Παναγιώτης Γ. Αλεκάκης, Φιλόλογος – Ιστορικός, Δρ Ιστορικού και Αρχαιολογικού Τμήματος Α.Π.Θ., Διευθυντής 2ου ΓΕΛ Κατερίνης
Ο Εμμ. Παπάς φρόντισε σε όλα αυτά τα χωριά να συσταθούν μεικτές επιτροπές από κληρικούς και λαϊκούς με οικονομικά, δικαστικά και διοικητικά καθήκοντα. «Η πανοσιότης σας από...
το μέρος σας κτυπώντας να φθάσητε ομού με τους εις τα μαντέμια ευρισκομένους, και ημείς από το εδικόν μας ομοίως να ανταμωθώμεν εις τους μαχαλάδες και να ορμήσωμεν κατά της Θεσσαλονίκης.. ταχύνατε προς αφανισμόν του ασεβούς τυράννου μας δια αγάπην του γένους και της πίστεως ημών» (βλ. Απ. Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 58). Σημειωτέον ότι τους βοηθούσαν και τα ψαριανά πολεμικά πλοία με τις περιπολίες τους στις ακτές της Μακεδονίας (βλ. Π. Σ. Ομηρίδης, Συνοπτική Ιστορία των τριών ναυτικών νήσων Ύδρας, Πετσών και Ψαρών, σ. 6).
Τα ψαριανά πλοία το καλοκαίρι του 1821 προσέγγισαν τη Θάσο (καθώς επιτηρούσαν τις κινήσεις του τουρκικού στόλου στα παράλια της Ιωνίας και της Θράκης) και την ξεσήκωσαν στην επανάσταση με αρχηγό τον Χατζή Γιώργη από τον Θεολόγο, που ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία από τον αρχιμανδρίτη Καλλίνικο Σταματιάδη (βλ. Απ. Βακαλόπουλος, Αρχ. Καλλίνικος Σταματιάδης ο Θάσιος, Μακεδονικά 5, σ. 185). Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, στο επίνειο του Θεολόγου, στον Ποτό, οι Θασίτες νίκησαν τους Τούρκους και οι διασωθέντες πήγαν στο Καζαβίτι και από εκεί στην Καβάλα και δεν ξαναγύρισαν στο νησί, γιατί το λυμαίνονταν Έλληνες κουρσάροι. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι Έλληνες κάτοικοι μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923 νοίκιαζαν τα κτήματα με πάρα πολύ ευνοϊκούς όρους. Τέλη Αυγούστου ή αρχές Σεπτεμβρίου οι κάτοικοι του νησιού ζήτησαν βοήθεια από τους Ψαριανούς, για να διαλύσουν τα τουρκικά στρατεύματα τα συγκεντρωμένα στην Κεραμωτή, στην απέναντι ακτή, όπως και έγινε (βλ. Απ. Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 185).
Επιστρέφουμε στη Χαλκιδική, όπου η επανάσταση συνεχιζόταν με αργούς ρυθμούς και όχι συστηματικά, γιατί η πλειοψηφία τους δεν είχε όπλα, παρά μόνο ξύλα. Γράφει ο Πουκεβίλ (ό.π., σ. 202-203): «Μάτην οι Έλληνες προσεπάθησαν ν’ αντιμετωπίσωσι το θάρρος αυτών εις τα πυροβόλα, ων εστερούντο… Απέλπιδες πλέον ετόλμησαν να επιτεθώσιν, ανά χείρας την σπάθην βαστάζοντες, αφ’ ου η χρήσις της λόγχης ήτον άγνωστος εις αυτούς». Ωστόσο, είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της Καλαμαρίας και είχαν κάψει τα τουρκικά χωριά. Τα επαναστατικά σώματα ήταν ασύντακτα και τα μεγάλα ήταν κυρίως τα εξής δύο: το ένα με αρχηγό τον Εμμ. Παπά αποτελούνταν από Μαντεμοχωρίτες και μοναχούς και το άλλο με αρχηγό τον Χάψα είχε άντρες από την Κασσάνδρα και τα Χασικοχώρια. Πειθαρχία δεν υπήρχε και η έλλειψη πολεμοφοδίων ήταν μεγάλη, παρόλα αυτά με τις αντιστάσεις τους απωθούσαν μικρές τουρκικές δυνάμεις και τις καταδίωκαν μέχρι έξω από τα τείχη της Θεσσαλονίκης (βλ. Γ. Χ. Σούλης, Η Θεσσαλονίκη κατά τας αρχάς της ελληνικής επαναστάσεως, Μακεδονικά 2, σ. 588. – Ι. Μαμαλάκης, Η επανάσταση στη Χαλκιδική το 1821, ΧΧ 1, σ. 153-157. – Αλ. Λαυριώτης, Έγγραφα Αγίου Όρους της Μεγάλης Ελληνικής Επαναστάσεως 1821-1832, τ. 1, σ. 36-37).
Ο Χάψας σκοτώθηκε έξω από τα Βασιλικά στο δρόμο προς τη Γαλάτιστα, στο μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας, σε γενναία αντίσταση κατά τις συμπλοκές του μαζί με κακώς οπλισμένους, αλλά ενθουσιώδεις πατριώτες χωρικούς εναντίον των 500 ιππέων του Αχμέτ μπέη των τότε Γενιτσών. Ο τελευταίος έκανε εκστρατεία εναντίον του Χάψα στις 4 Ιουνίου (βλ. Σούλης, ό.π., σ. 585). Εκεί υπάρχει επιτύμβια στήλη που διαιωνίζει το γεγονός και το ακόλουθο δημοτικό τραγούδι ιστορεί τη θυσία τους: «Το μάθατε τι έγινε τούτη την εβδομάδα / Τον αρχηγό μας βάρεσαν κοντά στο Μοναστήρι/ Τον κλαίνε τα Βασιλικά, τον κλαίει η χώρα όλη./ – Για σήκω απάνω Χάψα μας, για σήκω απάν’ καλέ μας/ Ν’ εσύ ορθός πολέμαες κι ορθός επολεμούσες…/ - Για πιάστε με, μωρέ παιδιά, και βάλτε με να κάτσω/ Και φέρτε μου τον ταμπουρά και το καραντουζένι,/ Για να σας πω έναν χαβά κι ένα πικρό τραγούδι./ Διακόσιοι νομάτοι είμαστε, δεν είμαστε κανένας./ Χιλιάδες Τούρκοι ήτανε, χιλιάδες κι οι Οβραίοι…».
Ο Αχμέτ μπέης στις 9 και 12 Ιουνίου κυριεύει αμαχητί τα Βασιλικά και ύστερα το Καραμπουρνού και το Μεσημέρι αντίστοιχα. Στις 16 του ίδιου μήνα στη Γαλάτιστα βρήκε αντίσταση, αλλά μόνο για μια ώρα, ενώ ο στρατός του συνεχώς μεγάλωνε και έκανε λεηλασίες και αρπαγές. Ο Εμμ. Παπάς ζήτησε τότε από τα καράβια που περιπολούσαν στις ακτές της Χαλκιδικής, όπως έχουμε αναφέρει, να κάνουν αντιπερισπασμό με επιθέσεις εναντίον της Θεσσαλονίκης (βλ. 17 Ιουνίου επιστολή Εμμ. Παπά σε Αρχείον Ιστ. Εθν. Εταιρείας, Αρχείον Εμμ. Παπά). Ο Εμμ. Παπάς με τα στρατεύματά του είχαν καταλάβει το στενό της Ρεντίνας, αλλά τα διέλυσε ο Μπαϊράμ πασάς, που κατευθυνόταν από τη Μικρά Ασία προς τη νότια Ελλάδα με μεγάλες δυνάμεις και του έδωσε διαταγή ο σουλτάνος να χτυπήσει τους επαναστάτες της Μακεδονίας (βλ. Ι. Βασδραβέλλης, ό.π., σ. 200-202). Ο Μπαϊράμ πασάς προχωρώντας προς τη Θεσσαλονίκη τα στρατεύματά του καταστρέφουν, εξανδραποδίζουν, εξισλαμίζουν και διαπράττουν τόσους φόνους ανδρών και γυναικών κάθε ηλικίας, που η ανάμνησή τους έμεινε ζωντανή μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα (βλ. Ηλ. Γεωργιάδης, ό.π., σ. 322).
