Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

Εμμανουήλ Παπάς: Ο πάμπλουτος και ανιδιοτελής ήρωας που ηγήθηκε της Επανάστασης στη Χαλκιδική το 1821

 
   

Η καταγωγή του Εμμανουήλ Παπά – Πώς απόκτησε την τεράστια περιουσία του που πρόσφερε για τις ανάγκες του Αγώνα – Η επαναστατική του δράση στη Χαλκιδική, το άδοξο τέλος της και ο θάνατος του

Η...  


 

Επανάσταση του 1821 ανέδειξε πολλούς και σημαντικούς ήρωες που διακρίθηκαν στα πεδία των μαχών σε στεριά και θάλασσα. Υπήρξαν όμως και άλλοι που μπορεί να μην απέκτησαν την αίγλη των παραπάνω ηρώων, ωστόσο πρόσφεραν πάρα πολλά στον Αγώνα , ξοδεύοντας σχεδόν ολόκληρη την περιουσία που είχαν αποκτήσει τα προηγούμενα χρόνια για τις ανάγκες της Επανάστασης. Ανάμεσά τους, μία από τις κορυφαίες θέσεις κατέχει αναμφίβολα ο Σερραίος Εμμανουήλ Παπάς. Σε αυτόν τον ανιδιοτελή ήρωα του 1821 θα αφιερώσουμε το σημερινό μας άρθρο, μετά και από επιθυμία αναγνώστη μας. Σκοπεύαμε είναι η αλήθεια να γράψουμε για τον μεγάλο αυτό πατριώτη, αλλά επισπεύσαμε το άρθρο.

Να σημειώσουμε εδώ ότι ενώ σε όλες σχεδόν τις πηγές ο συγκεκριμένος ήρωας αναφέρεται ως Εμμανουήλ Παπάς, ο Δήμος της Μακεδονίας που φέρει το όνομά του σήμερα ονομάζεται Δήμος Εμμανουήλ Παππά (με δύο «π»). Στο κείμενο θα ακολουθήσουμε πάντως την γραφή με ένα «π».  



 

Ποιος ήταν ο Εμμανουήλ Παπάς;

Ο Εμμανουήλ Παπάς γεννήθηκε στο χωριό Δοβίστα Σερρών (σήμερα Εμμανουήλ Παπάς) το 1772. Ο πατέρας του Δημήτριος ήταν ένας από τους πλουσιότερους και πιο διακεκριμένους προύχοντες της περιοχής των Σερρών, ενώ η μητέρα του Βασιλική καταγόταν από αρχοντική οικογένεια. Ο πατέρας του, πολύ νέος στην ηλικία χειροτονήθηκε ιερέας και απέκτησε το αξίωμα του Οικονόμου. Έτσι, προήλθε το οικογενειακό επώνυμο Παπάς, που διατήρησε ο ήρωας του 1821.

Μετά τις βασικές γραμματικές γνώσεις στη γενέτειρά του, ο Εμμανουήλ Παπάς πήγε στις Σέρρες και σπούδασε στην εκεί φημισμένη Σχολή. Σύντομα όμως ανέπτυξε μεγάλη εμπορική δραστηριότητα στις Σέρρες και αναδείχθηκε σε μεγαλέμπορο και τραπεζίτη με καταστήματα στη Βιέννη, την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη. Η μεγάλη οικονομική του άνεση του επέτρεψε να κάνει σημαντικές δωρεές για κοινωφελείς σκοπούς στην πατρίδα του. Ο ακέραιος χαρακτήρας του είχε σαν αποτέλεσμα να αποκτήσει άριστες σχέσεις με τον βαλή των Σερρών, Ισμαήλ μπέη και να βοηθάει τους Χριστιανούς της περιοχής. Μάλιστα, από το 1810 είχε αναλάβει τη διαχείριση των οικονομικών και περιουσιακών υποθέσεων του Ισμαήλ μπέη, ενώ μετά από τη μεσολάβησή του στον σουλτάνο πέτυχε ο μητροπολίτης Σερρών να δικάζει τις διαφορές μεταξύ Χριστιανών.

