκε η παρουσία των πιστών στη λατρεία. Αποξενωθήκαμε από την κοινή εκκλησιαστική λατρεία και ειδικότερα από την ευχαριστιακή σύναξη, την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας. Στερηθήκαμε την πηγή της ζωής μας, τη Θεία Κοινωνία. Θρηνήσαμε αυτό το άδειασμα και την ερημία των Ναών όπως ο προφήτης Ιερεμίας θρήνησε για την ερημία της Ιερουσαλήμ μετά την καταστροφή της (Θρ. Ιερ.1,1).
Όμως παρόλη τη θλίψη μας δώσαμε τις «εξετάσεις» μας απέναντι στην κοινωνία και την κρατική εξουσία και απεδείξαμε ότι έχουμε τη δύναμη, την πειθώ και τη διάθεση να τηρήσουμε όλους τους υγειονομικούς κανόνες ακόμη και όταν υπήρξε χαλάρωση από άλλους φορείς, ακόμη και όταν η πλειονότητα των πολιτών συμπεριφερόταν κατά τη διάρκεια του περασμένου θέρους ωσάν να μην υπήρξε ποτέ πανδημία και απαγορευτικά μέτρα. Αντίθετα, η Εκκλησία, ο κλήρος και ο λαός συνέχισαν να τηρούν το γράμμα του νόμου εντός των λατρευτικών συνάξεων.
Αυτό το οποίο πρέπει να διεκδικήσετε από την Πολιτεία, Μακαριώτατε, δεν είναι μια ευνοϊκή μεταχείριση αλλά ισονομία και προστασία των δικαιωμάτων των πιστών διότι τα έκτακτα μέτρα, με τα οποία αναστέλλεται η ισχύς θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως η ελευθερία της κίνησης, της συνάθροισης, της θρησκευτικής λατρείας, πρέπει να είναι αναγκαία και πρόσφορα, δηλαδή να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο που απαιτείται για την αποτροπή του κινδύνου και ο κίνδυνος να μην μπορεί να αποτραπεί με άλλο, ηπιότερο μέτρο, να είναι χωρίς διακρίσεις, να τηρείται πάντοτε η αρχή της αναλογικότητας και να είναι περιορισμένης ισχύος.
Έχουμε την γνώμη ότι τα έκτακτα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν με την πρόσφατη ΚΥΑ δεν πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις και υπήρξε υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου. Με την παντελή απαγόρευση της παρουσίας πιστών στις λατρευτικές συνάξεις καταστρατηγείται η αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία η κρατική διοίκηση, για την πραγματοποίηση των σκοπών της, οφείλει να επιλέγει τα λιγότερο επαχθή για τον πολίτη μέτρα και ταυτόχρονα πρέπει να υπάρχει εύλογη σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου διοικητικού μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού και να μην είναι υπερβολικά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας αποδείξαμε ότι τηρούμε με ακρίβεια τα προστατευτικά μέτρα εντός των Ναών και θα έπρεπε η Πολιτεία να μας εμπιστευθεί ότι θα συνεχίσουμε αυτήν την συμπεριφορά επιτρέποντας την παρουσία ορισμένου αριθμού πιστών στις λατρευτικές ακολουθίες, ωστόσο όμως η συγκεκριμένη ΚΥΑ δείχνει έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους εκπροσώπους της Εκκλησίας και προς τους πιστούς, οι οποίοι απέδειξαν τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας ότι διαθέτουν και συνείδηση και ενδιαφέρον να φροντίσουν και να προστατεύσουν την υγεία των συνανθρώπων τους και των εαυτών τους.
Ταυτόχρονα, με τη συγκεκριμένη ΚΥΑ εφαρμόζονται διακρίσεις και καταστρατηγείται η αρχή της ισότητας, διότι η κρατική διοίκηση υποχρεούται να αντιμετωπίζει όμοιες περιπτώσεις με τον ίδιο τρόπο και να τηρεί δίκαιες ισορροπίες στον περιορισμό του δικαιώματος της συνάθροισης. Π.χ., από τη μια δίνεται η δυνατότητα στον πολίτη να στείλει με μήνυμα τον κωδικό 6 στο 13033 για να λάβει άδεια για σωματική άθληση και καλώς πράττει, αλλά είναι δυνατόν να γίνει κατάχρηση και να υπάρξουν φαινόμενα συνωστισμού σε πάρκα και πλατείες, και από την άλλη δεν δίνεται η δυνατότητα για ικανοποίηση πνευματικών αναγκών και ψυχική στήριξη που μπορεί να προσφέρει η συμμετοχή στη Θεία Λατρεία. Εκτός από την σωματική άσκηση ο άνθρωπος έχει ανάγκη και την πνευματική άσκηση, εκτός από τα σωματικά προβλήματα υγείας όπως του Covid-19 υπάρχουν και τα πάσης φύσεως ψυχικά προβλήματα τα οποία είναι διηνεκή, και τα οποία υπήρχαν πριν την εμφάνιση του Covid-19 και δυστυχώς θα συνεχίσουν να υφίστανται και μετά την πανδημία.
Μακαριώτατε, παρακαλούμε την Υμετέραν αγιότητα όπως και τη σεβαστή Ιεραρχία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος να καλέσει την πολιτική εξουσία να σεβαστεί την αρχή της αναλογικότητας και της δίκαιης ισορροπίας στον περιορισμό του δικαιώματος της συνάθροισης και να εμπιστευθεί την Εκκλησία, η οποία εφάρμοσε με σχολαστική ακρίβεια τα μέτρα κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας, επιτρέποντας τη φυσική παρουσία ορισμένου αριθμού πιστών εντός των λατρευτικών συνάξεων τηρουμένων όλων των υγειονομικών μέτρων.
Μετά τιμής και σεβασμού
Διά το Δ.Σ. του ΙΕΡΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ
Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Σελλής
Ευχής έργον θα ήταν οι εξοχότατοι άρχοντες που ρυθμίζουν τα της πολιτείας και εκδίδουν τις ΚΥΑ να είχαν εκείνη την ευαισθησία, ώστε να κατανοήσουν τον σημαίνοντα ρόλο που κατέχει η εκκλησιαστική ζωή στην ψυχοσύνθεση του απλού Έλληνα πολίτη που εδώ και πολλούς μήνες ζει εντός του φόβου της πανδημίας, αλλά και υπό το βάρος άλλων προβλημάτων, όπως οικονομικών, οικογενειακών κ.α. και τα οποία είναι διηνεκή και για τα οποία ως ποιμένες είμαστε ενήμεροι. Εφόσον λοιπόν, δεν υπάρχει αυτή η ευαισθησία από την πλευρά της Πολιτείας, έχουμε την προσδοκία από τον εκάστοτε επίσκοπο, ο οποίος καλείται να ορθοτομεί τον λόγον της αληθείας και ειδικότερα από την Υμετέραν αγιότητα Μακαριώτατε, ως προέδρου της Ιεράς συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και επικεφαλής της ελλαδικής Εκκλησίας να αντιπροτείνει, να αντικρούσει, να επισημάνει, να αντιπαρατεθεί και να πει τη φράση «οὐκ ἔξεστί σοι» στην πολιτική εξουσία, όπως ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος στην παρανομούσα πολιτική εξουσία της εποχής του (Μαρκ.6,18), όπως ο άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην αυτοκράτειρα Ευδοξία.
Εάν δεν τολμήσουμε και εμείς, οι διάκονοι του λαού του Θεού, να πούμε αυτό το «οὐκ ἔξεστί σοι» στην πολιτική εξουσία η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση τοποθετεί την Εκκλησία στα επίπεδα ενός θρησκευτικού σωματείου, ενώ η ίδια αποτελεί εδώ και αιώνες κιβωτό του Έθνους καθώς δίνει στο λαό μας τη δύναμη και την υπομονή να υπερκεράσει όλες τις δυσκολίες, τότε αναπόφευκτα υπηρετούμε μια εκκοσμικευμένη Εκκλησία, μοναδική προοπτική της οποίας απλώς είναι να ικανοποιεί θρησκευτικές ανάγκες και οι οποίες μπορούν να αναστέλλονται όταν συντρέχουν λόγοι που επιβάλλουν περιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως συνέβη τόσο με το πρώτο όσο και με το δεύτερο κύμα της πανδημίας.
Ασφαλώς ορισμένοι θα μας κατηγορήσουν ότι δεν είμαστε ρεαλιστές ώστε να διαπιστώσουμε το μέγεθος της πανδημίας που απειλεί χιλιάδες ζωές. Τουναντίον, πάντοτε η Εκκλησία, καθόλη την ιστορική της πορεία κινείται εντός των ορίων του ρεαλισμού, γι’ αυτό άλλωστε και διέσωσε το Γένος μας από τους ποικίλους κινδύνους. Αυτόν τον ρεαλισμό τον αποδείξαμε έμπρακτα κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας του ιού Covid-19 που ενέσκηψε. Βιώσαμε ένα ιδιότυπο είδος εξορίας καθώς από τον Μάρτιο του 2020 μέχρι τον Μάιο οι ιεροί μας Ναοί έκλεισαν και σφραγίστηκαν. Απαγορεύτηκε η παρουσία των πιστών στη λατρεία. Αποξενωθήκαμε από την κοινή εκκλησιαστική λατρεία και ειδικότερα από την ευχαριστιακή σύναξη, την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας. Στερηθήκαμε την πηγή της ζωής μας, τη Θεία Κοινωνία. Θρηνήσαμε αυτό το άδειασμα και την ερημία των Ναών όπως ο προφήτης Ιερεμίας θρήνησε για την ερημία της Ιερουσαλήμ μετά την καταστροφή της (Θρ. Ιερ.1,1).
