Κρινιώ Καλογερίδου
Κυριακή πρωί, κάπου σε μια διασταύρωση προς την Περιφερειακή Υμηττού, περιμένοντας στο φανάρι μέχρι να γίνει από κόκκινο πράσινο, το βλέμμα μου έπεσε αφηρημένα σ’ ένα πλάσμα μικροκαμωμένο και ατημέλητο, που άπλωνε ικετευτικά ένα καλαθάκι με χαρτομάντιλα στους βιαστικούς οδηγούς που το προσπερνούσαν.
Έσκυψα...
μ’ ένα σκίρτημα απ’ το ανοιχτό παράθυρο του συνοδηγού κι αγόρασα ένα – δυο απ’ αυτά, με πρόθεση να το βοηθήσω, αρνούμενη να πάρω τα ρέστα μου. Το κέρδος μου ήταν δυο απαντήσεις της, οι μόνες που πρόλαβε να μου πει η μικρή τσιγγάνα. Το όνομά της ήταν ‘Αϊσέ’ και ήθελε να γίνει δασκάλα, όταν θα μεγάλωνε!..
Αυτά μόνο πρόλαβε να μου πει μ’ ένα γλυκό χαμόγελο, που με συνόδευε στην υπόλοιπη διαδρομή μου. Το αμάξι αναπήδησε απότομα από μια αδέξια δικιά μου κίνηση, που έκανε τους πίσω να βρίζουν. Στα πρώτα εκατό μέτρα κόντεψε να τρακάρει με έναν παρανοϊκό οδηγό που κόρναρε ασταμάτητα, μη αντέχοντας το ξαφνικό μποτιλιάρισμα στον δρόμο.
Η καρδιά μου σφίχτηκε από τη λύπη μπροστά στο επαναλαμβανόμενο θέαμα, που κατάντησε πλέον συνηθισμένο στους δρόμους της Αθήνας, ειδικά κατά την περίοδο των μνημονίων. Όχι ότι δεν υπήρχαν και πριν, βέβαια, μόνο που η συχνότητά τους κλιμακώθηκε δραματικά τα οχτώ τελευταία χρόνια. Έπνιξα έναν αναστεναγμό και κατευθύνθηκα μηχανικά στον προορισμό μου.
”Η Ελλάδα”, σκεφτόμουν, ”έχει μετατραπεί σε χώρα των κολασμένων της γης, στους οποίους δείχνουμε περιστασιακά την ελεημοσύνη μας, για να εφησυχάσουμε πιο πολύ τη συνείδησή μας, μια και η πολιτεία δεν νοιάζεται για το αν υπάρχουν αυτοί. Γι’ αυτό και επέβαλε με τον τρόπο της τον ‘απανθρωπισμό’ σαν κυρίαρχη κουλτούρα στην ελληνική κοινωνία. Κι αυτή η αποκρουστική πραγματικότητα δεν αναστρέφεται με συσσίτια, σχολικά γεύματα και, εν είδη, επιδομάτων ελεημοσύνες…”
Έβγαλα έναν μικρό αναστεναγμό και, σχεδόν ασυναίσθητα, γύρισα με πικρή νοσταλγία στα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής σταδιοδρομίας μου στη ‘γειτονιά των Ρομά’, όπως έλεγαν τότε τον Δενδροπόταμο Θεσσαλονίκης, που έκρυβε τα ‘άπλυτα’ και τις αμαρτίες της…
Έκανα ήδη την νοερή διαδρομή μέχρι να φτάσω εκεί μέσω Μοναστηρίου, που είναι περιοχή περιχαρακωμένη από δρόμους ταχείας κυκλοφορίας, ένας απ’ τους οποίους οδηγούσε – απ’ την πάνω πλευρά – στην εθνική οδό Θεσσαλονίκης-Αθήνας και ένας άλλος στον βρώμικο ξεροπόταμο του Δενδροποτάμου, με τους 4000 κατοίκους, στην πλειονότητά τους Ρομά.
Εκεί υπήρχαν διασπαρμένα σπίτια Ελλήνων παλιννοστούντων από την πρώην Σοβιετική Ένωση, Τουρκόγυφτων, Αθιγγάνων και Σιντήδων ή Γύφτων ‘Ρομ’, που είχαν καταγωγή απ’ την Αίγυπτο, την Ρουμανία ή την Ινδία και ανήκαν στην κατώτερη ινδουιστική κάστα των ‘ανέγγιχτων’ [α(στερητικό)+ θιγγάνω=αγγίζω].
Σε πλήρη τοπογραφική ασυμμετρία με τον οικιστικό ιστό βρίσκονταν τα εργοστάσια των κεραμικών (που έπαιρναν χιλιάδες κυβικά χώματος για να φτιάξουν τούβλα και κεραμίδια) και οι βιοτεχνίες καλαθοπλεκτικής, όλες χτισμένες σε μια γούβα κάτω από τον δημόσιο δρόμο, έτσι που να πλημμυρίζουν στην πρώτη βροχή.
Βρήκα το σχολείο της απόσπασής μου μετά από περιπετειώδη αναζήτηση. Βγήκα με χτυποκάρδι απ\’ το αυτοκίνητο κι έφερα ένα γύρο με το βλέμμα μου στην ‘underground’ γειτονιά που το περιέβαλε. Αν και ήταν μέσα σχεδόν Φθινοπώρου κι ο ήλιος έλαμπε σαν καλοκαιρινός, εγώ έτρεμα ελαφρά σαν από κρύο, στη σκέψη ότι ήμουν υποχρεωμένη να πηγαινοέρχομαι έναν τουλάχιστον χρόνο σε κακόφημη περιοχή της Θεσσαλονίκης με αυξημένη εγκληματικότητα και πολλή δυστυχία.
Πήρα μια βαθιά αναπνοή γεμίζοντας τα πνευμόνια μου με μυρωδιές λουλουδιών και φρεσκοψημμένων ψωμιών. Λίγο πριν τις οχτώ είχα κάνει κιόλας τη γνωριμία μου με τους συναδέλφους μου και παρατάχτηκα στη σειρά μαζί τους για την πρωινή προσευχή και τον Αγιασμό της νέας χρονιάς, πριν περάσουμε στις τάξεις για να μοιράσουμε τα καινούρια βιβλία.
Τότε ήταν που για πρώτη φορά κατάλαβα τον όρο ‘παγκοσμιοποίηση’, γιατί είδα να στοιχίζονται μπροστά μας διάφορα χρώματα και φυλές της γης, με κυρίαρχη αυτήν των Ρομά, που ήταν κατά τι πολυπληθέστερη απ’ τα δικά μας, τα ‘Ελληνάκια’ (τους ‘μπαλαμούς’, όπως τους έλεγαν στη γλώσσα τους οι Ρομά) και κατά πολύ εκείνης των αλλοδαπών μαθητών, στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι παλιννοστούντες από την Ρωσία, μέχρι να αποκτούσαν την ελληνική ιθαγένεια.
Το ίδιο πολύχρωμο χαλί από θρησκευτικές, πολιτισμικές και γλωσσικές ιδιαιτερότητες περιλάμβανε και η σύνθεση της πρώτης σχολικής τάξης που μπήκα (ήταν το δεύτερο τμήμα της Α’ Λυκείου, θυμάμαι), με πολλή συστολή και χτυποκάρδι.
Τα παιδιά είχαν στήσει, ως φαίνεται, κουβέντα τρικούβερτη και δεν με πήραν χαμπάρι τα περισσότερα, γυρισμένα καθώς είχαν την πλάτη τους προς την πόρτα. Τα πρώτα λεπτά τούς κοίταζα με φανερή δυσφορία, μέχρι που αναγκάστηκα να χτυπήσω το χέρι μου επάνω στην έδρα και πετάχτηκαν πάνω σαν ελατήρια.
Μετά έγινε ξαφνικά σιωπή τόσο παρατεταμένη που με τρόμαξε, γιατί είχαν στραμμένα κορίτσια κι αγόρια τα μάτια τους πάνω μου ορθάνοιχτα και παρατηρητικά, σε βαθμό που μ’ έπιασε νευρικότητα κι αμηχανία. Ακούμπησα την τσάντα μου στο γραφείο κι ανέβηκα στο μικρό βήμα, για να τους δω…πανοραμικά.
Αυτοσυστήθηκα με μικρό χαμόγελο – λέγοντάς τους ότι θα έκαναν όλα τα φιλολογικά μαθήματα μ’ εμένα – με φωνή που έτρεμε στην προσπάθειά της να ακουστεί, για να καλύψει το τραγούδι του Μανόλη Αγγελόπουλου στον δρόμο κι ύστερα τις φωνές των μικροπωλητών, των σιδεράδων και των μανάβηδων, που διαφήμιζαν την πραμάτεια τους απ’ τα μεγάφωνα, αδιαφορώντας αν αντιλαλούσαν αυτά στους τοίχους απ’ έξω.
Οι μικρές μελαμψές τσιγγάνες των πρώτων θρανίων, ντυμένες με τις πολύχρωμες φορεσιές τους, με κοιτούσαν με περιέργεια και συγκατάβαση παρατηρώντας το τυπικό ντύσιμό μου απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια. Τ’ αγόρια πιο πίσω έδειχναν στην αρχή διστακτικά, σαν να μην ήξεραν πώς να με αντιμετωπίσουν.
Κάθισαν μ’ ένα μου νεύμα στο θρανίο, μα – πριν περάσουν μερικά δευτερόλεπτα – ξανασηκώθηκαν και ξανακάθισαν. Οι πιο μάγκες, που ήταν όλοι Ρομά, βρίσκονταν στην αρχή σε κάποια σύγχυση. Ύστερα πήραν το θρασύ ύφος του μικρομέγαλου μάγκα, που κάλυπτε πιθανόν και την ενδόμυχη δειλία τους,
– Καθίστε!.. Καθίστε!.., είπα προσπαθώντας να κάνω ψύχραιμη τη φωνή μου.
Τ’ αγόρια χαμογέλασαν κι άρχισαν να σκουντιούνται με νόημα. Η ένταση είχε χαλαρώσει. Άρχισα να διαβάζω τα ονόματά τους απ’ τον κατάλογο που μας μοίρασε ο διευθυντής κι αφού τα διασταύρωσα, άρχισα να τους μοιράζω τα σχολικά τους βιβλία, που κουβαλούσαν από τάξη σε τάξη κάποια παιδιά μεγαλύτερα.
Όσο γινόταν το μοίρασμά τους, οι φωνές υψώθηκαν πάλι, αλλά εγώ ένιωθα λιγότερο τρωτή και έτοιμη ν’ αντιμετωπίσω τα τριάντα ζευγάρια μάτια. που στρέφονταν προς το μέρος μου με περιέργεια τα περισσότερα, άλλα επιθετικά, άλλα περιπαικτικά κι άλλα γοητευμένα.
”Ο λαιμός μου έχει στεγνώσει απ’ τις εκκλήσεις μου για ησυχία. Να έχω, τουλάχιστον, φωνή καθηγήτριας ή με βλέπουν από τώρα σαν του χεριού τους;” αναρωτήθηκα αγχωμένη και, μη βρίσκοντας άλλο τρόπο για να τους κρατήσω ήρεμους στα θρανία τους, κατέβηκα αποφασιστικά απ’ την έδρα και πήρα μια κιμωλία να γράψω στον πίνακα το θέμα της συζήτησής μας:
” ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΜΑΣ!..”
Ξαναστράφηκα ταραγμένη στην τάξη.
– Ας το σχολιάσουμε, είπα και χαμογέλασα ανακουφισμένη βλέποντας πως τους κίνησα πραγματικά το ενδιαφέρον και ήθελαν να μιλήσουν γι’ αυτό.
Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβω και όλα πήγαν καλά, ευτυχώς. Πλησίασα το παράθυρο κουρασμένη αφήνοντας να βάλουν στις σάκες τους τα βιβλία φλυαρώντας ελεύθερα, γιατί ήθελε δευτερόλεπτα για να χτυπήσει.
Ένα αγόρι με μπαλωμένο παντελόνι περνούσε έξω στο δρόμο μ’ ένα λαγήνι στο χέρι γεμάτο νερό.
” Θα’ ναι απ’ αυτά που σταμάτησαν το σχολείο, για να βοηθάνε στις δουλειές τους γονείς τους…”, σκέφτηκα λυπημένη.
Το βλέμμα μου στάθηκε στην αυλή του διπλανού σπιτιού, όπου μια παρέα μικρών παιδιών έπαιζε με τις λάσπες. Αναδυόταν μια περίεργη μυρωδιά απ’ το βάθος του κήπου, που μ’ έκανε να σμίξω απορημένη τα φρύδια μου, μη ξέροντας τι να υποθέσω. Η οικογένεια καθόταν ανακούρκουδα πάνω σ’ ένα λεπτό χαλί καλοκαιρινό και περίμενε να ψηθεί αυτό που έψηναν στη σούβλα.
Οι κουνουπιέρες του καλοκαιριού δεν είχαν μαζευτεί ακόμη προσφέροντας ένα παράξενο θέαμα, γιατί ενώ οι αθίγγανοι είχαν στην πλάτη τους την μικρή μονοκατοικία που τους είχε χτίσει – μαζί με άλλα η Χούντα – αυτοί προτιμούσαν να μένουν στα αντίσκηνα, κάτω απ’ τις αραχνοΰφαντες κουρτίνες, έχοντας τα μαγειρικά τους σε κοινή θέα, έτοιμα για να υποδεχτούν το ψητό.
Ανατρίχιασα αηδιασμένη και, με το βλέμμα καρφωμένο στη σούβλα, προσπαθούσα να καταλάβω τι έψηναν. Τότε ένας μαθητής μου Ρομά, καταλαβαίνοντας την απορία μου, με πλησίασε και μου είπε πως ήταν σκαντζόχοιρος το ζώο που τον σούβλιζαν, αφού προηγουμένως του είχαν αφαιρέσει το δέρμα μαζί με τ’ αγκάθια του.
Μόρφασα ανατριχιάζοντας ολόκληρη. Αλλά εκείνος γέλασε και μου είπε πως ήταν ωραίος μεζές. Άρχισαν τώρα να ξεθαρρεύουν και τ’ άλλα παιδιά περιμένοντας το κουδούνι, για να βγουν έξω. Κάποια με άγγιζαν με θαυμασμό λέγοντας ότι είμαι όμορφη κι ότι μυρίζω ωραία. Κάποια άλλα, πιο σοβαρά, μου έδειχναν το δαχτυλίδι του αρραβώνα τους με ύφος συνειδητοποιημένο.
Όταν χτύπησε το κουδούνι, πήραν θάρρος κι οι ντροπαλοί και έβρισκαν κάτι να πουν μεταξύ τους για μένα τρέχοντας για το διάλειμμα.
– Αυτή, ρε, είναι εκείνη που σ’ έλεγα. Δεν είναι καλή;
– Καλή δε λες τίποτα. Κι είναι νέα και όμορφη!..
– Πώς είπε πως την λένε;
– Νομίζω, Κρινιώ!.. Κρινιώ Καλογερίδου!.., απ’ ό,τι θυμάμαι…
– Κρινιώ; Τι παράξενο όνομα;
– Χα, χα, χα!.. Ναι είναι παράξενο και να δεις που θα την κάνουν μεγάλη καζούρα οι μεγάλοι της Τρίτης μ’ αυτό το όνομα….
– Δηλαδή; Τι λες να κάνουν;
– Μα θα γίνει τραγούδι στο στόμα τους ‘το κρινάκι του βουνού και του κάμπου!..’
– Ωωω!.. Καλά λες!… Ωραίο!… Και της ταιριάζει!.. Χι!.. Χ!.. Χι!..
– Ναι, είναι ωραίο!.. Και της ταιριάζει, δε λες τίποτα… Χα…, χα…, χα!.., συμφώνησε ο τελευταίος κι οι δυο μαζί εξαφανίστηκαν στρίβοντας, για να βγουν στην αυλή του σχολείου για το διάλειμμα.
Όταν άφησα πίσω μου την τάξη, πέρασα απ’ το γραφείο των καθηγητών, για να πάρω το πρόχειρο πρόγραμμα της επόμενης μέρας και να χαιρετήσω. Ύστερα κατευθύνθηκα με γοργό βηματισμό προς το αυτοκίνητο, που το είχα παρκάρει απέξω. Η πρωινή ζέστη είχε υποχωρήσει αρκετά κι άρχισε να φυσά ένα νοτισμένο αεράκι, που έφερνε στα ρουθούνια μου τον χνώτο της θάλασσας απ’ την μεριά της Χαλάστρας.
Στο δρόμο της επιστροφής για το σπίτι αναρωτιόμουν με αγωνία, αν θα μπορούσε να υποδεχθεί το σχολείο μας – έτσι όπως ήταν απροετοίμαστο – το πρώτο κύμα προσφύγων, που θα’ πρεπε να ενταχθεί το γρηγορότερο δυνατό στο ευρωπαϊκό πλαίσιο διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, όπως το ζητούσε το Υπουργείο, με βάση την ευρωπαϊκή οδηγία για τον σεβασμό στην ισοτιμία των πολιτισμών.
Ύστερα, εντελώς αναπάντεχα, θυμήθηκα τη συζήτηση που είχα κάποια στιγμή με τον υποδιευθυντή του σχολείου για τα κοινωνικά προβλήματα των Ρομά μαθητών μας.
