Δευτέρα 17 Μαΐου 2021

Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος-Τα εδάφη που κατέλαβε ο Ελληνικός Στρατός


Σερβία, Τουρκία και Ρουμανία επωφελούνται από τις ελληνικές νίκες

Όλοι γνωρίζουμε, λίγο πολύ, ότι με τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913), η χώρα μας αύξησε κατά πολύ την έκταση και τον πληθυσμό της και περιοχές όπως η Μακεδονία, η Ήπειρος, (ένα τμήμα τους) και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Επίσης, γνωρίζουμε... 
 
 
ότι χρειάστηκε να γίνουν δύο πόλεμοι (Α’ και Β’ Βαλκανικός Πόλεμος) για να οριστικοποιηθούν στη συνέχεια, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, τα σύνορα μεταξύ των χωρών της Χερσονήσου του Αίμου.

Εκείνο που δεν γνωρίζουν πολλοί, είναι ότι στη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, τον οποίο προκάλεσαν οι Βούλγαροι κινούμενοι από μαξιμαλιστικές επιδιώξεις και ενθυμούμενοι, ίσως τη “Μεγάλη Βουλγαρία” του 1878, ο Ελληνικός Στρατός έφτασε μέχρι την Αλεξανδρούπολη (τότε Δεδέ Αγάτς) και εισχώρησε στο βουλγαρικό έδαφος σε βάθος αρκετών χιλιομέτρων. Δυστυχώς, για μία ακόμα φορά η χώρα μας αποκόμισε από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων λιγοστά, σημαντικά βέβαια, οφέλη. Ας δούμε πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα από το τέλος του Α’ Βαλκανικού Πολέμου ως τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου.

Η ελληνοσερβική συμμαχία

Μετά το τέλος του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, ήταν φανερό ότι υπήρχαν έντονες διαφωνίες μεταξύ των Βαλκάνιων Συμμάχων, για τη διανομή των εδαφών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που είχαν κατακτηθεί, καθώς ιδιαίτερα η Βουλγαρία, πρόβαλε ακραίες απαιτήσεις και δεν δέχθηκε το σχέδιο που συνέταξε ο Λάμπρος Κορομηλάς. Ήταν φανερό ότι είχαν “ανοίξει” πλέον καινούργιοι λογαριασμοί, αυτή τη φορά μεταξύ των, μέχρι πριν λίγο καιρό συμμάχων. Έτσι η ενημέρωση του, τότε διαδόχου, Κωνσταντίνου προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο, μετά τη συνάντησή του με τον Σέρβο διάδοχο στο Μοναστήρι τον Νοέμβριο του 1912: “Μετά των Σέρβων δεν συγκρουόμεθα ουδαμού, πάντες δε οι Σέρβοι επιθυμούσαν διατήρησιν της συμμαχίας εις το μέλλον επί προβλέψει καινής ημών αντιθέσεων προς τους Βουλγάρους”.

Τυπικά, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι είχαν τελειώσει με τη Συνθήκη του Λονδίνου (17 Μαΐου 1913), ωστόσο αυτή η Συνθήκη, ουσιαστικά, δεν ίσχυσε ποτέ. Για την ιστορία, με τη Συνθήκη του Λονδίνου, η Τουρκία παραχωρούσε στους Βαλκάνιους συμμάχους όλα τα εδάφη δυτικά από τη γραμμή Αίνου- Μηδείας και την Κρήτη. Με την ίδια Συνθήκη ορίστηκε ότι τα σύνορα της Αλβανίας και η τύχη των νησιών του Αιγαίου θα καθορίζονταν από τις έξι Μεγάλες Δυνάμεις που συμμετείχαν στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου. Νωρίτερα, τον Μάρτιο του 1913, οι σύμμαχοι είχαν καθορίσει με διμερείς συμφωνίες τα όρια των ζωνών κατοχής τους. Μια μικρή περιοχή γύρω από την Αυλώνα δεν είχε καταληφθεί κι εκεί σχηματίστηκε η πρώτη προσωρινή αλβανική κυβέρνηση.

Τα Δωδεκάνησα βρίσκονταν υπό ιταλική κατοχή από την άνοιξη του 1912, και σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης της 2/10/1912, η κατοχή θα διαρκούσε μέχρι να σταματήσει η αντίσταση στη Λιβύη. Έτσι ο ελληνισμός της Δωδεκανήσου έβλεπε για μία ακόμα φορά τις ελπίδες του να διαψεύδονται και εκδήλωνε με κάθε τρόπο την αντίθεση του στην ιταλική κατοχή.

Στις 24 Φεβρουαρίου/9 Μαρτίου 1913, ο Έλληνας πρέσβης στο Βελιγράδι μετά από εντολή του Κορομηλά, βολιδοσκόπησε τον Γ.Γ. του σερβικού Υπουργείου Εσωτερικών, για το αν μπορεί να συναφθεί διμερής ελληνοσερβική συμμαχία. Μάλιστα, ο πρέσβης μας παρουσίασε την πρόταση αυτή ως προσωπική του πρωτοβουλία. Την επόμενη 25 Φεβρουαρίου/10 Μαρτίου 1913, ο Έλληνας πρίγκιπας Νικόλαος συναντήθηκε με το διάδοχο της Σερβίας Αλέξανδρο στη Θεσσαλονίκη και συμφώνησαν να καθορίσουν την ελληνοσερβική μεθοριακή γραμμή, αλλά και τη συνοριακή γραμμή με τη Βουλγαρία ,μόνο αυτή, με τετραμερείς ενδοσυμμαχικές διαπραγματεύσεις. Αν οι συζητήσεις δεν κατέληγαν σε κάποιο αποτέλεσμα μοιραία οι πρώην σύμμαχοι θα οδηγούνταν σε πολεμική σύγκρουση.

Την 1/13 Μαΐου 1913, υπογράφτηκε στη Θεσσαλονίκη η ελληνοσερβική στρατιωτική σύμβαση. Όμως υπήρχε ένα λεπτό ζήτημα που έκανε τους Σέρβους να μην την επικυρώνουν. “Σύμφωνα με την συνθήκη μας του 1912 η Βουλγαρία μας είχεν υποσχεθεί 200.000 στρατού εν περιπτώσει αυστριακής επιθέσεως. Αυτήν την υποχρέωσιν ηθέλαμεν να αναλάβει αντί της Βουλγαρίας η Ελλάς...”

Η ελληνική Κυβέρνηση δίσταζε να δεχθεί αυτή τη σερβική πρόταση μέχρι που οι Βούλγαροι στις 8/21 Μαΐου 1913, επιτέθηκαν στις ελληνικές προφυλακές στο Παγγαίο και τη Νιγρίτα. Στο έκτακτο υπουργικό συμβούλιο που συγκλήθηκε, ο Βενιζέλος τάχθηκε αναφανδόν υπέρ της αποδοχής της σερβικής αξίωσης, τονίζοντας ότι τυχόν αυστροσερβική σύγκρουση θα οδηγούσε σε γενικευμένο ευρωπαϊκό πόλεμο. Τελευταίος δέχθηκε να υπογράψει ο Κωνσταντίνος, βασιλιάς πλέον, μετά τη δολοφονία του πατέρα του Γεώργιου Α’ στη Θεσσαλονίκη. Η ελληνοσερβική συνθήκη ειρήνης, φιλίας και αμοιβαίας συνεργασίας υπογράφτηκε στη Θεσσαλονίκη στις 19 Μαΐου/1 Ιουνίου 1913 από τον Έλληνα πρεσβευτή στο Βελιγράδι Ι. Αλεξανδρόπουλο και τον Σέρβο πρεσβευτή στην Αθήνα Μ. Μπόσκοβιτς.

Η σύσταση της ελληνοσερβικής συμμαχίας ερχόταν να επιβεβαιώσει την ουσιαστική διάσπαση του ενιαίου βαλκανικού μετώπου. Όπως αναφέραμε και παραπάνω, τη Βουλγαρία “στοίχειωνε” η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878), η οποία δεν εφαρμόστηκε ουσιαστικά ποτέ στη πράξη και προέβλεπε τη δημιουργία της “Μεγάλης Βουλγαρίας” (ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα που θα μας απασχολήσει σύντομα). Ο βασιλιάς της Βουλγαρίας Φερδινάνδος ο οποίος ουσιαστικά κινούσε τα νήματα στις 25 Μαΐου 1913, υποχρέωσε τον διαλλακτικό πρωθυπουργό Γκέσοφ να παραιτηθεί. Στη θέση του τοποθετήθηκε ο Σ. Ντάνεφ, ο οποίος ήταν περισσότερο πρόθυμος να υπακούσει στις εντολές του βασιλιά.

Οι ελληνικές δυνάμεις στη Μακεδονία

Μετά το τέλος των επιχειρήσεων στην Ήπειρο, με το ενδεχόμενο ελληνοβουλγαρικής σύγκρουσης να φαντάζει πιθανό, μεταφέρθηκαν στη Μακεδονία η 2η, η 4η, η 6η μεραρχία, το 4ο Σύνταγμα και λίγες μέρες μετά η 2η βαριά τοπομαχική μοίρα. Έτσι την 1η Ιουνίου 1913, στη Μακεδονία υπήρχαν οχτώ μεραρχίες με 117.861 άνδρες, ενώ στην Ήπειρο είχαν μείνει δύο μεραρχίες, η μία από τις οποίες, η 8η, μετά την έναρξη των συγκρούσεων, μεταφέρθηκε κι αυτή στη Μακεδονία. Υπολογίζεται ότι η χώρα μας είχε συνολικά κατά την έναρξη των εχθροπραξιών με τους Βούλγαρους 3.205 αξιωματικούς και 144.725 οπλίτες. Οι απώλειες αναπληρώνονταν με τους γυμναζόμενους της κλάσης 1913, από τους οποίους 22.300 στάλθηκαν στο μέτωπο. Το σύνολο των δυνάμεων του Ελληνικού Στρατού εκείνη την εποχή, ήταν περίπου 195.000 άνδρες (μόνιμοι και επιστρατευμένοι).

Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος

Η Σόφια συνέχιζε στο μεταξύ την εφαρμογή καταπιεστικών μέτρων σε βάρος όσων Ελλήνων ζούσαν στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης που ελευθέρωσαν οι Βούλγαροι από τους Οθωμανούς. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από τηλεγράφημα του Βασίλειου Δενδραμή, από το Γραφείο Τύπου της Διοικήσεως Θεσσαλονίκης προς το Υπουργείο Εξωτερικών (23/5/1913):

“... Πάσαι αι οικίαι των Ελλήνων και πολλαί τουρκικαί διηρπάγησαν. Αι υπό των Βουλγάρων αξιωματικών και στρατιωτικών και των κομιτατζήδων διαπραττόμεναι βιαιοπραγίαι είναι αδύνατον να περιγραφώσιν. Αι γυναίκες και αι παρθένοι ατιμάζονται. Την παρελθούσαν εβδομάδα μεταφέρθησαν εις Δράμαν και εξετέθησαν προς πώλησιν διάφορα οικιακά είδη, έπιπλα και ενδύματα, προερχόμενα εκ των χωρίων του Παγγαίου, άτινα απεγυμνώθησαν”.

Κι ενώ ο Έλληνας πρεσβευτής στη Σόφια επέδωσε διάβημα διαμαρτυρίας προς τη βουλγαρική κυβέρνηση, η γειτονική χώρα το αγνόησε και διέταξε την απρόκλητη επίθεση των στρατευμάτων της εναντίον των θέσεων του Ελληνικού Στρατού στη Νιγρίτα, τις Ελευθερές, το Βερτίσκο, την Καλλινδρία και το Καρασούλι. Πιο συγκεκριμένα η ΙΙ Βουλγαρική Μεραρχία εισέβαλε στο ελληνικό έδαφος στις 18:50 της 16/29 Ιουνίου 1913. Το βράδυ της ίδιας μέρας, τέσσερις βουλγαρικές μεραρχίες διείσδυσαν στις περιοχές Ιστίπ-Στρώμνιτσας και Κιουστεντίλ της Σερβίας. Απώτερος στόχος των Βουλγάρων, ήταν η πλήρως “αποκοπή” των ελληνικών από τις σερβικές δυνάμεις. Μάλιστα, η επίθεση αυτή έγινε χωρίς να έχει προηγηθεί η κήρυξη πολέμου. Η ελληνική προφυλακή αναδιπλώθηκε επιβραδύνοντας την εχθρική επίθεση και το βράδυ της ίδιας μέρας αναχώρησε για τη Θάσο. Το επόμενο πρωί ο βουλγαρικός στρατός κατέλαβε το λιμάνι των Ελευθερών.

Αμέσως μετά τη βουλγαρική επίθεση, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος διέταξε άμεση εκκαθάριση της Θεσσαλονίκης από τα εχθρικά στρατεύματα και προώθηση των ελληνικών δυνάμεων προς το Κιλκίς, όπου ο εχθρός είχε συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων του. Το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο είχε πληροφορηθεί για τη βουλγαρική επίθεση και ο κύριος όγκος του Στρατού μας προωθήθηκε προς τη γραμμή Πολύκαστρο - υψώματα της Θεσσαλονίκης - λίμνες Λαγκαδά και Βόλβης, μέχρι τον Κόλπο του Ορφανού όπου είχε την υποστήριξη του Στόλου.

