Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

Τα Ορλωφικά και οι σφαγές που ακολούθησαν



Ὀρλωφικά – Σφαγές – Ἀπρίλιος 1770

Γράφει ο συγγραφέας Σταυρίδης Φώτιος

Τό 1770 εἶχε ξεσπάσει ἀκόμα μία ἐπανάσταση στόν Μοριᾶ καί τήν Ρούμελη μέ τήν ἠθική κυρίως ὑποστήριξη τῶν Ρώσσων, οἱ ὁποῖοι τελικῶς ἀπέστειλαν ἐλάχιστες δυνάμεις γιά νά τήν στηρίξουν. Ἡ ἐπανάσταση αὐτή θά ἔμενε γνωστή στήν ἱστορία ὡς Ὀρλωφικά.

Ὁ... 

 
σουλτᾶνος ἀμέσως μετά τήν ἔκρηξή της ἔδωσε ἐντολή στά ἐμπειροπόλεμα στίφη τῶν Ἀλβανῶν σουνιτών μουσουλμάνων νά εἰσβάλουν ἀπό τήν Ἀλβανία καί νά πνίξουν τήν ἐπανάσταση στό αἷμα. Ἀρχηγοί ὁρίσθηκαν ὁ Σουλεϋμάν μπέης καί ὁ Ἀχμέτ μπέης. Ἡ ἔναρξη τῶν ληστρικῶν ἐπιχειρήσεων τῶν σουνιτῶν μουσουλμάνων Ἀλβανῶν ἔγινε στό πιό λαμπρό κέντρο τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ τῆς βορείου Ἠπείρου στή Μοσχόπολη, τήν ὁποία κατέστρεψαν τελείως. Στή συνέχεια προχώρησαν νοτιότερα προβαίνοντας σέ σφαγές καί ὠμότητες σέ ὅσες πόλεις καί χωριά συναντοῦσαν στό πέρασμά τους. Οἱ Ἕλληνες ὁπλαρχηγοί δέν κατάφεραν νά σταματήσουν τίς ὀρδές τῶν σουνιτῶν μουσουλμάνων, οἱ ὁποῖοι στίς 9 Μαρτίου 1770 εἰσῆλθαν στήν Λάρισα καί ἀπό κοινοῦ μέ τούς Τούρκους μπέηδες τῆς πόλης ἀποφάσισαν γενική σφαγή ὅλων τῶν Χριστιανῶν κατοίκων, ἀφοῦ πρῶτα προσκάλεσαν χιλιάδες Τρικαλινούς νά ἔλθουν στή Λάρισα, τάχα γιά νά τούς μιλήσουν.

«Ἀπό ὅλες τίς πόλεις τῆς Ρωμελίας καμμία δέν εἶδε τραγικωτέρας σκηνάς παρά ἡ Λάρισσα. Ὁ Ἀγά πασσᾶς ἐσύναξε στήν αὐλή του τρεῖς χιλιάδες Τρικκαίους καί ἐπρόσταξεν τόν ὄλεθρο τῶν ἀόπλων καί ἀκάκων τούτων ἀνθρώπων. Ἤρχισεν ἡ κατ’ αὐτῶν πυροβόλησις. Ὅσοι ἔφευγαν ἀπό τήν αὐλήν ἐφονεύοντο εἰς τούς δρόμους. Εἰς μίαν ἡμέραν ἡ πόλις ἐγεμίσθη νεκρῶν καί τά ρεῖθρα τοῦ Πηνειοῦ ἐβάφησαν ἀπό τό αἷμα τῶν ἀθλίων Τρικκαλινῶν. Οἱ Λαρισσαῖοι δέν ἐδοκίμασαν μετριώτερα. Συνειθισθέντες οἱ γιανιτσάροι νά φονεύουν Χριστιανούς, ἐτουφέκιζαν καθ’ ἑκάστην 10-12 Χριστιανούς. Ἕναν μόνον ναόν εἶχαν πέντε χιλιάδες κάτοικοι τῆς πόλεως ἐκείνης, τιμώμενον εἰς τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου, καί τοῦτον τόν ἐκρήμνισαν μέ ὅρκον νά μή συγχωρήσωσι πλέον τήν ἀνάκτησίν του. Οἱ ἀκμάζοντες διά τῆς ἐμπορίας πλούσιοι Λαρισσαῖοι ἐγυμνώθησαν, ἐσκοτώθησαν, καί ὅσοι ἠδυνήθησαν, ἔφυγαν εἰς τά ὀρεινά χωρία. Ἡ Λάρισσα ἔκτοτε μέχρι τῆς σήμερον περιέχει Χριστιανούς πένητας, χειρώνακτας, ἀποζώντας μέ τούς βαρεῖς κόπους των. Ἀλλά τις δύναται νά περιγράψῃ ὅλα τά δεινά;»

