Στις 2 Δεκεμβρίου 1945, 75 χρόνια πριν, μια ξεχασμένη στους παλιούς και σχεδόν εντελώς άγνωστη στους νεότερους εποποιία εκτυλίχθηκε στην Χιμάρα. Μια σφριγηλή ένδειξη Ελληνικότητας και Εθνικής Συνείδησης στην ανατολή της στυγνής κομμουνιστικής δικτατορίας που μόλις είχε εγκαθιδρύσει ο αιμοσταγής δικτάτορας Ενβέρ Χότζα.
Ανίχνευση του εδάφους
Στις 29 Νοεμβρίου 1944, με την αποχώρηση και του τελευταίου Γερμανού στρατιώτη από την Αλβανία, μια νέα ακόμη πιο σκληρή σκλαβιά άρχιζε για τον Ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου. Οι προσπάθειες ενσωμάτωσης της Βορείου Ηπείρου που είχαν γίνει κατά τη διάρκεια του πολέμου μέσω του ΜΑ.Β.Η. (Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου) απέτυχαν, ενώ ο ηγέτης του ΜΑΒΗ Βασίλης Σαχίνης θα δολοφονηθεί από τους αλβανούς. Την ίδια τύχη θα έχουν και άλλοι Έλληνες Πατριώτες (όπως ο Θεοδόσης Λαζάκης), οι οποίοι μάλιστα ανακρίθηκαν και βασανίστηκαν από προδότες βορειοηπειρώτες κομμουνιστικών πεποιθήσεων, που ανεδείχθησαν στα πιο πειθήνια όργανα του χοτζικού καθεστώτος.
Μια νέα σκλαβιά ανέτειλε από τον Χότζα και τους ελληνόφωνους λακέδες του στο όνομα της «δικτατορίας του προλεταριάτου». Διαδεχόμενος το επίσης ανθελληνικό καθεστώς του πρώην Βασιλιά Ζώγκου, ο Χότζα και οι συνεργάτες του εξελίχθηκαν στα επόμενα 45 χρόνια στους μεγαλύτερους εγκληματίες για την Εθνική Ελληνική Μειονότητα. Για να επιβάλει την απάνθρωπη κομμουνιστική ιδεολογία άρχισε να σπέρνει παντού τον φόβο και τον τρόμο. Ο «προλεταριακός διεθνισμός» πήγε περίπατο, οι δήθεν υποσχέσεις για αυτονομία που είχε δώσει σε όσους αφελείς βορειοηπειρώτες τον πίστεψαν αποδείχθηκαν ψευδείς και έτσι το ανθρωπόμορφο κτήνος που λεγόταν Ενβέρ Χότζα τρεφόταν καθημερινά με τη σάρκα και την ψυχή των βορειοηπειρωτών. Το τυραννικό καθεστώς που εγκαθίδρυσε ο Χότζα το αποτελούσαν μικρόψυχοι άνθρωποι, αδύναμοι χαρακτήρες και εγκληματικά μυαλά. Ανάμεσά τους δυστυχώς και «έλληνες», πρόθυμοι για βαθμούς και καρέκλες να βασανίζουν, να δικάζουν και να εξοντώνουν ανελέητα τους πραγματικούς Έλληνες στην Ψυχή και την Καρδιά βορειοηπειρώτες.
Ο Χότζα, θέλοντας αρχικά να θολώσει τα νερά και να ξεγελάσει τον λαό για δήθεν λαϊκή δημοκρατία, από τις αρχές του 1945 ανήγγειλε «ελεύθερες εκλογές», προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για αυτό που θα ακολουθούσε. Τα μέλη της Παρτίας (δηλαδή του κόμματος του Χότζα), οι κομμουνιστές της Αλβανίας (σε συνεργασία με θλιβερά ντόπια καθάρματα) είχαν αρχίσει το αιμοσταγές έργο τους. Πρώτα από όλα, επί πολέμου ακόμα, άρχισαν να σκοτώνουν πισώπλατα, άνανδρα και ύπουλα αρκετούς βορειοηπειρώτες πατριώτες που δεν ήθελαν να ενταχθούν στις αντάρτικες ομάδες του αλβανικού ΕΑΜ αλλά είχαν οργανωθεί ανεξάρτητα (π.χ. ΜΑΒΗ) για να φέρουν μαζί με το τέλος του Πολέμου και την πολυπόθητη ένωση με την Ελλάδα.