(συνεχίζεται)
Τα ψαριανά πλοία το καλοκαίρι του 1821 προσέγγισαν τη Θάσο (καθώς επιτηρούσαν τις κινήσεις του τουρκικού στόλου στα παράλια της Ιωνίας και της Θράκης) και την ξεσήκωσαν στην επανάσταση με αρχηγό τον Χατζή Γιώργη από τον Θεολόγο, που ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία από τον αρχιμανδρίτη Καλλίνικο Σταματιάδη (βλ. Απ. Βακαλόπουλος, Αρχ. Καλλίνικος Σταματιάδης ο Θάσιος, Μακεδονικά 5, σ. 185). Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, στο επίνειο του Θεολόγου, στον Ποτό, οι Θασίτες νίκησαν τους Τούρκους και οι διασωθέντες πήγαν στο Καζαβίτι και από εκεί στην Καβάλα και δεν ξαναγύρισαν στο νησί, γιατί το λυμαίνονταν Έλληνες κουρσάροι. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι Έλληνες κάτοικοι μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923 νοίκιαζαν τα κτήματα με πάρα πολύ ευνοϊκούς όρους. Τέλη Αυγούστου ή αρχές Σεπτεμβρίου οι κάτοικοι του νησιού ζήτησαν βοήθεια από τους Ψαριανούς, για να διαλύσουν τα τουρκικά στρατεύματα τα συγκεντρωμένα στην Κεραμωτή, στην απέναντι ακτή, όπως και έγινε (βλ. Απ. Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 185).
Επιστρέφουμε στη Χαλκιδική, όπου η επανάσταση συνεχιζόταν με αργούς ρυθμούς και όχι συστηματικά, γιατί η πλειοψηφία τους δεν είχε όπλα, παρά μόνο ξύλα. Γράφει ο Πουκεβίλ (ό.π., σ. 202-203): «Μάτην οι Έλληνες προσεπάθησαν ν’ αντιμετωπίσωσι το θάρρος αυτών εις τα πυροβόλα, ων εστερούντο… Απέλπιδες πλέον ετόλμησαν να επιτεθώσιν, ανά χείρας την σπάθην βαστάζοντες, αφ’ ου η χρήσις της λόγχης ήτον άγνωστος εις αυτούς». Ωστόσο, είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της Καλαμαρίας και είχαν κάψει τα τουρκικά χωριά. Τα επαναστατικά σώματα ήταν ασύντακτα και τα μεγάλα ήταν κυρίως τα εξής δύο: το ένα με αρχηγό τον Εμμ. Παπά αποτελούνταν από Μαντεμοχωρίτες και μοναχούς και το άλλο με αρχηγό τον Χάψα είχε άντρες από την Κασσάνδρα και τα Χασικοχώρια. Πειθαρχία δεν υπήρχε και η έλλειψη πολεμοφοδίων ήταν μεγάλη, παρόλα αυτά με τις αντιστάσεις τους απωθούσαν μικρές τουρκικές δυνάμεις και τις καταδίωκαν μέχρι έξω από τα τείχη της Θεσσαλονίκης (βλ. Γ. Χ. Σούλης, Η Θεσσαλονίκη κατά τας αρχάς της ελληνικής επαναστάσεως, Μακεδονικά 2, σ. 588. – Ι. Μαμαλάκης, Η επανάσταση στη Χαλκιδική το 1821, ΧΧ 1, σ. 153-157. – Αλ. Λαυριώτης, Έγγραφα Αγίου Όρους της Μεγάλης Ελληνικής Επαναστάσεως 1821-1832, τ. 1, σ. 36-37).
