Μιχάλης Παπαδόπουλος
Δριμεία κριτική προς τον «εκχωρητισμό» των κυρίαρχων ελλαδικών πολιτικών ελίτ στα εθνικά θέματα ασκεί, με παρέμβασή του στα ΜΜΕ, ο...
Γιώργος Κοντογιώργος, Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, πρώην Πρύτανης της Παντείου ΑΣΠΕ, υποστηρίζοντας ότι η σημερινή, μη υπόλογη σε κανέναν κοινωνικό έλεγχο, στάση του ελληνικού συστήματος εξουσίας είναι ομόλογη προς την απολυταρχική δομή και λειτουργία του πολιτικού συστήματος, που κατέχει την κοινωνία, αντί να κατέχεται από αυτήν.
Πρόκειται για «νομή των συγκατανευσιφάγων της εξουσίας», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, η οποία έχει ως δραματική ιστορική απόληξη την εξαέρωση και του εσωτερικού Ελληνισμού – δηλαδή την καταστροφή του αντιστασιακού/εξεγερσιακού χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας – μετά τις δραματικές ιστορικές καταστροφές που σηματοδότησαν τον ακρωτηριασμό του μείζονος Ελληνισμού, πέραν των ορίων του σύγχρονου ελλαδικού κράτους.
«Πώς συμβαίνει, μια μειοψηφική ομάδα στο επίπεδο διανόησης και παρακοιμωμένων της εξουσίας, να λαμβάνει αποφάσεις για το σύνολο τη κοινωνίας» ανέλεγκτα, σημειώνει, προσθέτοντας πως πρόκειται ακριβώς για ένα γεγονός που δεν πρέπει να εκπλήσσει, καθώς είναι κάτι «που συμβαίνει απαρχής της ύπαρξης του ελληνικού κράτους, όπου μια μικρή ομάδα εξουσίας επιχειρεί να νεμηθεί το κράτος στο έπακρον».
Γι’ αυτό, «σε καμιά περίπτωση δεν εκπληρώνει τον σκοπό για τον οποίο υπάρχει».
Πρόκειται για «την πρώτη απάτη που έχει καθιερωθεί στη νεωτερικότητα» – απάτη της ίδιας της νεωτερικότητας –«ότι μια νομαρχία, απόλυτη μάλιστα, όπου ο Πρωθυπουργός αποφασίζει τα πάντα για τα μείζονα ζητήματα, είναι δημοκρατία, γιατί έχει εκλογική νομιμοποίηση και μας επιτρέπει, στον ιδιωτικό μας χώρο, να λέμε τη γνώμη μας. Πράγματα πρωτοφανή στην ιστορία της ανθρωπότητας». Είναι μια μοναρχία, διευκρινίζει, «που κατ’ επιείκειαν μπορούμε να την αποκαλέσουμε αιρετή, γιατί διακρίνεται από τις κληρονομικές μοναρχίες του παρελθόντος. Ωστόσο, δεν διερωτάται κανείς πώς είναι δυνατόν ένα τέτοιο σύστημα, που επιτρέπει στον έναν να αποφασίζει για τα πάντα, να μην αμφισβητείται, και να του παραχωρείται η δυνατότητα να είναι εκείνος που θα κάνει τη βρόμικη δουλειά».
Από την κοσμόπολη στο σύγχρονο απολυταρχικό κράτος
Ένα από τα χαρακτηριστικά της ελληνικής ιδιομορφίας, επισημαίνει περαιτέρω, είναι ότι η Ελλάδα, επειδή πρόκειται για χώρα που είναι ανακόλουθη ως προς την ανάπτυξη της πολιτικής κοινωνίας -καθότι δεν προέρχεται από τη φεουδαρχία -, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως μάζα, γι’ αυτό έχει εκφυλιστεί σε ένα κοινωνικο-πολιτικό αδρανές, που ασπάζεται το δόγμα της ενιαίας σκέψης, η οποία δοξάζει το κράτος έναντι της κοινωνίας, εφαρμόζει το διατακτικό του κράτους έναντι της κοινωνίας και όχι το αντίθετο».
