Σάββατο 24 Απριλίου 2021

200 χρόνια μετά το 1821 και η Επανάσταση στη Μακεδονία



Παναγιώτης Γ. Αλεκάκης, Φιλόλογος – Ιστορικός, Δρ Ιστορικού και Αρχαιολογικού Τμήματος Α.Π.Θ., Διευθυντής 2ου ΓΕΛ Κατερίνης

Δυστυχώς το Δεκέμβριο του 1820 με την επίσκεψη του Δ. Ίπατρου στη Θεσσαλονίκη έγινε και το ακόλουθο δυσάρεστο συμβάν: ο... 

 
πρόκριτος Μπαλάνος του έδωσε γράμματα για τον Αλή πασά και στη συνέχεια πήγε στη Νάουσα, όπου συνάντησε τον πρόκριτο Λογοθέτη Ζαφειράκη και του έδωσε συστατικό γράμμα. Ο τελευταίος δεν ήταν μυημένος και «κακώς εννοήσας το πράγμα» τον δολοφόνησε και παρέδωσε τα έγγραφα στον Χουρσίτ. Ο Ν. Κασομούλης (βλ. Ενθυμήματα Στρατιωτικά, τ. 1, σ. 135) αναφέρει το γεγονός: «ο Ζαφειράκης προεστώς Ναούσης, μη εμπιστευθείς τον Απόστολον της Εταιρείας Ύπατρον, όστις πήγαινε γράμματα εις τον Αλήπασιαν… τον μεν εφόνευσε, τα δε γράμματα, τα οποία απέβλεπον προς βοήθειαν του Αλήπασια, δια τας ιδιαιτέρας υποψίας οπού είχεν παλαιόθεν, τα έστειλεν εις τον Χουρσίτην, και επροδόθη το παν». Ως εικός, μεγάλη αναταραχή προέκυψε στους φιλικούς και φόβος τους κυρίεψε λόγω της κατάσχεσης των εγγράφων.

Οι επαναστατικές ζυμώσεις των Ελλήνων της Μακεδονίας το φθινόπωρο του 1820 είναι ζωηρές και γι’ αυτό ο τότε διοικητής της Θεσσαλονίκης, ο Γιουσούφ μπέης, παρακολουθεί με άγρυπνο μάτι τους «άπιστους Ρωμιούς του βιλαγετιού», που κάνουν από καιρό ύποπτες κινήσεις και ετοιμάζουν εξέγερση. Και συμβούλευε τον νέο μολλά (δικαστή) Χαϊρουλλάχ να τους χτυπούν αλύπητα, όπου τους έβρισκαν, και πολλούς τους έριξε στις φυλακές του Λευκού Πύργου, μεταξύ των οποίων και ο φιλεύσπλαχνος μολλάς, γιατί λίγο αργότερα τον υποπτεύθηκε ο Γιουσούφ (ο Χαϊρουλλάχ μας άφησε υπόμνημα με ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη Θεσσαλονίκη της εποχής εκείνης. Βλ. Τουρκικά έγγραφα για τη μακεδονική ιστορία, Σκόπια 1957, τ. 4, σ. 52-62).