”Πολλά απ’ τα τσιγγανόπουλα, Κρινιώ, πάσχουν από χρόνιες παθήσεις, κυρίως νεφρά και καρδιοπάθειες και δευτερευόντως από αναιμία, δερματικά και ουρολοιμώξεις”, μου είπε. ”Έπειτα είναι εκτεθειμένα στο AIDS και τα ναρκωτικά, επηρεάζονται από ανθρώπους της νύχτας και πέφτουν εύκολα θύματα μιας σπείρας κλεφτών που τους έχει ταράξει όλους εδώ πέρα, αφού έχουμε να δούμε αστυνομικό με το κιάλι…
” Ύστερα είναι και τ’ άλλο. Παντρεύονται μικρά αυτά τα παιδιά. Στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου τα περισσότερα είναι ήδη αρραβωνιασμένα κι αυτό έχει επιπτώσεις στη σωματική τους υγεία, μα προπάντων στην ψυχική. Κοντά σ’ αυτά τα προβλήματα είναι κι εκείνα που έχουν να κάνουν με τις οικογένειές τους. Πολλές απ’ αυτές είναι μονογονεϊκές και σ’ αυτές οι μητέρες έχουν να θρέψουν με λίγα λεφτά πολλά στόματα παιδιών από διαφορετικούς πατεράδες…
” Όλους αυτούς δεν τους έχει καταγράψει κανείς, φυσικά, και γι’ αυτό δεν μπορεί να τους αντιμετωπίσει σαν κοινωνικό πρόβλημα. Τους θυμούνται μόνο στις εκλογές, για να τους δώσουν φιλοδωρήματα και ελεημοσύνες εξαγοράζοντας εύκολα την ψήφο και τις συνειδήσεις τους, μια κι οι περισσότεροι απ’ τους Ρομά είναι αναλφάβητοι και γι’ αυτό πάντα εξαπατημένοι…”
– Και δεν υπάρχει καμιά ελπίδα, κύριε Βαρλά, να πάνε σχολείο με τη βοήθεια μας; Τον ρώτησα λυπημένη.
– Τι μπορούν να κάνουν είκοσι-τριάντα άνθρωποι, για να λύσουν προβλήματα χρόνων; Κάποια μικρά έξοδα για θέματα υγείας τα αναλαμβάνουμε εμείς, αλλά είναι σταγόνα στον ωκεανό, όπως βλέπεις. Πέρσι, τέτοιο καιρό, για παράδειγμα, μαζέψαμε χρήματα οι καθηγητές του σχολείου και πήραμε γυαλιά μυωπίας σ’ έναν καλό μαθητή μας της Τρίτης, που πέρασε Νομική και τώρα σπουδάζει!.., κατέληξε με καμάρι ο υποδιευθυντής και σταμάτησε εκεί τη συζήτηση, γιατί ήθελε να κατέβει στο Γραφείο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, για να ζητήσει αναπληρωτές που θα πλήρωναν τα κενά του σχολείου…
Περνούσα, θυμάμαι, με μικρή ταχύτητα και με συναίσθημα πίκρας απ’ τους δρόμους του Δενδροπόταμου με τα λιγοστά μαγαζιά και την εκκωφαντική ησυχία. Οι άνθρωποι στις αυλές με κοίταζαν φευγαλέα κι όσα παιδιά μ’ αναγνώριζαν με χαιρετούσαν ενθουσιασμένα.
Πού και πού έβλεπα μόνο να ξεπετάγονται λίγα νεοπλουτίστικα σπίτια, δίπλα στα πολλά χαμόσπιτα και τις τρώγλες. Κάποια παιδιά θρεμένα και καλοντυμένα έπαιζαν μπάλα σε αυλές με ψηλούς σιδερένιους φράχτες και μεγάλες αυλόπορτες, ενώ λίγα μέτρα πιο πέρα υπήρχαν χρήστες ναρκωτικών και άτομα παραβατικά, που έκαναν δοσοληψίες.
Ένας γύφτος με DATSUN με κορνάρισε χυδαιολογώντας, φορτωμένος εμπορεύματα για τις λαϊκές. Ένας άλλος με χαιρέτησε κόσμια με ανάταση του χεριού του. Ήταν ο γείτονας του σχολείου και μ’ αναγνώρισε. Μπήκα στον δρόμο για την έξοδο στην Μοναστηρίου.
Δεξιά κι αριστερά ήταν παρκαρισμένα ταπεινά αυτοκίνητα μπροστά από ταπεινά σπίτια και πανάκριβα αυτοκίνητα μπροστά από εντυπωσιακές, πολυτελείς μονοκατοικίες, που χτίστηκαν με μαύρα λεφτά απ’ τις παρανομίες που πήγαιναν κι έρχονταν στον Δενδροπόταμο χωρίς τέλος.
Μέχρι που έφτασαν – όπως έμαθα, αργότερα – οι εθελοντικές οργανώσεις του πατρός Αθηναγόρα Λουκατάρη, που μπήκαν στο γκέτο του Δενδροπόταμου και γλίτωσαν τα παιδιά απ’ τον αναλφαβητισμό και την εγκληματικότητα. Ο ‘Φάρος του κόσμου’ του Αθηναγόρα έγινε ο φάρος των κατοίκων της ξεχασμένης απ’ την πολιτεία περιοχής, η οποία άρχισε ν’ ανασαίνει και να επουλώνει τα τραύματά της δίνοντας το φιλί της ζωής και στην νεολαία της, που εξακολουθεί ν’ αντιμετωπίζει κοινωνικό αποκλεισμό διαρκείας.
Αυτά είναι τα παιδιά κανενός Θεού, που γεννήθηκαν για να γίνουν οι φτωχούληδες κι οι κολασμένοι της γης του. Ζουν ανάμεσά μας χρόνια τώρα, ακολουθώντας την κατηφορική πορεία της αυτοκαταστροφής τους. Είναι άνθρωποι υποτιμημένοι, υποβιβασμένοι, εξαθλιωμένοι οι περισσότεροι, που ζητιανεύουν τα ψίχουλα της Πολιτείας, για να επιβιώσουν.
Όμως ο βαθμός αντίδρασης αυτής τείνει, δυστυχώς, στο μηδέν και ταυτίζεται καθ’ οδόν με τον μιθριδατισμό της σημερινής κοινωνίας, που έμαθε να ζει με ακρωτηριασμένη τη συνείδηση, την ευαισθησία και την υπόστασή της…
Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)
Αυτά μόνο πρόλαβε να μου πει μ’ ένα γλυκό χαμόγελο, που με συνόδευε στην υπόλοιπη διαδρομή μου. Το αμάξι αναπήδησε απότομα από μια αδέξια δικιά μου κίνηση, που έκανε τους πίσω να βρίζουν. Στα πρώτα εκατό μέτρα κόντεψε να τρακάρει με έναν παρανοϊκό οδηγό που κόρναρε ασταμάτητα, μη αντέχοντας το ξαφνικό μποτιλιάρισμα στον δρόμο.
Η καρδιά μου σφίχτηκε από τη λύπη μπροστά στο επαναλαμβανόμενο θέαμα, που κατάντησε πλέον συνηθισμένο στους δρόμους της Αθήνας, ειδικά κατά την περίοδο των μνημονίων. Όχι ότι δεν υπήρχαν και πριν, βέβαια, μόνο που η συχνότητά τους κλιμακώθηκε δραματικά τα οχτώ τελευταία χρόνια. Έπνιξα έναν αναστεναγμό και κατευθύνθηκα μηχανικά στον προορισμό μου.
”Η Ελλάδα”, σκεφτόμουν, ”έχει μετατραπεί σε χώρα των κολασμένων της γης, στους οποίους δείχνουμε περιστασιακά την ελεημοσύνη μας, για να εφησυχάσουμε πιο πολύ τη συνείδησή μας, μια και η πολιτεία δεν νοιάζεται για το αν υπάρχουν αυτοί. Γι’ αυτό και επέβαλε με τον τρόπο της τον ‘απανθρωπισμό’ σαν κυρίαρχη κουλτούρα στην ελληνική κοινωνία. Κι αυτή η αποκρουστική πραγματικότητα δεν αναστρέφεται με συσσίτια, σχολικά γεύματα και, εν είδη, επιδομάτων ελεημοσύνες…”
Έβγαλα έναν μικρό αναστεναγμό και, σχεδόν ασυναίσθητα, γύρισα με πικρή νοσταλγία στα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής σταδιοδρομίας μου στη ‘γειτονιά των Ρομά’, όπως έλεγαν τότε τον Δενδροπόταμο Θεσσαλονίκης, που έκρυβε τα ‘άπλυτα’ και τις αμαρτίες της…
Έκανα ήδη την νοερή διαδρομή μέχρι να φτάσω εκεί μέσω Μοναστηρίου, που είναι περιοχή περιχαρακωμένη από δρόμους ταχείας κυκλοφορίας, ένας απ’ τους οποίους οδηγούσε – απ’ την πάνω πλευρά – στην εθνική οδό Θεσσαλονίκης-Αθήνας και ένας άλλος στον βρώμικο ξεροπόταμο του Δενδροποτάμου, με τους 4000 κατοίκους, στην πλειονότητά τους Ρομά.
Εκεί υπήρχαν διασπαρμένα σπίτια Ελλήνων παλιννοστούντων από την πρώην Σοβιετική Ένωση, Τουρκόγυφτων, Αθιγγάνων και Σιντήδων ή Γύφτων ‘Ρομ’, που είχαν καταγωγή απ’ την Αίγυπτο, την Ρουμανία ή την Ινδία και ανήκαν στην κατώτερη ινδουιστική κάστα των ‘ανέγγιχτων’ [α(στερητικό)+ θιγγάνω=αγγίζω].
Σε πλήρη τοπογραφική ασυμμετρία με τον οικιστικό ιστό βρίσκονταν τα εργοστάσια των κεραμικών (που έπαιρναν χιλιάδες κυβικά χώματος για να φτιάξουν τούβλα και κεραμίδια) και οι βιοτεχνίες καλαθοπλεκτικής, όλες χτισμένες σε μια γούβα κάτω από τον δημόσιο δρόμο, έτσι που να πλημμυρίζουν στην πρώτη βροχή.
Βρήκα το σχολείο της απόσπασής μου μετά από περιπετειώδη αναζήτηση. Βγήκα με χτυποκάρδι απ\’ το αυτοκίνητο κι έφερα ένα γύρο με το βλέμμα μου στην ‘underground’ γειτονιά που το περιέβαλε. Αν και ήταν μέσα σχεδόν Φθινοπώρου κι ο ήλιος έλαμπε σαν καλοκαιρινός, εγώ έτρεμα ελαφρά σαν από κρύο, στη σκέψη ότι ήμουν υποχρεωμένη να πηγαινοέρχομαι έναν τουλάχιστον χρόνο σε κακόφημη περιοχή της Θεσσαλονίκης με αυξημένη εγκληματικότητα και πολλή δυστυχία.
Πήρα μια βαθιά αναπνοή γεμίζοντας τα πνευμόνια μου με μυρωδιές λουλουδιών και φρεσκοψημμένων ψωμιών. Λίγο πριν τις οχτώ είχα κάνει κιόλας τη γνωριμία μου με τους συναδέλφους μου και παρατάχτηκα στη σειρά μαζί τους για την πρωινή προσευχή και τον Αγιασμό της νέας χρονιάς, πριν περάσουμε στις τάξεις για να μοιράσουμε τα καινούρια βιβλία.
Τότε ήταν που για πρώτη φορά κατάλαβα τον όρο ‘παγκοσμιοποίηση’, γιατί είδα να στοιχίζονται μπροστά μας διάφορα χρώματα και φυλές της γης, με κυρίαρχη αυτήν των Ρομά, που ήταν κατά τι πολυπληθέστερη απ’ τα δικά μας, τα ‘Ελληνάκια’ (τους ‘μπαλαμούς’, όπως τους έλεγαν στη γλώσσα τους οι Ρομά) και κατά πολύ εκείνης των αλλοδαπών μαθητών, στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι παλιννοστούντες από την Ρωσία, μέχρι να αποκτούσαν την ελληνική ιθαγένεια.
Το ίδιο πολύχρωμο χαλί από θρησκευτικές, πολιτισμικές και γλωσσικές ιδιαιτερότητες περιλάμβανε και η σύνθεση της πρώτης σχολικής τάξης που μπήκα (ήταν το δεύτερο τμήμα της Α’ Λυκείου, θυμάμαι), με πολλή συστολή και χτυποκάρδι.
Τα παιδιά είχαν στήσει, ως φαίνεται, κουβέντα τρικούβερτη και δεν με πήραν χαμπάρι τα περισσότερα, γυρισμένα καθώς είχαν την πλάτη τους προς την πόρτα. Τα πρώτα λεπτά τούς κοίταζα με φανερή δυσφορία, μέχρι που αναγκάστηκα να χτυπήσω το χέρι μου επάνω στην έδρα και πετάχτηκαν πάνω σαν ελατήρια.
Μετά έγινε ξαφνικά σιωπή τόσο παρατεταμένη που με τρόμαξε, γιατί είχαν στραμμένα κορίτσια κι αγόρια τα μάτια τους πάνω μου ορθάνοιχτα και παρατηρητικά, σε βαθμό που μ’ έπιασε νευρικότητα κι αμηχανία. Ακούμπησα την τσάντα μου στο γραφείο κι ανέβηκα στο μικρό βήμα, για να τους δω…πανοραμικά.
Αυτοσυστήθηκα με μικρό χαμόγελο – λέγοντάς τους ότι θα έκαναν όλα τα φιλολογικά μαθήματα μ’ εμένα – με φωνή που έτρεμε στην προσπάθειά της να ακουστεί, για να καλύψει το τραγούδι του Μανόλη Αγγελόπουλου στον δρόμο κι ύστερα τις φωνές των μικροπωλητών, των σιδεράδων και των μανάβηδων, που διαφήμιζαν την πραμάτεια τους απ’ τα μεγάφωνα, αδιαφορώντας αν αντιλαλούσαν αυτά στους τοίχους απ’ έξω.
Οι μικρές μελαμψές τσιγγάνες των πρώτων θρανίων, ντυμένες με τις πολύχρωμες φορεσιές τους, με κοιτούσαν με περιέργεια και συγκατάβαση παρατηρώντας το τυπικό ντύσιμό μου απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια. Τ’ αγόρια πιο πίσω έδειχναν στην αρχή διστακτικά, σαν να μην ήξεραν πώς να με αντιμετωπίσουν.
Κάθισαν μ’ ένα μου νεύμα στο θρανίο, μα – πριν περάσουν μερικά δευτερόλεπτα – ξανασηκώθηκαν και ξανακάθισαν. Οι πιο μάγκες, που ήταν όλοι Ρομά, βρίσκονταν στην αρχή σε κάποια σύγχυση. Ύστερα πήραν το θρασύ ύφος του μικρομέγαλου μάγκα, που κάλυπτε πιθανόν και την ενδόμυχη δειλία τους,
– Καθίστε!.. Καθίστε!.., είπα προσπαθώντας να κάνω ψύχραιμη τη φωνή μου.
Τ’ αγόρια χαμογέλασαν κι άρχισαν να σκουντιούνται με νόημα. Η ένταση είχε χαλαρώσει. Άρχισα να διαβάζω τα ονόματά τους απ’ τον κατάλογο που μας μοίρασε ο διευθυντής κι αφού τα διασταύρωσα, άρχισα να τους μοιράζω τα σχολικά τους βιβλία, που κουβαλούσαν από τάξη σε τάξη κάποια παιδιά μεγαλύτερα.
Όσο γινόταν το μοίρασμά τους, οι φωνές υψώθηκαν πάλι, αλλά εγώ ένιωθα λιγότερο τρωτή και έτοιμη ν’ αντιμετωπίσω τα τριάντα ζευγάρια μάτια. που στρέφονταν προς το μέρος μου με περιέργεια τα περισσότερα, άλλα επιθετικά, άλλα περιπαικτικά κι άλλα γοητευμένα.
”Ο λαιμός μου έχει στεγνώσει απ’ τις εκκλήσεις μου για ησυχία. Να έχω, τουλάχιστον, φωνή καθηγήτριας ή με βλέπουν από τώρα σαν του χεριού τους;” αναρωτήθηκα αγχωμένη και, μη βρίσκοντας άλλο τρόπο για να τους κρατήσω ήρεμους στα θρανία τους, κατέβηκα αποφασιστικά απ’ την έδρα και πήρα μια κιμωλία να γράψω στον πίνακα το θέμα της συζήτησής μας:
” ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΜΑΣ!..”
Ξαναστράφηκα ταραγμένη στην τάξη.
– Ας το σχολιάσουμε, είπα και χαμογέλασα ανακουφισμένη βλέποντας πως τους κίνησα πραγματικά το ενδιαφέρον και ήθελαν να μιλήσουν γι’ αυτό.
Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβω και όλα πήγαν καλά, ευτυχώς. Πλησίασα το παράθυρο κουρασμένη αφήνοντας να βάλουν στις σάκες τους τα βιβλία φλυαρώντας ελεύθερα, γιατί ήθελε δευτερόλεπτα για να χτυπήσει.
Ένα αγόρι με μπαλωμένο παντελόνι περνούσε έξω στο δρόμο μ’ ένα λαγήνι στο χέρι γεμάτο νερό.