Ο Χάψας σκοτώθηκε έξω από τα Βασιλικά στο δρόμο προς τη Γαλάτιστα, στο μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας, σε γενναία αντίσταση κατά τις συμπλοκές του μαζί με κακώς οπλισμένους, αλλά ενθουσιώδεις πατριώτες χωρικούς εναντίον των 500 ιππέων του Αχμέτ μπέη των τότε Γενιτσών. Ο τελευταίος έκανε εκστρατεία εναντίον του Χάψα στις 4 Ιουνίου (βλ. Σούλης, ό.π., σ. 585). Εκεί υπάρχει επιτύμβια στήλη που διαιωνίζει το γεγονός και το ακόλουθο δημοτικό τραγούδι ιστορεί τη θυσία τους: «Το μάθατε τι έγινε τούτη την εβδομάδα / Τον αρχηγό μας βάρεσαν κοντά στο Μοναστήρι/ Τον κλαίνε τα Βασιλικά, τον κλαίει η χώρα όλη./ – Για σήκω απάνω Χάψα μας, για σήκω απάν’ καλέ μας/ Ν’ εσύ ορθός πολέμαες κι ορθός επολεμούσες…/ - Για πιάστε με, μωρέ παιδιά, και βάλτε με να κάτσω/ Και φέρτε μου τον ταμπουρά και το καραντουζένι,/ Για να σας πω έναν χαβά κι ένα πικρό τραγούδι./ Διακόσιοι νομάτοι είμαστε, δεν είμαστε κανένας./ Χιλιάδες Τούρκοι ήτανε, χιλιάδες κι οι Οβραίοι…».
Ο Αχμέτ μπέης στις 9 και 12 Ιουνίου κυριεύει αμαχητί τα Βασιλικά και ύστερα το Καραμπουρνού και το Μεσημέρι αντίστοιχα. Στις 16 του ίδιου μήνα στη Γαλάτιστα βρήκε αντίσταση, αλλά μόνο για μια ώρα, ενώ ο στρατός του συνεχώς μεγάλωνε και έκανε λεηλασίες και αρπαγές. Ο Εμμ. Παπάς ζήτησε τότε από τα καράβια που περιπολούσαν στις ακτές της Χαλκιδικής, όπως έχουμε αναφέρει, να κάνουν αντιπερισπασμό με επιθέσεις εναντίον της Θεσσαλονίκης (βλ. 17 Ιουνίου επιστολή Εμμ. Παπά σε Αρχείον Ιστ. Εθν. Εταιρείας, Αρχείον Εμμ. Παπά). Ο Εμμ. Παπάς με τα στρατεύματά του είχαν καταλάβει το στενό της Ρεντίνας, αλλά τα διέλυσε ο Μπαϊράμ πασάς, που κατευθυνόταν από τη Μικρά Ασία προς τη νότια Ελλάδα με μεγάλες δυνάμεις και του έδωσε διαταγή ο σουλτάνος να χτυπήσει τους επαναστάτες της Μακεδονίας (βλ. Ι. Βασδραβέλλης, ό.π., σ. 200-202). Ο Μπαϊράμ πασάς προχωρώντας προς τη Θεσσαλονίκη τα στρατεύματά του καταστρέφουν, εξανδραποδίζουν, εξισλαμίζουν και διαπράττουν τόσους φόνους ανδρών και γυναικών κάθε ηλικίας, που η ανάμνησή τους έμεινε ζωντανή μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα (βλ. Ηλ. Γεωργιάδης, ό.π., σ. 322).
(συνεχίζεται)