Κωνσταντῖνος Κούμας

Οἱ σουνίτες Ἀλβανοί πέρασαν τόν Ἀχελῶο, ἑνώθηκαν μέ τήν τούρκικη φρουρά τοῦ Βραχωρίου (Ἀγρινίου) καί κτύπησαν στό Ἀγγελόκαστρο τούς Γριβαίους (Χρῆστο καί Τσέγιο) καί τόν Λαχούρη, οἱ ὁποῖοι εἶχαν στή διάθεσή τους μόνο 300 παλληκάρια. Οἱ Ἕλληνες, περικυκλωμένοι ἀπό χιλιάδες Τούρκους καί Ἀλβανούς, ἐπιχείρησαν ἔξοδο ἀπό τό καταφύγιό τους, μέ τά σπαθιά στά χέρια καί σκοτώθηκαν ὅλοι ἐκτός ἀπό ἕξι, οἱ ὁποῖοι κατόρθωσαν νά διαφύγουν. Τά πτώματα τῶν νεκρῶν παρέμειναν ἄταφα καί τά κεφάλια τῶν Γριβαίων καί τοῦ Λαχούρη τά περιέφεραν στά γύρω χωριά. Ἔκτοτε ἡ θέσις ὅπου ἔπεσαν οἱ 300 ὀνομάζεται “Τά κόκκαλα τῶν Γριβαίων“. Οἱ ὑπόλοιποι Ἀρματωλοί τῆς Στερεᾶς, προβλέποντας τό μάταιο κάθε ἀντίστασης, συνθηκολόγησαν χωρίς νά δώσουν μάχη, μέ ἀντάλλαγμα νά κρατήσουν τά ἀρματωλίκια τους. Ἀκόμα χειρότερα, οἱ ὁπλαρχηγοί Λωρῆς καί Σουσμάνης πολέμησαν μεταξύ τους, διεκδικώντας νέα ἀρματωλίκια. Ἡ ἐμφύλια διαμάχη ξεκίνησε ὅταν ὁ Λωρῆς ἔδιωξε τούς Τούρκους ἀπό τή Δωρίδα καί κυρίεψε τή Λομποτινά (Ἄνω Χώρα Ναυπακτίας), πού ἀνῆκε στό ἀρματωλίκι τοῦ Σουσμάνη. Ὁ τελευταῖος τό θεώρησε βαρειά προσβολή καί μέ τή βοήθεια τῶν Ἀλβανῶν κατάφερε σέ μάχη νά σκοτώσει τόν ἀντίπαλό του. Στό τέλος καί ὁ ἴδιος ὁ Σουσμάνης σκοτώθηκε ἀπό τούς Ἀλβανούς πού εἶχε συμμαχήσει καί οἱ ὁποῖοι τώρα ἀνενόχλητοι ξεχύθηκαν στά ἀνυπεράσπιστα χωριά τῆς Δωρίδος, τά ὁποῖα ρήμαξαν, σφάζοντας ὅσους τολμοῦσαν νά ἀντισταθοῦν.

Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1770, ἄλλοι σουνίτες μουσουλμάνοι Ἀλβανοί πέρασαν τόν Ἰσθμό καί κατευθύνθηκαν στήν Τριπολιτσᾶ, τήν ὁποία πολιορκοῦσαν Ἕλληνες καί λίγοι Ρῶσσοι μέ ἀρχηγούς τούς Ψαρό καί Μπαρκώφ. Στίς “λεγεῶνες” τῶν Μανιατῶν εἶχαν προστεθεῖ τά ἔνοπλα σώματα τῶν Κολοκοτρωναίων, τοῦ Ντάρα, τοῦ Θιακοῦ, τοῦ Ρούση, τοῦ Κόδρα, τοῦ Μαντζάρη κ.ἄ. Ὅταν ὅμως ἐμφανίσθηκαν οἱ πρῶτες ἐνισχύσεις τῶν Ἀλβανῶν, οἱ Τοῦρκοι πολιορκημένοι ἀναθάρρησαν καί ἔκαναν ἔξοδο, καταφέροντας καίριο πλῆγμα ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων στά Τρίκορφα (29 Μαρτίου 1770). Προηγουμένως εἶχαν βάψει τά ἄλογά τους κατακόκκινα, μέ τό αἷμα σφαγμένων Χριστιανῶν τῆς πόλης, προκειμένου νά ἐνσπείρουν τόν πανικό στούς πολιορκητές. Γυρίζοντας πίσω στήν Τριπολιτσᾶ, Τοῦρκοι καί Ἀλβανοί ξέσπασαν τό μένος τους στούς ὑπόλοιπους Χριστιανούς κατοίκους, σφάζοντας περίπου 3.000 μέ πρῶτο τόν ἀρχιεπίσκοπο Ἄνθιμο.

«Ἦλθε τό ἀπηνέστατον καί παμβαρβαρώτατον ρωσσικόν στράτευμα εἰς Πελοπόννησον εἰς τό μέρος τοῦ Νεοκάστρου καί Μοθώνης εἰς δέ τόν Μυστρᾶν ἐπῆγαν Μαρτίου ε’, καί αὐτόν κατεκυρίευσαν μετά τῶν Μανιατῶν καί τούς ἐκεῖ οἰκοῦντας Τούρκους ἅπαντας σύν γυναιξί καί τέκνοις ξίφει κατέσφαξαν. Μαρτίου δέ κθ’, τῇ Ἁγίᾳ καί Μεγάλῃ Δευτέρᾳ, ὡσεί ὥρα η’, πολύ πλῆθος Μανιατῶν καί ἄλλων Μωραϊτῶν φέροντες καί τεσσαράκοντα Ρούσσους ἦλθον εἰς τήν Τριπολιτσᾶν τήν τοῦ ἡγεμόνος καθέδραν, καί ἡμετέραν πατρίδα, εἰς τό μέρος ὀνομαζόμενον Ἅγιος Βασίλειος.

Οἱ δέ ἐκεῖ εὑρισκόμενοι Τοῦρκοι ξένοι τε καί ἐντόπιοι λαμβάνοντες εἴδησιν ἐξῆλθον ἅπαντες μετά πολλῶν ἀρμάτων εἰς προϋπάντησίν τους, καί διαστάσης ὡσεί ὥρα μία, οἱ μέν νικηθέντες ἐπῆλθον εἰς τά ὀπίσω, οἱ δέ νικήσαντες (σουνίτες μουσουλμάνοι) καί θυμοῦ ἐμπλησθέντες πολλούς ἤ μάλλον εἰπεῖν πάντας τούς ἐκεῖ Χριστιανούς ἀνεῖλον μαχαίρᾳ. Ἀπό τούς ὁποίους ἰδοῦ φανερώνω καί τούς συγγενεῖς μου, πρῶτον τόν πατέραν μου, τόν ἀδελφό του, καί θεῖον μου Οἰκονόμον, τόν ἀδελφό μου Κωνσταντῖνον, τόν θεῖον μου Παρασκευᾶν Ρογάρην, τόν Γεώργιον Καρανικόλαν καί ἐπιλοίπους. Τόση ἄδικος σφαγή ἔγινεν εἰς αὐτήν τήν δύστηνον (δύστυχη) χώραν, ὥστε ὁποῦ αἱ οἰκίαι καί δρόμοι ἐγέμισαν αἷμα. Ἐκκλησίαι, μοναστήρια καί σχολεῖα κατεσκάφθησαν καί ἠφανίσθησαν, ἄπειρα πλήθη ἀθλίων Χριστιανῶν, ἱερωμένων καί λαϊκῶν, μοναχῶν τε καί μοναζουσῶν, ἀνδρῶν τε καί γυναικῶν, νέων τε καί γερόντων, παρθένων καί βρεφῶν, δορυάλωτοι καί αἰχμάλωτοι γενόμενοι καί εἰς τά πέρατα τῆς οἰκουμένης διασπαρέντες ἀγεληδόν ὡς ἄλογα ζῶα ἀπεμπωλοῦντο.»