” Θα’ ναι απ’ αυτά που σταμάτησαν το σχολείο, για να βοηθάνε στις δουλειές τους γονείς τους…”, σκέφτηκα λυπημένη.
Το βλέμμα μου στάθηκε στην αυλή του διπλανού σπιτιού, όπου μια παρέα μικρών παιδιών έπαιζε με τις λάσπες. Αναδυόταν μια περίεργη μυρωδιά απ’ το βάθος του κήπου, που μ’ έκανε να σμίξω απορημένη τα φρύδια μου, μη ξέροντας τι να υποθέσω. Η οικογένεια καθόταν ανακούρκουδα πάνω σ’ ένα λεπτό χαλί καλοκαιρινό και περίμενε να ψηθεί αυτό που έψηναν στη σούβλα.
Οι κουνουπιέρες του καλοκαιριού δεν είχαν μαζευτεί ακόμη προσφέροντας ένα παράξενο θέαμα, γιατί ενώ οι αθίγγανοι είχαν στην πλάτη τους την μικρή μονοκατοικία που τους είχε χτίσει – μαζί με άλλα η Χούντα – αυτοί προτιμούσαν να μένουν στα αντίσκηνα, κάτω απ’ τις αραχνοΰφαντες κουρτίνες, έχοντας τα μαγειρικά τους σε κοινή θέα, έτοιμα για να υποδεχτούν το ψητό.
Ανατρίχιασα αηδιασμένη και, με το βλέμμα καρφωμένο στη σούβλα, προσπαθούσα να καταλάβω τι έψηναν. Τότε ένας μαθητής μου Ρομά, καταλαβαίνοντας την απορία μου, με πλησίασε και μου είπε πως ήταν σκαντζόχοιρος το ζώο που τον σούβλιζαν, αφού προηγουμένως του είχαν αφαιρέσει το δέρμα μαζί με τ’ αγκάθια του.
Μόρφασα ανατριχιάζοντας ολόκληρη. Αλλά εκείνος γέλασε και μου είπε πως ήταν ωραίος μεζές. Άρχισαν τώρα να ξεθαρρεύουν και τ’ άλλα παιδιά περιμένοντας το κουδούνι, για να βγουν έξω. Κάποια με άγγιζαν με θαυμασμό λέγοντας ότι είμαι όμορφη κι ότι μυρίζω ωραία. Κάποια άλλα, πιο σοβαρά, μου έδειχναν το δαχτυλίδι του αρραβώνα τους με ύφος συνειδητοποιημένο.
Όταν χτύπησε το κουδούνι, πήραν θάρρος κι οι ντροπαλοί και έβρισκαν κάτι να πουν μεταξύ τους για μένα τρέχοντας για το διάλειμμα.
– Αυτή, ρε, είναι εκείνη που σ’ έλεγα. Δεν είναι καλή;
– Καλή δε λες τίποτα. Κι είναι νέα και όμορφη!..
– Πώς είπε πως την λένε;
– Νομίζω, Κρινιώ!.. Κρινιώ Καλογερίδου!.., απ’ ό,τι θυμάμαι…
– Κρινιώ; Τι παράξενο όνομα;
– Χα, χα, χα!.. Ναι είναι παράξενο και να δεις που θα την κάνουν μεγάλη καζούρα οι μεγάλοι της Τρίτης μ’ αυτό το όνομα….
– Δηλαδή; Τι λες να κάνουν;
– Μα θα γίνει τραγούδι στο στόμα τους ‘το κρινάκι του βουνού και του κάμπου!..’
– Ωωω!.. Καλά λες!… Ωραίο!… Και της ταιριάζει!.. Χι!.. Χ!.. Χι!..
– Ναι, είναι ωραίο!.. Και της ταιριάζει, δε λες τίποτα… Χα…, χα…, χα!.., συμφώνησε ο τελευταίος κι οι δυο μαζί εξαφανίστηκαν στρίβοντας, για να βγουν στην αυλή του σχολείου για το διάλειμμα.
Όταν άφησα πίσω μου την τάξη, πέρασα απ’ το γραφείο των καθηγητών, για να πάρω το πρόχειρο πρόγραμμα της επόμενης μέρας και να χαιρετήσω. Ύστερα κατευθύνθηκα με γοργό βηματισμό προς το αυτοκίνητο, που το είχα παρκάρει απέξω. Η πρωινή ζέστη είχε υποχωρήσει αρκετά κι άρχισε να φυσά ένα νοτισμένο αεράκι, που έφερνε στα ρουθούνια μου τον χνώτο της θάλασσας απ’ την μεριά της Χαλάστρας.
Στο δρόμο της επιστροφής για το σπίτι αναρωτιόμουν με αγωνία, αν θα μπορούσε να υποδεχθεί το σχολείο μας – έτσι όπως ήταν απροετοίμαστο – το πρώτο κύμα προσφύγων, που θα’ πρεπε να ενταχθεί το γρηγορότερο δυνατό στο ευρωπαϊκό πλαίσιο διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, όπως το ζητούσε το Υπουργείο, με βάση την ευρωπαϊκή οδηγία για τον σεβασμό στην ισοτιμία των πολιτισμών.
Ύστερα, εντελώς αναπάντεχα, θυμήθηκα τη συζήτηση που είχα κάποια στιγμή με τον υποδιευθυντή του σχολείου για τα κοινωνικά προβλήματα των Ρομά μαθητών μας.
