Παναγιώτης Γ. Αλεκάκης, Φιλόλογος – Ιστορικός, Δρ Ιστορικού και Αρχαιολογικού Τμήματος Α.Π.Θ., Διευθυντής 2ου ΓΕΛ Κατερίνης
Με αφορμή τη συμπλήρωση των 102 χρόνων από τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου της 19ης Μαΐου 1919 θεωρούμε χρέος μας να αποτίσουμε έναν ελάχιστο φόρο τιμής και να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στους εκεί εξισλαμισμούς.
Ας...
σημειωθεί ότι οι εξισλαμισμοί παρουσιάζουν και φαινόμενα κρυπτοχριστιανισμού και ότι κάποιες από τις εξισλαμιζόμενες ομάδες διατηρούσαν δεσμούς με την παλιά θρησκεία. Ήταν συνήθεις οι περιπτώσεις Κρυπτοχριστιανών στην Τραπεζούντα, τη Βοσνία, στον Πόντο, τη Μακεδονία, στην Κρήτη, την Κύπρο κ.α. (βλ. F.W. Hasluck, Christianity and Islam under the Sultans, τ. Β΄, σ. 469 κ.ε.). Στην Κύπρο έχουμε τους λινοβάμβακους, που ειρωνικά σημαίνει τους δίπιστους, τους μισούς και μισούς. Άλλοι είχαν συνείδηση χριστιανική και άλλοι μουσουλμανική. Αυτοί οι δεύτεροι υποκρίνονταν τους μουσουλμάνους μέχρι τη βρετανική κατοχή του 1878, είχαν μουσουλμανικά ονόματα, αλλά στα κρυφά ήταν γνωστοί με τα χριστιανικά τους.
Σε πέντε χωριά της Καρύστου επίσης, στην Κάλλιανη, τον Πλατανιστό, την Αντιά, το Καψούρι και το Γκραμίσι, οι άνδρες είχαν δύο ονόματα, χριστιανικό και μουσουλμανικό, ενώ οι γυναίκες συνέχιζαν να είναι χριστιανές. Ήταν βοσκοί και μικροκαλλιεργητές και υποκρίνονταν τους μουσουλμάνους, για να αποφύγουν τις αυθαιρεσίες των βάναυσων Τούρκων της Καρύστου. Δεν γνώριζαν καμιά από τις δυο θρησκείες και δεν είχαν ούτε τζαμιά ούτε εκκλησίες. Γι’ αυτό οι Τούρκοι τους ονόμαζαν κοροϊδευτικά σαμπάνηδες (μεικτούς), μουρτάτες (αρνητές του Ισλάμ), αχρειάνους. Οι κατακτητές έλπιζαν ότι με τον καιρό θα συγχωνεύονταν μαζί τους, αλλά όταν τους επέβαλαν κεφαλικό φόρο λίγο πριν την επανάσταση, έπαψαν πια να υποκρίνονται τον μουσουλμάνο (βλ. Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής επαναστάσεως, τ. 3, σ. 379-380).
Στον Πόντο οι Κρυπτοχριστιανοί είναι γνωστοί με το όνομα κλωστοί, όπως και με τα επίθετα κρυφοί, γυριστοί. Κατοικούσαν στην επαρχία Τραπεζούντας, Θεοδοσιούπολης, Νικόπολης και Νεοκαισάρειας, στη Χαλδία, την Κρώμνη και τα γύρω χωριά της, κυρίως στο Σταυρίν (βλ. Κ. Άμαντος, Σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων από του ενδεκάτου αιώνος μέχρι του 1821, τ. Α΄, σ. 195). Κλωστοί υπήρχαν και στη Σάντα, για τους οποίους αναφέρει η παράδοση ότι σε γενική συνέλευση το 1730 όλοι οι κάτοικοι αποφάσισαν για τους μισούς να προσέλθουν τάχα στον ισλαμισμό. Πρόκειται για αιτιολογική παράδοση, προκειμένου να δώσει εξήγηση για την εξωμοσία των πλούσιων, οι οποίοι δείχνονταν προθυμότεροι εξωμότες, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα κτήματά τους.
Γράφει ο Π. Τριανταφυλλίδης (βλ. Η εν Πόντω ελληνική φυλή ήτοι τα Ποντικά, σ. 32) σχετικά με τη ζωή των κλωστών: «Τας χριστιανικάς αυτών τελετάς εν νυκτί ή μετημφιεσμένοι εξετέλουν, εξομολογούμενοι, μεταλαμβάνοντες, βαπτίζοντες τα εαυτών τέκνα. Απέθνησκέ τις εν αυτοίς; Ενώ οι Τούρκοι εκόμιζον το πτώμα επί ταφήν, εν χριστιανικώ ναώ συγχρόνως και εν αγνοία πολλάκις και των παρισταμένων χριστιανών νεκρώσιμος εξετελείτο δια τον εκφερόμενον τελετή». Δακρυσμένοι μπροστά στην εικόνα του Χριστού, που τον είχαν απαρνηθεί, τον ικέτευαν να τους συγχωρήσει.
Η κατάσταση αυτή του κρυπτοχριστιανισμού εξακολούθησε μέχρι το 1856, δηλαδή τότε που δημοσιεύτηκε το Χάτι Χουμαγιούν, το οποίο εξασφάλιζε στις εθνότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την ελεύθερη άσκηση της λατρείας τους. Ωστόσο, οι Κρυπτοχριστιανοί αποτόλμησαν να αποκαλύψουν την κρυφή, μα αληθινή τους πίστη; Μπροστά τους ανοιγόταν ένα βαθύ βάραθρο, ο φόβος προς τις τουρκικές αρχές.
Πρώτοι οι Κρωμναίοι το 1857 μαζί με κατοίκους από την Πουλαντζάκη, όπου πρωταγωνιστούσε ο Μαυρόπουλος Νικόλαος, με το δεύτερο όνομα Μουσταφά Γιαζιτζής, τόλμησαν να δηλώσουν ότι είναι χριστιανοί και να δηλώσουν τα χριστιανικά τους ονόματα (βλ. Π. Τριανταφυλλίδης, ό.π. σ. 63). Ακολούθησαν παντοειδείς αντιδράσεις από τις τουρκικές αρχές, που τους χαρακτήριζαν τενεσούρ (=αποστάτες), δεν τους ενέγραφαν στα ληξιαρχικά βιβλία μόνο με το χριστιανικό όνομα, παρά και με τα δύο, προκειμένου να τους υποχρεώνουν να υπηρετούν στον τουρκικό στρατό.
Μετά την έκδοση του Χάτι Χουμαγιούν, το φαινόμενο της αποκάλυψης της χριστιανικής πίστης παρατηρήθηκε και στην Κρήτη, όπου μάταια προσπάθησαν οι Τούρκοι να σταματήσουν αυτό το ρεύμα. Το ίδιο, όπως έχουμε αναφέρει, έγινε στην Κύπρο το 1878, όταν παραχωρήθηκε στην Αγγλία. «Το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού είναι μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία των θρησκευμάτων και αποδεικνύει την ταύτιση του Ελληνισμού με την Ορθοδοξία και τη δύναμη της πίστης του Έλληνα», γράφει ο π. Γ. Μεταλληνός (βλ. Τουρκοκρατία. Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, σ. 82).
Σε πέντε χωριά της Καρύστου επίσης, στην Κάλλιανη, τον Πλατανιστό, την Αντιά, το Καψούρι και το Γκραμίσι, οι άνδρες είχαν δύο ονόματα, χριστιανικό και μουσουλμανικό, ενώ οι γυναίκες συνέχιζαν να είναι χριστιανές. Ήταν βοσκοί και μικροκαλλιεργητές και υποκρίνονταν τους μουσουλμάνους, για να αποφύγουν τις αυθαιρεσίες των βάναυσων Τούρκων της Καρύστου. Δεν γνώριζαν καμιά από τις δυο θρησκείες και δεν είχαν ούτε τζαμιά ούτε εκκλησίες. Γι’ αυτό οι Τούρκοι τους ονόμαζαν κοροϊδευτικά σαμπάνηδες (μεικτούς), μουρτάτες (αρνητές του Ισλάμ), αχρειάνους. Οι κατακτητές έλπιζαν ότι με τον καιρό θα συγχωνεύονταν μαζί τους, αλλά όταν τους επέβαλαν κεφαλικό φόρο λίγο πριν την επανάσταση, έπαψαν πια να υποκρίνονται τον μουσουλμάνο (βλ. Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής επαναστάσεως, τ. 3, σ. 379-380).
Στον Πόντο οι Κρυπτοχριστιανοί είναι γνωστοί με το όνομα κλωστοί, όπως και με τα επίθετα κρυφοί, γυριστοί. Κατοικούσαν στην επαρχία Τραπεζούντας, Θεοδοσιούπολης, Νικόπολης και Νεοκαισάρειας, στη Χαλδία, την Κρώμνη και τα γύρω χωριά της, κυρίως στο Σταυρίν (βλ. Κ. Άμαντος, Σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων από του ενδεκάτου αιώνος μέχρι του 1821, τ. Α΄, σ. 195). Κλωστοί υπήρχαν και στη Σάντα, για τους οποίους αναφέρει η παράδοση ότι σε γενική συνέλευση το 1730 όλοι οι κάτοικοι αποφάσισαν για τους μισούς να προσέλθουν τάχα στον ισλαμισμό. Πρόκειται για αιτιολογική παράδοση, προκειμένου να δώσει εξήγηση για την εξωμοσία των πλούσιων, οι οποίοι δείχνονταν προθυμότεροι εξωμότες, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα κτήματά τους.
Γράφει ο Π. Τριανταφυλλίδης (βλ. Η εν Πόντω ελληνική φυλή ήτοι τα Ποντικά, σ. 32) σχετικά με τη ζωή των κλωστών: «Τας χριστιανικάς αυτών τελετάς εν νυκτί ή μετημφιεσμένοι εξετέλουν, εξομολογούμενοι, μεταλαμβάνοντες, βαπτίζοντες τα εαυτών τέκνα. Απέθνησκέ τις εν αυτοίς; Ενώ οι Τούρκοι εκόμιζον το πτώμα επί ταφήν, εν χριστιανικώ ναώ συγχρόνως και εν αγνοία πολλάκις και των παρισταμένων χριστιανών νεκρώσιμος εξετελείτο δια τον εκφερόμενον τελετή». Δακρυσμένοι μπροστά στην εικόνα του Χριστού, που τον είχαν απαρνηθεί, τον ικέτευαν να τους συγχωρήσει.
Η κατάσταση αυτή του κρυπτοχριστιανισμού εξακολούθησε μέχρι το 1856, δηλαδή τότε που δημοσιεύτηκε το Χάτι Χουμαγιούν, το οποίο εξασφάλιζε στις εθνότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την ελεύθερη άσκηση της λατρείας τους. Ωστόσο, οι Κρυπτοχριστιανοί αποτόλμησαν να αποκαλύψουν την κρυφή, μα αληθινή τους πίστη; Μπροστά τους ανοιγόταν ένα βαθύ βάραθρο, ο φόβος προς τις τουρκικές αρχές.
Πρώτοι οι Κρωμναίοι το 1857 μαζί με κατοίκους από την Πουλαντζάκη, όπου πρωταγωνιστούσε ο Μαυρόπουλος Νικόλαος, με το δεύτερο όνομα Μουσταφά Γιαζιτζής, τόλμησαν να δηλώσουν ότι είναι χριστιανοί και να δηλώσουν τα χριστιανικά τους ονόματα (βλ. Π. Τριανταφυλλίδης, ό.π. σ. 63). Ακολούθησαν παντοειδείς αντιδράσεις από τις τουρκικές αρχές, που τους χαρακτήριζαν τενεσούρ (=αποστάτες), δεν τους ενέγραφαν στα ληξιαρχικά βιβλία μόνο με το χριστιανικό όνομα, παρά και με τα δύο, προκειμένου να τους υποχρεώνουν να υπηρετούν στον τουρκικό στρατό.
Μετά την έκδοση του Χάτι Χουμαγιούν, το φαινόμενο της αποκάλυψης της χριστιανικής πίστης παρατηρήθηκε και στην Κρήτη, όπου μάταια προσπάθησαν οι Τούρκοι να σταματήσουν αυτό το ρεύμα. Το ίδιο, όπως έχουμε αναφέρει, έγινε στην Κύπρο το 1878, όταν παραχωρήθηκε στην Αγγλία. «Το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού είναι μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία των θρησκευμάτων και αποδεικνύει την ταύτιση του Ελληνισμού με την Ορθοδοξία και τη δύναμη της πίστης του Έλληνα», γράφει ο π. Γ. Μεταλληνός (βλ. Τουρκοκρατία. Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, σ. 82).