Ἀντώνιος Πετρίδης



Οἱ σουνίτες μουσουλμάνοι τῆς Ἀλβανίας πού εἶχαν καταλάβει τό Βραχώρι, προχώρησαν νοτιότερα καί κατέλαβαν τίς πόλεις τοῦ Αἰτωλικοῦ καί τοῦ Μεσολογγίου, κατασφάζοντας καί ἐκεῖ τούς κατοίκους τους. Στή συνέχεια πέρασαν ἀπό τό Ἀντίρριο στήν Πάτρα, σκορπίζοντας εὔκολα τούς Ἕλληνες πού πολιορκοῦσαν τό κάστρο τῆς πόλης. Κατόπιν ἔκαψαν τά σπίτια τῶν Χριστιανῶν καί σκότωσαν ὅλους ὅσους δέν πρόλαβαν νά βροῦν καταφύγιο στά βουνά.

«Πειραταί Ἀλβανοί Δουλχινιῶται ὑπό ὠμότατον ἀρχηγόν τόν Σουλεϋμάν Παπούλιαν, ἐκ Μεσολογγίου ἀποπλεύσαντες ἦλθον εἰς Πάτρας καί τήν νύκταν τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς (13 Ἀπριλίου 1770) καθ’ ἥν οἱ κάτοικοι συνηθροίζοντο εἰς τάς ἐκκλησίας πρός ἐξαγωγήν τῶν ἐπιταφίων, ἐφορμῶσι κατά τῆς ἄνευ ὑπερασπίσεως ἐγκαταλειφθείσης πόλεως τῶν Πατρῶν, καί θέσαντες πῦρ εἰς τάς οἰκίας, ἑνοῦνται μετά τῶν ἐν τῷ φρουρίῳ ἐγκλείστων Τούρκων καί εἰσδύουσιν εἰς τάς ἐκκλησίας. Οἱ δυστυχεῖς Χριστιανοί περίτρομοι φεύγουσιν ἀτάκτως καί εὑρόντες τάς οἰκίας των πυρπολουμένας, πλανῶ τῇδε κᾀκεῖσε καί πλεῖστοι κατασφάζονται. Οἱ Ἑπτανήσιοι ἐν τάχει τρέχουσιν εἰς τήν παραλίαν καί ἀποβιβασθέντες εἰς τά πλοιάριά των ἀποπλέουσιν. Οἱ Πατρεῖς, ὅσοι δηλαδή περιεσώθησαν, διεσκορπίσθησαν ἀνά τά ὄρη.

Δεκαπεντακισχίλιοι Ἀλβανοί εἰσελθόντες εἰς τήν πόλιν τῶν Πατρῶν, οὐ μόνον ἔσφαξαν πάντας, ἀλλά καί ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον ἔθεσαν πῦρ. Ἀπερίγραπτος δέ τυγχάνει ἡ μανία τῶν αἱμοχαρῶν τούτων τεράτων, ἅτινα ἀφοῦ κατέστρεψαν πᾶν τό προστυχόν καί ὑπενόμευσαν τά ἰσχυρά τείχη τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης, ἐτράπησαν κατά τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Γηροκομείου, καί λεηλάτησαν αὐτήν, ἔτι δέ καί θέντα πῦρ, ἀνῆλθον πρός τά βορειότερα μέρη, πανταχοῦ ἄγοντα τόν διά πυρός καί σιδήρου ὄλεθρον. Πατρεύς τις καλούμενος Παῦλος Παυλόπουλος, μετά πεντήκοντα μόνον ὀρεινῶν πολεμιστῶν, ἀπετόλμησε ν’ ἀντισταθῇ εἰς τούς Τούρκους, ἀλλά συλλειφθείς ἀνεσκολιπίσθη ἐν Ναυπάκτῳ.»