Η “εκκαθάριση” της Θεσσαλονίκης από τους Βούλγαρους

Ο Υποστράτηγος Κωνσταντίνος Καλλάρης στο μεταξύ, έδωσε στους Βούλγαρους δύο διαδοχικές προθεσμίες (17/6/1913), να εγκαταλείψουν τη Θεσσαλονίκη, καθώς οι συμπατριώτες τους έκαναν επίθεση στα ελληνικά στρατεύματα. Ωστόσο οι Βούλγαροι δεν απάντησαν και άρχισαν να παίρνουν μέτρα αμύνης. Η ελληνική επίθεση άρχισε το απόγευμα και τελείωσε στις 06:55 π.μ. της επόμενης μρας. Οι συγκρούσεις ήταν φονικές, καθώς ο Στρατηγός Hasapsiev που είχε αναχωρήσει από την πόλητο μεσημέρι της 17/6, είχε διατάξει τους άνδρες του να αμυνθούν σθεναρά “έως την άφιξη του βουλγαρικού στρατού”. Τελικά οι άνδρες της ΙΙ Μεραρχίας με τη βοήθεια τμημάτων της Κρητικής Χωραφυλακής, κατατρόπωσαν τους Βούλγαρους. Οι απώλειες των εχθρών ήταν: 60 οπλίτες νεκροί, 17 τραυματίες και 1.259 αιχμάλωτοι, οι οποίοι την επόμενη μέρα επιβιβάσθηκαν σε πλοία με προορισμό τον Πειραιά, απ’ όπου θα μεταφέρονταν όπου αποφάσισε η ελληνική Κυβέρνηση. Από ελληνικής πλευράς, 22 άνδρες σκοτώθηκαν και 47 τραυματίστηκαν. Η ταχύτατη εξολόθρευση των Βούλγαρων εντυπωσίασε τους ξένους, ενώ διθυραμβικά σχόλια γράφτηκαν στον ευρωπαϊκό τύπο.

Οι μάχες του Κιλκίς και του Λαχανά (19-21/6/1913)


Την ίδια ώρα που ολοκληρωνόταν η “εκκαθάριση” της Θεσσαλονίκης, έφτανε στην πόλη ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο οποίος εξέδωσε στις 11 π.μ. διαταγή σύμφωνα με την οποία ο Ελληνικός Στρατός θα ξεκινούσε αντεπίθεση. 4 ελληνικές Μεραρχίες (2η, 3η, 4η, 5η), ξεκίνησαν τα χαράματα της 19ης Ιουνίου με κατεύθυνση το Κιλκίς. Σκοπός των Ελλήνων ήταν οι μεραρχίες να εκπορθήσουν τις προσωρινές αλλά ισχυρές οχυρώσεις των Βούλγαρων στα υψώματα μπροστά στο Κιλκίς. Μέσα στις οχυρώσεις αυτές βρίσκονταν 19 βουλγαρικά Τάγματα Πεζικού, 3 πεδινές και 1 ορειβατική πυροβολαρχία. Η προώθηση των Ελλήνων άρχισε το πρωί της 19ης Ιουνίου 1913 και μέχρι το βράδυ της ίδιας μέρας οι 4 ελληνικές μεραρχίες βρέθηκαν κάτω από το εχθρικό πυρ. Η μάχη κράτησε όλη την 20η Ιουνίου. Τη νύχτα της 20ης προς 21η Ιουνίου, η 2η Μεραρχία εκτέλεσε πλευρικό αιφνιδιασμό στη διάρκεια της νύχτας, που συνοδεύτηκε το άλλο πρωί με κατά μέτωπο επίθεση και των άλλων τριών μεραρχιών. Στις 11 το πρωί οι Βούλγαροι υποχώρησαν σε όλο το μήκος του μετώπου με κατεύθυνση τη Δοϊράνη και τις Σέρρες. Το απόγευμα της 21ης Ιουνίου, δύο ελληνικές μεραρχίες κατέλαβαν τα υψώματα του Λαχανά. Την ίδια μέρα, η 10η ελληνική Μεραρχία εκτόπισε τους Βούλγαρους από τα υψώματα του Καλλίνοβου. Οι ελληνικές απώλειες ήταν βαριές: 8.652 νεκροί και τραυματίες. Στις μάχες αυτές διακρίθηκε ο 12χρονος (!) Γεράσιμος Ραυτόπουλός, ο οποίος είχε ήδη δείξει τα διαπιστευτήρια του στη μάχη της Ελασσόνας. Στο Κιλκίς, συνελήφθη αιχμάλωτος, αλλά δραπέτευσε και άρπαξε ένα όπλο με το οποίο σκότωσε 3 Βούλγαρους και τραυμάτισε άλλους 2! Επιστρέφοντας στις ελληνικές γραμμές, βρήκε έναν εύζωνα σοβαρά τραυματισμένο τον οποίο και μετέφερε στις πλάτες του μέχρι το ελληνικό στρατόπεδο! Για την ενέργεια του αυτή, τιμήθηκε με τον βαθμό του Δεκανέα.Είναι ο νεότερος υπαξιωματικός που είχε ποτέ στις τάξεις του ο Ελληνικός Στρατός. Οι μεγάλες απώλειες των αξιωματικών (37 νεκροί και 85 τραυματίες) προβλημάτισαν τον Κωνσταντίνο που έδωσε εντολή να αφαιρέσουν οι αξιωματικοί τα γαλόνια και τα άλλα διακριτικά τους καθώς σκόπευαν ειδικά αυτούς, οι Βούλγαροι. Οι απώλειες των Βούλγαρων δεν είναι γνωστές, ωστόσο 2.500 αιχμαλωτίστηκαν. Παράλληλα με τις μάχες στο Κιλκίς και το Λαχανά, ελληνικές δυνάμεις έμπαιναν στη Νιγρίτα που είχε πυρποληθεί, ενώ όσοι άμαχοι έμειναν σ’ αυτή κατακρεουργήθηκαν.