Όταν όμως πέθανε ο Ισμαήλ (1814), ο γιος του Γιουσούφ, σπάταλος και άσωτος, άρχισε να δανείζεται από τον Εμμανουήλ Παπά μεγάλα χρηματικά ποσά και καθώς έβλεπε ότι δεν μπορούσε να τα ξεπληρώσει, σχεδίαζε να τον δολοφονήσει. Ο Εμμανουήλ Παπάς, που από τον γάμο του με τη Φαίδρα, κόρη αρχοντικής οικογένειας απέκτησε 11 παιδιά, μαζί με τον γιο του Γιάννη και λίγους Σερραίους αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη, αφήνοντας την προστασία της οικογένειάς του στον Μητροπολίτη Χρύσανθο. Στην Πόλη γνωρίστηκε με εξέχοντες φιλικούς και το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Κωνσταντίνο Παπαδάτο. Αρχικά, πρόσφερε 1.000 γρόσια για τους σκοπούς της Επανάστασης, ενώ όταν κατόρθωσε να εισπράξει μέσω της Πύλης μεγάλο μέρος από το χρέος του Γιουσούφ μπέη (500.000 χρυσές δραχμές), το διέθεσε όλο για τον Αγώνα. Στο μεταξύ ήρθε σε επαφή με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, από τον οποίο έλαβε εντολή να προετοιμάσει την εξέγερση στη Μακεδονία.

Για τον σκοπό αυτό αλληλογραφούσε με τον Μητροπολίτη Σερρών Χρύσανθο (Φιλικό και μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως), καθώς και με ομοϊδεάτες του Αγιορείτες μοναχούς. Παράλληλα, αγόραζε στην Κωνσταντινούπολη όπλα και πολεμοφόδια. Μάλιστα σχεδίαζε να οργανώσει δολοφονική επίθεση εναντίον του σουλτάνου, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε λόγω προδοσίας.



 

Η επανάσταση στη Χαλκιδική υπό τον Εμ.Παπά

Λίγο πριν την Επανάσταση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ο Υψηλάντης όρισε τον Εμμανουήλ Παπά πολιτικό αρχηγό του αγώνα στη Χαλκιδική, ενώ τη στρατιωτική ηγεσία του ανέλαβε ο Ιωάννης Φαρμάκης. Μετά την εξέλιξη όμως των γεγονότων στη Μολδοβλαχία, ο Παπάς ανέλαβε και τους δύο τομείς. Τον Μάρτιο του 1821 ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη έχοντας φορτώσει τα πολεμοφόδια που είχε συγκεντρώσει στο πλοίο του Χατζή Αντώνη Βισβίζη και στο τέλος του μήνα έφτασε στο Άγιο Όρος, το οποίο θεωρούσε ως το καταλληλότερο ορμητήριο, λόγω της φυσικής του οχύρωσης και της παρουσίας στον Άθω 3.000 μοναχών.

Το έργο του Παπά ήταν πολύ δύσκολο, καθώς βρισκόταν κοντά στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και περιστοιχισμένος από ισχυρές τουρκικές φρουρές. Παρόλα αυτά, με ορμητήριο τη Μονή Εσφιγμένου ξεκίνησε τις επαναστατικές ενέργειες, που σύντομα καρποφόρησαν. Από τους 3.900 αγωνιστές, οι 1.000 ήταν Αθωνίτες μοναχοί (καθώς φυσικά δεν μπορούσαν όλοι οι μοναχοί να πολεμήσουν, λόγω ηλικίας κλπ.), οι οποίοι είχαν επικεφαλής τον Θεόφιλο Βατοπεδινό, τον Γρηγόριο Κουτλουμουσιανό, τον Λαυριώτη Ναθαναήλ, τον Εσφιγμενίτη Ευθύμιο, τον Ξενοφωντικό Γεδεών και τον Χιλανδαρινό Ησαΐα (τα «επίθετα» των μοναχών, προέρχονται από τη μονή όπου διαβίωνε ο καθένας). Οι δυνάμεις αυτές χωρίστηκαν σε δύο σώματα.

Το ένα, που το αποτελούσαν μοναχοί και επαναστάτες από τα γύρω χωριά, βρισκόταν υπό τις διαταγές του Εμμανουήλ Παπά και το άλλο, υπό τις διαταγές του οπλαρχηγού Χάψα, από τα Παζαράκια της Κασσάνδρας, με τον οποίο συνεργάζονταν ο καπετάν Δουμπιώτης, ο Βασιλικός και ο Άγγελος.