Όπως και στην υπόλοιπη Βόρειο Ήπειρο, έτσι και στη Χιμάρα ντόπια παλικάρια δολοφονήθηκαν από τους κομμουνιστές. Παλικάρια όπως οι Γιώργος Μπολάνος, Γιάννης Σπυρομήλιος, Πύλιος (Σπύρος) Ζήσης, Δημήτρης Λέκκας, Μιχάλης Κούστας, Ζάχος (Ζαχαρίας) Καπετάνιος, Δημήτρης Μερτζάνης κ.α. Αυτοί ήταν και τα πρώτα θύματα των κομμουνιστών. Θα ακολουθούσαν και άλλοι πολλοί στην προσπάθεια των αλβανών να κάμψουν την αντίσταση των Χιμαριωτών και να τους λυγίσουν.
Τα γεγονότα
Στις 2 Δεκεμβρίου ο αλβανός δικτάτορας Ενβέρ Χότζα οργάνωσε τις πρώτες «ελεύθερες» και «δημοκρατικές» εκλογές. Το όλο σκηνικό ήταν μια θλιβερή παρωδία. Σε κάθε εκλογικό κέντρο, μιας και ήταν μεγάλο το ποσοστό αναλφαβητισμού, είχαν στηθεί δύο κάλπες, μια μαύρη και μια κόκκινη, και στον κάθε ψηφοφόρο έδιναν από ένα σφαιρίδιο υποχρεώνοντάς τον να μπάσει το χέρι και στις δύο κάλπες και να αφήσει το σφαιρίδιο στη μία.
Την κόκκινη κάλπη (όπου θα μαζεύονταν οι ψήφοι του κομμουνιστικού κόμματος) την είχαν επενδύσει από μέσα με ένα πανί, για να μην ακούγεται ο θόρυβος του σφαιριδίου που έπεφτε, ενώ στη μαύρη είχαν βάλει στον πάτο ένα κομμάτι κόντρα πλακέ, έτσι ώστε αν κάποιος έριχνε την ψήφο του εκεί, ακουγόταν ένας ηχηρός κρότος που τον πρόδιδε. Οπότε εκείνος έβγαινε κατακόκκινος από το παραβάν, μια κοκκινάδα που μετατρεπόταν αμέσως σε κιτρινίλα φόβου. Όταν έβγαινε έξω προειδοποιούσε τους άλλους για το τι του είχε συμβεί. Ωστόσο τα μαύρα σφαιρίδια ήταν σημαντικά σε κάθε χωριό. Πολλοί που πληροφορήθηκαν το γεγονός αυτό αρνήθηκαν να μπουν στο εκλογικό κέντρο για να ψηφίσουν και σε μερικές περιπτώσεις αυτοί αποτελούσαν και την πλειοψηφία του χωριού.
Το αποτέλεσμα της καταμέτρησης των ψήφων ήταν πρωτοφανές στην ιστορία των εκλογικών αναμετρήσεων και έδειχνε το μέγεθος της βίας, της τρομοκρατίας και της νοθείας: τα μέλη των εκλογικών επιτροπών διαπίστωναν έκπληκτα ότι οι αρνητικές ψήφοι (της μαύρης κάλπης) σε όλο το νομό ήταν λιγότερες από όσες είχαν καταμετρήσει οι ίδιοι μόνο στο τμήμα τους! Ενώ στην υπόλοιπη Βόρειο Ήπειρο και στην αλβανική επικράτεια γενικότερα συνέβαιναν αυτά τα αίσχη, οι Χιμαριώτες όπως και σε κάθε άλλη δύσκολη στιγμή για την Πατρίδα τους οργανώθηκαν τις ημέρες εκείνες για να αντιμετωπίσουν το νέο «δημοκρατικό» αλβανικό καθεστώς.
Η αγάπη και ο πόνος για την Ελλάδα και τη Χιμάρα δεν τους επέτρεπε να μείνουν αμέτοχοι στον αγώνα και να υποκύψουν στη νέα χειρότερη σκλαβιά που ερχόταν κεκαλυμμένη με το «λαϊκό» και «δημοκρατικό» προφίλ των κομμουνιστών. Άλλωστε θα είχαν να λογοδοτήσουν μπροστά στο ένδοξο παρελθόν για το ύπουλο παρόν και το αβέβαιο μέλλον της Ελληνικής Χιμάρας. Αυτό το ένδοξο παρελθόν, η φωνή των προγόνων της πατρώας γης, τους καλούσε να αγωνιστούν για να υπερασπίσουν την Ελληνικότητα του τόπου.
Η απόφαση ήταν μία και αμετάκλητη: Κανείς δεν είχε δικαίωμα να προδώσει την Ελληνικότητα της Χιμάρας και τους αγώνες των προγόνων τους. Έτσι, μαζεύτηκαν τα πρωτοπαλίκαρα της Χιμάρας και αποφάσισαν ομόφωνα να μην ψηφίσουν στις εκλογές αλλά να τις σαμποτάρουν, δίνοντας έτσι τη δική τους απάντηση στο ανελέητο καθεστώς που ήθελε να επιβάλει ο μελλοντικός τύραννος της Αλβανίας σε συνεργασία με λίγους ντόπιους προδότες που είχαν προδώσει ακόμη και τον εαυτό τους. Ένας ηρωικός αγώνας μόλις άρχιζε.
Σαββατόβραδο 1 Δεκεμβρίου 1945. Τα παλικάρια ξεκίνησαν να πάνε σε όλα τα χωριά της Χιμάρας και να ειδοποιήσουν τον κόσμο να μην ψηφίσει την επομένη στις ψεύτικες εκλογές του Χότζα. Την επομένη μέρα όλοι οι Χιμαριώτες σύσσωμα, με θάρρος και ανδρεία απείχαν από την στημένη εκλογική διαδικασία. Τα αντίποινα της αλβανικής δικτατορίας γι’ αυτή την ηρωική πράξη αντίστασης των Χιμαριωτών δεν άργησαν να έρθουν. Όλοι οι πρωτεργάτες της κίνησης αυτής περίμεναν τα σκληρά αντίποινα. Χωρίς φόβο και κλάψες, αλλά αντιθέτως με περηφάνεια και λεβεντιά. Ικανοποιημένοι πως έκαναν το καθήκον τους, που τους επέβαλε η συνείδησή τους, η προσωπική τους αξιοπρέπεια και ο σεβασμός προς την ηρωική ιστορία των προγόνων τους.
Δύο μήνες μετά, στις 10 έως 18 Φεβρουαρίου 1946, στη Χιμάρα έγιναν γύρω στις 30 συλλήψεις. Ανακρίσεις και βασανιστήρια σε καθημερινή βάση για να γονατίσουν τους ήρωες, οι οποίοι όμως δεν λυγίζουν. Βλέποντας ότι οι ανακρίσεις απέτυχαν, ο δικτάτορας έδωσε εντολή για ένα στημένο δικαστήριο που θα καταδίκαζε τα παλικάρια της Χιμάρας, το οποίο ξεκίνησε στις 5 Μαΐου. Η απόφαση φυσικά είχε παρθεί πολλές μέρες πριν στα Τίρανα, στο γραφείο του Χότζα.
Τρεις από τους Χιμαριώτες που είχαν συλληφθεί, ο Ανδρέας Δήμας, ο Ηρακλής Γκιόνης και ο Δημήτρης Ανδρούτσος καταδικάστηκαν σε θάνατο. Σε ισόβια κάθειρξη καταδικάστηκαν οι Νίκος Κούτουλας, Νίκος Κατσιελάνος, Πύλιος (Σπύρος) Γκόρος, Κίτσος (Χρήστος) Κόκας, ενώ σε πολλά χρόνια φυλάκισης καταδικάστηκαν μεταξύ άλλων και οι Ζαχαρίας Λυκώκας, Μήλιος Πάνος, Χρήστος Γ. Λάζαρης, Θανάσης Κοκαβέσης, Ζαχαρίας Ράππος, Αναστάσιος Γκιόκας, Δαμιανός Μπολάνος, Πάνος Κοκαβέσης, Πύλιος (Σπύρος) Μπολάνος, Φώτος Τζαβάλας, Στέφανος Γκόρος. Όταν οι δικαστές είδαν μπροστά στο κτίριο του δικαστηρίου την λαοθάλασσα από τους εξαγριωμένους Χιμαριώτες, που φώναζαν υπέρ των καταδικασμένων, οπισθοχώρησαν και υποχρεώθηκαν να αλλάξουν την πρόταση του εισαγγελέα. Μετά από αυτό, το δικαστήριο καταδίκασε σε θάνατο μόνο τον Ανδρέα Δήμα, ενώ στους άλλους δύο που είχαν καταδικαστεί επίσης σε θάνατο μετατράπηκε η ποινή σε ισόβια κάθειρξη.