Ο Γιουσούφ είχε πληροφορίες ότι οι Έλληνες της Θεσσαλονίκης και των περιχώρων της θα επαναστατούσαν, μιας και έβλεπε έντονο επαναστατικό αναβρασμό στη Μακεδονία και αναταραχή στη Βαλκανική. Γράφει ο Ν. Κασομούλης: «Από το Νίσι Σερβίας και κάτω…οι Τούρκοι έγιναν ανήμερα θηρία εναντίον των Χριστιανών∙ κόπτουν, σφάζουν ακρίτως» (βλ. Ενθυμήματα, σ. 139). Τότε και πιο συγκεκριμένα στα τέλη Μαρτίου 1821 είχε έρθει από την Κωνσταντινούπολη στο Άγιον Όρος ο Εμμανουήλ Παπάς (1772-1821) από τη Δοβίστα Σερρών, μεγαλέμπορος και δανειστής των Τούρκων αγάδων και μπέηδων (ο σπάταλος Γιουσούφ είχε τεράστιο χρέος και του όφειλε περίπου ένα εκατομμύριο γρόσια), φιλικός από το Δεκέμβριο 1819 και είχε μεγάλο ζήλο για την απελευθέρωση της Ελλάδας.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης είχε δώσει εντολή στον Εμμ. Παπά να προετοιμάσει το έδαφος και να ξεσηκώσει τους κατοίκους της Μακεδονίας σε επανάσταση. Γι’ αυτό στην Κωνσταντινούπολη στις 23 Μαρτίου 1821 φόρτωσε όπλα και πολεμοφόδια στο καράβι του Χατζή Βισβίζη από την Αίνο και ξεκίνησε για το Άγιον Όρος. Στη μονή του Εσφιγμένου έδωσε το σύνθημα για την επανάσταση ολόκληρης της Μακεδονίας. Θεώρησαν ότι οι 3000 άνδρες που μόναζαν εκεί θα μπορούσε να αποτελέσουν αξιόλογη στρατιά, από τους οποίους ορισμένοι είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. Επιπλέον, υπήρχε φυσική οχύρωση στη χερσόνησο του Άθω.

Δυστυχώς, τα πράγματα έδειξαν ότι οι επαναστατικές ιδέες δεν συμβιβάζονταν με τον ιδεολογικό κόσμο των μοναχών και ότι προετοιμασία δεν είχε γίνει (βλ. Ι. Μαμαλάκης, Η επανάσταση στη Χαλκιδική το 1821. Η συμμετοχή των Αγιορειτών και ο ρόλος του Εμμ. Παππά, Χρονικά Χαλκιδικής 1, σ. 45-46). Τότε τα δύο καράβια από τα Ψαρά (είχαν σταλεί για περιπολίες και προστασία μετά από γραφή που τους είχε στείλει ο Παπάς, ο οποίος γνώριζε ότι ο αγώνας δεν ήταν εύκολος λόγω του πολυάριθμου τουρκικού στρατού στην ξηρά, της οικονομικής δυσπραγίας των μονών και λόγω του ότι η Χαλκιδική βρίσκεται μακριά από την υπόλοιπη Μακεδονία και δεν ήταν εύκολο να συντονίσει τον αγώνα από εκεί) πυρπόλησαν ένα βρίκι και μια γολέτα του Γιουσούφ στο ακρωτήρι της Συκιάς και τις ακτές του Αγίου Όρους. Γράφει ο Ν. Κασομούλης (βλ. Ενθυμήματα, σ. 137): «εις το Άγιον Όρος, εις τον Σταυρόν απ’ έξω επέτυχαν τα Κλέπτικα καράβια την κορβέτταν Θεσσαλονικήν 28 κανονιών και την έκαυσαν, καθώς και εν βρίκι και εν σαμπέκο».

Επαναστατικές προετοιμασίες είχαν γίνει και στις Σέρρες και την περιοχή τους με επικεφαλής τον μητροπολίτη Χρύσανθο, τον μετέπειτα πατριάρχη, μαζί με πρόκριτους, εμπόρους και κληρικούς μυημένους στη Φιλική Εταιρεία. Ο Κώστας Κασομούλης, πατέρας του Νικόλαου, είχε αναλάβει να στρατολογήσει άνδρες, αλλά έφτασε η είδηση για τον απαγχονισμό του Γρηγορίου Ε΄ και τρομοκρατήθηκαν τόσο, που η πρόταση του Εμμ. Παπά να προχωρήσουν σε δράση δεν βρήκε ανταπόκριση. Γράφει ο Ν. Κασομούλης (ό.π., σ. 136): «την πέμπτην της Διακαινησίμου ήλθεν η είδησις ότι ο Σουλτάνος εκρέμασεν τον Πατριάρχην Γρηγόριον…ο θάνατος του Πατριάρχου δειλίασεν τον Μητροπολίτην και όλους τους επισήμους των Σερρών∙ άρχισαν να σκέπτονται πλέον πώς να αποφύγουν τον κίνδυνον και όχι πώς να κτυπήσουν».