Παναγιώτης Γ. Αλεκάκης, Φιλόλογος – Ιστορικός, Δρ Ιστορικού και Αρχαιολογικού Τμήματος Α.Π.Θ., Διευθυντής 2ου ΓΕΛ Κατερίνης
Ο Λουμπούτ/ Μεχμέτ Εμίν πασάς, ο νικητής της Κασσάνδρας Χαλκιδικής, από το Δεκέμβριο του 1821 είχε αντιληφθεί τις ύποπτες κινήσεις των Ελλήνων και διέταξε τον γενικό εξοπλισμό των Τούρκων, τον αφοπλισμό των Ελλήνων και τη γενική καταγραφή των Ελλήνων εφοδιάζοντας τον καθένα με δελτίο ταυτότητας. Ο αποκεφαλισμός ήταν...
η ποινή για τους απείθαρχους και θα πωλούνταν σαν σκλάβοι τα μέλη της οικογένειάς τους (βλ. Ευστ Στουγιαννάκης, Ιστορία της Ναούσης, σ. 155). Οι Τούρκοι προχώρησαν και σε συλλήψεις προκρίτων της Βέροιας, ενώ ο Λουμπούτ ζήτησε και ομήρους από την Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, πράγμα που δείχνει τον επαναστατικό αναβρασμό και το ετοιμαζόμενο επαναστατικό κίνημα. Αξίζει να αναφερθεί ότι τότε μόνον η Νάουσα αρνήθηκε να δώσει ομήρους. Ο Μεχμέτ Εμίν, αφού κατέπνιξε την επανάσταση στη Χαλκιδική, πολύ γρήγορα προώθησε στρατεύματά του προς τον Όλυμπο και το Βέρμιο. Το κάστρο του Πλαταμώνα το κατέστησε φρούριο και ορμητήριο και οι πρώτες στρατιωτικές ομάδες του πήραν θέση στον Κολινδρό (βλ. Απ. Βακαλόπουλος, Το κάστρο του Πλαταμώνα, Μακεδονικά 1, σ. 67)
Ο καπετάν Διαμαντής και ο Ν. Κασομούλης με 300 περίπου άνδρες μάταια προσπάθησαν να καταλάβουν τον Κολινδρό, αλλά έκαναν την αρχή στη νέα ανταρσία των Μακεδόνων και έκτοτε άρχισαν οι εκεί εχθροπραξίες. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε τους βομβαρδισμούς που έκαναν με τα δυο κανόνια τους στημένα σε κατάλληλα υψώματα Γερμανοί φιλέλληνες, των οποίων οι βροντεροί αντίλαλοι αχολογούσαν στα φαράγγια του Ολύμπου και του Βερμίου εμψυχώνοντας τους χριστιανούς μέχρι τη Θεσσαλονίκη (βλ. Ν. Κασομούλης, ό.π., σ. 195: «…οι δε μηχανικοί Γερμανοί να προετοιμάσουν την θέσιν των δύο πυροβόλων και άλλων δύο μικροτέρων των εξ λιτρών»). Οι φιλέλληνες αυτοί συνόδευαν τον Γρηγόρη Σάλα, που τον είχε διορίσει ως αρχηγό της εκστρατείας αυτής και ως αντιπρόσωπό του στην περιοχή του Ολύμπου ο Δημήτριος Υψηλάντης. Ο Σάλας, νεαρός και άπειρος, ματαιόδοξος και επιρρεπής στην καλοπέραση, έφθασε στο λιμάνι του Ελευθεροχωρίου στις 13 Μαρτίου 1822, λίγες μέρες δηλαδή μετά το χτύπημα των τουρκικών στρατευμάτων στον Κολινδρό. Μαζί τους ήταν και ο γνωστός λόγιος Θεόφιλος Καΐρης: «Ακολούθως ήλθεν και ο ενάρετος φιλόσοφος Κος Θεόφιλος Καΐρης» (βλ. Ν. Κασομούλης, ό.π., σ. 195).
Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, ο Νικ. Κασομούλης μετά την αποβίβασή του στις 22-2-1822 στο λιμάνι του Ελευθεροχωρίου πήγε στο μοναστήρι της Μακρυράχης, όπου συναντήθηκε με τον καπετάν Διαμαντή. Μαζί τους ήταν και καπετάνιος του Ασπροπόταμου, ο Νικόλαος Στορνάρης, ο οποίος θεωρούσε ότι οι συνθήκες δεν ήταν ακόμη κατάλληλες και ότι έπρεπε να ξεσηκωθούν ταυτόχρονα σε περισσότερες περιοχές, προκειμένου να διασπασθούν οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις. Ο Ν. Κασομούλης βέβαια, ενημέρωσε στέλνοντας γράμμα και στους Ζαφειράκη, Καρατάσο, Γάτσο κ.ά. Όμως ο καπετάν Διαμαντής, βλέποντας ότι οι Τούρκοι συγκέντρωναν και άλλες στρατιωτικές δυνάμεις, προμηθεύτηκε κι άλλη πυρίτιδα και αποφάσισε να αρχίσει τον ένοπλο αγώνα. Στις 8 Μαρτίου 1822, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, έγινε η νυχτερινή επίθεσή τους εναντίον των τουρκικών στρατευμάτων του Κολινδρού, αλλά το σχέδιό τους προδόθηκε και η προσπάθειά τους απέτυχε και αναγκάστηκαν να αποσυρθούν στην Καστανιά.
Γράφει ο Ν. Κασομούλης (ό.π., σ. 191-2) για την επίθεση και την προδοσία: «Ήρωας ο Ντίτζιας…ειλικρινής στρατιώτης…τους κοινοποίησεν το σύνθημα το οποίον ήτον ‘φωτιά και σπαθί’, και αμέσως κινήθημεν κατά του Κολινδρού. Ο Διαμαντής έδωσεν οδηγίας εις τον Λιάκον και Μήτζιον, εις του κάμπου τα χωριά προς τον Πόρον, άμα ακούσουν το ντουφέκι, να βάλουν φωτιά και να προκαταλάβουν και τον πόρον του ποταμού έως ότου να φθάσουν οι Συραίοι, εις τους οποίους εμπιστεύθη η θέσις αύτη. Πλησιάσαντες σιγανά περί τα μεσάνυκτα, κάποιος χρυσοχόος Κολινδρινός, όστις παρακολουθούσεν την εκστρατείαν, λαβών ευκαιρίαν έφυγεν και ειδοποίησεν το κίνημά μας. Οι Τούρκοι άρχισαν να προπαρασκευάζωνται. Τα σκυλιά, ενώ ησύχαζαν, από τα τρεξίματά των άρχισαν να γαυγίζουν. Εννόησεν ο Ντίτζιας ότι επροδόθημεν∙ εξετάζει σιγανά ποίος λείπει – τον ηύραμεν. Επειδή είχαμεν πλησιάσει πλέον, έπρεπε να αλλάξη το σχέδιον…».
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε τη διάσταση απόψεων που υπήρξε μεταξύ του Διαμαντή και των άλλων αρχηγών για την επιλογή του τόπου διαμονής και αντίστασης των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων. Έτσι, κάποιες ελληνικές δυνάμεις από τον Κοκκινοπλό του Ολύμπου ανέβηκαν στον Άγιο Δημήτριο, ενώ κάποιες άλλες που βρίσκονταν κοντά στον Κολινδρό αποσύρθηκαν στην Καστανιά λόγω της σφοδρής κακοκαιρίας και από το πολύ χιόνι που έπεσε και ήταν αδύνατο πλέον να μείνουν εκτεθειμένες στο ύπαιθρο. Όμως, από την Καστανιά ήταν αδύνατο να αποκρούσουν το τουρκικό ιππικό λόγω του ότι το χωριό είναι μέσα σε λόγγο και ήταν ακατάλληλη η θέση του για το σκοπό αυτό. Τότε, οι περισσότεροι αρχηγοί αποφάσισαν να κατευθυνθούν προς τη Μηλιά, αρματολίκι των Λαζαίων, προκειμένου να μπορούν να βρίσκονται σε επαφή και με τους αρχηγούς των Χασίων.
