«Καμπάνα» ύψους 3.000 ευρώ αλλά και 15νθήμερο «λουκέτο» που είχε επιβληθεί σε καφέ – μπαρ στην περιοχή της Τανάγρας «πάγωσε» με απόφαση του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς. Τόσο το πρόστιμο όσο και η ποινή της σφράγισης του καταστήματος για δυο εβδομάδες, είχαν επιβληθεί στην ιδιοκτήτριά του λόγω παραβίασης των μέτρων κατά της διασποράς για το κορνοϊο.
Το...
δικαστήριο, ωστόσο, ενώπιον του οποίου προσέφυγε η ιδιοκτήτρια του καταστήματος έκανε δεκτή την αίτηση αναστολής που εκείνη κατάθεσε κατά του προστίμου και κατά της σφράγισης του καταστήματός της, τουλάχιστον μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της κύρια προσφυγής της. Όπως κρίθηκε με τη δικαστική απόφαση, αν το κατάστημα σφραγίζονταν και το πρόστιμο καταβαλλόταν, τότε η ιδιοκτήτρια του καταστήματος θα είχε υποστεί ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην απόφαση, οι κυρώσεις είχαν επιβληθεί στην ιδιοκτήτρια του καταστήματος κατόπιν επιτόπιου αστυνομικού ελέγχου, κατά τον οποίο διαπιστώθηκε ότι λειτουργούσε την επιχείρηση της και παρείχε «υπηρεσίες σε τρεις πελάτες».
Κατά των αποφάσεων αυτών η επιχειρηματίας προσέφυγε στη Δικαιοσύνη υποστηρίζοντας μεταξύ των άλλων πως οι αποφάσεις για το πρόστιμο και για την σφράγιση του καταστήματός της: α) εκδόθηκαν κατά παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της χρηστής διοίκησης και β) πριν την έκδοσή τους δεν κλήθηκε προς ακρόαση από την εκδούσα αρχή. Η επιχειρηματίας ανέφερε ακόμη πως η επιχείρησή της είναι νεοσύστατη, ενώ η ίδια δεν διαθέτει ακίνητη περιουσία από την οποία να απολαμβάνει άλλα εισοδήματα. Υποστήριξε επίσης πως το επιβληθέν σε βάρος της πρόστιμο είναι υπέρογκο για τις περιορισμένες οικονομικές της δυνατότητες.
Το δικαστήριο σταθμίζοντας όλα τα στοιχεία της υπόθεσης, έκρινε πως το πρόστιμο «είναι υψηλό» και σε συνδυασμό με τη σφράγιση του καταστήματος της για 15 ημερολογιακές ημέρες θα της προκαλούσε ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη, «σε περίπτωση ευδοκίμησης της προσφυγής της, συνιστάμενη στην αδυναμία της να αντεπεξέλθει στις οικονομικές της υποχρεώσεις και στις ανάγκες διαβίωσής της».
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην απόφαση, οι κυρώσεις είχαν επιβληθεί στην ιδιοκτήτρια του καταστήματος κατόπιν επιτόπιου αστυνομικού ελέγχου, κατά τον οποίο διαπιστώθηκε ότι λειτουργούσε την επιχείρηση της και παρείχε «υπηρεσίες σε τρεις πελάτες».
Κατά των αποφάσεων αυτών η επιχειρηματίας προσέφυγε στη Δικαιοσύνη υποστηρίζοντας μεταξύ των άλλων πως οι αποφάσεις για το πρόστιμο και για την σφράγιση του καταστήματός της: α) εκδόθηκαν κατά παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της χρηστής διοίκησης και β) πριν την έκδοσή τους δεν κλήθηκε προς ακρόαση από την εκδούσα αρχή. Η επιχειρηματίας ανέφερε ακόμη πως η επιχείρησή της είναι νεοσύστατη, ενώ η ίδια δεν διαθέτει ακίνητη περιουσία από την οποία να απολαμβάνει άλλα εισοδήματα. Υποστήριξε επίσης πως το επιβληθέν σε βάρος της πρόστιμο είναι υπέρογκο για τις περιορισμένες οικονομικές της δυνατότητες.
Το δικαστήριο σταθμίζοντας όλα τα στοιχεία της υπόθεσης, έκρινε πως το πρόστιμο «είναι υψηλό» και σε συνδυασμό με τη σφράγιση του καταστήματος της για 15 ημερολογιακές ημέρες θα της προκαλούσε ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη, «σε περίπτωση ευδοκίμησης της προσφυγής της, συνιστάμενη στην αδυναμία της να αντεπεξέλθει στις οικονομικές της υποχρεώσεις και στις ανάγκες διαβίωσής της».
Υπό τα δεδομένα αυτά το δικαστήριο έκρινε ότι συντρέχει «νόμιμη περίπτωση χορήγησης της αιτούμενης αναστολής κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει, ήδη, εκτελεστεί, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο λόγο της αιτούσας, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της προαναφερθείσας προσφυγής της, η οποία, άλλωστε, δεν παρίσταται προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη».