Το θρησκευτικό μίσος, λένε, το χειρότερο και αυτό μπορεί να το επιβεβαιώσει ο Μο Τζόνστον.
Το όνομα του δεν είναι ευρέως γνωστό και η αλήθεια είναι ότι θα παρέμενε άγνωστο για τον περισσότερο κόσμο, αν δεν έκανε κάτι που δεν είχε τολμήσει κανείς μετά τον...
Β' παγκόσμιο πόλεμο: Να πάει από τη Σέλτικ στη Ρέιντζερς, έστω μέσω Γαλλίας.
Ο Τζόνστον ήταν ένας Σκωτσέζος επιθετικός, ο οποίος -ως καλός Καθολικός- από το 1984 ως το 1987 αγωνίστηκε στη Σέλτικ. Εκείνο το καλοκαίρι, του '87, πήρε μεταγραφή για τη γαλλική Ναντ στην οποία παρέμεινε δύο χρόνια, πριν πάρει την απόφαση να επαναπατριστεί.
Όχι για να ξαναφορέσει τη φανέλα της Σέλτικ όμως, αλλά για να βάλει αυτή της Ρέιντζερς. Για τους Καθολικούς, οι οποίοι -σύμφωνα με έναν άγραφο νόμο- δεν πήγαιναν σε καμία δουλειά αν τα αφεντικά ήταν Προτεστάντες, δεν ήταν μια απλή προδοσία αλλά μια... αμαρτία που θα έπρεπε να τιμωρηθεί από τον Θεό.
Τα συναισθήματα, μάλιστα, δεν ήταν και πολύ διαφορετικά στην απέναντι πλευρά, αφού οι οπαδοί της Ρέιντζερς θεωρούσαν ντροπή για την ομάδα τους το να έχει στις τάξεις της έναν Καθολικό, με συνέπεια να ξεσηκωθούν καίγοντας φανέλες, σκίζοντας εισιτήρια διαρκείας, απειλώντας ότι θα απέχουν από τους αγώνες.
Ο Τζόνστον βρέθηκε, ξαφνικά, στη μέση ενός θρησκευτικού... πολέμου, κατάλαβε τι σημαίνει θρησκευτικό μίσος, δεν τολμούσε να κυκλοφορήσει στους δρόμους της Γλασκώβης και τελικά άρχισε να νιώθει καλύτερα από ένα απόγευμα του Νοεμβρίου του 1989 κι έπειτα.
Γιατί; Επειδή εκείνο το απόγευμα, ήταν ένα δικό του γκολ στα τελευταία λεπτά που έδωσε στη Ρέιντζερς τη νίκη επί της Σέλτικ, με αποτέλεσμα οι πρώην οπαδοί του να τον μισήσουν κι άλλο και οι νέοι να αρχίσουν σιγά-σιγά να τον συμπαθούν. Ίσως επειδή η αγάπη για την ομάδα, τελικά, είναι πάνω και από το θρησκευτικό μίσος...
Ο Τζόνστον ήταν ένας Σκωτσέζος επιθετικός, ο οποίος -ως καλός Καθολικός- από το 1984 ως το 1987 αγωνίστηκε στη Σέλτικ. Εκείνο το καλοκαίρι, του '87, πήρε μεταγραφή για τη γαλλική Ναντ στην οποία παρέμεινε δύο χρόνια, πριν πάρει την απόφαση να επαναπατριστεί.
Όχι για να ξαναφορέσει τη φανέλα της Σέλτικ όμως, αλλά για να βάλει αυτή της Ρέιντζερς. Για τους Καθολικούς, οι οποίοι -σύμφωνα με έναν άγραφο νόμο- δεν πήγαιναν σε καμία δουλειά αν τα αφεντικά ήταν Προτεστάντες, δεν ήταν μια απλή προδοσία αλλά μια... αμαρτία που θα έπρεπε να τιμωρηθεί από τον Θεό.
Τα συναισθήματα, μάλιστα, δεν ήταν και πολύ διαφορετικά στην απέναντι πλευρά, αφού οι οπαδοί της Ρέιντζερς θεωρούσαν ντροπή για την ομάδα τους το να έχει στις τάξεις της έναν Καθολικό, με συνέπεια να ξεσηκωθούν καίγοντας φανέλες, σκίζοντας εισιτήρια διαρκείας, απειλώντας ότι θα απέχουν από τους αγώνες.
Ο Τζόνστον βρέθηκε, ξαφνικά, στη μέση ενός θρησκευτικού... πολέμου, κατάλαβε τι σημαίνει θρησκευτικό μίσος, δεν τολμούσε να κυκλοφορήσει στους δρόμους της Γλασκώβης και τελικά άρχισε να νιώθει καλύτερα από ένα απόγευμα του Νοεμβρίου του 1989 κι έπειτα.
Γιατί; Επειδή εκείνο το απόγευμα, ήταν ένα δικό του γκολ στα τελευταία λεπτά που έδωσε στη Ρέιντζερς τη νίκη επί της Σέλτικ, με αποτέλεσμα οι πρώην οπαδοί του να τον μισήσουν κι άλλο και οι νέοι να αρχίσουν σιγά-σιγά να τον συμπαθούν. Ίσως επειδή η αγάπη για την ομάδα, τελικά, είναι πάνω και από το θρησκευτικό μίσος...
newsbeast.gr