(συνεχίζεται)
Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, ο Νικ. Κασομούλης μετά την αποβίβασή του στις 22-2-1822 στο λιμάνι του Ελευθεροχωρίου πήγε στο μοναστήρι της Μακρυράχης, όπου συναντήθηκε με τον καπετάν Διαμαντή. Μαζί τους ήταν και καπετάνιος του Ασπροπόταμου, ο Νικόλαος Στορνάρης, ο οποίος θεωρούσε ότι οι συνθήκες δεν ήταν ακόμη κατάλληλες και ότι έπρεπε να ξεσηκωθούν ταυτόχρονα σε περισσότερες περιοχές, προκειμένου να διασπασθούν οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις. Ο Ν. Κασομούλης βέβαια, ενημέρωσε στέλνοντας γράμμα και στους Ζαφειράκη, Καρατάσο, Γάτσο κ.ά. Όμως ο καπετάν Διαμαντής, βλέποντας ότι οι Τούρκοι συγκέντρωναν και άλλες στρατιωτικές δυνάμεις, προμηθεύτηκε κι άλλη πυρίτιδα και αποφάσισε να αρχίσει τον ένοπλο αγώνα. Στις 8 Μαρτίου 1822, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, έγινε η νυχτερινή επίθεσή τους εναντίον των τουρκικών στρατευμάτων του Κολινδρού, αλλά το σχέδιό τους προδόθηκε και η προσπάθειά τους απέτυχε και αναγκάστηκαν να αποσυρθούν στην Καστανιά.
Γράφει ο Ν. Κασομούλης (ό.π., σ. 191-2) για την επίθεση και την προδοσία: «Ήρωας ο Ντίτζιας…ειλικρινής στρατιώτης…τους κοινοποίησεν το σύνθημα το οποίον ήτον ‘φωτιά και σπαθί’, και αμέσως κινήθημεν κατά του Κολινδρού. Ο Διαμαντής έδωσεν οδηγίας εις τον Λιάκον και Μήτζιον, εις του κάμπου τα χωριά προς τον Πόρον, άμα ακούσουν το ντουφέκι, να βάλουν φωτιά και να προκαταλάβουν και τον πόρον του ποταμού έως ότου να φθάσουν οι Συραίοι, εις τους οποίους εμπιστεύθη η θέσις αύτη. Πλησιάσαντες σιγανά περί τα μεσάνυκτα, κάποιος χρυσοχόος Κολινδρινός, όστις παρακολουθούσεν την εκστρατείαν, λαβών ευκαιρίαν έφυγεν και ειδοποίησεν το κίνημά μας. Οι Τούρκοι άρχισαν να προπαρασκευάζωνται. Τα σκυλιά, ενώ ησύχαζαν, από τα τρεξίματά των άρχισαν να γαυγίζουν. Εννόησεν ο Ντίτζιας ότι επροδόθημεν∙ εξετάζει σιγανά ποίος λείπει – τον ηύραμεν. Επειδή είχαμεν πλησιάσει πλέον, έπρεπε να αλλάξη το σχέδιον…».
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε τη διάσταση απόψεων που υπήρξε μεταξύ του Διαμαντή και των άλλων αρχηγών για την επιλογή του τόπου διαμονής και αντίστασης των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων. Έτσι, κάποιες ελληνικές δυνάμεις από τον Κοκκινοπλό του Ολύμπου ανέβηκαν στον Άγιο Δημήτριο, ενώ κάποιες άλλες που βρίσκονταν κοντά στον Κολινδρό αποσύρθηκαν στην Καστανιά λόγω της σφοδρής κακοκαιρίας και από το πολύ χιόνι που έπεσε και ήταν αδύνατο πλέον να μείνουν εκτεθειμένες στο ύπαιθρο. Όμως, από την Καστανιά ήταν αδύνατο να αποκρούσουν το τουρκικό ιππικό λόγω του ότι το χωριό είναι μέσα σε λόγγο και ήταν ακατάλληλη η θέση του για το σκοπό αυτό. Τότε, οι περισσότεροι αρχηγοί αποφάσισαν να κατευθυνθούν προς τη Μηλιά, αρματολίκι των Λαζαίων, προκειμένου να μπορούν να βρίσκονται σε επαφή και με τους αρχηγούς των Χασίων.
(συνεχίζεται)