Όμως παρόλη τη θλίψη μας δώσαμε τις «εξετάσεις» μας απέναντι στην κοινωνία και την κρατική εξουσία και απεδείξαμε ότι έχουμε τη δύναμη, την πειθώ και τη διάθεση να τηρήσουμε όλους τους υγειονομικούς κανόνες ακόμη και όταν υπήρξε χαλάρωση από άλλους φορείς, ακόμη και όταν η πλειονότητα των πολιτών συμπεριφερόταν κατά τη διάρκεια του περασμένου θέρους ωσάν να μην υπήρξε ποτέ πανδημία και απαγορευτικά μέτρα. Αντίθετα, η Εκκλησία, ο κλήρος και ο λαός συνέχισαν να τηρούν το γράμμα του νόμου εντός των λατρευτικών συνάξεων.
Αυτό το οποίο πρέπει να διεκδικήσετε από την Πολιτεία, Μακαριώτατε, δεν είναι μια ευνοϊκή μεταχείριση αλλά ισονομία και προστασία των δικαιωμάτων των πιστών διότι τα έκτακτα μέτρα, με τα οποία αναστέλλεται η ισχύς θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως η ελευθερία της κίνησης, της συνάθροισης, της θρησκευτικής λατρείας, πρέπει να είναι αναγκαία και πρόσφορα, δηλαδή να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο που απαιτείται για την αποτροπή του κινδύνου και ο κίνδυνος να μην μπορεί να αποτραπεί με άλλο, ηπιότερο μέτρο, να είναι χωρίς διακρίσεις, να τηρείται πάντοτε η αρχή της αναλογικότητας και να είναι περιορισμένης ισχύος.
Έχουμε την γνώμη ότι τα έκτακτα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν με την πρόσφατη ΚΥΑ δεν πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις και υπήρξε υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου. Με την παντελή απαγόρευση της παρουσίας πιστών στις λατρευτικές συνάξεις καταστρατηγείται η αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία η κρατική διοίκηση, για την πραγματοποίηση των σκοπών της, οφείλει να επιλέγει τα λιγότερο επαχθή για τον πολίτη μέτρα και ταυτόχρονα πρέπει να υπάρχει εύλογη σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου διοικητικού μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού και να μην είναι υπερβολικά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας αποδείξαμε ότι τηρούμε με ακρίβεια τα προστατευτικά μέτρα εντός των Ναών και θα έπρεπε η Πολιτεία να μας εμπιστευθεί ότι θα συνεχίσουμε αυτήν την συμπεριφορά επιτρέποντας την παρουσία ορισμένου αριθμού πιστών στις λατρευτικές ακολουθίες, ωστόσο όμως η συγκεκριμένη ΚΥΑ δείχνει έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους εκπροσώπους της Εκκλησίας και προς τους πιστούς, οι οποίοι απέδειξαν τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας ότι διαθέτουν και συνείδηση και ενδιαφέρον να φροντίσουν και να προστατεύσουν την υγεία των συνανθρώπων τους και των εαυτών τους.
Ταυτόχρονα, με τη συγκεκριμένη ΚΥΑ εφαρμόζονται διακρίσεις και καταστρατηγείται η αρχή της ισότητας, διότι η κρατική διοίκηση υποχρεούται να αντιμετωπίζει όμοιες περιπτώσεις με τον ίδιο τρόπο και να τηρεί δίκαιες ισορροπίες στον περιορισμό του δικαιώματος της συνάθροισης. Π.χ., από τη μια δίνεται η δυνατότητα στον πολίτη να στείλει με μήνυμα τον κωδικό 6 στο 13033 για να λάβει άδεια για σωματική άθληση και καλώς πράττει, αλλά είναι δυνατόν να γίνει κατάχρηση και να υπάρξουν φαινόμενα συνωστισμού σε πάρκα και πλατείες, και από την άλλη δεν δίνεται η δυνατότητα για ικανοποίηση πνευματικών αναγκών και ψυχική στήριξη που μπορεί να προσφέρει η συμμετοχή στη Θεία Λατρεία. Εκτός από την σωματική άσκηση ο άνθρωπος έχει ανάγκη και την πνευματική άσκηση, εκτός από τα σωματικά προβλήματα υγείας όπως του Covid-19 υπάρχουν και τα πάσης φύσεως ψυχικά προβλήματα τα οποία είναι διηνεκή, και τα οποία υπήρχαν πριν την εμφάνιση του Covid-19 και δυστυχώς θα συνεχίσουν να υφίστανται και μετά την πανδημία.
Μακαριώτατε, παρακαλούμε την Υμετέραν αγιότητα όπως και τη σεβαστή Ιεραρχία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος να καλέσει την πολιτική εξουσία να σεβαστεί την αρχή της αναλογικότητας και της δίκαιης ισορροπίας στον περιορισμό του δικαιώματος της συνάθροισης και να εμπιστευθεί την Εκκλησία, η οποία εφάρμοσε με σχολαστική ακρίβεια τα μέτρα κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας, επιτρέποντας τη φυσική παρουσία ορισμένου αριθμού πιστών εντός των λατρευτικών συνάξεων τηρουμένων όλων των υγειονομικών μέτρων.
Μετά τιμής και σεβασμού
Διά το Δ.Σ. του ΙΕΡΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ
Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Σελλής