”Πολλά απ’ τα τσιγγανόπουλα, Κρινιώ, πάσχουν από χρόνιες παθήσεις, κυρίως νεφρά και καρδιοπάθειες και δευτερευόντως από αναιμία, δερματικά και ουρολοιμώξεις”, μου είπε. ”Έπειτα είναι εκτεθειμένα στο AIDS και τα ναρκωτικά, επηρεάζονται από ανθρώπους της νύχτας και πέφτουν εύκολα θύματα μιας σπείρας κλεφτών που τους έχει ταράξει όλους εδώ πέρα, αφού έχουμε να δούμε αστυνομικό με το κιάλι…
” Ύστερα είναι και τ’ άλλο. Παντρεύονται μικρά αυτά τα παιδιά. Στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου τα περισσότερα είναι ήδη αρραβωνιασμένα κι αυτό έχει επιπτώσεις στη σωματική τους υγεία, μα προπάντων στην ψυχική. Κοντά σ’ αυτά τα προβλήματα είναι κι εκείνα που έχουν να κάνουν με τις οικογένειές τους. Πολλές απ’ αυτές είναι μονογονεϊκές και σ’ αυτές οι μητέρες έχουν να θρέψουν με λίγα λεφτά πολλά στόματα παιδιών από διαφορετικούς πατεράδες…
” Όλους αυτούς δεν τους έχει καταγράψει κανείς, φυσικά, και γι’ αυτό δεν μπορεί να τους αντιμετωπίσει σαν κοινωνικό πρόβλημα. Τους θυμούνται μόνο στις εκλογές, για να τους δώσουν φιλοδωρήματα και ελεημοσύνες εξαγοράζοντας εύκολα την ψήφο και τις συνειδήσεις τους, μια κι οι περισσότεροι απ’ τους Ρομά είναι αναλφάβητοι και γι’ αυτό πάντα εξαπατημένοι…”
– Και δεν υπάρχει καμιά ελπίδα, κύριε Βαρλά, να πάνε σχολείο με τη βοήθεια μας; Τον ρώτησα λυπημένη.
– Τι μπορούν να κάνουν είκοσι-τριάντα άνθρωποι, για να λύσουν προβλήματα χρόνων; Κάποια μικρά έξοδα για θέματα υγείας τα αναλαμβάνουμε εμείς, αλλά είναι σταγόνα στον ωκεανό, όπως βλέπεις. Πέρσι, τέτοιο καιρό, για παράδειγμα, μαζέψαμε χρήματα οι καθηγητές του σχολείου και πήραμε γυαλιά μυωπίας σ’ έναν καλό μαθητή μας της Τρίτης, που πέρασε Νομική και τώρα σπουδάζει!.., κατέληξε με καμάρι ο υποδιευθυντής και σταμάτησε εκεί τη συζήτηση, γιατί ήθελε να κατέβει στο Γραφείο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, για να ζητήσει αναπληρωτές που θα πλήρωναν τα κενά του σχολείου…
Περνούσα, θυμάμαι, με μικρή ταχύτητα και με συναίσθημα πίκρας απ’ τους δρόμους του Δενδροπόταμου με τα λιγοστά μαγαζιά και την εκκωφαντική ησυχία. Οι άνθρωποι στις αυλές με κοίταζαν φευγαλέα κι όσα παιδιά μ’ αναγνώριζαν με χαιρετούσαν ενθουσιασμένα.
Πού και πού έβλεπα μόνο να ξεπετάγονται λίγα νεοπλουτίστικα σπίτια, δίπλα στα πολλά χαμόσπιτα και τις τρώγλες. Κάποια παιδιά θρεμένα και καλοντυμένα έπαιζαν μπάλα σε αυλές με ψηλούς σιδερένιους φράχτες και μεγάλες αυλόπορτες, ενώ λίγα μέτρα πιο πέρα υπήρχαν χρήστες ναρκωτικών και άτομα παραβατικά, που έκαναν δοσοληψίες.
Ένας γύφτος με DATSUN με κορνάρισε χυδαιολογώντας, φορτωμένος εμπορεύματα για τις λαϊκές. Ένας άλλος με χαιρέτησε κόσμια με ανάταση του χεριού του. Ήταν ο γείτονας του σχολείου και μ’ αναγνώρισε. Μπήκα στον δρόμο για την έξοδο στην Μοναστηρίου.
Δεξιά κι αριστερά ήταν παρκαρισμένα ταπεινά αυτοκίνητα μπροστά από ταπεινά σπίτια και πανάκριβα αυτοκίνητα μπροστά από εντυπωσιακές, πολυτελείς μονοκατοικίες, που χτίστηκαν με μαύρα λεφτά απ’ τις παρανομίες που πήγαιναν κι έρχονταν στον Δενδροπόταμο χωρίς τέλος.
Μέχρι που έφτασαν – όπως έμαθα, αργότερα – οι εθελοντικές οργανώσεις του πατρός Αθηναγόρα Λουκατάρη, που μπήκαν στο γκέτο του Δενδροπόταμου και γλίτωσαν τα παιδιά απ’ τον αναλφαβητισμό και την εγκληματικότητα. Ο ‘Φάρος του κόσμου’ του Αθηναγόρα έγινε ο φάρος των κατοίκων της ξεχασμένης απ’ την πολιτεία περιοχής, η οποία άρχισε ν’ ανασαίνει και να επουλώνει τα τραύματά της δίνοντας το φιλί της ζωής και στην νεολαία της, που εξακολουθεί ν’ αντιμετωπίζει κοινωνικό αποκλεισμό διαρκείας.
Αυτά είναι τα παιδιά κανενός Θεού, που γεννήθηκαν για να γίνουν οι φτωχούληδες κι οι κολασμένοι της γης του. Ζουν ανάμεσά μας χρόνια τώρα, ακολουθώντας την κατηφορική πορεία της αυτοκαταστροφής τους. Είναι άνθρωποι υποτιμημένοι, υποβιβασμένοι, εξαθλιωμένοι οι περισσότεροι, που ζητιανεύουν τα ψίχουλα της Πολιτείας, για να επιβιώσουν.
Όμως ο βαθμός αντίδρασης αυτής τείνει, δυστυχώς, στο μηδέν και ταυτίζεται καθ’ οδόν με τον μιθριδατισμό της σημερινής κοινωνίας, που έμαθε να ζει με ακρωτηριασμένη τη συνείδηση, την ευαισθησία και την υπόστασή της…
Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)