Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

Οι τρεις εξάδελφοι Θεσσαλοί: Δημήτριος/Δανιήλ Φιλιππίδης, Γρηγόριος Κωνσταντάς, Άνθιμος Γαζής


Παναγιώτης Γ. Αλεκάκης, Φιλόλογος – Ιστορικός, Δρ Ιστορικού και Αρχαιολογικού Τμήματος Α.Π.Θ., Διευθυντής 2ου ΓΕΛ Κατερίνης

Παράγοντες διάσωσης του ελληνικού στοιχείου επί τουρκικής κυριαρχίας

Ανάμεσα στις ενδιαφέρουσες πνευματικές φυσιογνωμίες του ελληνικού διαφωτισμού, που μορφώθηκαν... 
 
 
στις εστίες παιδείας της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης, ξεχωριστή θέση κατέχουν οι τρεις αυτοί Θεσσαλοί μοναχοί και συγγενείς μεταξύ τους.

Ο Δημήτριος Φιλιππίδης (περ. 1755-1832) και ο Γρηγόριος Κωνσταντάς (1758-1844) έζησαν περί τα δέκα χρόνια στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, όπου σπούδασαν, δίδαξαν και συνέγραψαν την «Νεωτερική Γεωγραφία», έργο πολύτιμο για τις πολλές πληροφορίες σχετικά με τον ελληνικό χώρο. Έπειτα οι δρόμοι τους χώρισαν. Ο Κωνσταντάς πήγε προς τα γερμανικά πανεπιστήμια, ο Φιλιππίδης στο Παρίσι, όπου σπούδασε θετικές επιστήμες και φιλοσοφία. Το 1794 εγκατέλειψε τη Γαλλία και αργότερα το 1803 διορίστηκε καθηγητής φυσικο-μαθηματικών σε σχολή του Ιασίου, όπου ήλθε σε σύγκρουση με παλιούς καθηγητές, που είδαν με υποψίες τον νέο σπουδασμένο στην μολυσμένη από τις επαναστατικές ιδέες Γαλλία. Τον έσωσε ο πρίγκιπας της Μολδαβίας Αλέξανδρος Μουρούζης.

Ο Φιλιππίδης είναι θερμός πατριώτης και λαχταρά να δει ελεύθερη την πατρίδα του, αλλά είναι αδιάλλακτος και κατακεραυνώνει όποιον δεν συμφωνεί μαζί του. Κατηγορεί τους πατριώτες του ότι δεν αγαπούν τις γνώσεις, που βελτιώνουν τον άνθρωπο (βλ. Αικ. Κουμαριανού, Δανιήλ Φιλιππίδης, Barbie du Bocage, Άνθιμος Γαζής, Αλληλογραφία (1794-1819), σ. 237 κε.). Τον βασανίζει το θέμα της παιδείας στις ελληνικές περιοχές και πρωταρχική προϋπόθεσή της θεωρεί τη σπουδή της μητρικής γλώσσας, της δημοτικής και έπειτα τη γνώση των άλλων μαθημάτων.

Δεν αγαπά τους ανθρώπους των πόλεων παρά μόνο της υπαίθρου, ιδίως των Μηλιών του Πηλίου, της ιδιαίτερης πατρίδας του. Λατρεύει τον «λόγον», «την κόρην του Θεού», και εν ονόματι του λόγου φτάνει μέχρι την αδιαλλαξία. Ο Φιλιππίδης είναι οξύς στους χαρακτηρισμούς του και δεν εξαιρεί ούτε τους συγγενείς του. Ανάμεσα σε αυτούς που κατακεραύνωσε ήταν και ο Άνθιμος Γαζής, μολονότι ο τελευταίος τον είχε διευκολύνει πολύ στις εκδόσεις του. Προφανώς τον φθονούσε, γιατί το όνομα του Γαζή είχε αποκτήσει κύρος στους κύκλους της Βιέννης με την πολιτική του δράση, την εκδοτική του δραστηριότητα και τις γνωριμίες του με σπουδαία πρόσωπα, όπως με τον Ιγνάτιο Ουγγροβλαχίας, τον Καποδίστρια κ.ά.