Στέφανος Θωμόπουλος

Ἀκολούθησε εἰσβολή στήν Ἠλεία μέ τά ἴδια καταστρεπτικά ἀποτελέσματα. Ὅσοι κάτοικοι πρόλαβαν, μπῆκαν σέ πλοιάρια καί βρῆκαν καταφύγιο στά Ἑπτάνησα. Ἡ ἐπανάσταση κατέρρευσε γρήγορα στή βόρεια Πελοπόννησο, ἐνῶ οἱ σουνίτες Ἀλβανοί συνέχισαν τό ἐγκληματικό τους ἔργο στή Βοστίτσα (Αἴγιο), στά Καλάβρυτα, στή Χαλανδρίτσα, στή Δημητσάνα, καί ἀλλοῦ. Οἱ ὠμότητες καί οἱ θηριωδίες τῶν σουνιτῶν μουσουλμάνων εἶχαν ξεφύγει πλέον ἀπό κάθε ἔλεγχο. Ὁ χριστιανικός πληθυσμός τῆς Πελοποννήσου μειώθηκε κατά τό ἕνα τρίτο. Χιλιάδες γυναῖκες καί παιδιά πουλήθηκαν στά σκλαβοπάζαρα τῆς Ἀφρικῆς καί τῆς Ἀσίας. Οἱ ὡραιότερες Χριστιανές κλείστηκαν στά χαρέμια τοῦ ἴδιου τοῦ σουλτάνου στήν Κωνσταντινούπολη. Μεταξύ αὐτῶν ἦταν καί μία ὄμορφη κόρη παπά, πού γέννησε τόν μετέπειτα σουλτᾶνο Μαχμούτ Β’. Οἱ τοπικοί Ὀθωμανοί ἀξιωματοῦχοι προσπάθησαν νά περιορίσουν τούς σουνίτες μουσουλμάνους τῆς Ἀλβανίας, χωρίς ὅμως ἀποτέλεσμα, ἀφοῦ πολλές φορές ἀπειλεῖτο καί ἡ ἴδια τους ἡ ζωή. Ὅταν οἱ Ἀλβανοί ἄδειασαν ὁλοσχερῶς τά σπίτια τῶν Ρωμιῶν, ἔπεσαν σάν τίς ἀκρίδες ἐναντίον τῶν τουρκικῶν κατοικιῶν, τίς ὁποῖες ἐπίσης καταλήστεψαν.

«Le Péloponnèse est désert depuis la guerre des Russes, le joug des Turcs s’est appesanti sur les Moraites; les Albanais ont massacré une partie de la population. On ne voit que des villages détruits par le fer et par le feu…

(Ἡ Πελοπόννησος εἶναι ἔρημη. Ὕστερα ἀπό τόν ρωσσικό πόλεμο ὁ τουρκικός ζυγός βάρυνε περισσότερο ἐπάνω στούς Μωραΐτες. Οἱ Ἀλβανοί ἔσφαξαν ἕνα μέρος τοῦ πληθυσμοῦ. Δέν βλέπει κανείς παρά χωριά κατεστραμμένα ἀπό τή φωτιά καί τό σίδερο. Ὁ πιό μικρός ἀγᾶς τοῦ πιό μικροῦ χωριοῦ παιχνίδι τό ἔχει νά διώξη ἕναν Ἕλληνα χωρικό ἀπό τήν καλύβα του, νά τοῦ πάρη τή γυναίκα καί τά παιδιά του, νά τόν σκοτώση μέ τήν παραμικρή πρόφαση. Σέ τί ἀξιολύπητη κατάσταση πού βρίσκεται τό λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ! Ποιός μπορεῖ νά ἔχει καταστρέψει τόσα μνημεῖα ἀνθρώπων καί θεῶν;)

Athènes est sous la protection immédiate du chef des eunuques noirs du serail. Un disdar, ou commandant, représente le monstre protecteur aupres du peuple de Solon. Ce disdar habite la citadelle remplie des chefs-d’oeuvre de Phidias et d’Ictinus, sans demander quel peuple a laissé ces débris…

(H Ἀθήνα βρίσκεται ὑπό τήν προστασία τοῦ μαύρου εὐνούχου τοῦ σεραγιοῦ. Ἕνας δισδάρης (διοικητής) εἶναι τό τέρας πού κυβερνᾶ τόν λαό τοῦ Σόλωνα. Αὐτός ὁ δισδάρης κατοικεῖ στά ἀριστουργήματα τοῦ Φειδία καί τοῦ Ἰκτίνου, χωρίς νά διερωτᾶται ποιός λαός ἄφησε αὐτά τά μνημεῖα. Μέ σταυρωμένα τά πόδια καπνίζει τόν ἀργιλέ του καί ὁ καπνός ἀνεβαίνει στίς κολῶνες τοῦ ναοῦ τῆς Ἀθηνᾶς καί αὐτός χαζεύει ἠλίθια τίς ἀκτές τῆς Σαλαμίνος καί τή θάλασσα τῆς Ἐπιδαύρου. Ἡ Ἑλλάδα θέλει νά ἀνακοινώσει μέ τό πένθος της τήν δυστυχία τῶν παιδιῶν της. Γενικῶς ἡ χώρα εἶναι ἀκαλλιέργητη, τό χῶμα γυμνό, ἄγριο μέ ἕνα χρῶμα κίτρινο καί μαραμένο. Οἱ Ἕλληνες ὅταν ἀπαλλαγοῦν ἀπό τούς τυράννους πού τούς καταπιέζουν δέν θά χάσουν ποτέ τά σημάδια τῶν σιδερένιων δεσμῶν τῆς δουλείας.)

Il n’ya dans le livre de Mahomet ni principe de civilisation ni précepte qui puisse élever le caractère; ce livre ne prêche ni la haine de la tyrannie ni l’amour de la liberté… (Στό βιβλίο τοῦ Μωάμεθ, τό Κοράνιο δέν ὑπάρχουν ἀρχές πολιτισμοῦ οὔτε διδάγματα πού ἐξυψώνουν τήν προσωπικότητα, οὔτε μῖσος γιά τήν τυραννία, οὔτε ἀγάπη γιά τήν ἐλευθερία. Ὁ Ἕλληνας εἶναι τό δουλοπρεπές πλάσμα πού μπορεῖ ἕνας πασσᾶς νά τοῦ ἁρπάξη ὅλη του τήν ἰδιοκτησία, νά τόν κλείση σέ ἕνα σακκί καί νά τόν πετάξη στή θάλασσα.)»

Chateaubriand

«Je me contenterai de prévenir que la Morée porte encore les marques de la fureur des Albanais, qui, dans la guerre de 1770 signalèrent leur barbarie par des excès épouvantables. Vainqueurs des soldats de Catherine, qui succombèrent sous le nombre mille fois supérieur de ces cruels ennemis, ces barbares Albanais ne cessèrent de brûler, de détruire et d’exterminer que lorsque leur fureur ne trouva plus d’aliment. A cette époque lugubre, la province du Fanéri, qui embrasse le territoire de Mégalopolis, fut saccagée; Tripolitza nagea dans la sang; la Messénie fut pillée, ainsi que la Laconie; les montagnes et tes vallons furent jonchés de cadavres, les villages devinrent la proie des flammes.

(Ὁ Μοριᾶς φέρει ἀκόμα τά σημάδια τῆς μανίας τῶν Ἀλβανῶν, οἱ ὁποῖοι στόν πόλεμο τοῦ 1770 ἔδειξαν ἀπίστευτη βαρβαρότητα. Νικητές τῆς Αἰκατερίνης, οἱ βάρβαροι Ἀλβανοί σταμάτησαν νά καῖνε καί νά καταστρέφουν, μόνο ὅταν δέν ὑπῆρχε κάτι ἄλλο νά καταστρέψουν. Ἡ ἐπαρχία Φαναρίου, πού περικλείει τήν Μεγαλόπολη λεηλατήθηκε, ἡ Τριπολιτσᾶ πνίγηκε στό αἷμα, ἡ Μεσσηνία λεηλατήθηκε, ὅπως καί ἡ Λακωνία. Τά ὄρη καί οἱ πεδιάδες γέμισαν πτώματα, τά χωριά τά κατασπάραξαν οἱ φλόγες.)»

Pouqueville

Σταυρίδης Φώτιος
(Συγγραφέας)