Ο Παπάς, ξεκίνησε τη δράση του από την Ιερισσό, την οποία και κατέλαβε την 1η Ιουνίου. Στη συνέχεια, κατευθύνθηκε στα Μαντεμοχώρια (χωριά προς την ακτή των κόλπων Ιερισσού και Στρυμονικού, περίφημα από την αρχαιότητα για τα μεταλλεία τους). Όλοι μαζί κατευθύνθηκαν στον Κάμπο της Παζαρούδας και της Νέας Απολλωνίας (τότε Εγρή Μπουτζάκ). Οι Έλληνες, νίκησαν τον Αγκούς αγά κοντά στην Αγία Παρασκευή και κατέλαβαν τη Γαλάτιστα και τα Βασιλικά. Με τη βοήθεια του Χάψα, άλλων οπλαρχηγών και των κατοίκων των Βασιλικών, καταδίωξαν τον Αγκούς αγά και τον Τσιρίμπαση Χασάν αγά ως το Σέδες (στη περιοχή της σημερινής Θέρμης).

Οι Τούρκοι άρχισαν ν’ ανησυχούν έντονα. Ο βαλής της Θεσσαλονίκης Γιουσούφ μπέης, ζήτησε βοήθεια. Η σημαντικότερη, ήρθε από τον Χατζή Μεχμέτ Μπαϊράμ πασά, ο οποίος από την Καλλίπολη και την Ανατολική Θράκη, έφτασε στα στενά της, γνωστής και σήμερα Ρεντίνας, τα οποία ως τη Νέα Απολλωνία, κατείχαν οι Έλληνες.

Ο Εμμανουήλ Παπάς, βλέποντας τον κίνδυνο, αποφάσισε να καταφύγει με τους άνδρες του στο όρος της Χαλκιδικής Χολομώντας. Ωστόσο, το τουρκικό ιππικό που το αποτελούσαν 3.000 άνδρες, πρόλαβε την οπισθοφυλακή των Ελλήνων και τη διέλυσε. Ανάμεσα στους νεκρούς, ήταν και ο οπλαρχηγός Βασιλικός. Κατά την προσφιλή τακτική τους, οι Τούρκοι άρχισαν να καίνε ελληνικά χωριά και να σφάζουν τους κατοίκους τους.
Αφού πέρασε από την Αρναία, ο Μπαϊράμ πασάς έφτασε στη Θεσσαλονίκη και κήρυξε γενική επιστράτευση, συγκεντρώνοντας 30.000 πεζούς και 5.000 ιππείς. Ο Παπάς κατέφυγε στον Πολύγυρο και όσοι μοναχοί σώθηκαν, γύρισαν στο Άγιο Όρος. Οι Έλληνες είχαν έλλειψη πυρομαχικών, δεν ήταν καλά οργανωμένοι, ενώ δεν βοηθήθηκαν από τον Δ. Υψηλάντη και τους Υδραίους, αν και ο Παπάς είχε ζητήσει από τις αρχές Ιουνίου τη βοήθειά τους.




 

Στο μεταξύ, ο Μπαϊράμ πασάς πλησίαζε απειλητικά τα Βασιλικά. Οι Επαναστάτες, καθώς δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους στην κοιλάδα των Βασιλικών, αποφάσισαν να στείλουν τα γυναικόπαιδα για ασφάλεια στη μονή της Αγίας Αναστασίας, μεταξύ Βασιλικών και Γαλάτιστας. Όμως, ο Αχμέτ Μπέης των Γιαννιτσών έφτασε στα Βασιλικά πριν φύγουν τα γυναικόπαιδα. Οι άνδρες του επιδόθηκαν σε σφαγές, αιχμαλωσίες, λεηλασίες και πυρπολήσεις σπιτιών της κωμόπολης.
Ακολούθησε σφοδρή σύγκρουση κοντά στα Βασιλικά. Ο Μπαιράμ πασάς, χάρη στην υπεροπλία του σε έμψυχο δυναμικό, νίκησε τον ηρωικό οπλαρχηγό Χάψα, που έπεσε στο πεδίο της μάχης μαζί με 62 άνδρες του. Όσοι Έλληνες σώθηκαν, κατευθύνθηκαν στον Πολύγυρο και τη Βάβδο.

Οι Τούρκοι, έχασαν εκατοντάδες άνδρες, όμως είχαν μεγάλες εφεδρείες. Μετά τη μάχη στα Βασιλικά, έκαψαν τη Γαλάτιστα και στη συνέχεια τη Βάβδο και τον Πολύγυρο. Από αμερικανικά αρχεία, πληροφορούμαστε ότι μεταξύ 1ης και 15ης Ιουλίου 1821, πουλήθηκαν (σε σκλαβοπάζαρα κλπ.) στη Θεσσαλονίκη, 150 γυναικόπαιδα από τη Γαλάτιστα και τα Ραβνά και αργότερα, άλλα 500! Οι ελλείψεις σε τρόφιμα, λόγω των πυρπολήσεων των οικισμών της Χαλκιδικής, είχαν σαν αποτέλεσμα να ενσκήψουν σοβαρές επιδημίες μεταξύ των Ελλήνων, οι οποίοι, έχοντας λιγοστά πολεμοφόδια, περιορίστηκαν σε άμυνα.

Η επανάσταση στην Κασσάνδρα – Η βοήθεια στους Έλληνες από τη θάλασσα και τη Θεσσαλία.

Ο Εμμανουήλ Παπάς, άρχισε να οργανώνει την αντίσταση στη διώρυγα της Ποτίδαιας. Σταδιακά, άρχισαν να καταφθάνουν ενισχύσεις από στεριά και θάλασσα, που αναπτέρωσαν το ηθικό των Ελλήνων. Συγκεκριμένα, ήρθαν 400 άνδρες από τη Θεσσαλία, με επικεφαλής τους Μήτρο Λιάκο και Κωνσταντίνο Μπίνο. Παράλληλα, έφτασαν δύο πλοία απ’ τα Ψαρά και δύο απ’ τη Λήμνο, που μαζί μ’ ένα από τη Χαλκιδική, που πρόσφεραν πολύτιμη βοήθεια στους επαναστάτες επιτηρώντας τις ακτές και αναγκάζοντας δύο πλοία του μπέη της Θεσσαλονίκης, να προσαράξουν στη στεριά.





Επίσης, έφτασαν άλλοι 200 Θεσσαλοί αγωνιστές, με επικεφαλής τον αρματολό των Πιερίων, καπετάν Διαμαντή. Συνολικά, ο Εμμανουήλ Παπάς, κατάφερε να συγκεντρώσει 2.000 άνδρες στην Κασσάνδρα. Ο καπετάν Διαμαντής, με τον πρόκριτο της Κασσάνδρας Χατζηχριστοδούλου, πέτυχαν δύο σημαντικές νίκες επί του Αχμέτ Μπέη κατά το πρώτο 15νθήμερο του Ιουλίου. Σε λίγες μέρες, έφτασαν από τη Σάμο στην Κασσάνδρα 11 ψαριανά πλοία με πολεμοφόδια και οι επαναστάτες μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν καλύτερα τους Τούρκους. Μάλιστα, στις αρχές Αυγούστου, με μία αιφνιδιαστική επίθεση κοντά στον Άγιο Μάμαντα, σκότωσαν 300 Οθωμανούς. Αντίθετα, στο Άγιο Όρος, μετά τη σφαγή των Βασιλικών υπήρξε κλίμα ηττοπάθειες και διχασμός.

Το τέλος της επανάστασης στην Κασσάνδρα

Παρά τις ηρωικές προσπάθειες του Εμμανουήλ Παπά και τις σημαντικές επιτυχίες, τα πράγματα στην Κασσάνδρα ήταν πολύ δύσκολα. Στα μέσα Σεπτεμβρίου, 600 Έλληνες προσπάθησαν να χτυπήσουν τους Τούρκους από τα νώτα, όμως το σημείο της απόβασής τους προδόθηκε και πολλοί σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Ο Παπάς έστειλε τον καπετάν Κότα στο Ελευθεροχώρι για να ζητήσει βοήθεια από τους οπλαρχηγούς του Ολύμπου και άλλους απεσταλμένους στον Υψηλάντη, την Ύδρα και τα Ψαρά. Όχι μόνο όμως δεν έφτασε βοήθεια στην Κασσάνδρα, αλλά και τα ψαριανά πλοία αποχώρησαν, καθώς δεν καταβάλλονταν οι μισθοί των πληρωμάτων. Στα τέλη Σεπτεμβρίου, η κατάσταση στην Κασσάνδρα ήταν τραγική, ενώ υπήρξαν και διαρροές πολλών στρατιωτών. Οι εκκλήσεις του Παπά προς τους ηγουμένους των μονών του Αγίου Όρους να συνεισφέρουν οικονομικά, έπεσαν στο κενό.





Στο μεταξύ, νέος βαλής Θεσσαλονίκης ανέλαβε ο ικανός Εμπού Λουμπούτ ή Απ Λουβούτ, ενισχυμένος με νέες δυνάμεις και έχοντας σουλτανικό φιρμάνι με «πλήρη ανεξαρτησίαν δράσεως» (29/9/1821). Έστειλε αρχικά ένα απόσπασμα 3.500 πεζών και ιππέων εναντίον των ελληνικών δυνάμεων, ενώ στη συνέχεια, βάδισε ο ίδιος επικεφαλής 14.000 ανδρών, εναντίον των Ελλήνων της Κασσάνδρας και του Αγίου Όρους, που ήταν μόλις 600 (κατά τον Φιλήμονα) ή 1.400, σύμφωνα με άλλες πηγές. Ωστόσο, οι λιγοστοί επαναστάτες, αντιμετώπισαν με επιτυχία την πρώτη τουρκική επίθεση και αρνήθηκαν τις προτάσεις του Λουμπούτ για κατάθεση όπλων και υποταγή, με αντάλλαγμα αμνηστία.

Η δεύτερη τουρκική επίθεση όμως, το ξημέρωμα της 30ης Οκτωβρίου, ήταν οδυνηρή. Παρά το ότι και πάλι οι Έλληνες αντιμετώπισαν την πρώτη τουρκική επίθεση, ο Λουμπούτ εξαπέλυσε γενική έφοδο, ενώ 1.000 Τούρκοι κατάφεραν να επιχωματώσουν την αμυντική τάφρο των Ελλήνων και να περάσουν στη χερσόνησο, εξουδετερώνοντας τους λιγοστούς ηρωικούς άνδρες του Χατζηχριστοδούλου. Τα ¾ των Ελλήνων αγωνιστών σκοτώθηκαν. Οι Τούρκοι ξέσπασαν στον άμαχο πληθυσμό της Κασσάνδρας. Μόνο 200 οικογένειές της, πρόλαβαν να φύγουν για τη Σκιάθο, τη Σκόπελο, τη Σκύρο και άλλα νησιά…





Η υποταγή του Αγίου Όρους

Ο Εμμανουήλ Παπάς, κατέφυγε στο Άγιο Όρος, πιστεύοντας ότι εκεί μπορούσε να οργανώσει νέα εστία αντίστασης. Όμως πολλοί μοναχοί και, κυρίως, οι προεστοί της Κοινής Συνάξεως, ήταν έτοιμοι να υποταχθούν. Απελευθέρωσαν μάλιστα τον Τούρκο ζαμπίτη(<τουρκ. zabit=επόπτης, επιτηρητής), που ήταν αιχμάλωτός τους. Όπως προκύπτει από έγγραφο του επαναστάτη μοναχού Νικηφόρου Ιβηρίτη οι ηγούμενοι των περισσότερων μονών είχαν αποφασίσει, σε μυστική σύσκεψη στη Μονή Κουτλουμουσίου, να παραδώσουν στους Τούρκους τον Παπά, τον αρχιμανδρίτη της Μονής Εσφιγμένου Κύριλλο, τον ίδιο τον και άλλους. Σε ανταπόδοση, ο βαλής θα τους χορηγούσε αμνηστία. Ευτυχώς, οι Τούρκοι ανέθεσαν στον Κύριλλο να συλλάβει τον Παπά. Στις 9 Νοεμβρίου 1821, ο Παπάς, ο Κύριλλος και μερικοί αγωνιστές, επιβιβάστηκαν σε πλοίο με προορισμό την Ύδρα, απ’ όπου σκόπευαν να συνεχίσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον Αγώνα.

Στο μεταξύ, απεσταλμένοι από το Άγιο Όρος, πήγαν στην Κασσάνδρα για να δηλώσουν υποταγή. Ο βαλής Μεχμέτ Εμίν, που από τα μέσα Δεκεμβρίου εγκατέστησε φρουρά στον Άθω, τους ζήτησε να υποβάλουν στον σουλτάνο αίτηση συγγνώμης και αμνηστίας και παράλληλα, να καταβάλουν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για διατροφή του τουρκικού στρατού. Η αίτηση κατατέθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1822 και το φιρμάνι του σουλτάνου, με ταπεινωτικούς όρους για το Άγιο Όρος και τους μοναχούς, που έγιναν όμως δεκτοί, ήρθε στις 7 Φεβρουαρίου. Έτσι έληξε η Επανάσταση στη Χαλκιδική. Πολλές ήταν οι ανθρώπινες απώλειες, αλλά τεράστιες και οι υλικές καταστροφές 78 ελληνικά χωριά, ανάμεσά τους και τα Μαντεμοχώρια και 59 αγιορείτικα μετόχια κάηκαν, ενώ 3.014 ζευγάρια βοδιών «αροτριώντων» χάθηκαν.



 

Ο οικισμός Εμμανουήλ Παπάς


Το τέλος του Εμμανουήλ Παπά

Στο μεταξύ κι ενώ το πλοίο που μετέφερε τον Εμμανουήλ Παπά και τους συναγωνιστές του προς την Ύδρα, βρισκόταν στον Καφηρέα (5/12/1821), ο Σερραίος ήρωας έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Ύδρα και τάφηκε με τιμές Αρχιστράτηγου. Το 1843, το όνομά του αναρτήθηκε στο Ελληνικό Βουλευτήριο, ανάμεσα σ’ εκείνα των πρωταγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης. Τα οστά του, μεταφέρθηκαν το 1971 και εναποτέθηκαν κάτω από τον ανδριάντα του, στην Κεντρική Πλατεία των Σερρών.

Από τα έντεκα παιδιά του, οχτώ ήταν αγόρια και τρία κορίτσια. Τρεις γιοι του σκοτώθηκαν στον Αγώνα. Ο Αθανασάκης (γεν. 1794), αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα το 1826, ο Γιαννάκης (γεν. 1798), πολέμησε δίπλα στον Παπαφλέσσα και σκοτώθηκε στο Μανιάκι (1825), ενώ ο Νικολάκης (γεν. 1803), σκοτώθηκε στη μάχη του Καματερού της Αττικής (1827), στην οποία είχαμε αναφερθεί εκτενώς πριν λίγο καιρό. Ο Εμμανουήλ Παπάς, υπήρξε μία από τις αγνότερες και ηρωικότερες μορφές του 1821. Ξόδεψε την τεράστια περιουσία του για τον Αγώνα, κράτησε ζωντανή για έξι μήνες την Επανάσταση στη Χαλκιδική, χωρίς καμία σχεδόν βοήθεια και εμφύσησε το πατριωτικό πνεύμα του στα παιδιά του, τρία από τα οποία σκοτώθηκαν στη διάρκεια του Αγώνα.

Θεωρούμε, ότι δεν έχει ως τώρα την αναγνώριση που του αρμόζει και ελπίζουμε, το άρθρο αυτό να ξυπνήσει μερικούς από τους, μονίμως, μακαρίως κοιμωμένους ιθύνοντες, για να αναδείξουν τον αγνό και ανιδιοτελή αυτό Σερραίο ήρωα του ’21.

ΥΓ. Έχουμε στη διάθεση μας, πολλά ακόμα στοιχεία για τον Εμμανουήλ Παπά και την επανάσταση στη Χαλκιδική, τα οποία είναι αδύνατο να παραθέσουμε σε ένα μόνο άρθρο.


Πηγές:
• ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, τόμος 8
• ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τ. ΙΒ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