Η μάχη της Δοϊράνης (22-23 Ιουνίου 1913)

Στις 22 Ιουνίου/5 Ιουλίου 1913, Ελλάδα και Σερβία κήρυξαν τον πόλεμο στη Βουλγαρία. Οι ΙΙ και ΙV Μεραρχίες, προήλασαν το πρωί της 22ας Ιουνίου προς Βορρά καθώς έφτασαν στα υψώματα Δοβά - Τεπέ. Οι III, V και X Μεραρχίες καθώς και η Ταξιαρχία Ιππικού επιτέθηκαν εναντίον των Βουλγάρων το βράδυ της 22ας Ιουνίου, στη Δοϊράνη όπου είχαν οχυρωθεί και τους εκτόπισαν το επόμενο πρωινό. Στη συνέχεια οι ελληνικές δυνάμεις στράφηκαν προς το Μπέλες και τη Στρώμνιτσα, καταδιώκοντας τους εχθρούς οι οποίοι εκτέλεσαν με άγριο τρόπο όλους σχεδόν τους αιχμαλώτους, ενώ πήραν μαζί τους 32 πολίτες ως ομήρους, κανένας απ’ τους οποίους δεν επέζησε. Στη μάχη της Δοϊράνης ο Ελληνικός Στρατός είχε 1.000 νεκρούς και τραυματίες, ενώ στις μάχες δυτικά του Αξιού 300 πεζοναύτες έχασαν τη ζωή τους ή τραυματίστηκαν.

Η κατάληψη της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης

Στις 24 Ιουνίου αποφασίστηκε να μετακινηθεί από την Ήπειρο η 8η Μεραρχία προς την Ανατολική Μακεδονία και να γίνουν παραπλανητικές κινήσεις από το ναυτικό στην Καβάλα. Πραγματικά ο παραπλανητικός πλους μεταγωγικών χωρίς στρατιώτες (!) έξω από την Καβάλα στις 24 Ιουνίου, τρομοκράτησαν τους Βούλγαρους που εγκατέλειψαν την πόλη (25 Ιουνίου). Στις 26 Ιουνίου όταν επιβεβαιώθηκε η υποχώρηση, ο στόλος κατέλαβε την Καβάλα με τα αντιτορπιλικά “Δόξα”, “Πάνθηρ” και “Ιέραξ”.

Στις 27 Ιουνίου δύο ευζωνικά τάγματα κατέλαβαν τη Βετρίνα (Νέο Πετρίτσι), ενώ οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και υποχώρησαν ανατολικά του Στρυμόνα. Η 6η Μεραρχία κατέλαβε το Σιδηρόκαστρο, όπου βρήκε τα πτώματα του Μητροπολίτη και 100 προκρίτων που είχαν σφαγιασθεί από τους Βούλγαρους. Στη μάχη της Βετρίνας σκοτώθηκαν 39 Έλληνες και τραυματίστηκαν 209.

Στη συνέχεια, οι ελληνικές δυνάμεις κινήθηκαν βόρεια μέσω των Στενών του Ρούπελ, με αντικειμενικό σκοπό τη Τζουμαγιά. Οι Βούλγαροι πανικόβλητοι εγκατέλειπαν τις θέσεις τους και άφθονο πολεμικό υλικό, λάφυρο για τον Στρατό μας. Στις 28 Ιουνίου ο Ελληνικός Στρατός κατέλαβε τις Σέρρες, των οποίων οι Βούλγαροι είχαν σφάξει πολλούς από τους κατοίκους τους. Πυρπόλησαν 20 από τους 23 ναούς της πόλης και συνέλαβαν ως αιχμαλώτους 8.500 απ’ τους κατοίκους της, μεταφέροντας τους στη χώρα τους, όπου πολλοί πέθαναν από τις κακουχίες. Την 1/14 Ιουλίου, οι Έλληνες απελευθέρωσαν τη Δράμα και κατευθύνθηκαν στο Δοξάτο, όπου οι Βούλγαροι είχαν σφάξει σχεδόν όλους τους κατοίκους τους (οι εκτιμήσεις ξεκινούν από 750 κατοίκους και φτάνουν τις 3.000). Στις 9 Ιουλίου ο Στρατός μας κατέλαβε το Παρανέστι. Στις 11 Ιουλίου τη Χρυσούπολη και στις 12 Ιουλίου την Ξάνθη. Ακολούθησε η κατάληψη του Πόρτο Λάγος και της Αλεξανδρούπολης (τότε Δεδέ Αγάτς) , από τον θρυλικό «Αβέρωφ» που είχε κυβερνήτη τον ναύαρχο Παύλο Κουντουρίωτη.

Στο εσωτερικό της Βουλγαρίας

Οι ελληνικές δυνάμεις συνέχισαν παράλληλα της προέλασή τους προς βορρά. Κατέλαβαν τη Στρώμνιτσα και τα στενά του Ρούπελ και στη συνέχεια το οροπέδιο του Τζαμί - Τεπέ και το οροπέδιο Ρούγκεν. Μετά από σκληρές μάχες (8-11 Ιουλίου), ο Ελληνικός Στρατός κατέλαβε τα Στενά της Κρέσνας. Στις 14 Ιουλίου απελευθερώθηκε η Κομοτηνή από Ημιλαρχία της 8ης Μεραρχίας υπό τον Λοχαγό Γεώργιο Κατεχάκη και το Τάγμα Κρητών υπό τον Συνταγματάρχη Γ. Καναβατζόγλου. Ακολούθως, οι ελληνικές δυνάμεις κατευθύνθηκαν προς την Τζουμαγιά όπου έφτασαν στις 15/30 Ιουλίου. Μετά την κατάληψη του Σιμιτλή και μια σειρά σκληρών μαχών (ιδιαίτερα οι μάχες στο ύψωμα 137 ήταν οι σκληρότερες και οι πλέον αιματηρές απ’ όσες είχαν δώσει οι Έλληνες στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους), οι Βούλγαροι πυρπόλησαν την Τζουμαγιά και κινήθηκαν προς βορρά (17 Ιουλίου). Στις 18/31 Ιουλίου, αποφασίστηκε η σύναψη ανακωχής πέντε ημερών.

Σερβία, Τουρκία και Ρουμανία επωφελούνται από τις ελληνικές νίκες

Όπως είδαμε οι μεγάλες μάχες του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, έγιναν μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Οι Σέρβοι, παρά τη στρατιωτική συμφωνία που είχαν υπογράψει με τη χώρα μας, δεν πρόσφεραν κάτι στην Ελλάδα. Μεταξύ άλλων κατέλαβαν το Βιδίνιο και το Τσάρεβο Τσέλο. Οι Ρουμάνοι επωφελήθηκαν και με... περίπατο κατέλαβαν - Δοβρουτσά, τη Βάρνα και τη Σιλιστρία. Σταμάτησαν 40 χλμ. έξω από τη Σόφια! Οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Αδριανούπολη, την περιοχή Κιρκιλισέ, τις Σαράντα Εκκλησιές και προχώρησαν μέχρι το Διδυμότειχο καταλαμβάνοντας ειρηνικά το Σουφλί καθώς η αντίσταση των Βούλγαρων στα υπόλοιπα μέτωπα ήταν από ανύπαρκτη ως μηδαμινή... Όπως είδαμε, ο Ελληνικός Στρατός έφτασε περίπου στα σημερινά σύνορα της πατρίδας μας στη Θράκη. Όσα κερδήθηκαν στα πεδία των μαχών, δυστυχώς δεν εντάχθηκαν στο ελληνικό κράτος, όπως θα δούμε...

Οι μάχες του Β’ Βαλκανικού Πολέμου ήταν πολλές και σκληρές. Οι Έλληνες στρατιώτες ξεπέρασαν τους εαυτούς τους. Χιλιάδες έχασαν τη ζωή τους στις σκληρές μάχες εναντίον των Βουλγάρων. Η γενναιότητα και η μαχητικότητα των Ελλήνων αιφνιδίασαν τους Βούλγαρους και εξέπληξαν τους Ευρωπαίους. Παράλληλα βρήκαν την ευκαιρία Σέρβοι, Ρουμάνοι και Τούρκοι να καταλάβουν εδάφη από τη Βουλγαρία, κάνοντας συχνά “περίπατο”, όπως οι Ρουμάνοι. “Αναίμακτος πόλεμος” χαρακτηρίστηκε η ρουμανική προέλαση σε βουλγαρικά εδάφη. Θα ήταν λοιπόν αναμενόμενο, στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν τη λήξη του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, η Ελλάδα να διατηρήσει, τουλάχιστον, τα εδάφη που είχε καταλάβει στη διάρκειά του. Για μία ακόμη φορά όμως η χώρα μας δεν “κράτησε” στην κατοχή της περιοχές που είχε καταλάβει με τα όπλα και το αίμα των παιδιών της...

Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου) 1913

Ήδη από τις 9 Ιουλίου 1913 ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών Σαζόνοφ πρότεινε άμεση διακοπή των εχθροπραξιών και σύναψη ανακωχής και επίσης τη σύγκληση διαβαλκανικής διάσκεψης στην Αγία Πετρούπολη για την ειρήνευση στη περιοχή. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος έχοντας πετύχει μεγάλες στρατιωτικές νίκες και εξαγριωμένος από τις ωμότητες των Βούλγαρων εναντίον των Ελλήνων, συμφωνούσε με την Κυβέρνηση Βενιζέλου ότι η Βουλγαρία θα πρέπει να συνομιλήσει απευθείας με την Ελλάδα για να καθαριστούν οι όροι της ειρήνης. Μάλιστα ο Βασιλιάς, ήθελε να συνεχιστεί ο πόλεμος μέχρι τη οριστική υποταγή της Σόφιας και έκλεινε την απάντησή του προς την Κυβέρνηση παραφράζοντας τη φράση του Ρωμαίου Κάτωνα του Τιμητή (234-149 π.Χ.) “ceterum censeo Bulgariam esse delendam” (“Και εκτός αυτού νομίζω ότι η Βουλγαρία πρέπει να καταστραφεί”). Η φράση του Κάτωνα ήταν: “ceterum censeo Carthaginen esse delendam”, που έγινε πιο γνωστή στη “συντομευμένη” εκδοχή της “Carthago delenda est” και με αυτή τελείωνε όλους τους λόγους του!

Στις 15 Ιουλίου ο Βούλγαρος βασιλιάς Φερδινάνδος αντικατέστησε τον ρωσόφιλο Πρωθυπουργό Ντάνεφ με τους φιλοαυστριακούς Ράντοσλαβ στην πρωθυπουργία και Γενάντιεφ στο Υπουργείο Εξωτερικών. Καθώς Ρουμανία και Τουρκία είχαν πάρει αυτά που ήθελαν, η Σερβία έδειχνε σημάδια κόπωσης, έτσι η Ελλάδα κινδύνευε να μείνει απομονωμένη στο στρατιωτικό πεδίο. Έτσι αποφασίστηκε στις 17/30 Ιουλίου 1913 να συγκληθεί Συνδιάσκεψη στο Βουκουρέστι για τον καθορισμό των νέων συνόρων. Πρόεδρος της ανέλαβε ο Ρουμάνος Πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών Titu Liviu Majorescu (Μαγιoρέσκου). Από ελληνικής πλευράς μετείχαν οι: Ελευθέριος Βενιζέλος, Δημήτριος Πανάς, Νικόλαος Πολίτης και οι Συνταγματάρχες Πάλλης και Εξαδάκτυλος. Στη Συνδιάσκεψη μετείχαν οι : Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία και Μαυροβούνιο. Οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν τις εξής θέσεις: η Γαλλία και η Γερμανία (ίσως και λόγω του ότι ο Γουλιέλμος Β’ ήταν αδελφός της Σοφίας, συζύγου του Κωνσταντίνου), ήταν στο πλευρό της Ελλάδας. Η Ρωσία υποστήριξε θερμά όλα τα Βουλγαρικά αιτήματα. Η Αυστροουγγαρία υποστήριξε επίσης τη Βουλγαρία, ενώ Αγγλία και Ιταλία κράτησαν σχετική ουδετερότητα.

Ο Κωνσταντίνος βλέποντας ότι δεν υπάρχει περίπτωση να προχωρήσει περισσότερο, παρά τα φιλόδοξα σχέδια ορισμένων αξιωματικών (όπως του Βίκτωρα Δούσμανη), ζήτησε από τον Βενιζέλο να επιμείνει τα ανατολικά όρια της Ελλάδας για να φτάσουν στη γραμμή Μάκρης (8 χλμ. δυτικότερα της Αλεξανδρούπολης) - Πέρελικ. Ήταν φανερό όμως ότι το κλίμα ήταν μάλλον αρνητικό για τις ελληνικές θέσεις. Ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών Σαζόνοφ, τόνισε στον Γάλλο Ντελκασέ: «Η Ελλάδα διαθέτει τόσα λιμάνια ώστε να μην γνωρίζει πώς θα τα χρησιμοποιήσει. Θα λάβει τη Θεσσαλονίκη, Ανατολικά της Θεσσαλονίκης μόνο η Καβάλα είναι δυνατό ν’ αποτελέσει ένα αξιόλογο λιμάνι. Το Ντεντέ Αγάτς (Αλεξανδρούπολη) δεν αξίζει τίποτα (σημ. μάλλον οι Αμερικάνοι, δεν έχουν την ίδια άποψη σήμερα…). Όσον αφορά τον Αίνο, η ακραία συνοριακή θέση του το καθιστά αχρησιμοποίητο. Είναι δίκαιο η Βουλγαρία να έχει λιμάνι στη θάλασσα του Αιγαίου…». Όσο για τα εδάφη της Βουλγαρίας που είχε καταλάβει ο ελληνικός στρατός, μετά από σκληρές μάχες και πολλές απώλειες, δεν δόθηκαν στην Ελλάδα με το σκεπτικό ότι δεν ζουν εκεί ελληνικοί πληθυσμοί. Βέβαια κι εκεί που ζούσαν σχεδόν αμιγώς ελληνικοί πληθυσμοί (Β. Ήπειρος), δεν λήφθηκαν υπόψη ούτε η εθνολογική σύσταση, ούτε η ιστορία, ούτε η γλώσσα, ούτε ο πολιτισμός, ούτε η βούληση των κατοίκων, ακόμα και πολλών Αλβανών. Τραβήχτηκε μια γραμμή σ’ ένα αυστριακό χάρτη και όλα τακτοποιήθηκαν… 110 χρόνια αργότερα, σύνορα επί τόπου (in loco) με την Αλβανία, δεν υπάρχουν πάντως…