Ο ελληνικός κόσμος, εξηγεί, «ήταν συγκροτημένος, ακόμα και μέχρι την Τουρκοκρατία, με τον ίδιο τρόπο που ήταν και στην αρχαιότητα, γι’ αυτό παρήγαγε αυτόν τον μείζονα πολιτισμό ακόμα και σε καθεστώς κατοχής, που κεντρικός πυρήνας ήταν τα Κοινά, η Πόλις, η πολιτική κοινωνία, και που πρόταγμα απελευθέρωσης είχε ένα κράτος πολυκεντρικό, που αποκλήθηκε από τους ίδιους τους Έλληνες, από τους ελληνιστικούς χρόνους, ως Κοσμόπολις. Αυτή ήταν ένα κράτος όχι απολυταρχίας, αλλά ολοκληρωμένης δημοκρατίας σε όλα τα επίπεδα: από την οικονομία, την κοινωνία έως την πολιτική. Αυτός ο κόσμος παρήγαγε πολιτισμό και ισχύ έως τον 19ον αι., γιατί είχε τον δικό του ζωτικό χώρο, η δεσποτεία ήταν γύρω του και είχε καθυποτάξει και την ίδια την Τουρκοκρατία στις προδιαγραφές του. Έρχεται, λοιπόν, με την ήττα της Επανάστασης και εμφυτεύεται το απολυταρχικό κράτος στην καρδιά του ελληνικού κόσμου: η αντιμαχία αυτή έγινε θανάσιμη: ή εμείς, λένε οι άρχοντες του κράτους των Αθηνών, ή εσείς, ο μείζων Ελληνισμός. Αυτό το κράτος αποδόμησε τον μείζονα Ελληνισμό, κατέλυσε τα κοινά και τη δημοκρατία και εξευτέλισε αυτήν την κληρονομιά, στο όνομα του ευρωπαϊσμού, κατασκευάζοντας ένα κράτος έκτρωμα, το οποίο ονόμασε δημοκρατία και το οποίο είναι ξένο σώμα προς αυτήν τη χώρα».
Αν δεν αντιληφθούμε ότι η μεταπολίτευση και ειδικά η δεύτερη φάση της μεταπολίτευσης στοιχειοθετεί συγκρουσιακά αυτήν την αντιπαλότητα των θαμώνων της απολυταρχικής εξουσίας με την ελληνική κοινωνία, τονίζει, δεν θα διαγνώσουμε σωστά την παρούσα κατάσταση. «Αφού εξαέρωσε τον εξωτερικό Ελληνισμό, αυτή η εξουσία σήμερα έχει στοχοποιήσει τον εσωτερικό. Τι επιχειρεί να εξολοθρεύσει από τον εσωτερικό Ελληνισμό; Ακριβώς τον αντιστασιακό/εξεγερσιακό του χαρακτήρα. Επειδή λειτουργεί στα μείζονα θέματα αυτόκλητα, τον αντιλαμβάνεται ως ετερόκλητο όχλο. Αυτή η κοινωνία ενοχλεί, και πρέπει ως λαό να τον αντικαταστήσουμε ή να τον κατεβάσουμε στα μέτρα μας».