Στις 30 Μαΐου 1946 εκτελέστηκε ο Ανδρέας Δήμας. Πριν ακόμη ξεψυχήσει ο γενναίος αυτός Έλληνας από τις σφαίρες των φονιάδων, οι ίδιοι εκείνοι τον σκέπασαν ζωντανό με πέτρες. Μέχρι την τελευταία στιγμή φώναζε πως αυτός «έφταιγε» για όλα, προσπαθώντας να πάρει όλη την ευθύνη πάνω του για να γλιτώσουν οι άλλοι δύο. Όμως και ο Ηρακλής Γκιόνης και ο Δημήτρης Ανδρούτσος, τους οποίους επίσης είχε προτείνει ο εισαγγελέας για εκτέλεση και αρχικά καταδικάστηκαν σε αυτή την ποινή, προσπαθούσαν ο καθένας ξεχωριστά να πάρει ολόκληρη την ευθύνη πάνω του για να γλιτώσουν οι άλλοι. Ο μπάρμπα Ανδρέας, όμως, με σκληρό ύφος είχε απευθυνθεί στους άλλους δύο συγκατηγορούμενούς του και φώναξε: «Εσένα Δημήτρη δεν πρέπει να σε σκοτώσουν. Έχεις μικρά παιδιά και υποχρεώσεις. Εγώ τα έχω μεγαλώσει τα δικά μου. Και εσύ Ηρακλή. Αφήστε τα όλα πάνω μου».
Και όντως έτσι έγινε. Τα πήρε όλα επάνω του. Αυτό όμως που έκανε μεγάλη εντύπωση ακόμη και στους δήμιους Αλβανούς ήταν η ομοψυχία και η αλληλεγγύη που έδειξαν αναμεταξύ τους οι φυλακισμένοι Χιμαριώτες. Ήταν η Συντροφικότητα, η Ανδρεία και η Λεβεντιά που έδειξαν, όχι μόνο οι φυλακισμένοι Χιμαριώτες αλλά και όλοι οι υπόλοιποι που τους συμπαραστέκονταν έξω από τα δικαστήρια. Τι θα μπορούσε άραγε να πει κάποιος σε αυτούς για να τους στηρίξει και να τους δώσει κουράγιο; Τι θα μπορούσε να πει στον Πύλιο Γκόρο, ο οποίος είχε μαζί του στο κελί και τον γιο του Πέτρο; Τι θα μπορούσε να πει σε έναν πατέρα που έβλεπε να βασανίζουν τον γιο του; Και όμως δεν λύγισε ούτε αυτός αλλά ούτε και ο γιος. Ποιος θα μπορούσε να ξεχάσει τα θαρραλέα λόγια του Νίκου Κούτουλα: «Είμαι Έλληνας. Δεν ξέρω αλβανικά, φέρτε μου μεταφραστή».