Τελικά, στη Συνδιάσκεψη αποφασίστηκαν τα εξής: τα ελληνικά σύνορα επεκτείνονταν ανατολικά ως τις εκβολές του ποταμού Νέστο, συμπεριλαμβανομένης και της Καβάλα, η Ρουμανία λάμβανε την περιοχή της Σιλίστριας, η Σερβία διατηρούσε τα εδαφικά οφέλη που είχε αποκτήσει στο κεντρικό τμήμα της κοιλάδας του Αξιού και η Βουλγαρία προσαρτούσε τη Δυτική Θράκη, που είχε καταλάβει η Ελλάδα! Επίσης η ηττημένη Βουλγαρία, διατήρησε το Μελένικο(με το 70% του πληθυσμού του Έλληνες) και το Νευροκόπι. Τέλος, κατά παράδοξο τρόπο, ο Βενιζέλος έδωσε αυτονομία στις σχολές και τους ναούς των Κουτσόβλαχων που βρίσκονταν στην ελληνική επικράτεια, να επιτρέψει τη σύσταση επισκοπής για τους Κουτσόβλαχους και έδωσε το δικαίωμα στη ρουμανική κυβέρνηση να χρηματοδοτεί αυτά τα ιδρύματα, «βάζοντάς» την από το πουθενά, στο κουτσοβλαχικό ζήτημα.
Αποτίμηση της Συνθήκης του Βουκουρεστίου

Οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου μεγάλη επιτυχία για την Ελλάδα, καθώς η έκταση της έφτανε από τα 63.211 τ.χλμ στα 120.308 τ.χλμ. και ο πληθυσμός της, από 2.631.952, έφτασε τα 4.718.211.

Ωστόσο η τύχη της Βορείου Ηπείρου και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου δεν καθορίστηκαν. Ζωτικά τμήματα του ελληνισμού παρέμεναν κάτω από βουλγαρική ή τουρκική κυριαρχία, ενώ η Βουλγαρία που λίγο έλειψε να εξαφανιστεί απ’ τον χάρτη, έχασε με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου ελάχιστα απ’ όσα είχε απωλέσει στα πεδία των μαχών.

Βενιζέλος και Κωνσταντίνος αποθεώθηκαν όταν έφτασαν στην Αθήνα. Ο Τύπος της εποχής έγραφε διθυραμβικά σχόλια και για τους δύο. Όμως οι φιλοβασιλικές εφημερίδες ήταν πιο συγκρατημένες και απέφευγαν να αναφερθούν στο όνομα του Βενιζέλου αν και είχε παρασημοφορηθεί από τον Βασιλιά… Μήπως αυτή ήταν η αρχή του εθνικού διχασμού;

Πηγές: ΙΣΤΟΡΊΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τ ΙΔ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, « Η ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949)», τ.Ι, ΕΚΔΌΣΕΙΣ ΣΆΚΚΟΥΛΑ 2014.
Ευχαριστούμε θερμά τον Δρα Ι. Παπαφλωράτο για την άδεια που μας παραχώρησε να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από το βιβλίο του και τις πρόσθετες πληροφορίες που μας έδωσε.
ΣΑΡΑΝΤΟΣ Ι.ΚΑΡΓΑΚΟΣ, «Η ΕΛΛΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ (1912-1913)», ΑΘΗΝΑ 2012
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Φ. ΤΟΜΠΡΟΣ, «Η ΣΥΝΘΉΚΗ ΤΟΥ ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΊΟΥ (28.7/10.8.1913)», www.akademiaedu, διαθέσιμο στο διαδίκτυο με πληθώρα δημοσιευμάτων από τις εφημερίδες της εποχής.