Η έχθρα προς το παρελθόν και εθνική παραίτηση
Ως αποτέλεσμα, «θα πρέπει να εχθρευόμαστε ό,τι σημαίνει παρελθόν και ιστορία, γιατί η σύγκριση με αυτά αποκαλύπτει την κατάντια αυτού του κράτους, αλλά και την πρόοδο που υπήρχε τότε, καθώς τότε υπήρχε δημοκρατία και όχι αυτή η εκλόγιμη απολυταρχία. Αυτό παρεισδύει σε όλα τα επίπεδα. Σε μια στιγμή που έχουν παραιτηθεί από την ελληνική κυριαρχία σε όλα τα επίπεδα – Αν. Μεσόγειος, Αιγαίο, Κύπρος – έρχονται μερικοί να επιβάλουν την ολική νομιμοποίηση του συστήματος που λεηλάτησε την ελληνική κοινωνία και κατέστρεψε τη χώρα επί δέκα χρόνια, μέσα από το έκτρωμα που δημιούργησαν οι ίδιοι, τη Χρυσή Αυγή. Και τα θέματα που έχουν να κάμουν με την ελληνική κυριαρχία και τον εκχωρητισμό δεν τα βλέπουμε ούτε 4α, 5α στις ειδήσεις. Κάντε μιαν αποδελτίωση των καθημερινών ειδήσεων και θα καταλάβετε τα εξής: οι άνθρωποι που κατέχουν και ελέγχουν τους θεσμούς πίσω από την πολιτική τάξη είναι διαχρονικοί και διασχίζουν όλα τα κόμματα εξουσίας. Τα ίδια πρόσωπα συγκροτούν και τα εθνικά συμβούλια και τους θεσμούς και είναι αυτοί που διαμορφώνουν τις πολιτικές. Είναι αυτούς που ακούνε οι πολιτικοί για να νομιμοποιήσουν τις πολιτικές που ακολουθούν».
Ως προς τούτο, σημειώνει, είναι χαρακτηριστική η υπόθεση του μεταναστευτικού και η υπόθεση του Έβρου, που έγινε, λόγω της εξέγερσης των πολιτών στη Λέσβο… «Το μοναδικό που τους ενδιαφέρει είναι το εσωτερικό μέτωπο και πώς να χειραγωγήσουν την ελληνική κοινωνία. Όπου δεν μπορούν, της δείχνουν το δάκτυλο και δημιουργούν την ιδεολογία της ενοχοποίησης και της αποδόμησης. Πρόσφατα άκουγα ότι φταίει η ελληνική κοινωνία που εκλέγει τέτοιες κυβερνήσεις, οι οποίες κυβερνήσεις προβαίνουν σε εκχωρήσεις στους διαφόρους που διεκδικούν εθνική κυριαρχία ή δικαιώματα πάνω στις πολιτικές αποφάσεις της χώρας. Αυτό είναι το κεντρικό πρόβλημα: Πώς διανοούμαστε να παραχωρούμε, εν λευκώ, την εξουσία σε κάποιον, που είναι και υπεράνω του νόμου, να καθορίζει τις τύχες μας και να εκφράζει τη βούλησή μας χωρίς να ερωτηθούμε; Ό,τι και να πει σήμερα η ελληνική κοινωνία για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, για το ζήτημα της ΑΟΖ, του εναέριου χώρου, των 12 μιλίων, τη δημοσιονομική πολιτική, ο ένας αποφασίζει για τα πάντα, τα 12 εκ. δεν υπάρχουν».
Στην Ευρώπη, αντίθετα, εξηγεί, «λόγω ιστορικών λόγων, λειτουργεί ακόμα ένα είδος δημόσιας σφαίρας, όπου μπορεί ακόμα να υπάρξει έγκληση της εξουσίας. Στην Ελλάδα, δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Ο πρωθυπουργός είναι υπεράνω του νόμου, παρότι, κατά το σύνταγμα, όλοι είναι ισότιμοι ενώπιον του νόμου και της δικαιοσύνης. Αλλά, οι εκλογές δεν συνιστούν καταλογισμό ευθύνης, αλλά εκλογή ενός νέου μονάρχη».