Μερικούς μήνες αργότερα, και συγκεκριμένα την 1η Αυγούστου 1946, κάπου αλλού στη Βόρειο Ήπειρο, 84 στελέχη του βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού έπεφταν θύματα της εθνικής εκκαθάρισης, την οποία είχαν δυστυχώς αναλάβει να εκτελέσουν με πρωτοφανή ζήλο, μίσος και δουλικότητα τα μειονοτικά όργανα του αλβανικού κομμουνισμού. Το δικαστήριο ήταν στρατοδικείο και οι δικαστές όλοι τους ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί, μεταξύ των οποίων ο ομοεθνής και παλιός συμμαθητής του αγωνιστή Φιλίππου Παπαθανασίου, συνταγματάρχης Γιώργος Κώτσιας, από τους μεγαλύτερους προδότες του Ελληνικού Έθνους, που ανέβηκε ψηλά πατώντας στα πτώματα των πατριωτών της δίκης αυτής. Ο Φίλιππος Παπαθανασίου, ατρόμητος μέχρι το τέλος, ήταν ο μόνος που δεν δέχτηκε να μιλήσει αλβανικά, υποχρεώνοντας το δικαστήριο να του βάλει διερμηνέα. Όταν ο γλοιώδης Κώτσιας του είπε, δείχνοντας με το δάχτυλό του, «Εσύ ξέρεις καλύτερα κι από μένα τα αλβανικά, μα δεν θέλεις να τα μιλήσεις, είσαι ένας βρωμοέλληνας», πήρε από τον Φίλιππο Παπαθανασίου την εξευτελιστική απάντηση που άρμοζε σε ένα κάθαρμα και προδότη: «Φιλέλληνας μπορεί να είναι κάθε πολίτης ενός άλλου κράτους ή έθνους ή και κάποιο μέλος του δικαστηρίου, μα βρωμοέλληνας μόνο εσύ, Γιώργο Κώτσια. Εγώ είμαι Έλληνας, γι’ αυτό και δικάζομαι ενώπιόν σας»…
Ο Αγώνας για ελευθερία συνεχίζεται
Το κατηγορητήριο για όλους τους Χιμαριώτες που φυλακίσθηκαν ήταν «προδοσία κατά της Αλβανίας», γιατί ζητούσαν την ένωση με την Ελλάδα. Ποτέ οι αλβανικές κυβερνήσεις δεν ξέχασαν αυτό που έκαναν οι γενναίοι Χιμαριώτες το 1945. Για «τιμωρία» δεν συμπεριέλαβαν τη Χιμάρα στην κουτσουρεμένη μειονοτική ζώνη, όπου δήθεν μόνο σε αυτήν ζούσε Ελληνική μειονότητα. Ως το 1990 το αλβανικό κομμουνιστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα και του Ραμίζ Αλία, όπως σε όλη τη Βόρειο Ήπειρο έτσι και στη Χιμάρα, για να κάμψει το ελληνικό φρόνημα και να σκεπάσει με το πέπλο της λήθης την ιστορική αυτή ημέρα αντίστασης των Χιμαριωτών, εξόρισε, φυλάκισε και εκτέλεσε εκατοντάδες Χιμαριώτες.
Ακόμη και σήμερα που «εκδημοκρατίστηκε», η Αλβανία κάνει οτιδήποτε είναι δυνατόν προκειμένου να ξεχαστεί αυτή η επέτειος. Σ’ αυτό βοηθούν δυστυχώς και ορισμένοι βορειοηπειρώτες, που συνεχίζουν να παίζουν το παιχνίδι του αλβανικού κατεστημένου. Το χειρότερο της καταπιεστικής περιόδου του Χότζα δεν ήταν τόσο η τρομοκρατία σε βάρος των βορειοηπειρωτών αλλά η δημιουργία ενός χάσματος ανάμεσα στους βορειοηπειρώτες με την κατασκευή ρουφιάνων και την ισοπέδωση του χαρακτήρα των ανθρώπων. Χθεσινοί θύτες και εγκληματίες, συνεργάτες της Sigurimi (η ασφάλεια επί κομμουνιστικού καθεστώτος) και υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του αιματοβαμμένου κομμουνιστικού κόμματος, παρουσιάζονται σήμερα ως θύματα και αδικημένοι, ως αγωνιστές και με θράσος επιζητούν να έχουν κυρίαρχο λόγο στα τεκταινόμενα του Ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου.
Πολιτικοί νάνοι που χαντακώνουν τους συμπατριώτες τους, απόγονοι δωσίλογων και προδοτών, ανεπίδεκτοι ιστορικών γνώσεων, χαμαιλέοντες που επιζητούν μερίδιο στη νομή της αλβανικής εξουσίας, δεν δικαιούνται να χειρίζονται ιερά εθνικά θέματα για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους στενά συντηρητικά συμφέροντα. Η φωνή των νεκρών πατριωτών της Χιμάρας και ολόκληρης της Βορείου Ηπείρου επιζητεί δικαιοσύνη και συνέχιση του αγώνα για το πολυπόθητο ζητούμενο, οποιαδήποτε θυσία κι αν χρειαστεί, όσος χρόνος κι αν περάσει. Ο αγώνας για την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου συνεχίζεται και είναι η μόνη αποδεκτή εθνική λύση!
Γιώργος Μάστορας