Πολλές φορές γνωρίζουμε και χρησιμοποιούμε φράσεις χωρίς να ξέρουμε την προέλευσή τους. Η φράση έχει ταξιδέψει στον χρόνο, έχοντας αποκτήσει έναν συγκεκριμένο νόημα, χωρίς ωστόσο να είναι ξεκάθαρο από που ξεκίνησε. Όπως...
η φράση «κοράκιασα από την δίψα». Σημαίνει ότι το στόμα μας στέγνωσε εντελώς, κι ότι θα κάναμε τα πάντα για λίγο νερό.
Η προέλευση της φράσης λοιπόν βασίζεται σε έναν αρχαιοελληνικό μύθο. Ναι, τόσο παλιά είναι. Οι κάτοικοι λοιπόν μια μικρής πόλης της αρχαίας Ελλάδας, θέλησαν να προσφέρουν μια θυσία στο θεό Απόλλωνα. Κατά την διάρκεια των θυσιών, χρησιμοποιούσαν νερό από μια πηγή που θεωρούσαν «ιερό». Όμως αυτή η πηγή βρισκόταν ανάμεσα σε δύσβατα φαράγγια και ήταν δύσκολο να την πλησιάσεις.
Ξαφνικά από ένα δέντρο, ακούστηκε η φωνή ενός κόρακα. Πράγμα που εξέπληξε τους κατοίκους. Εκείνος προσφέρθηκε να πάει στην πηγή και να φέρει το «ιερό» νερό. Οι κάτοικοι το θεώρησαν καλή ιδέα, αφού ο κόρακας δεν θα δυσκολευόταν το ίδιο αν πήγαινε πετώντας.
Με τα γαμψά του νύχια, ο κόρακας άρπαξε την υδρία που του έδωσαν και έφυγε για την πηγή. Όταν έφτασε εκεί, είδε δίπλα από την πηγή μια συκιά. Λαίμαργος όπως ήταν, έφαγε μερικά σύκα, αλλά ήταν άγουρα. Αποφάσισε λοιπόν να περιμένει να ωριμάσουν, ξεχνώντας τον αρχικό λόγο που βρισκόταν εκεί.
Ξαφνικά από ένα δέντρο, ακούστηκε η φωνή ενός κόρακα. Πράγμα που εξέπληξε τους κατοίκους. Εκείνος προσφέρθηκε να πάει στην πηγή και να φέρει το «ιερό» νερό. Οι κάτοικοι το θεώρησαν καλή ιδέα, αφού ο κόρακας δεν θα δυσκολευόταν το ίδιο αν πήγαινε πετώντας.
Με τα γαμψά του νύχια, ο κόρακας άρπαξε την υδρία που του έδωσαν και έφυγε για την πηγή. Όταν έφτασε εκεί, είδε δίπλα από την πηγή μια συκιά. Λαίμαργος όπως ήταν, έφαγε μερικά σύκα, αλλά ήταν άγουρα. Αποφάσισε λοιπόν να περιμένει να ωριμάσουν, ξεχνώντας τον αρχικό λόγο που βρισκόταν εκεί.
Πέρασαν δυο μέρες, τα σύκα ωρίμασαν και έφαγε αρκετά. Τότε θυμήθηκε όμως τον πραγματικό λόγο που βρέθηκε εκεί. Προσπάθησε να σκεφτεί μια δικαιολογία. Είδε μπροστά του ένα φίδι. Γέμισε με νερό την υδρία, έπιασε το φίδι με το ράμφος του και ξεκίνησε για το δρόμο της επιστροφής.
Όταν έφτασε οι κάτοικοι τον ρώτησαν γιατί άργησε. Ο κόρακας είπε ότι το φίδι έπινε το νερό από την πηγή και εκείνη είχε αρχίσει να ξεραίνεται. Περίμενε λοιπόν μέχρι το φίδι να αποκοιμηθεί και τότε πήρε το νερό και το φίδι και τα έφερε σε αυτούς. Οι κάτοικοι τον πίστεψαν και σκότωσαν το μεγάλο φίδι με πέτρες και ξύλα.
Όμως το φίδι ήταν του θεού Απόλλωνα. Ο οποίος φυσικά θύμωσε με το ψέμα του κόρακα. Και τον τιμώρησε. Από τότε, κάθε φορά που ο κόρακας πήγαινε να πιει νερό από οποιαδήποτε πηγή, εκείνη στέρευε. Το μαρτύριο της δίψας του κράτησε για πάρα πολύ καιρό, μέχρι που ο θεός τον λυπήθηκε και τον έκανε αστέρι στον ουρανό.
Από τότε λόγω του μαρτυρίου του κόρακα, βγήκε η φράση «κοράκιασα από την δίψα», για κάποιον που διψάει και έχει φτάσει στα όρια του. Και η φράση κατάφερε να ταξιδέψει από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα.
Όταν έφτασε οι κάτοικοι τον ρώτησαν γιατί άργησε. Ο κόρακας είπε ότι το φίδι έπινε το νερό από την πηγή και εκείνη είχε αρχίσει να ξεραίνεται. Περίμενε λοιπόν μέχρι το φίδι να αποκοιμηθεί και τότε πήρε το νερό και το φίδι και τα έφερε σε αυτούς. Οι κάτοικοι τον πίστεψαν και σκότωσαν το μεγάλο φίδι με πέτρες και ξύλα.
Όμως το φίδι ήταν του θεού Απόλλωνα. Ο οποίος φυσικά θύμωσε με το ψέμα του κόρακα. Και τον τιμώρησε. Από τότε, κάθε φορά που ο κόρακας πήγαινε να πιει νερό από οποιαδήποτε πηγή, εκείνη στέρευε. Το μαρτύριο της δίψας του κράτησε για πάρα πολύ καιρό, μέχρι που ο θεός τον λυπήθηκε και τον έκανε αστέρι στον ουρανό.
Από τότε λόγω του μαρτυρίου του κόρακα, βγήκε η φράση «κοράκιασα από την δίψα», για κάποιον που διψάει και έχει φτάσει στα όρια του. Και η φράση κατάφερε να ταξιδέψει από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα.