Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

Αθήνα 1963: Τον πυροβόλησε 5 φορές - «Φόνος δια ασήμαντον αφορμή»



    Η πόρτα του Ληξιαρχείου έκλεισε στις 12 το μεσημέρι. Δεν θα εξυπηρετούσε άλλους. Ο αστυνομικός που βρισκόταν στην πόρτα του Ληξιαρχείου είχε στυλώσει τα πόδια και δεν επέτρεπε σε κανέναν να περάσει. Λίγα λεπτά αργότερα η πόρτα θα ανοίξει, ο κόσμος θα μπει μέσα και ο 42χρονος υποδιευθυντής του Ληξιαρχείου θα πέσει νεκρός από πέντε σφαίρες.

Στο...  

 
ληξιαρχείο της Αθήνας προσέρχονταν καθημερινά εκατοντάδες πολίτες οι οποίοι όμως λόγω του μη επαρκούς προσωπικού, δεν ήταν δυνατόν εξυπηρετηθούν μέχρι τις 12 το μεσημέρι, οπότε και έκλεινε εξωτερική θύρα και απαγορευόταν η είσοδος στους πάντες. Εκείνοι που δεν εξυπηρετούνταν κάθε φορά διαμαρτύρονταν, όπως ήταν φυσικό και ζητούσαν από τους υπαλλήλους να τους επιτραπεί η είσοδος, διότι θα ήταν αδύνατον επανέλθουν την επόμενη μέρα. Προκειμένου να προβλεφθεί η παραβίαση της εισόδου, ο ληξίαρχος ζητούσε πάντοτε την βοήθεια του οικείου αστυνομικού τμήματος, ο διοικητής του οποίου έστελνε πάντοτε ένα στην φύλακα για να μην επιτρέψει την είσοδο μετά το κλείσιμο της θύρας.

Αυτό ακριβώς συνέβη και ένα αυγουστιάτικο μεσημέρι του 1963. Εκείνη την ημέρα από το Αστυνομικό Τμήμα είχαν στείλει έναν 29χρονο αστυφύλακα, που ήταν και σπουδαστής της ανώτατης εμπορικής σχολής. Την στιγμή κατά την οποία έφτασε στο ληξιαρχείο, έξω από την πόρτα βρίσκονταν περισσότερα από 30 άτομα, τα οποία ζητούσαν να τους επιτραπεί η είσοδος. Στην επίμονη άρνηση του αστυφύλακα, γράφει το newsbomb, οι περισσότεροι από αυτούς αποχώρησαν αλλά παρέμειναν περίπου 15 άτομα που επέμειναν στο αίτημα τους. Ο αστυνομικός αρνήθηκε να επιτρέψει την είσοδο και κάποιοι από αυτούς που βρίσκονταν απ’ έξω άρχισαν να λογομαχούν μαζί του. Λίγο αργότερα έφτασε στην είσοδο του ληξιαρχείου και ένας αξιωματικός της αεροπορίας, ο οποίος ζήτησε από τον αστυφύλακα να του επιτρέψει την είσοδο, διότι λόγω της υπηρεσίας του δεν ήταν δυνατόν να επανέλθει κάποια άλλη στιγμή.

Ο αστυνομικός επανέλαβε τις εντολές που είχε λάβει, εξηγώντας στον αξιωματικό ότι δεν θα του επιτραπεί η είσοδος. Εκείνη τη στιγμή πλησίασε και ένας δημόσιος υπάλληλος, όποιος για τους ίδιους λόγους, ζήτησε να μπει μέσα στο ληξιαρχείο, αλλά έλαβε ακριβώς την ίδια απάντηση. Ωστόσο, τόσο εκείνος όσο και ο αξιωματικός της αεροπορίας δεν το έπαιρναν απόφαση και δεν έλεγαν να απομακρυνθούν από την πόρτα.

Λίγο αργότερα στην παρέα των δύο προστέθηκε και μία έγκυος γυναίκα, ζητώντας επίσης να εισέλθει. «Χάνετε τα λόγια σας, δεν πρόκειται να αφήσω κανέναν, αφού ούτε τις εντολές έχω. Δεν έχω καμία όρεξη να τα βάλω με τον ληξίαρχο. Πάρτε τον στο τηλέφωνο και αν μου δώσει εντολή, τότε περάστε όλοι» είπε ο αστυνομικός ξεσηκώνοντας το πλήθος που άρχισε να του φωνάζει: «Δεν την λυπάσαι στην κατάσταση που βρίσκεται; Ντροπή!» φώναζαν όλοι μαζί.

Η κατάσταση δεν άργησε να παρεκτραπεί, καθώς ο αστυνομικός άρχισε να λογομαχεί με τον αξιωματικό της αεροπορίας και στη συνέχεια το πλήθος έπεσε πάνω στην πόρτα και την άνοιξε. «Τι συμβαίνει; Τι θόρυβος είναι αυτός; Δεν είπαμε ότι δεν επιτρέπεται σε κανέναν είσοδος; Πως τους αφήσατε;» είπε αλαφιασμένος ο υποδιεύθυντης του Ληξιαρχείου που βρισκόταν μέσα εκείνη τη στιγμή.

«Δεν τους άφησα, μπήκαν με τη βία, δεν μπόρεσα να τους κρατήσω» απάντησε ο αστυνομικός, με τον υποδιευθυντή να συνεχίζει την επίπληξη: «Όταν δεν μπορείς, αγαπητέ μου, να εκτελέσεις τις διαταγές που παίρνεις τότε να φύγεις, να έρθει άλλος στη θέση σου. Δεν μπορούμε να κάνουμε τη δουλειά μας, όταν εσύ κάνεις του κεφαλιού σου!».

Ο υποδιευθυντής κατευθύνθηκε προς το γραφείο του με σκοπό να καλέσει στο τηλέφωνο τον αστυνομικό διευθυντή και να ζητήσει αντικατάσταση του αστυνομικού που του είχαν στείλει. «Σας παρακαλώ μην καλέστε το διοικητή μου και του διαμαρτυρηθείτε γιατί θα με τιμωρήσει» είπε ο αστυνομικός, αλλά ο 42χρονος ληξίαρχος ήταν άκαμπτος.

Κατευθύνθηκε στο γραφείο του, άνοιξε τον τηλεφωνικό κατάλογο και σημειώσε στο καρνέ του τον αριθμό τηλεφώνου του Β’ αστυνομικού τμήματος. Αμέσως επικοινώνησε με το διοικητή του τμήματος αστυνόμο κ. Σωτηρόπουλο στον οποίο εξέθεσε τα συμβάντα και ζήτησε την αντικατάσταση του αστυφύλακα, ως ακατάλληλου για την υπηρεσία αυτή. Μόλις κατέβασε το ακουστικό, δεν πέρασαν πάρα λίγα δευτερόλεπτα, και ακούστηκαν πέντε πυροβολισμοί. Οι τέσσερις σφαίρες πέτυχαν τον ληξίαρχο, που έπεσε νεκρός, ενώ η μία χτύπησε έναν πολίτη που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο γραφείο.

Έπειτα από λίγες ημέρες, όταν ο αστυνομικός κλήθηκε να συμμετάσχει στην αναπαράσταση του εγκλήματος, έπεσε στο πάτωμα και ξέσπασε σε κλάματα, κρατώντας με τα δυο του χέρια το κεφάλι του. «Δεν μπορώ! Δεν αντέχω να βλέπω αυτό το μέρος. Τι με φέρατε εδώ; Θα πεθάνω, δεν αντέχω άλλο» φώναξε.

Μόλις συνήλθε, η αναπαράσταση προχώρησε κανονικά. «Όταν ο ληξίαρχός τελείωσε το τηλεφώνημα, εγώ τον παρακάλεσα να ανασκευάσει τα όσα είπε στο διοικητή μου γιατί ήταν εντελώς άδικα. Η απάντηση του όμως ήταν πως είμαι ανίκανος και θα με ανέφερε και εγγράφως για να με στείλουν στο χωριό μου να βόσκω γίδια. Τότε τον έπιασα από το δεξί χέρι και τον παρακαλούσα να ξαναπάρει το ακουστικό. Ήταν σωματώδης και δεν μπορούσα να τον τραβήξω να τον φέρω στο τηλέφωνο για να ξανά τηλεφωνήσει. Μου είπε επίσης ότι θα πάθω ακόμη περισσότερα, για να μάθω να κάνω τη δουλειά μου. Όταν δε, του έπιασα το χέρι, τότε έγινε θηρίο και με χτύπησε στο δεξί ώμο» περιέγραψε ο αστυνομικός.

Λίγες ημέρες αργότερα, ενώπιον του ανακριτή υποστήριξε ότι τον προσέβαλε και για αυτό αντέδρασε. «Τι σε θέλω τότε, αφού είσαι ανίκανος να κάνεις αυτή τη δουλειά; Γιατί δε σε βάζουν σε κανένα γραφείο να κάνεις τον γραφιά;» υποστήριξε ο αστυνομικός πως του είπε το θύμα, μπροστά στον κόσμο. Αυτός ο ισχυρισμός του δράστη δημιούργησε ερωτηματικά ως προς τα πραγματικά αίτια του φόνου, αφού οι παρατηρήσεις του θύματος προς τον αστυνομικό δεν θεωρήθηκαν ικανές για να οδηγήσουν κάποιον στο έγκλημα.

Τον Μάρτιο του 1964 ο 29χρονος κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείο κατηγορούμενος για τη δολοφονία του 42χρονου. Από το βήμα του μάρτυρα πέρασαν υπάλληλοι του Ληξιαρχείου αλλά και πολίτες οι οποίοι άθελά τους έγιναν αυτόπτες μάρτυρες της εν ψυχρώ δολοφονίας. Ένας αντισυνταγματάρχης ήταν ο άνθρωπος που κατάφερε να αφοπλίσει τον αστυνομικό. «Όρμησα επάνω του και κατάφερα να του πάρω το όπλο και τότε εκείνος κλαίγοντας μου είπε: "Με εξευτέλισε και τον πυροβόλησα. Τώρα είμαι άχρηστος". Είχε ένα βουβό παράπονο το οποίο ξέσπασε εκείνη τη στιγμή με την μορφή πρωτόγνωρης αντεκδικήσεως», είπε ο μάρτυρας.

Όταν έφτασε η ώρα της απολογίας, ο νεαρός κατηγορούμενος δήλωσε μετανιωμένος. «Δεν θυμάμαι τίποτα από εκείνη τη στιγμή παρά μόνο τη λάμψη που ακολούθησε τους πυροβολισμούς. Όταν έχεις αυτό το σατανά επάνω σου μπορείς να κάνεις μεγάλο κακό. Απορώ, μάλιστα, γιατί εξακολουθούν να οπλοφορούν οι αστυνομικοί». Περιγράφοντας στη συνέχεια την μοιραία ημέρα στο Ληξιαρχείο, ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών που υπηρετούσε, είχε υποστεί μεγάλη ψυχολογική πίεση από τους προϊσταμένους του.

«Άκουσα τις διαμαρτυρίες και τις βρισιές των ανθρώπων που περίμεναν. Ένας, μάλιστα, μου επιτέθηκε αλλά εγώ δεν αντέδρασα. Λίγα λεπτά αργότερα, ο κόσμος κατάφερε να παραβιάσει την πόρτα και να ορμήσει μέσα στο Ληξιαρχείο. Τότε εμφανίστηκε το θύμα και άρχισε να με βρίζει. "Βρε αλήτη γιατί σε έχουμε εδώ πέρα; Δεν αξίζεις τίποτα... Πάω να τηλεφωνήσω στο διοικητή σου, να σε αντικαταστήσει…", μου φώναξε. Θόλωσε το μυαλό μου εκείνη τη στιγμή. Έτρεξα πίσω του αλλά εκείνος με έσπρωξε με το αριστερό του χέρι… Από εκεί και πέρα δεν θυμάμαι πότε βγήκε το έρημο…», υποστήριξε.

Ο εισαγγελέας ζήτησε την ενοχή του κατηγορούμενου για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση εν βρασμώ ψυχής, πρόταση που υιοθετήθηκε από τους ενόρκους, με το δικαστήριο να τον καταδικάζει τελικά σε κάθειρξη 11 ετών και ενός μηνός.