«Γεια σου ωρέ Νικηταρά που 'χουν τα πόδια σου φτερά» λέει το δημοτικό μας τραγούδι. Και τα δημοτικά τραγούδια αποτυπώνουν πάντα καλύτερα την λαϊκή θυμοσοφία
Στα...
Στα...
κράτη συνηθίζεται αυτοί που χάρισαν μερικές από τις ηρωικότερες στιγμές της ιστορίας τους να τους παραχωρούνται προνόμια, τίτλοι, χρήματα, εξουσία και κυρίως αναγνώριση.
Το ελληνικό κράτος δυστυχώς, παρότι είχε πολλούς που θυσίασαν τα πάντα για την ελευθερία του, δεν τους έχει δώσει την αναγνώριση η οποία τους έπρεπε.
Το ελληνικό κράτος δυστυχώς, παρότι είχε πολλούς που θυσίασαν τα πάντα για την ελευθερία του, δεν τους έχει δώσει την αναγνώριση η οποία τους έπρεπε.
Αντίθετα, σε καλοθελητές και σφουγγοκωλάριους έχει παραχωρήσει χρυσές σελίδες στα ιστορικά του βιβλία.
Ένας από αυτούς ο οποίος τόσο με την στρατιωτική του επίδοση όσο και με την προσωπική του διαδρομή έδειξε στον κόσμο τι πραγματικά σημαίνει ελληνική ψυχή και ο οποίος έφυγε από τη ζωή μόνος, εγκαταλελειμμένος, φτωχός και τυφλός ήταν και ο Νικήτας Σταματελόπουλος.
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, γνωστότερος ως Νικηταράς γεννήθηκε στα 1787, ή 1781 κατά άλλους, στη σημερινή Νέδουσα Μεσσηνίας η οποία τότε λεγόταν Μεγάλη Αναστάσοβα.
Η καταγωγή του εκ μέρους του πατέρα του ήταν από το χωριό Τουρκολέκα του Δήμου Φαλαισίας στη Μεγαλόπολη, προς τούτο και το δεύτερο παρατσούκλι του όπως και του πατέρα του ήταν «τουρκολέκας». Η μητέρα του λεγόταν Σοφία Καρούτσου του Δημητρίου και καταγόταν από το Λεοντάρι αλλά ταυτόχρονα ήταν αδελφή της συζύγου του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, άρα ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς ή τουρκολέκας ήταν ανιψιός του Αρχιστράτηγου.
Ένα από τα άγνωστα στοιχεία της ζωής του είναι πως ο αδελφός του Ιωάννης σταματελόπουλος Ή Ιωάννης Τουρκολέκας σε ηλικία 11 ετών μαρτύρησε στα χέρια των Τούρκων και έχει ανακηρυχθεί Άγιος της Εκκλησίας μας.
Ο πατέρας του Νικήτα ήταν επίσης διωκόμενος από τους Τούρκους καθώς αρνήθηκε να υπηρετήσει στον Τουρκικό στρατό και ταυτόχρονα σε ηλικία μόλις 16 ετών πολέμησε με τα ρωσικά στρατεύματα στην Πάρο.
Βασανίστηκε και δολοφονήθηκε από τους Τούρκους μαζί με τον γιο του Ιωάννη το 1816 στη Μονεμβασιά.
Μετά από τη δολοφονία του πατέρα του ο νεαρός Νικήτας έφυγε μαζί με τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στη Ζάκυνθο όπου και αυτός εντάχθηκε στα Ρωσικά στρατεύματα που βρίσκονταν στο νησί και φύγε στην Ιταλία να πολεμήσει εναντίον του Ναπολέοντα. Επιστρέφοντας στα Επτάνησα υπηρέτησε πλέον κάτω από τη Γαλλική πλέον σημαία, καθώς τα Επτάνησα είχα καταληφθεί από τους γάλλους και αργότερα υπηρέτησε κάτω από την αγγλική σημαία. Όσο και αν αυτά όλα φαίνονται περίεργα στη σημερινή εποχή, ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στις αρχές του 19ου, τέλη 18ου αιώνα, όπου οι ανακατατάξεις στην Ευρώπη και στη Μεσόγειο ήταν ραγδαίες.
Στη Φιλική Εταιρεία μπήκε το 1818 με το επώνυμο Σταματελόπουλος και όχι Σταματέλος όπως ήταν το πραγματικό του επώνυμο.
Η στρατιωτική αξία του Νικηταρά έγινε γνωστή σχεδόν αμέσως μόλις ξεκίνησε η Επανάσταση με την ιστορική μάχη στο Βαλτέτσι της Αρκαδίας. Λίγο αργότερα τον Μάιο του 1821 στη μάχη των Δολιανών ο Νικήτας Σταματελόπουλος έγραψε ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της Επανάστασης καθώς με μόλις 450 άντρες κατάφερε να αντιμετωπίσει και να αποκρούσει χιλιάδες Τούρκους. Οι εκτιμήσεις μιλούν για τρεις έως τέσσερις χιλιάδες άρτια εξοπλισμένους τούρκους στρατιώτες οι οποίοι διέθεταν ισχυρό πυροβολικό το οποίο έλειπε από τις ελληνικές δυνάμεις. Από εκείνη τη μάχη και μετά, λόγω του αριθμού των τούρκων που σκότωσε, δίπλα στο Νικηταράς ή Τουρκολέκας του κόλλησαν και το παρατσούκλι “τουρκοφάγος”.
Πήρε μέρος σε πολλές ακόμα μάχες κυρίως μαζί με τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και συμμετείχε στην άλωση της Τριπολιτσάς. Χαρακτηριστικό της προσφοράς του προς τον αγώνα είναι ότι η συντήρηση του σώματος των ενόπλων οι οποίοι ήταν μαζί του επιβάρυνε τον ίδιο.
Εκ των πλέον εμβληματικών μαχών στις οποίες πήρε μέρος ήταν αυτή στα Δερβενάκια.
Εκεί ο Νικηταράς μαζί με τον Παπαφλέσσα και τον Δημήτριο Υψηλάντη είχαν καλύψει τα στρατηγικά σημεία στον Άγιο Σώστη από όπου αναγκαστικά θα περνούσαν οι Τούρκοι και τους προξένησαν τεράστιες απώλειες.
Σε αυτή τη μάχη ο Νικηταράς έσπασε τρία ξίφη. Μάλιστα για να μπορέσει να αφαιρεθεί το τελευταίο από το χέρι του, καθώς είχε πάθει αγκύλωση, χρειάστηκε η βοήθεια γιατρού.
Με την απελευθέρωση της χώρας ο Νικηταράς όπως και ο θείος του Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μπήκαν στο λεγόμενο Ρωσικό κόμμα.
Παρά την προσφορά του στην πατρίδα, λόγω του ότι η κυβέρνηση του Όθωνα είχε το φόβο ότι το ρωσικό κόμμα σκόπευε να ρίξει το Βασιλιά και να φέρει κάποιον Ρώσο πρίγκιπα στη θέση του, κατηγορήθηκε ο Νικηταράς ως συνωμότης και παρότι αθωώθηκε στη δίκη καθώς δεν βρέθηκαν στοιχεία συνομωσίας ο Νικηταράς φυλακίστηκε για σημαντικό χρονικό διάστημα.
Το τέλος
Όταν αποφυλακίστηκε, από τις κακουχίες της φυλακής καθώς και από τα βασανιστήρια που είχε υποστεί η υγεία του ήταν εξαιρετικά επιβαρυμένη. Ο άλλοτε ανίκητος οπλαρχηγός ήταν σχεδόν τυφλός και καθώς δεν είχε κανενός είδους εισόδημα η κυβέρνηση του έδωσε άδεια επαιτείας δηλαδή του παραχωρήθηκε η άδεια να ζητιανεύει για να ζήσει. Το «πόστο» που του χορήγησαν ήταν στο Ναό της Ευαγγελίστριας στον Πειραιά, κάθε Παρασκευή.
Λίγο αργότερα ο Όθωνας λόγω της κατακραυγής αναγκάστηκε να του χορηγήσει μία μικρή σύνταξη μαζί με το βαθμό του υποστράτηγου, χρήματα όμως που δεν έφθαναν για να ζήσει με αξιοπρέπεια.
Ο Νικηταράς, ο Νικήτας Σταματελόπουλος, ο Νικήτας Τουρκολέκας, ο «άγιος» της ελληνικής επανάστασης όπως τον έχουν αποκαλέσει έφυγε από αυτό τον κόσμο στις 25 Σεπτεμβρίου του 1849 στην ηλικία των 62 ετών.