Εκχωρούν εθνικά δικαιώματα στους Τούρκους
Ενώ, λοιπόν, πρόκειται για μια μικρή ομάδα ολιγαρχών, που νέμεται για ίδιον όφελος το κράτος, «αν πείτε σε κάποιον ότι δεν συμφωνείτε με το υπάρχον κοινοβουλευτικό σύστημα, θα σκεφτεί ότι είστε χουντικός, γιατί είναι με αυτά τα σχήματα που έχουν διαμορφώσει τη σκέψη των πολιτών, δεν μπορεί κανείς να διανοηθεί ότι το υφιστάμενο σύστημα είναι μοναρχικό, ότι η παρέκκλισή του είναι το αυταρχικό καθεστώς και ότι η επόμενη μέρα έχει δύο άλλα πολιτικά συστήματα: την αντιπροσώπευση, που θα οδηγεί σε απόδοση ευθυνών στον πολιτικό που επελέγη για ένα συγκεκριμένο σκοπό, και τη δημοκρατία. Αντιλαμβάνεστε, επομένως, σε τι βαθμό εγκλεισμού βρισκόμαστε και πώς η ελληνική κοινωνία, όπως έλεγαν οι Βαυαροί, είναι άναρχη και μη κυβερνήσιμη. Έχουν ιδιοποιηθεί τα πάντα, και, επομένως, κάνουν ό,τι τους αρέσει για να νέμονται το δημόσιο αγαθό και να χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο κράτος όχι για να ασκούν δημόσιες πολιτικές, αλλά για να παίζουν αυτούς τους ρόλους της αποδόμησης και του εκχωρητισμού. Γιατί, τι λένε στους Τούρκους τώρα; Πάρτε ό,τι θέλετε, σας το αφήνουμε, έχουν διαμορφώσει ήδη τον χώρο πέραν του Καστελορίζου, μην ακούτε αυτά που λένε, έχουν συμφωνήσει διακομματικά, και λένε στους Τούρκους, πάρτε ό,τι θέλετε, αλλά μη μας ενοχλείτε εσωτερικά, αφήστε μας να κάνουμε τις δουλίτσες μας. Ποια είναι η στρατηγική σ’ αυτήν τη χώρα; Πείτε μου, πού και πότε αυτό το κράτος έχει διαμορφώσει μια στρατηγική. Ο Ερντογάν, αυτήν τη στιγμή, διαμορφώνει την ατζέντα της συνθηκολόγησης, στην οποία θα προσέλθουν, αφού θα έχει δημιουργήσει τα τετελεσμένα. Και αυτοί άδουν με τον τρόπο που γνωρίζουμε όλοι».
Σημερινή
Πρόκειται για «νομή των συγκατανευσιφάγων της εξουσίας», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, η οποία έχει ως δραματική ιστορική απόληξη την εξαέρωση και του εσωτερικού Ελληνισμού – δηλαδή την καταστροφή του αντιστασιακού/εξεγερσιακού χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας – μετά τις δραματικές ιστορικές καταστροφές που σηματοδότησαν τον ακρωτηριασμό του μείζονος Ελληνισμού, πέραν των ορίων του σύγχρονου ελλαδικού κράτους.
«Πώς συμβαίνει, μια μειοψηφική ομάδα στο επίπεδο διανόησης και παρακοιμωμένων της εξουσίας, να λαμβάνει αποφάσεις για το σύνολο τη κοινωνίας» ανέλεγκτα, σημειώνει, προσθέτοντας πως πρόκειται ακριβώς για ένα γεγονός που δεν πρέπει να εκπλήσσει, καθώς είναι κάτι «που συμβαίνει απαρχής της ύπαρξης του ελληνικού κράτους, όπου μια μικρή ομάδα εξουσίας επιχειρεί να νεμηθεί το κράτος στο έπακρον».
Γι’ αυτό, «σε καμιά περίπτωση δεν εκπληρώνει τον σκοπό για τον οποίο υπάρχει».
Πρόκειται για «την πρώτη απάτη που έχει καθιερωθεί στη νεωτερικότητα» – απάτη της ίδιας της νεωτερικότητας –«ότι μια νομαρχία, απόλυτη μάλιστα, όπου ο Πρωθυπουργός αποφασίζει τα πάντα για τα μείζονα ζητήματα, είναι δημοκρατία, γιατί έχει εκλογική νομιμοποίηση και μας επιτρέπει, στον ιδιωτικό μας χώρο, να λέμε τη γνώμη μας. Πράγματα πρωτοφανή στην ιστορία της ανθρωπότητας». Είναι μια μοναρχία, διευκρινίζει, «που κατ’ επιείκειαν μπορούμε να την αποκαλέσουμε αιρετή, γιατί διακρίνεται από τις κληρονομικές μοναρχίες του παρελθόντος. Ωστόσο, δεν διερωτάται κανείς πώς είναι δυνατόν ένα τέτοιο σύστημα, που επιτρέπει στον έναν να αποφασίζει για τα πάντα, να μην αμφισβητείται, και να του παραχωρείται η δυνατότητα να είναι εκείνος που θα κάνει τη βρόμικη δουλειά».
Από την κοσμόπολη στο σύγχρονο απολυταρχικό κράτος
Ένα από τα χαρακτηριστικά της ελληνικής ιδιομορφίας, επισημαίνει περαιτέρω, είναι ότι η Ελλάδα, επειδή πρόκειται για χώρα που είναι ανακόλουθη ως προς την ανάπτυξη της πολιτικής κοινωνίας -καθότι δεν προέρχεται από τη φεουδαρχία -, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως μάζα, γι’ αυτό έχει εκφυλιστεί σε ένα κοινωνικο-πολιτικό αδρανές, που ασπάζεται το δόγμα της ενιαίας σκέψης, η οποία δοξάζει το κράτος έναντι της κοινωνίας, εφαρμόζει το διατακτικό του κράτους έναντι της κοινωνίας και όχι το αντίθετο».
Ο ελληνικός κόσμος, εξηγεί, «ήταν συγκροτημένος, ακόμα και μέχρι την Τουρκοκρατία, με τον ίδιο τρόπο που ήταν και στην αρχαιότητα, γι’ αυτό παρήγαγε αυτόν τον μείζονα πολιτισμό ακόμα και σε καθεστώς κατοχής, που κεντρικός πυρήνας ήταν τα Κοινά, η Πόλις, η πολιτική κοινωνία, και που πρόταγμα απελευθέρωσης είχε ένα κράτος πολυκεντρικό, που αποκλήθηκε από τους ίδιους τους Έλληνες, από τους ελληνιστικούς χρόνους, ως Κοσμόπολις. Αυτή ήταν ένα κράτος όχι απολυταρχίας, αλλά ολοκληρωμένης δημοκρατίας σε όλα τα επίπεδα: από την οικονομία, την κοινωνία έως την πολιτική. Αυτός ο κόσμος παρήγαγε πολιτισμό και ισχύ έως τον 19ον αι., γιατί είχε τον δικό του ζωτικό χώρο, η δεσποτεία ήταν γύρω του και είχε καθυποτάξει και την ίδια την Τουρκοκρατία στις προδιαγραφές του. Έρχεται, λοιπόν, με την ήττα της Επανάστασης και εμφυτεύεται το απολυταρχικό κράτος στην καρδιά του ελληνικού κόσμου: η αντιμαχία αυτή έγινε θανάσιμη: ή εμείς, λένε οι άρχοντες του κράτους των Αθηνών, ή εσείς, ο μείζων Ελληνισμός. Αυτό το κράτος αποδόμησε τον μείζονα Ελληνισμό, κατέλυσε τα κοινά και τη δημοκρατία και εξευτέλισε αυτήν την κληρονομιά, στο όνομα του ευρωπαϊσμού, κατασκευάζοντας ένα κράτος έκτρωμα, το οποίο ονόμασε δημοκρατία και το οποίο είναι ξένο σώμα προς αυτήν τη χώρα».