Ο Άνθιμος Γαζής (1758-1828) αφοσιώνεται με μεγάλο ζήλο στην έκδοση βιβλίων και του περιοδικού «Λόγιος Ερμής», στο οποίο χρωστά τη φήμη του και που υπήρξε σταθμός στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων. Μέσα από αυτό γνωστοποιούνται στους ξένους οι πρόοδοι της ελληνικής παιδείας.

Ο σοφός Βιεννέζος, ο Κόπιταρ, γράφει: «…το δημοσίευμα αυτό ενδιαφέρει και ημάς και μάλιστα δια δύο λόγους. Πρώτον διότι γράφεται δια τους Έλληνας και δεύτερον διότι εκδίδεται εδώ εις την Βιέννην… Στους Έλληνας οφείλει η Ευρώπη, η μικροτέρα των ηπείρων, την πνευματικήν της και δι’ αυτής την πολιτικήν της υπεροπλίαν… Ποτέ, εφόσον θα διαβάζονται τα αιώνια αριστουργήματα των Ελλήνων, δεν θα αφανισθεί ο ανθρωπισμός επί της γης… Ζήτωσαν οι άνδρες που, όπως οι αδελφοί Ζωσιμάδαι, διαθέτουν τα χρήματά των δια τον ωραίον αυτόν σκοπόν ή όπως ο Κοραής και ο Γαζής τας γνώσεις των…» (βλ. Πολ. Ενεπεκίδης, Κοραής – Κούμας – Κάλβος – Άνθ. Γαζής – Ούγος Φώσκολος – Αν. Δάνδολος – Β. Κόπιταρ. Ελληνικός τύπος και τυπογραφεία της Βιέννης 1790-1821, σ. 166).

Το 1811 οι πράκτορες της αυστριακής αστυνομίας επιδιώκουν να εξακριβώσουν ποιες ήταν οι σχέσεις του Γαζή με τους Ρώσους και με τους συμπατριώτες του, που σύχναζαν στο καφενείο «Ο λευκός βους» στην οδό Fleischmarkt, και ποιες οι μυστικές κινήσεις τους. Η ενέργεια αυτή υποδηλώνει την πολύπλευρη δραστηριότητα του Άνθιμου Γαζή, αφού έφτασε σε τέτοιο σημείο την τότε αυστριακή αστυνομία.

Ο τελευταίος από την τριάδα των Θεσσαλών λογίων, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, είναι ο δάσκαλος ο αφοσιωμένος στο έργο του, που τον χαρακτήριζε η σεμνότητα και η υπερηφάνεια. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στη γενέτειρά του και έπειτα στη Ζαγορά του Πηλίου διεύρυνε τις γνώσεις του. Στη συνέχεια πήγε στο Βουκουρέστι, όπου ως ιεροδιάκονος μαθήτευσε δίπλα στον Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, που ήταν γνωστός για τις συντηρητικές του ιδέες και τον διαδέχθηκε στη σχολαρχία. Τις σπουδές του τις συνέχισε στη Βιέννη και την Πάδοβα, όμως για λόγους υγείας αναγκάσθηκε να επιστρέψει στις Μηλιές Πηλίου το 1794. Τον επόμενο χρόνο (1795) τον κάλεσαν να διδάξει στα Αμπελάκια, όπου και δίδαξε για μερικά χρόνια. Το 1800 εξέδωσε το ανώνυμο έργο του Νικ. Μαυροκορδάτου, τα «Φιλοθέου Πάρεργα», το 1804 τα «Στοιχεία της φιλοσοφίας» του Fr. Soave και το 1806 τους δυο πρώτους τόμους της Γενικής Ιστορίας του Γάλλου Millot. Το 1817 επιστρέφει στις Μηλιές, όπου μυείται στη Φιλική Εταιρεία, και με την έναρξη της Επανάστασης παρασύρθηκε στη δίνη της (βλ. Κ.Θ. Δημαράς, Γρηγόριος Κωνσταντάς, Παιδεία 1, σ. 140-145 και 203-206). Υπηρέτησε την πατρίδα του με θέρμη και δεν επιδίωξε τιμές και αξιώματα. Αποσύρθηκε στη σκλαβωμένη πατρίδα του, όπου πέθανε τον Αύγουστο του 1844.