Μπορεί να μοιάζει περίεργο, είναι όμως αλήθεια. Οι νέοι έως 30 ετών βιώνουν περισσότερη μοναξιά από τους ανθρώπους ηλικίας 60 - 70 ετών και τα social media έχουν βάλει το... χεράκι τους σε αυτό
Τη...
μικρότερη μοναξιά από όλους νιώθουν οι άνθρωποι 60 έως 70 ετών, ενώ τη μεγαλύτερη εκείνοι μεταξύ 20 έως 30 ετών, σύμφωνα με μία νέα αμερικανική έρευνα. Μία σχετική αύξηση της μοναξιάς εμφανίζεται, επίσης, στους ανθρώπους 40 έως 50 ετών. Η μελέτη αποδίδει το υψηλό αίσθημα μοναξιάς των νέων ενηλίκων στο αυξημένο στρες που έχουν, καθώς - μεταξύ άλλων - προσπαθούν να κάνουν καριέρα και παράλληλα να βρουν κατάλληλο σύντροφο στη ζωή τους.
Επίσης, φαίνεται να παίζει ρόλο, σύμφωνα με την επίκουρη καθηγήτρια του Τμήματος Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια Τάνια Νγκουγιέν, ότι «πολλοί άνθρωποι 20 έως 30 ετών, στην τρέχουσα τη δεκαετία, συνεχώς συγκρίνουν τους εαυτούς τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ανησυχούν πόσα likes και πόσους "ακόλουθους" έχουν». Από την άλλη πλευρά, μετά τα 40 οι άνθρωποι αρχίζουν πιο συχνά να έχουν διάφορες παθήσεις (υπέρταση, διαβήτη κ.ά.), ενώ σταδιακά βιώνουν την απώλεια αγαπημένων προσώπων τους και τα παιδιά τους γίνονται ολοένα πιο ανεξάρτητα, πράγμα που αυξάνει τη μοναξιά της μέσης ηλικίας.
Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο, με επικεφαλής τον καθηγητή Ψυχιατρικής Ντίλιπ Τζέστε, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ψυχιατρικό περιοδικό «Journal of Clinical Psychiatry», ανέλυσαν στοιχεία από απαντήσεις 2.843 ατόμων, ηλικίας 20 έως 69 ετών, από διάφορες πολιτείες των ΗΠΑ. Διαπιστώθηκε ότι, άσχετα με την ηλικία, με τη μοναξιά σχετίζονται τα χαμηλότερα επίπεδα ενσυναίσθησης και συμπόνιας προς τους άλλους, τα μικρότερα κοινωνικά δίκτυα, η έλλειψη συζύγου ή συντρόφου, το μεγαλύτερο άγχος και οι συχνές διαταραχές του ύπνου. Η μοναξιά αποτελεί, σύμφωνα με τη μελέτη, σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας, που επηρεάζει τη σωματική και ψυχική υγεία των ανθρώπων, καθώς και το προσδόκιμο ζωής τους.
Επίσης, η μελέτη επιβεβαίωσε προηγούμενες έρευνες για την έντονα αντίστροφη σχέση ανάμεσα στη μοναξιά και τη σοφία, ιδίως στον βαθμό που η τελευταία εκφράζεται μέσω ενσυναίσθησης και συμπόνιας. «Η συμπονετική διάθεση φαίνεται να μειώνει το επίπεδο της μοναξιάς σε όλες τις ηλικίες, πιθανώς επιτρέποντας στους ανθρώπους να αντιληφθούν με ακρίβεια και να ερμηνεύσουν τα αισθήματα των άλλων και έτσι να τους βοηθήσουν, πράγμα που με τη σειρά του αυξάνει τα δικά τους κοινωνικά δίκτυα», ανέφερε ο δρ Τζέστε.
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι τα ευρήματά τους είναι ιδιαίτερα επίκαιρα λόγω του δεύτερου κύματος της πανδημίας και των lockdowns παγκοσμίως. «Η μοναξιά επιδεινώνεται από τη φυσική απόσταση, που είναι αναγκαία για τον περιορισμό της εξάπλωσης της πανδημίας», τόνισε ο δρ Τζέστε.
Επίσης, φαίνεται να παίζει ρόλο, σύμφωνα με την επίκουρη καθηγήτρια του Τμήματος Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια Τάνια Νγκουγιέν, ότι «πολλοί άνθρωποι 20 έως 30 ετών, στην τρέχουσα τη δεκαετία, συνεχώς συγκρίνουν τους εαυτούς τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ανησυχούν πόσα likes και πόσους "ακόλουθους" έχουν». Από την άλλη πλευρά, μετά τα 40 οι άνθρωποι αρχίζουν πιο συχνά να έχουν διάφορες παθήσεις (υπέρταση, διαβήτη κ.ά.), ενώ σταδιακά βιώνουν την απώλεια αγαπημένων προσώπων τους και τα παιδιά τους γίνονται ολοένα πιο ανεξάρτητα, πράγμα που αυξάνει τη μοναξιά της μέσης ηλικίας.
Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο, με επικεφαλής τον καθηγητή Ψυχιατρικής Ντίλιπ Τζέστε, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ψυχιατρικό περιοδικό «Journal of Clinical Psychiatry», ανέλυσαν στοιχεία από απαντήσεις 2.843 ατόμων, ηλικίας 20 έως 69 ετών, από διάφορες πολιτείες των ΗΠΑ. Διαπιστώθηκε ότι, άσχετα με την ηλικία, με τη μοναξιά σχετίζονται τα χαμηλότερα επίπεδα ενσυναίσθησης και συμπόνιας προς τους άλλους, τα μικρότερα κοινωνικά δίκτυα, η έλλειψη συζύγου ή συντρόφου, το μεγαλύτερο άγχος και οι συχνές διαταραχές του ύπνου. Η μοναξιά αποτελεί, σύμφωνα με τη μελέτη, σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας, που επηρεάζει τη σωματική και ψυχική υγεία των ανθρώπων, καθώς και το προσδόκιμο ζωής τους.
Επίσης, η μελέτη επιβεβαίωσε προηγούμενες έρευνες για την έντονα αντίστροφη σχέση ανάμεσα στη μοναξιά και τη σοφία, ιδίως στον βαθμό που η τελευταία εκφράζεται μέσω ενσυναίσθησης και συμπόνιας. «Η συμπονετική διάθεση φαίνεται να μειώνει το επίπεδο της μοναξιάς σε όλες τις ηλικίες, πιθανώς επιτρέποντας στους ανθρώπους να αντιληφθούν με ακρίβεια και να ερμηνεύσουν τα αισθήματα των άλλων και έτσι να τους βοηθήσουν, πράγμα που με τη σειρά του αυξάνει τα δικά τους κοινωνικά δίκτυα», ανέφερε ο δρ Τζέστε.
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι τα ευρήματά τους είναι ιδιαίτερα επίκαιρα λόγω του δεύτερου κύματος της πανδημίας και των lockdowns παγκοσμίως. «Η μοναξιά επιδεινώνεται από τη φυσική απόσταση, που είναι αναγκαία για τον περιορισμό της εξάπλωσης της πανδημίας», τόνισε ο δρ Τζέστε.