Αν δεν αντιληφθούμε ότι η μεταπολίτευση και ειδικά η δεύτερη φάση της μεταπολίτευσης στοιχειοθετεί συγκρουσιακά αυτήν την αντιπαλότητα των θαμώνων της απολυταρχικής εξουσίας με την ελληνική κοινωνία, τονίζει, δεν θα διαγνώσουμε σωστά την παρούσα κατάσταση. «Αφού εξαέρωσε τον εξωτερικό Ελληνισμό, αυτή η εξουσία σήμερα έχει στοχοποιήσει τον εσωτερικό. Τι επιχειρεί να εξολοθρεύσει από τον εσωτερικό Ελληνισμό; Ακριβώς τον αντιστασιακό/εξεγερσιακό του χαρακτήρα. Επειδή λειτουργεί στα μείζονα θέματα αυτόκλητα, τον αντιλαμβάνεται ως ετερόκλητο όχλο. Αυτή η κοινωνία ενοχλεί, και πρέπει ως λαό να τον αντικαταστήσουμε ή να τον κατεβάσουμε στα μέτρα μας».
Η έχθρα προς το παρελθόν και εθνική παραίτηση
Ως αποτέλεσμα, «θα πρέπει να εχθρευόμαστε ό,τι σημαίνει παρελθόν και ιστορία, γιατί η σύγκριση με αυτά αποκαλύπτει την κατάντια αυτού του κράτους, αλλά και την πρόοδο που υπήρχε τότε, καθώς τότε υπήρχε δημοκρατία και όχι αυτή η εκλόγιμη απολυταρχία. Αυτό παρεισδύει σε όλα τα επίπεδα. Σε μια στιγμή που έχουν παραιτηθεί από την ελληνική κυριαρχία σε όλα τα επίπεδα – Αν. Μεσόγειος, Αιγαίο, Κύπρος – έρχονται μερικοί να επιβάλουν την ολική νομιμοποίηση του συστήματος που λεηλάτησε την ελληνική κοινωνία και κατέστρεψε τη χώρα επί δέκα χρόνια, μέσα από το έκτρωμα που δημιούργησαν οι ίδιοι, τη Χρυσή Αυγή. Και τα θέματα που έχουν να κάμουν με την ελληνική κυριαρχία και τον εκχωρητισμό δεν τα βλέπουμε ούτε 4α, 5α στις ειδήσεις. Κάντε μιαν αποδελτίωση των καθημερινών ειδήσεων και θα καταλάβετε τα εξής: οι άνθρωποι που κατέχουν και ελέγχουν τους θεσμούς πίσω από την πολιτική τάξη είναι διαχρονικοί και διασχίζουν όλα τα κόμματα εξουσίας. Τα ίδια πρόσωπα συγκροτούν και τα εθνικά συμβούλια και τους θεσμούς και είναι αυτοί που διαμορφώνουν τις πολιτικές. Είναι αυτούς που ακούνε οι πολιτικοί για να νομιμοποιήσουν τις πολιτικές που ακολουθούν».
Ως προς τούτο, σημειώνει, είναι χαρακτηριστική η υπόθεση του μεταναστευτικού και η υπόθεση του Έβρου, που έγινε, λόγω της εξέγερσης των πολιτών στη Λέσβο… «Το μοναδικό που τους ενδιαφέρει είναι το εσωτερικό μέτωπο και πώς να χειραγωγήσουν την ελληνική κοινωνία. Όπου δεν μπορούν, της δείχνουν το δάκτυλο και δημιουργούν την ιδεολογία της ενοχοποίησης και της αποδόμησης. Πρόσφατα άκουγα ότι φταίει η ελληνική κοινωνία που εκλέγει τέτοιες κυβερνήσεις, οι οποίες κυβερνήσεις προβαίνουν σε εκχωρήσεις στους διαφόρους που διεκδικούν εθνική κυριαρχία ή δικαιώματα πάνω στις πολιτικές αποφάσεις της χώρας. Αυτό είναι το κεντρικό πρόβλημα: Πώς διανοούμαστε να παραχωρούμε, εν λευκώ, την εξουσία σε κάποιον, που είναι και υπεράνω του νόμου, να καθορίζει τις τύχες μας και να εκφράζει τη βούλησή μας χωρίς να ερωτηθούμε; Ό,τι και να πει σήμερα η ελληνική κοινωνία για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, για το ζήτημα της ΑΟΖ, του εναέριου χώρου, των 12 μιλίων, τη δημοσιονομική πολιτική, ο ένας αποφασίζει για τα πάντα, τα 12 εκ. δεν υπάρχουν».