Παρότι είχε ζητήσει να ταφεί δίπλα από τον τάφο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στο Α΄ Νεκροταφεί και η επιθυμία του αυτή έγινε σεβαστή, τα οστά του πλέον δεν ξέρουμε πού βρίσκονται καθώς ο τάφος του έχει καταστραφεί
Η τιμιότητα του Νικηταρά
Όντας μακριά από την οικογένειά του για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, ήταν δύσκολο να την συντηρεί οικονομικά. Όταν καταλήφθηκε η Τρίπολη ο Νικηταράς αρνήθηκε να πάρει μέρος στο μοίρασμα των λαφύρων και το μόνο που δέχτηκε ήταν από τους στρατιώτες του ως δώρο μία ασημένια ταμπακέρα την οποία έστειλε στη γυναίκα του να την πουλήσει για να ταΐσει τα παιδιά τους.
Η λαϊκή παράδοση για την επαιτεία του Νικηταρά
Το γεγονός ότι είχε περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του επαιτώντας δεν πέρασε απαρατήρητο από την λαϊκή παράδοση.
Κυκλοφορεί μία ιστορία, η οποία ακόμα και αν δεν ισχύει, δείχνει το πως η εντιμότητά του είχε επισημανθεί από το λαό.
Ήταν, λέει, ο Νικηταράς έξω από το Ναό της Ευαγγελίστριας
Πέρασε από εκεί ένας εργαζόμενος της Ρωσικής Πρεσβείας και είδε τον παλαιό στρατηγό να κάθεται στα σκαλιά με απλωμένο το χέρι.
Πέρασε από εκεί ένας εργαζόμενος της Ρωσικής Πρεσβείας και είδε τον παλαιό στρατηγό να κάθεται στα σκαλιά με απλωμένο το χέρι.
Ενημέρωσε για αυτό που είδε τον Ρώσο Πρέσβη. Συγκλονισμένος αυτός, την επόμενη Παρασκευή επισκέφτηκε ο ίδιος την εκκλησία για να διαπιστώσει αν αυτό που του ανέφεραν ήταν αληθές. Ο Νικηταράς όταν άκουσε τον ήχο από σκαρπίνια και όχι από τσαρούχια, κατάλαβε ότι αυτός που πλησιάζει δεν είναι κάποιος φτωχός και ταλαίπωρος αλλά κάποιο σημαίνον πρόσωπο και μάζεψε το χέρι του από ντροπή.
Ο Πρέσβης απευθύνθηκε στον Νικηταρά λέγοντάς του «Τι κάνετε εσείς εδώ Στρατηγέ στα σκαλιά της εκκλησίας;»
«Απολαμβάνω ελεύθερη Ελλάδα» απαντά ο Νικηταράς
«Η πατρίδα, μου έχει παραχωρήσει μία πολύ καλή σύνταξη για να ζω αλλά έρχομαι κάπου-κάπου εδώ στην εκκλησία για να βλέπω πως ζει ο απλός κόσμος» συνέχισε ο Στρατηγός.
Ο πρέσβης ο όποιος κατάλαβε αμέσως την υπερηφάνεια του Νικηταρά, τον χαιρέτησε με σεβασμό και ξεκίνησε να φύγει αλλά διακριτικά άφησε να πέσει από την τσέπη του ένα πουγκί γεμάτο νομίσματα.
Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο που έκαναν τα νομίσματα πέφτοντας στο δάπεδο, έπιασε το πουγκί και απευθύνθηκε στον πρέσβη λέγοντάς του «Κύριε Πρέσβη, σας έπεσε το πορτοφόλι σας...».
Ο Πρέσβης απευθύνθηκε στον Νικηταρά λέγοντάς του «Τι κάνετε εσείς εδώ Στρατηγέ στα σκαλιά της εκκλησίας;»
«Απολαμβάνω ελεύθερη Ελλάδα» απαντά ο Νικηταράς
«Η πατρίδα, μου έχει παραχωρήσει μία πολύ καλή σύνταξη για να ζω αλλά έρχομαι κάπου-κάπου εδώ στην εκκλησία για να βλέπω πως ζει ο απλός κόσμος» συνέχισε ο Στρατηγός.
Ο πρέσβης ο όποιος κατάλαβε αμέσως την υπερηφάνεια του Νικηταρά, τον χαιρέτησε με σεβασμό και ξεκίνησε να φύγει αλλά διακριτικά άφησε να πέσει από την τσέπη του ένα πουγκί γεμάτο νομίσματα.
Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο που έκαναν τα νομίσματα πέφτοντας στο δάπεδο, έπιασε το πουγκί και απευθύνθηκε στον πρέσβη λέγοντάς του «Κύριε Πρέσβη, σας έπεσε το πορτοφόλι σας...».