Στην Ευρώπη, αντίθετα, εξηγεί, «λόγω ιστορικών λόγων, λειτουργεί ακόμα ένα είδος δημόσιας σφαίρας, όπου μπορεί ακόμα να υπάρξει έγκληση της εξουσίας. Στην Ελλάδα, δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Ο πρωθυπουργός είναι υπεράνω του νόμου, παρότι, κατά το σύνταγμα, όλοι είναι ισότιμοι ενώπιον του νόμου και της δικαιοσύνης. Αλλά, οι εκλογές δεν συνιστούν καταλογισμό ευθύνης, αλλά εκλογή ενός νέου μονάρχη».
Εκχωρούν εθνικά δικαιώματα στους Τούρκους
Ενώ, λοιπόν, πρόκειται για μια μικρή ομάδα ολιγαρχών, που νέμεται για ίδιον όφελος το κράτος, «αν πείτε σε κάποιον ότι δεν συμφωνείτε με το υπάρχον κοινοβουλευτικό σύστημα, θα σκεφτεί ότι είστε χουντικός, γιατί είναι με αυτά τα σχήματα που έχουν διαμορφώσει τη σκέψη των πολιτών, δεν μπορεί κανείς να διανοηθεί ότι το υφιστάμενο σύστημα είναι μοναρχικό, ότι η παρέκκλισή του είναι το αυταρχικό καθεστώς και ότι η επόμενη μέρα έχει δύο άλλα πολιτικά συστήματα: την αντιπροσώπευση, που θα οδηγεί σε απόδοση ευθυνών στον πολιτικό που επελέγη για ένα συγκεκριμένο σκοπό, και τη δημοκρατία. Αντιλαμβάνεστε, επομένως, σε τι βαθμό εγκλεισμού βρισκόμαστε και πώς η ελληνική κοινωνία, όπως έλεγαν οι Βαυαροί, είναι άναρχη και μη κυβερνήσιμη. Έχουν ιδιοποιηθεί τα πάντα, και, επομένως, κάνουν ό,τι τους αρέσει για να νέμονται το δημόσιο αγαθό και να χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο κράτος όχι για να ασκούν δημόσιες πολιτικές, αλλά για να παίζουν αυτούς τους ρόλους της αποδόμησης και του εκχωρητισμού. Γιατί, τι λένε στους Τούρκους τώρα; Πάρτε ό,τι θέλετε, σας το αφήνουμε, έχουν διαμορφώσει ήδη τον χώρο πέραν του Καστελορίζου, μην ακούτε αυτά που λένε, έχουν συμφωνήσει διακομματικά, και λένε στους Τούρκους, πάρτε ό,τι θέλετε, αλλά μη μας ενοχλείτε εσωτερικά, αφήστε μας να κάνουμε τις δουλίτσες μας. Ποια είναι η στρατηγική σ’ αυτήν τη χώρα; Πείτε μου, πού και πότε αυτό το κράτος έχει διαμορφώσει μια στρατηγική. Ο Ερντογάν, αυτήν τη στιγμή, διαμορφώνει την ατζέντα της συνθηκολόγησης, στην οποία θα προσέλθουν, αφού θα έχει δημιουργήσει τα τετελεσμένα. Και αυτοί άδουν με τον τρόπο που γνωρίζουμε όλοι».
Σημερινή